Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Β΄Βραβείο στον 7ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό 
του ΕΠΟΚ (Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων)  


Ήταν δεκαοχτώ χρονών κι είχε μια έφεση στα γράμματα.
Κι όμως, δεν έγραψε ούτε ένα στίχο, κρατώντας το τουφέκι του.
Ήταν στίχος και κείνο, μονάχα πιο πικρός.
Τραγούδι μέσα στους άλλους ήχους του υμνημένου Ιούλη.
Χαμένο στο ρίγος του πολέμου, Χαμένος και αυτός.
Όχι περισσότερο από ένα κίτρινο φύλλο θλιμμένου Φθινοπώρου.
Ήταν δεκαοχτώ χρονών κι όπως φάνηκε αμνός στον Γολγοθά,
έτσι και χάθηκε. Σαν αμνός που φάνηκε στο Γολγοθά,
με τη καρδιά του πλημμύρα των ανθρώπων.
Άσπρος σαν σύννεφο πάνω στον αγέρα. Τον πήρανε, κάπου βαθειά στης Ανατολής,
Κει που το χώμα ρουφάει το χώμα. Το στραγγίζει.
Διαδόθηκε ότι ζούσε. Μονάχα αυτός γνώριζε, πως πέθανε.
Το αίμα του βάφει κόκκινα τα κυπαρίσσια στα ξένα χώματα.
 Μέσα στον τρόμο, καβάλα στη ανδρική ανατριχίλα.
Ο ήλιος του καρφώθηκε στο πρωινό. Ακίνητος για χρόνια.
Τα χρόνια με τι βαραίνουν; Με πόνο, με δάκρυ, μ΄ ελπίδα;
Σ΄ ένα πελώριο κλουβί. Εκεί χάθηκε. Δεν ήταν ποιητής ψέλλιζε.
Μουσκεμένος έσβηνε σιγά, σιγά, όπως η θράκα της Άνοιξης.
 Μασώντας τους στίχους του, ίσα στον Πενταδάκτυλο, ίσα στον Όλυμπο.
Τόσο ψηλός που ήταν. Και την ανάσα του που ΄γινε καπνός και μύριζε λιβάνι .
Ποιος θα τη μοσχομύριζε; Η αδελφή, η μάνα, η πικρή αγαπημένη.
Απογοήτευση στα έγκατα. Οι ρίζες αναταράσσονται.
Ήτανε δεκαοχτώ χρονών. Ήτανε ποιητής.
«Δεν είμαι ποιητής. Δεν είμαι ποιητής» Επαναλάμβανε ως το μαστίγιο καψάλιζε το δέρμα
Εγώ όμως ήξερα : «Ποιήματα δεν έγραψε πλην αυτά της αγάπης και της Ειρήνης»
Είναι αγνοούμενος Ποιητής. Αρνείται, γιατί φοβάται.
Θέλω τη μάνα μου. Να βλέπω ένα λυχνάρι στα μάτια της.
Θέλω ένα μνήμα. Τη σιγουριά του θανάτου. Να έχω μια σκέπη χώμα.
Να ξέρει η μάνα μου, να γνωρίζουν τ΄ αδέλφια μου οι ποιητές.
Το δάκρυ τους στη γη μας τι ποτίζει; Οράματα και στίχους.

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Είσαι τρανταφυλλιά / Συμεού Λ. Ζαχαρίας

Είσαι τρανταφυλλιά του Μά’ με τα τραντάφυλλά σου 
τζιαι μου ’χεις κάψει την καρτιάν που μπλέχτηκα μιτά σου

Τα νιάτα δεν τα χόρτασα / Ζαχαρίας Λ. Συμεού

Τα νιάτα δεν τα χόρτασα, τα γεραδκιά με φτάσαν 
τζι έχω τζιεγκιές πά’ στο κορμίν, καταπαντού με σκάσαν. 
Σαν τα λουλούδκια μοιάζουμεν όπως την ανεμώνα 
π’ ανθίζει μες στην άνοιξη, μα δεν φτάννει σιειμώναν. 

Ετσά προχτές γεννήθηκα, σήμερα είμαι γέρος. 
Σαν το σιτάριν μέστωσα όταν κοντέψει θέρος. 
Έτσι είναι ο άδρωπος, έν’ ’λλίη η ζωή του. 
Προτού τα νιάτα του χαρεί ξεβαίννει η ψυσιή του. 


Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Μόρφου 1997 / Γιάννης Ποδιναράς



Δρόμοι στενοί
και πόρτες ανοιχτές.
Περνούσαμε γιασεμί τ' απόγευμα
–χαϊμαλιά της πρώτης αγάπης–
Αλυσίδες απλώναμε
τις ευωδιές των παθών
στις διαδρομές των υγρών ονείρων
και χτίζαμε τα θεμέλιά μας
στα ριζωμένα στη γη
λευκά αγγίγματα
της πρώτης και ανεξίτηλης γεύσης.

Από τη Ποιητική Συλλογή: Φαράγγια των Αγγέλων (2008)

Ποδιναράς Γιάννης (μικρό βιογραφικό σημείωμα)

Γεννήθηκε το 1951 στη Μόρφου της Κύπρου, όπου και έζησε μέχρι την τουρκική εισβολή. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στην Αθήνα και αγγλική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στα παιδαγωγικά στη Μεγάλη Βρετανία. Δίδαξε σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης στην Κύπρο.

Ποιητικές συλλογές:

«Ένα Πράσινο Θολό», Λευκωσία, 1996
«Φαράγγια των Αγγέλων», Λευκωσία, 2008


Σχετικά με τον Ποιητή μπορείτε να διαβάσετε και στις σελίδες: http://www.palmografos.com/permalink/10223.html

και http://www.ellinikipoiisi.com/poetry/%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CF%81%CE%AC%CF%82-%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CE%B5%CE%B9-%CE%BF-%CE%B1/

Αναχώρηση / Ποδιναράς Γιάννης

Διάλεξες τη γαλήνη του κάστρου
στα κελιά της ερημίας και του κενού.
Δίχως απόγνωση.
Χωρίς δεκανίκια τις καρδιές των άλλων.
Οι ασάλευτες πέτρες
φρουροί της καρδιάς
που δεν κουβαλεί την πίκρα της ματαιότητας.
Στίγμα ζωής η μνήμη των ανθρώπων
που έμειναν στα κράσπεδα της αγάπης
να μαρτυρούν τη λιτανεία της θυσίας.

Οι νύχτες της σιγής
έκρυψαν βαθιά στα σπλάχνα σου
το εξαγνισμένο αίμα
που κοινωνεί μυστικά
το ρίγος και τη δόξα της αθωότητας.

Ταξίδια... / Ποδιναράς Γιάννης



Περάσαμε τη ζωή μας ταξιδεύοντας
στους λερούς δρόμους του Μπρούκλιν.
Παίξαμε, εκ του ασφαλούς,
διασχίζοντας το Σέντραλ Παρκ,
ανατριχιάζοντας σε κάθε κίνηση σκιών των απεγνωσμένων.

Χαζέψαμε την αγωνία
των βετεράνων του Βιετνάμ
που έκοβαν στα δυο,
με ειδικά μαχαίρια,
την ψυχή τους.

Κρατήσαμε συντροφιά
στους μοναχικούς καβαλάρηδες
και ψάλλαμε δυνατά
στις εκκλησίες των νέγρων.
...

Όταν άναβαν τα φώτα,
αναγνωρίζαμε τους ίδιους ίσκιους
στα πρόσωπα των ανθρώπων
που κάθε βράδυ παίρναν το ίδιο τραίνο,
την ίδια ώρα, κι από τον ίδιο πάντα σταθμό.
Το τραίνο που δεν ακολουθούσε
ποτέ το ίδιο δρομολόγιο
και δεν γνώριζες
τους ενδιάμεσους σταθμούς,
ούτε το τέρμα.

Κι όταν ξανάσβηναν τα φώτα,
πάλι ταξίδια.
Ταξίδια που δεν έγιναν,
κι όμως υπήρξαν.

Συνάντηση / Ποδιναράς Γιάννης

Στα πράσινα λιβάδια
το πρώτο τίναγμα της φτερούγας
μίλησε με το άστρο
που αγρυπνούσε και περίμενε
τη σοδειά της ριζωμένης στο χώμα καρδιάς.

Μαντατοφόρος η μοίρα των πουλιών
ζωγράφισε τ' ονειρεμένο ταξίδι
απ' τους ρόζους της γης
ως τις παρυφές του φεγγαριού.

Και το μήνυμα πήγε διάτρητο
απ' τις πληγές των ανθρώπων
ν' απαλύνει το λευκό των άστρων
και ν' αφήσει το βάρος της λάσπης
μετέωρο στους γαλαξίες.

Παλιός επισκέπτης / Ποδιναράς Γιάννης

Πήρα το δρόμο μετά από καιρό
περπατώντας στην ίδια άκρη.
Θωπεύοντας αγάλματα
που βάραιναν την ψυχή μου όλα τα χρόνια.
Ξεδιπλώνοντας την πελώρια αιχμή των πρώτων σκιών.
Κοιτάζοντας ξανά τους ίδιους δρόμους
Ακούγοντας τους ίδιους ήχους
που μαρμάρωναν παιδί την καρδιά μου.
Ίδιες εικόνες.
Ίδιοι δρόμοι μ' αλλαγμένα τα προσωπεία.
Ρόλοι άγνωστοι χωρίς το δικό μου ταξίδι.
Απλώνω το χέρι να ψηλαφίσω τα σημάδια στα πρόσωπα.
Παλιός επισκέπτης αμετανόητος
ν' αναιρώ τη φυγή.

Κάθαρση / Ποδιναράς Γιάννης


Χαμένα μυρμήγκια
κυνηγούν τη λήξη των συμβολαίων.
Γερνούν τα σώματα.
Σταφιδιάζουν οι πνοές των ιερών ανέμων.
Κτίζουν οπές στη γη
και θερμοκήπια στους ουρανούς.
Τρέχουν τρελοί
να προλάβουν τη λήξη των ονείρων
στην άνυδρη χώρα.

Μα ο μικρός βροχοποιός
αψήφησε τους φύλακες.
Έβγαλε τη μάσκα
κι είδαμε γυμνό κι ελεύθερο
το πρόσωπό μας
να φέγγει αρυτίδωτο
στα σκοτάδια.

Ίσκιοι / Ποδιναράς Γιάννης

Γυρνάμε στα χαλάσματα.
Αγγίζουμε τις ρωγμές των χτισμάτων
επιπλέοντας στα υγρά θεμέλια των έργων μας.
Ανηφορίζουμε το παλιό μονοπάτι
στοιχειωμένοι από πνεύματα παλιά που μας γητεύουν.

Στην κορφή άλικες γλώσσες
βάφουν τον ήλιο που βασιλεύει
τροπαιοφόρος
στη χώρα των αιμάτινων ίσκιων.

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

AΓΑΠΗ ΠΟΥ ΝΙΚΑΕΙ ΜΝΗΜΕΣ


Ένας παππούλης κάποτε ογδονταπέντε χρόνων,
δεν είχε άλλον στη ζωή μία γυναίκα μόνο!
Κι αυτή ήτανε άρρωστη σ' ένα γηροκομείο
κι ο σύζυγος της δίπλα της σε ζέστη και σε κρύο!
Αλτσχάιμερ η νόσος της, την κεφαλή κουνούσε
δεν σε γνωρίζω του' λεγε ποιος είμαι σαν ρωτούσε!
Μα ο παππούλης σταθερός έτρεχε για να πάει
για να την δει, να την χαρεί, μαζί της για να φάει!
Μια μέρα τον ερώτησε η μία νοσοκόμα
σαν ήταν στο δωμάτιο και έφτιαχνε το στρώμα!
Εσύ πηγαινοέρχεσαι σε κρύο και σε χιόνια
είσαι εδώ ολομερής πέντε και βάλε χρόνια!
Γιατί κουράζεσαι παππού; Αυτό δεν σε τσακίζει;
Αφού ποιος είσαι δεν ξέρει, αφού δεν σε γνωρίζει!
Κι αυτός της χαμογέλασε, της λέει δεν λυγίζω..
Δεν με γνωρίζει όπως λες μα ' γω την εγνωρίζω!
Αν αγαπάς θ' αποδειχθεί, αν αγαπάς θ' αντέξεις
ότι κι αν έρθει στη ζωή στο ταίρι σου θα τρέξεις!
Είν' η αγάπη φοβερή νικά την κάθ' αρρώστια
νικάει μνήμες και δεινά έχει στ' αλήθεια κότσια!
Χριστοδούλου Θάλεια

Παρουσίαση του βιβλίου MARGINALIA

Η ΕΛΕΝΑ ΤΟΥΜΑΖΗ ΡΕΜΠΕΛΙΝΑ 
και 
Η ΜΟΝΑ ΣΑΒΒΙΔΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥσας προσκαλούν
στην παρουσίαση του βιβλίου τους
MARGINALIA
ποίηση
στις 15 Φεβρουαρίου 2017, ημέρα Τετάρτη και ώρα 7:00 μμ.
στο Μουσείο «Το Πλουμιστό Ψωμί»
(οδό Γρηγόρη Αυξεντίου 9)

Ομιλητές: 
Ανδρέας Μακρίδης, φιλόλογος, λογοτέχνης, ερευνητής
Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, ποιήτρια, δοκιμιογράφος
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Χαιρετισμός από τον Μίμη Σοφοκλέους, Διευθυντή των Εκδόσεων «Αφή»
Απαγγελίες ποιημάτων από τις ποιήτριες
Ομιλία από τον Ανδρέα Μακρίδη
Απαγγελίες από τις ποιήτριες
Ομιλία από την Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου
Αντιφώνηση
Συντονιστής: δρ Ανδρέας Χατζηχαμπής, Ποιητής, Επιστημονικός Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Περιβαλλοντικής Έρευνας και Εκπαίδευσης
Θα ακολουθήσει δεξίωση

Εις τη Σκάλα μάς επήραν για Κριτάς Για να κρίνουμε τους ντόπιους Ποιητάς!






Χάρις στον Κυριαζή
Και τον Νίκο τον αγά μου
Πήγα με κριτάς μαζί
Σαν εκάθουμουν στ’ αυγά μου!

*

Με σηκώσαν απ’ εδώ
Και στη Λάρνακα με πήραν
Για ν’ ακούσω και να δω
Των Κυπρίων μας την λύραν!

*

Και στου Ζήνωνος την γη
Με τον Νίκο μου πηγαίνω
Και στο πόντε μ’ οδηγεί
Κι ενθουσιασμένος μένω!

*

Λευκοφόρες πετακτές
Εις το πόντε των ψαρεύαν
Με στολές τόσο λεπτές
Που κι αράχνες τες ζηλεύαν!

*

Κι είδαμε και μερικές
Που ξεκάλτσωτες διαβαίναν
Και γαμπίτσες δυο λευκές
Με μαγνήτισαν κι εμέναν!

*

Κι οι καλοί μας χωρικοί
Καθώς έμπαιναν στες βάρκες
Έχασκαν εκστατικοί
Που γυμνές θωρούσαν σάρκες!

*

Την βραδιάν παντού σβηστοί
Μέναν γλόμποι φωτοβόλοι
Κι όμως κάπου ―σαπριστί―
Εφεγγοβολούσαν όλοι!

*

Με τραγούδια και χορούς
Και κοσμοπλημμύραν τόση
Είδα τους παλιούς καιρούς
Πίσω πάλι να στραφώσι!

*

Μα κι εκλογικά πολλά
Ψουψουρούσαν κάθε βράδυ
Και κεφάλια με μυαλά
Στη φωτιάν εχύναν λάδι!

*

Λοιπόν κάθε μια βραδιά
Με σωστή κοσμοπλημμύρα
Πήγαινα κι εγώ, παιδιά,
Για ν’ ακούσω ντόπια λύρα!

*

Κι αοιδούς μας λαϊκούς
Ήκουα που κελαδούσαν
Κι εμαγεύεσο ν’ ακούς
Την αγροτικήν των Μούσαν!

*

Με μια γλώσσα ζωντανή
Σαν κι εκείνην του Βασίλη
Είχαν μέλι στην φωνή
Μα και ζάχαρη στα χείλη!

*

Τους ευρήκα δυνατούς
Σαν στην γλώσσα των τσιαττίζαν
Μα τους εύρισκα φρικτούς
Όταν ελληνικουρίζαν!

*

Σαχλοί μου ’χανε φανεί
Μ’ αρλεκίνων πατσαβούρες
Που τη γλώσσα την αγνή
Νόθευαν μ’ ελληνικούρες!

*

Κι εβροντούσα δυνατά
Με της Μούσης την μπουμπάρδα:
Με φτιασίδια σαν κι αυτά
Γλώσσαν κάμνετε μπαστάρδα!

*

Μα με γλώσσαν αμιγή
Μ’ εγοήτευσαν εκείνοι
Κι είπα: στην δική μας γη
Νέοι θα νας βγουν Στασίνοι!

πηγή: https://larnaka.wordpress.com/category/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7/page/2/

Περδίος Ιωάννης (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Περδίος Ιωάννης γεννήθηκε το 1882 και απεβίωσε το 1930. Έζησε στη Λευκωσία, όπου και εξέδιδε τη σατυρική εφημερίδα : Το Μαστίγιον. Στόχος του  η σάτυρα μέσα από τους στίχους των προσώπων και των καταστάσεων της εποχής του.