Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

‘Ελενα Τουμαζή- Ρεμπελίνα: «….ο έρωτας ήταν η πηγή από όπου ανάβρυσε το ρυάκι της δικής μου ποιητικής φωνής. Είναι η μάνα της φωνής μου..»

[.......Για μένα η ποίηση είναι μια άλλη γλώσσα, ή  ένας τρόπος της γλώσσας, που έχει την ιδιότητα  να φανερώνει όλα όσα  δεν μπορεί να ειπωθούν στη καθημερινή συναλλαγή. Είναι ένα όχημα  προς την Πηγή και προς  τα άστρα.
Ένα ταξίδι   αδιαμεσολάβητο από  οποιαδήποτε άλλη  τεχνολογία. Αρχαία η σύγχρονη....]


ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Ένας θάνατος μέσα στην Πόλη,
ανοίγει χάσμα.
Σαν πράξη μαθηματική
όπου εξαφανίζεται μια συνιστώσα.

Στη Φύση το πένθος
είναι βραχύ.
Ένα ζώο φεύγει
χωρίς αισθητό ίχνος
πίσω του.
Η αγέλη προχωρεί.

Στην Πόλη το πένθος
μπορεί να γίνει αγχόνη
για έναν αθώο
που ακολουθεί.
Και κεντρομόλος δύναμη
που μετατρέπει,
μοιραία,
τη φυσική ροή
σε τραγική.


γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας 

Εδώ και αρκετό καιρό κάνουμε μια προσπάθεια να γνωρίσουμε μέσα από συνεντεύξεις τους ποιητές της Μεγαλονήσου, τους ποιητές και τις ποιήτριες της Κύπρου.  Στα πλαίσια αυτής της προσπάθεια βρεθήκαμε μπροστά  στην ποίηση της κας  Έλενας Τουμαζή –  Ρεμπελίνα.  Την  ίδια,  συναντήσαμε σε ένα από τα δεκάδες café  της παραλιακής οδού της Λεμεσού και με το αφοπλιστική της ευγένεια, άνοιξε το βιβλίο της ζωής της και μοιράστηκε μαζί μας  τις σκέψεις της, σε μια άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη.

Η ποιήτρια Έλενα Τουμαζή – Ρεμπελίνα κατάγεται από την κατεχόμενη  Αμμόχωστο. Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο, ενώ τις Πανεπιστημιακές της σπουδές  τις πραγματοποίησε στη Γενεύη και στο Παρίσι. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1972 με την Ποιητική Συλλογή: «Ο μικρός  τυφλοπόντικας  και ο Ήλιος» Ακολούθησαν  ακόμα τρεις Ποιητικές Συλλογές, μία από τις οποίες η Ποιητική Συλλογή: « Έρχου»  το 2011 πήρε το Α΄ κρατικό βραβείο της Κύπρου. Η ποίησή της  παρουσιάζει μια διαρκή ένταση. Άλλες φορές λυρική, άλλες αινιγματική, πάντοτε όμως με ένα σφοδρό συναισθηματισμό ,που δεν μπορεί παρά να αγγίξει τον αναγνώστη.  Η ίδια δεν κατατάσσει την ποίησή της σε κάποια κατηγορία. Λέει χαρακτηριστικά: «….Δεν έχω ιδέα αν η ποίηση μου κατατάσσεται σε κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα. Σήμερα δεν υπάρχουν  σχολές και κινήματα όπως παλιά. Ούτε παρέες και καφενεία ποιητών και ποιητριών όπου μπορεί να καλλιεργηθεί  ένα περιβάλλον που τρέφει και προωθεί μιαν αντίληψη  του κόσμου, ένα όραμα της γλώσσας και  του πολιτισμού . Είμαστε λίγο πολύ μόνοι  ο καθένας, η κάθε μια , στην ποιητική  του, της,  περιπέτεια. Μου λεν ότι είμαι λυρική...» Αστείρευτος ο λόγος της, έρεε σαν καθαρό νερό σε πετρωτό ρυάκι, γεμίζοντας τον λιγοστό χρόνο που είχαμε στη διάθεσή μας. Όταν την αποχαιρετήσαμε, αισθανθήκαμε ότι τη γνωρίζαμε χρόνια, τόσο αυτή, όσο και την φορτισμένη από τη ζωή ποίησή της.
Την ευχαριστούμε από τα βάθη της καρδιάς μας!




Κυρία Τουμαζή

1.     Εμφανιστήκατε στα γράμματα το 1972 με την Ποιητική Συλλογή: «Ο μικρός  τυφλοπόντικας  και ο Ήλιος».  Έχουν περάσει από τότε σαράντα και πλέον χρόνια. Το 2011 εκδώσατε την ποιητική  συλλογή «Έρχου» που τιμήθηκε και με το Κρατικό βραβείο ποίησης. Πόσο διαφέρει η ποιήτρια του 1972 από την σημερινή ποιήτρια της Συλλογής «Έρχου» ;
              Ε.Τ : Δημήτρη   ευχαριστώ  για τη ευκαιρία που μου δίνεται  να πω κάποια πράγματα  για τη σχέση μου με την ποίηση. Είναι η πρώτη φορά  που μου τυχαίνει αυτό…

               Η ποιήτρια του σήμερα και διαφέρει και δεν διαφέρει από το κορίτσι του 72. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον χρόνο που συσσωρεύει  τραύματα και γνώση . Και που, αναπόφευκτα ,  φέρνει    μαζί του   τη γεύση του τραγικού που διέπει τον ανθρώπινο βίο. Αυτό μας αλλοιώνει  και μας μεταμορφώνει. Όσο είμαστε νέοι έστω κι αν έχουμε ήδη μια υποψία για την σκληρότητα  της ζωής , την παραμερίζουμε πολύ εύκολα .Ο κόσμος είναι ανοικτός μπροστά μας με όλες του τις δυνατότητες, ενώ  η ενέργεια μας  βρίσκεται στο απόγειο της…
Όμως ,παρόλα αυτά, υπάρχει-νομίζω- μέσα μου ένα νήμα αδιάσπαστο ,ένας δεσμός βαθύς με την αρχή. Με αυτό που υπήρξα ως νέα και ως έφηβος. Αυτό που με κινούσε τότε  αυτό που γύρευα τότε , το γυρεύω και σήμερα   Η διαφορά βρίσκεται  στον τρόπο, στη γλώσσα που χρησιμοποιώ, και που έχει σημαδευτεί από όσα εν τω μεταξύ  σφράγισαν τη ζωή μου. Αναπνέει   όμως κάτι  αναλλοίωτο μέσα μου. Είναι εκεί και το γνωρίζω. Σα μια ακτίνα,  μια φλόγα κεριού,  ένα αντιφέγγισμα σε μια θάλασσα νυχτερινή.  Ένα σταθερό φως.


2.     Πως ξεκινήσατε να γράφετε ποίηση; Τι ήταν αυτό που σας έκλυσε, ποια μυστική εσωτερική δύναμη σας οδήγησε στα βήματά της;

Ε.Τ: Άρχισα να γράφω ποίηση μετά από την πρώτη μου ερωτική εμπειρία.  Αυτή  η διάβαση σε μιαν άλλη εποχή του εαυτού  αποδέσμευσε την ποιητική μου παρόρμηση και την ανάγκη μορφοποίησης  της. Ίσως επειδή είχα και την τύχη να  γευτώ τον έρωτα  για πρώτη φορά  σ ένα νησί του Αιγαίου.
                  Αυτό με έδεσε αργότερα και με την ποίηση του Ελύτη.

3.     Υπήρξαν πρότυπα, ιδέες, ποιητές και λογοτέχνες που επηρέασαν την ποίησή σας ή οδηγήσατε μόνη σας τις σκέψεις, την γραφή σας μέχρι και σήμερα;
Ε.Τ: Ασφαλώς και υπήρξαν. Μεγάλωσα στην ‘αγκαλιά’ του Ελύτη και του Σεφέρη. Η γενιά μου  είναι βαφτισμένη στις φωνές τους. Ήταν τέτοια η ατμόσφαιρα ,τέτοια η ενέργεια που εκλυόταν από αυτούς  τους δυο, αλλά κι από όλους τους εκπροσώπους εκείνης της  γενιάς   που το  να γράψεις ποίηση έμοιαζε με  φυσική  επιταγή, ήταν η άμεση  προέκταση αυτού που νιώθαμε διαβάζοντας τους, ακούγοντας τους, βλέποντας τα έργα τους. Αυτό δε σημαίνει ότι προσπάθησα συνειδητά να τους μιμηθώ. Όμως και αυτοί και ο Σολωμός και το δημοτικό τραγούδι  είναι κομμάτι του υποσυνείδητου μας .Είναι ανόητο να αρνιόμαστε το  γεγονός ότι τους οφείλουμε τη σημερινή φωνή μας…
Μου έδωσαν μια αίσθηση της γλώσσας . Στην πιο  φωτεινή  και απογυμνωμένη από κάθε περιττό, ακριβή φανέρωση της. Η γλώσσα ως αποκάλυψη του Πραγματικού. Ως αποτύπωση του μυστηρίου του Πραγματικού….


4. Διαβάζοντας ορισμένα από τα  ποιήματά  της ποιητικής σας συλλογής «Έρχου» καταλήγω στο συμπέρασμα , ότι έχετε εμπνευστεί από προσωπικά βιώματα ή  από καταστάσεις που διαδραματίζοντας πλησίον σας, με αναφορές, είτε στιγμιαίες είτε όχι,  σε ερωτικές πληγές. (άραγε αναρωτιέμαι χρειάζονται πληγές  για να έχει ο λόγος αξία;) Οι ανθρώπινες σχέσεις σίγουρα αποτελούν ένα από τα κέντρα της ποίησής σας. Δεν είναι λίγες οι φορές που πιστεύω ότι   η ποίησή σας εξάγει ένα υπέροχο λυρισμό. Θα ήθελα την άποψή σας πάνω σε αυτό  και επιπλέον να σας ρωτήσω , εάν εσείς θα κατατάσσατε σε κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα την γραφή σας;
     Ε.Τ: Μιλάτε για πληγές. Πληγές έχουμε όλοι οι άνθρωποι. Η ζωή είναι φτιαγμένη από τις πληγές μας. Πλάθεται από τις πληγές μας. Σημασία έχει ο τρόπος που τις διαχειριζόμαστε και όχι αν υπάρχουν. Στην προκειμένη περίπτωση, ποιητικά. Αν το καταφέρνω η όχι δεν το ξέρω. Νομίζω  όμως πως συχνά   παρασύρομαι από μια συναισθηματική υπερφόρτιση. Τότε γίνομαι κακή ποιήτρια.
Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι  μόνον ένα από τα κέντρα της ποίησης μου. Θα μπορούσα να ισχυριστώ πως  ό,τι έγραψα ως τώρα είναι μια επιστολή - διακεκομμένη -προς τον άλλον. Το κάθε άλλον. Εραστή, φίλο, ζώο, δέντρο, θάλασσα, λουλούδι, Άστρο, η Θεότητα. Με ενδιαφέρει η Συνάντηση  ως ουσία και νόημα της ύπαρξης.
Δεν έχω ιδέα αν η ποίηση μου κατατάσσεται σε κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα. Σήμερα δεν υπάρχουν  σχολές και κινήματα όπως παλιά. Ούτε παρέες και καφενεία ποιητών και ποιητριών όπου μπορεί να καλλιεργηθεί  ένα περιβάλλον που τρέφει και προωθεί μιαν αντίληψη  του κόσμου, ένα όραμα της γλώσσας και  του πολιτισμού. Είμαστε λίγο πολύ μόνοι  ο καθένας, η κάθε μια , στην ποιητική  του, της,  περιπέτεια. Μου λεν ότι είμαι λυρική... και  σας ευχαριστώ για το σχόλιο σας… Κάποτε είμαι. Αυτό συμβαίνει τις  λίγες φόρες που για κάποιο ανεξήγητο λόγο συντονίζομαι απολύτως  με τις ερωτικές μνήμες της νεότητας μου. Ως να ανοίγει μια πόρτα διάπλατα και να μου επιτρέπει να τις επισκέπτομαι και να τις αναβιώνω  ακριβώς όπως τις έζησα. Τη συγκεκριμένη τους αίσθηση, τη συγκεκριμένη τους συγκίνηση,  φωτεινή και απαλλαγμένη από κάθε τι βαρύ και τεχνητό. Κάπως σαν μια μικρή κάθαρση από τη σκοτεινά με την οποίο μας φορτώνει συνεχώς το προχώρημα του χρόνου. Κάποτε όμως γίνομαι σκληρή … Όταν  κατακλύζομαι από τις  αδυσώπητες διαπιστώσεις  για το ψεύδος των ανθρώπινων σχέσεων…. θα προτιμούσα να ήμουν πιο καίρια και απογυμνωμένη στις διατυπώσεις μου κι ας έγραφα  μονάχα στοχασμούς.

5. Πολλές από τις Ποιητικές σας Συλλογές συνοδεύονται από σχέδια. Πως καταλήξατε σε αυτούς τους συνδυασμούς; Πιστεύεται ότι η εικόνα είναι απαραίτητη συνοδός ενός ποιήματος;
Ε.Τ: Ο λόγος που συνοδεύω σχεδόν όλες  μου τις συλλογές  με σχέδια είναι καθαρά… παιδικός. Επειδή πιστεύω ότι η φύση μου είναι περισσότερο ζωγραφική παρά γλωσσική-από μικρή ήθελα να γίνω ζωγράφος ,αλλά δε βοηθήθηκα ιδιαίτερα   σ αυτή μου την κλίση    από το περιβάλλον - ήθελα  διακαώς να βγάλω προς τα έξω και τα σχέδια μου. Πρόεκυψε χωρίς πολλή σκέψη αυτός ο συνδυασμός…
Και, όχι, δεν πιστεύω ότι η εικόνα είναι απαραίτητη συνοδός ενός ποιήματος. Αντίθετα μπορεί συχνά  να αποπροσανατολίσει την ακριβή πρόσληψη του. Μόνον όταν κάνεις ένα παιχνίδι συνειδητό, να θέλεις   να φτιάξεις ένα όμορφο εικαστικό αντικείμενο-βιβλίο, έχει νόημα. Όπως έκανα με τις ‘Ανάσες’ πχ. Θα  το έχετε προσέξει  ότι στην τελευταία μου συλλογή , το Έρχου, τα     σχέδια έχουν φύγει, εκτός από την  προμετωπίδα και το κόσμημα του εξωφύλλου.

6.     Πως γράφετε ένα Ποίημα από εσάς. Ποια τα ερεθίσματά σας;  Η γραφή ενός ποιήματος είναι μια τελετουργία για τον ποιητή;
Ε.Τ: Δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση σ αυτό. Προκύπτει κάποια στιγμή μια λέξη, μια φράση. Κάτι σα φώτιση μιας κατάστασης που ζεις. Κι από αυτή τη λέξη ή  φράση , αρχίζει μια μικρή ανάπτυξη. Τα ποιήματα μου είναι σχεδόν πάντα πολύ σύντομα.
Τα ερεθίσματα  προέρχονται και από εσωτερικές μνήμες και από εξωτερικά συμβάντα. Ένα δέντρο, ένα πουλί ,ένας άνθρωπος, μια φωνή ,ένας κραδασμός ,μια μουσική, ένας κυματισμός ονείρου’ όπως έλεγε ο Ελύτης , η θάλασσα... μια συνάντηση μαζί τους. Δεν μπορώ να πω ότι είναι τελετουργία. Εκτός αν την εννοούμε με την ευρύτατη έννοια μια εσωτερικής ρύθμισης. Της αναζήτησης ενός πρωταρχικού ρυθμού που αναπαύει και ελευθερώνει τις ενέργειες. Την κίνηση , τη φωνή, την επιθυμία , την αναπνοή ,την επίγνωση. Σίγουρα σε οδηγεί κάτι βαθύτατο όταν γράφεις ποίηση. Μια αρχέγονη κατάσταση που δε μπορεί ποτέ να οριστεί, γι αυτό ζητάς  και με τον λόγο και με   την τέχνη γενικότερα, απεγνωσμένα και ακατάπαυστα, να την ορίσεις, να την δηλώσεις , να την φανερώσεις, να την μορφοποιήσεις. Να την γεννήσεις κατά κάποιο τρόπο…

7. Έρωτας. Μας δυναστεύει; Ποιος ο ρόλος του στην ποίησή σας. Πως τον υπηρετείται. Κυριαρχείται επί του έρωτα ή παραδίδεστε χωρίς μάχη;
Ε.Τ: Έρωτας… Πάντα μας δυναστεύει… Να κυριαρχήσω; Πως είναι δυνατόν; Αφού ο έρωτας είναι ένας τρελός άνεμος που μας σηκώνει και μας παρασύρει όπου θέλει αυτός, αλλά που του παραδινόμαστε οικειοθελώς… Όπως σας είπα και πριν ο έρωτας ήταν η πηγή από όπου ανάβρυσε το ρυάκι  της δικής μου ποιητικής φωνής. Είναι η μάνα της φωνής μου. Αυτό δεν σημαίνει , ή για να μαι πιο δίκαιη δεν σημαίνει πια, ούτε προσκόλληση, ούτε αρπαγή, ούτε χρήση του άλλου, ούτε ταύτιση με τον άλλον. Ο Έρωτας είναι η μόνη ουσιαστική περιπέτεια του ανθρώπου. Αυτή που μας φανερώνει  εν τέλει το αληθινό μας πρόσωπο , επειδή μας φανερώνει το πρόσωπο του άλλου.


8.     Τι θεωρείτε ζωή και τι θάνατο; Τι θέση έχουν στον λόγο σας;
Ε.Τ: Υπάρχει μόνον ένας θάνατος .Ο κυριολεκτικός. Το τέλος του κύκλου της ζωής. Η τελεία του χρόνου. Το σταμάτημα του χρόνου που είναι η ζωή του καθενός μας. Όλοι οι  υπόλοιποι ‘θάνατοι’ είναι φαντάσματα που τα γεννά ο φόβος του κυριολεκτικού και αναπόδραστου τέλους της κάθε ζωής. Εικόνες, προβολές, μεταφορές, προσωποποιήσεις  για τον εξορκισμό αυτού του φόβου. Και βέβαια με τη ‘βοήθεια’ τους σκοτώνουμε και σκοτωνόμαστε, καταβροχθίζουμε και καταβροχθιζόμαστε. Τίποτε δεν είναι πιο ίδιον του ανθρώπου  από την   ανάγκη του να προβάλλει τον θάνατο επάνω στον άλλον άνθρωπο, νομίζοντας έτσι ότι γλυτώνει ο ίδιος… Η ποίηση μου γυρεύει, όσο αυτό μου είναι δυνατόν, να από- αφηγηθεί τα φαντάσματα του θανάτου και να κρατηθεί μόνον από την ακτίνα που ενώνει την πηγή που είναι η Φύση, οι αισθήσεις, με το νόημα που είναι ο  Ήλιος, το Άπειρο, ο Θεός… ο άλλος και ο Άλλος. Γυρεύει να  αγγίξει ό,τι κάνει τον άνθρωπο πραγματικό.
 
9.     Πιστεύω ότι και στην Ποίηση δεν υπάρχει παρθενογένεση. Κατά την διάρκεια της πορείας σας, υπήρχαν περιπτώσεις που διαβάζοντας κάποιο ποίημα, λέξη ή λέξεις, στίχος ή στίχοι του,  αποτέλεσαν την απαρχή ενός δικού σας ποίημα, αποτέλεσαν την πηγή έμπνευσης για την δημιουργία ενός νέου ποιήματος;
    Ε.Τ: Υπήρξαν ναι. Μου έτυχε να το κάνω συνειδητά και όταν το έκανα  το άφησα να γίνει ορατό. Αλλά τις περισσότερες φορές  αυτό γίνεται  έμμεσα, από μόνο του, με  ασυνείδητο τρόπο. Καταγράφονται στη μνήμη λέξεις, φράσεις, στοχασμοί, μορφές  που συγκινούν, που  γίνονται μέρος του ψυχικού και πνευματικού μας σύμπαντος, το μεταμορφώνουν η διαμορφώνουν, και έρχεται η στιγμή που το προσωπικό πια  βίωμα με τρόπο σχεδόν φυσικό, μπορεί να καταδυθεί και να αντλήσει από αυτόν τον πλούτο για να αρθρώσει και να μορφώσει τη δική του γραφή. Τον δικό του τρόπο. Αυτό ελπίζει, αυτό  προσπαθεί. Το να βρεις τη δική σου φωνή είναι το ζητούμενο και το πιο δύσκολο.

10. Το 1974, χρονιά της Τουρκικής Εισβολής  εκδώσατε την Συλλογή:  «Λειτουργία του νεκρού παρόντος» Εσάς που σας βρίσκουμε; Είναι ποιήματα ψυχής εμπνευσμένα από τον πόνο που διάχυτη κυριαρχούσε στο χώρο του νησιού;
Ε.Τ: H «Λειτουργία του νεκρού παρόντος» εξεδόθη τον Ιούνιο του 74, ένα μηνα πριν από το πραξικόπημα  και την Τουρκική  εισβολή. Βεβαίως κολυμπούσα ήδη μέσα στα γεγονότα που προηγήθηκαν της κρίσιμης καμπής. Τον κοινωνικοπολιτικό αναβρασμό, με τη βία και την τυφλότητα του. Όμως για μένα η ποίηση ήταν πάντα μια καταφυγή. Το κρυφό δωμάτιο που δεν ενέδιδε στα σκληρά εξωτερικά ερεθίσματα. Με βοηθούσε να μη ξεχνώ τη ψυχή μου  μέσα στην εξωστρέφεια της συμμέτοχης στα γεγονότα της Ιστορίας. Στη  σχηματικότητα και αγριότητα τους… Είναι αναπόφευκτο να έχουν διαποτιστεί κάποια ποιήματα μου με τα γεγονότα εκείνα, ιδίως στη συλλογή  «Η Χρυσόθεμις  μετά τον δημόσιο αποκεφαλισμό της….» που ακολούθησε και εξεδόθη το 77. Και πάλιν όμως πρόκειται για μιαν  απόπειρα αναγωγής στον μύθο, της έννοιας του σπαραγμού, που  -με μεγάλη δυσκολία και κενά- προσπάθησε να ενώσει το κομμάτιασμα ενός τόπου  και μιας πολιτείας, με το κομμάτιασμα ενός έρωτα κι ενός οράματος εμπιστοσύνης.

11. Γεννηθήκατε στην Αμμόχωστο. Οι μνήμες όσο μακρινές και να είναι δεν μπορεί παρά να αποτελούν και μαγνήτης για την επιστροφή. Βρίσκετε τρόπους να διαχειριστείτε τις μνήμες;  Ζείτε με τον πόθο της επιστροφής ή έχετε αφεθεί στη  σκληρή πραγματικότητα, που πολλές φορές μας παραπλανά και δίνει λάθος μηνύματα;
Ε.Τ: Ένα ανθρώπινο ον ζει σε πολλά ψυχικά επίπεδα ταυτόχρονα. Ένα μέρος του εαυτού μου ποθεί την επιστροφή και πονά βαθιά  για την αργή αποσύνθεση μιας πόλης που έσφυζε από ζωή. Και με την οποία είναι συνδεδεμένος  και ο δικός μου  ερχομός  στη ζωή και τα χρόνια της διαμόρφωσης μου ως προσώπου μέχρι την νεότητα μου. Ξέρω όμως πως όσο κυλά ο χρόνος δεν μπορείς πραγματικά να επιστρέψεις, έστω κι αν η πόλη επιστραφεί. Θα πρέπει να δημιουργηθεί από την αρχή. Θα ναι μια άλλη πόλη, όχι εκείνη των αναμνήσεων μας - αν υπάρχουν ακόμη ως τότε άνθρωποι που την  έζησαν… Ένα βαθύτερο μέρος μου εντάσσει αυτή την αφόρητη κατάσταση στη  ευρύτερη μοίρα  του κόσμου, του ανθρώπου, της Γης και της Ιστορίας της. Γυρεύει τον πυρήνα που  μπορεί να ενώσει τα σπαράγματα  και να μιλήσει μια γλώσσα που  να μπορεί να απευθυνθεί  σε κάθε ανθρώπινο ον, άνδρα η γυναίκα, όπου κι αν βρίσκεται στον κόσμο, όποια γλώσσα κι αν μιλά, όποια ιστορία κι αν έχει, όποια κι αν είναι η εξωτερική του περιπέτεια.
Δεν είμαι ακριβώς πολιτικό ον. Το κέντρο βάρους μου είναι πιο μεταφυσικό. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θρησκεύω με οποιοδήποτε  γνωστό τρόπο. Η ότι πιστεύω σε κόσμους μετά τον κυριολεκτικό θάνατο. Όμως με ενδιαφέρει ό, τι μπορεί να ανυψώσει έστω και λίγο το ανθρώπινο ον ώστε να πλησιάσει το όνομα του.

12. Διάβασα κάπου ότι η Λεμεσός είναι η πόλη της ποίησης στο νησί μας. Πιστεύετε αλήθεια ότι η Ποιητική ζωή στη Λεμεσό δικαιολογεί αυτό τον τίτλο ή απλώς κάτι που ειπώθηκε στο παρελθόν δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο σήμερα με πλήρη επιτυχία; Υπάρχουν σήμερα σπουδαίοι Κύπριοι ποιητές στην Λεμεσό;
Ε.Τ: Πρέπει να ομολογήσω ότι παρόλο που κατοικώ τόσα χρόνια στη Λεμεσό και που την θεωρώ επίσης πόλη μου και την αγαπώ  γιατί συνάντησα  υπέροχους ανθρώπους  εδω που με περιβάλλουν με τη στοργή τους,  εντούτοις  εσωτερικά είμαι  περισσότερο κατοικημένη  από την Αμμόχωστο. Γι αυτό  και δε γνωρίζω πολλά για το πολιτιστικό  της  παρελθόν. Δε θα αποτολμήσω σχόλια σ αυτή την ερώτηση. Μόνον ότι υπάρχουν σύγχρονοι εξαιρετικοί ποιητές και ποιήτριες από όλες  τις πόλεις  της Κύπρου. Κατεχόμενης και ελεύθερες. Δε νομίζω κάποια πόλη να έχει το προνόμιο της καλής ποίησης. Μη ξεχνάτε ότι η Κύπρος ολόκληρη  πληθυσμιακά δεν είναι παρά  το ένα τρίτο –περίπου- της Αθήνας …Πως μπορούμε να κάνουμε τέτοιες διακρίσεις; Είναι από μόνη της  μια άλλη  μεγαλούπολη   της Ελλάδας …

13. Διαβάζοντας συνεχώς Ποίηση Κυπρίων Ποιητών, δεν μπορώ παρά να σταθώ με ευλάβεια και σεβασμό μπροστά σε σημαντικότατα έργα, σε σπουδαίες Ποιητικές προσωπικότητες της Κύπρου. Όμως, θα υποστήριζα, ότι πλην ελαχίστων, ένας σημαντικός αριθμός ποιητών της Μεγαλονήσου, είναι παντελώς άγνωστος στον ελλαδικό χώρο. Τι πιστεύετε ότι φταίει. Δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι μηχανισμοί για την προώθηση της Κυπριακής Ποίησης;
Ε.Τ: Έχετε  απόλυτο δίκιο σ αυτό που λέτε. Κατά τη γνώμη μου η εξήγηση βρίσκεται στη διαφορά της ιστορικής πορείας των δυο τόπων. Τη στιγμή που πέφτει η Χούντα και η Ελλάδα μπαίνει στη μεταπολίτευση, η Κύπρος  εισέρχεται στο σκοτάδι της κατοχής του 38%  του εδάφους της…. Μόνον οι  Κύπριοι ποιητές που ήσαν  ήδη γνωστοί  παλαιοτέρα- πριν την εισβολή- αλλά  και ελάχιστοι νεώτεροι  που είχαν  κάποιες προσωπικές   διασυνδέσεις στη Ελλάδα, μπόρεσαν από την αρχή να γίνουν ορατοί και  αναγνωρίσιμοι  από το Ελλαδικό πολιτιστικό περιβάλλον. Οι περισσότεροι από μας βρεθήκαμε για χρόνια σε μια εποχή εξορίας και αδυναμίας να μιλήσουμε, η να ακουστεί η φωνή μας. Σκεφτείτε ότι τότε δεν υπήρχαν καν εκδοτικοί οίκοι στην Κύπρο. Χρειάστηκε να αμβλυνθούν οι διαφορές των εποχών εκατέρωθεν, να μπούμε στη Ευρώπη, να αποκτήσουμε Πανεπιστήμιο, να μπούμε στο Ίντερνετ και την παγκοσμιοποίηση για να ανοίξουν οι δρόμοι και για άλλους   Κύπριους ποιητές  προς τον  Ελλαδικό χώρο. Δεν είναι πολλά  τα χρόνια που άρχισε ένα συστηματικό ενδιαφέρον, μια συνειδητή προσέγγιση Ελλαδιτών λόγιων και ποιητών προς τους Κύπριους συναδέλφους τους. Εννοώ κυρίως αυτούς  που γράφουν μετά την εισβολή.

14. Γυρίζοντας πάλι σε σας, θα ήθελα να σας ρωτήσω εάν μπορείτε να οριοθετήσετε την ποίηση. Εάν υπάρχουν στεγανά, εάν μπορούμε να τοποθετήσουμε τον ποιητή σε καλούπια. Και κάτι που ρωτώ συνεχώς και συνεχώς: Τι είναι ποίηση για εσάς; Μπορείτε να δώσετε έναν ορισμό;
Ε.Τ: Δύσκολα μου βάζετε… Αν σας καταλαβαίνω σωστά θα απαντούσα πως  όχι. Δεν οριοθετείται  η ποίηση. Ούτε ως προς το τι λέμε, ούτε ως προς τη μορφή δια τα οποίας το λέμε. Αλλά…
Αλλά! Αυτό που «οριοθετείται» είναι ο παράγων ποιότητα. Ο Ελύτης έγραψε υπέροχες σκέψεις  γι αυτό το θέμα  στο κείμενο του με τον τίτλο «τα δημόσια και  τα ιδιωτικά». Η ποιότητα  δεν εξηγείται. Είτε την αντιλαμβάνεσαι  είτε όχι. Εξαρτάται από πολλές συνισταμένες. Υποσυνείδητες αλλά και συνειδητές. Ταλέντο και καλλιέργεια. Δυνατότητα διάκρισης και ποιητική αντίληψη… Ή καταλαβαίνεις, ή δεν καταλαβαίνεις…
Για μένα η ποίηση είναι μια άλλη γλώσσα, ή  ένας τρόπος της γλώσσας, που έχει την ιδιότητα  να φανερώνει όλα όσα  δεν μπορεί να ειπωθούν στη καθημερινή συναλλαγή. Είναι ένα όχημα  προς την Πηγή και προς  τα άστρα. Ένα ταξίδι   αδιαμεσολάβητο από  οποιαδήποτε άλλη  τεχνολογία. Αρχαία η σύγχρονη.

15. Έχετε συναντήσει σίγουρα νέους ποιητές, όχι μόνο ηλικιακά. Τι θα τους συμβουλεύατε;
Ε.Τ: Κι εγώ …νέα ποιήτρια είμαι! Θέλω να πω πως αντιμετωπίζομαι ως να έχω παρουσιαστεί πρόσφατα στην ιστορία της ποίησης του τόπου… Δεν το εύχομαι βέβαια στους νέους ποιητές αυτό, αλλά αν είχα κάτι να  τους πω είναι να μη βιάζονται. Να μη δημοσιεύουν γρήγορα κάτι που γράφουν. Να ελέγχουν- όσο γίνεται- την τάση να θέλουν να γίνουν αμέσως γνωστοί. Και να μην υποκύπτουν στην παρόρμηση   να  δημοσιεύουν όλα όσα γράφουν. Να  επιμένουν, - πάλι όσο γίνεται - στην ποιότητα  αυτού που θα δώσουν στους άλλους.
Είναι κάτι που  κερδίζεται με τον  χρόνο.
Να είναι ειλικρινείς και απλοί.

16. Το τελευταίο διάστημα, ετοιμάζετε κάποια ποιητική συλλογή; Προετοιμάζετε κάποια έκδοση;
Ε.Τ: Ναι. Ετοιμάζουμε μαζί με τη φίλη Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου,  μια ποιητική συλλογή από κοινού, με δικά της και δικα μου ποιήματα, υπό τον τίτλο Marginalia (σημειώσεις  περιθωρίου). Εκδότης μας, η ΑΦΗ.

Θα κλείσω επαναλαμβάνοντας κάτι που μόλις ανέφερα.  Ότι για μένα η ποίηση είναι ένα μέσον, ένας τρόπος που οδηγεί  σε κάτι άλλο πέρα απ αυτήν, σε κάτι βαθύτερο και μεγαλύτερο. Οδηγεί στον άνθρωπο όπως θα έπρεπε να είναι . Όχι όπως είναι αυτή τη στιγμή .

Σας ευχαριστώ!

Λειτουργία του νεκρού παρόντος: Ποιητική Συλλογή που εκδίδεται το 1974. Τουμαζή Έλενα – Ρεμπελίνα (μικρό απόσπασμα)

Το προϊόν πουλιέται δέκα σελίνια
το προϊόν είναι ένα βιβλίο ματωμένων ποιημάτων
το προϊόν στοιχίζει δυό λίρες
το προϊόν είναι μια απελπισμένη συνομιλία με το ψυχίατρο (μια ηλίθια
συνομιλία)
σου προσφέρω την αγάπη μου διαλυμένη και συμπυκνωμένη
σ ένα γυαλιστερό νόμισμα
Σ αυτό το χώρο έχουνε στραγγαλίσει ύπουλα
το αντίκρισμα του φωτός

...
Στη πόλη των προβάτων κανείς δε ξεχωρίζει
οι ποιητές θα γεννηθούν στο μέλλον
το ίδιο κι η ζωή
αργότερα ακόμη πολύ αργότερα
δε θα το πίστευε κανείς: πόσες γωνιές πόσες ατσάλινες αιχμές
υπάρχουν σ ένα βρέφος !

...
Ανθρώπινο δέρμα
λουλούδι του φωτός και του αίματος
Γυμνώνοντας τον άνθρωπό για να τον εξαγνίσεις
πρέπει να σταματάς στην επαφή με το τρυφερό του δέρμα
πιο κάτω βρίσκεται ο παγωμένος θάνατος των οστών
...
Είσαι άντρα μου το κερί που κρατά το άδειο κάθισμα του ήλιοι
είσαι άντρα μου ασήμι των χορδών που κλαίνε
αστέρι πληγιασμένο από δάχτυλα πολλά
αυτός που δε θυμάται αυτός που δε ξεχνά
αυτός που δε κλαίει και δεν αγαπά
κι αυτός που τραγουδά
...
Είναι ακόμη μέρα
τα χρώματα καθαρά
κι όμως η σελήνη λάμπει
όπως και τα φώτα των δρόμων
Πλάι σ ένα πελώριο χρυσό δίσκο
που καθρεφτίζεται στα τζάμια μιας πολυκατοικίας
ένα χρυσό δίσκο που στάζει αίμα
...
Μια φορά κάθε έξη χρόνια η σελήνη κατεβαίνει βόλτα
στα σοκκάκια
είναι τότε οι εποχές των λιμών των καταποντισμών και της διάλυσης
όταν επιστρέψει πίσω πάλι, εμείς
έχουμε ήδη γνωρίσει τη γεύση της… Παρ όλα αυτά είμαστε πάντα οι ίδιοι

μόνο που ο καθένας μας τότε αρχίζει να ονειρεύεται τη σελήνη
είμαστε όμως πάντα οι ίδιοι
...
οι αμφορείς κατέρχονται στο βυθό
η τριήρης καταποντίζεται γαλήνια..,
ύστερα από τέσσερεις χιλιάδες χρόνια; Ίσως…
Ίσως ποτέ. Μάλλον ποτέ.
Οι αρχαιολόγοι θα εκφέρουν υποθέσεις για βίαια σταματημένα ταξίδια
μελετώντας σάπια κομμάτια ιστών και καρίνας
κάποτε όμως σώζονται οι αμφορείς με λίγους ξηρούς καρπούς
προφυλαγμένους στον πάτο
άθικτους από το μακρυνό ταξίδι

Τραγούδι για ένα σκοτεινό παραμυθάκι της Τουμαζή Έλενα – Ρεμπελίνα



Και πέφτει ό ήλιος•
κι έπεσε
και το φεγγάρι αντάμα
και κατέβηκαν κουτρουβάλα ψάχνοντας
στα όνειρα κάποιου παιδιού το θάμα

Κι εκεί στην κάτω θάλασσα την τρελλοδιάφανη
την μυρωδάτη
τους καρτερούσε ρωτευμένο μες τα κύματα
το μαύρο το χιλιόχρονο το άτι

Πηδάει ό ήλιος στα νερά και πνίγεται
το κοιμισμένο σώμα του παιδιού ματώνει
το χαλινάρι στο χεράκι σφίγγεται
ξυπνά το άλογο
φτερά στον ουρανό απλώνει

Σέρνει παιδί στην πλάτη το άλογο
κόκκινο, νηστικό παιδί, πνιγμένο
το φεγγαράκι πρόφτασε και κάθισε
στ’ άλογου ανάμεσα τ’ αυτιά, θαλασσοποτισμένο

Κλαίει, γελά πάνω στο σώμα το άφτιαχτο
χορεύει τραγουδά του και δακρύζει
Λύχνο ζεστό στα όνειρα του στέκεται
παρατηρά το, το γροικά και το φροντίζει

Ο μικρός τυφλοπόντικας και ο ήλιος: Ποιητική Συλλογή της Τουμαζή Έλενα – Ρεμπελίνα. Εκδόθηκε το 1972. (μικρό απόσπασμα)

Ι
Σταυρωμένε άνεμε
πληρωμένε ληστή του Θεού
πόνε μου
Πληγή που περπατάς στον ίσκιο
Εξαρτάται από το πόσο έρημοι και γυμνοί
θα κατέβουμε
να ντύσουμε με τις λέξεις μας
τον σπαραγμό της μέρας.

II
Κουράστηκαν οι ήλιοι
κουράστηκαν τα πέταλα,
το καθαρό μέτωπο της αυγής
και τα χέρια της’
τα χέρια της, για δες αυτά τα σκουληκάκια
αιώνες βαίνουν προς τη θάλασσα
Κουραστήκαμε σύντροφε.

III
Τραυματισμένη θάλασσα
πέτρινη ελευθέρια
στάσου
Θα χορέψουμε
Στάζοντας δηλητήριο στα παραγεμισμένα τους κεφάλια
Θα χορέψουμε
Απλώνοντας τους υδάτινους χώρους μας
στις τρύπες των ματιών τους
θα χορέψουμε.

...

Κοσμήματα από άχρηστες λέξεις βαραίνουν το κορμί σου περπατώντας’
ντύνεσαι προκλητικά το θάνατο σου και
φοβάσαι
αυτό   αυτό   αυτό
            το λουλούδι


τα πέταλα του έχουν τις παραστάσεις
των πολλών του θανάτων
ίσως και
του δικού σου
Να περπατήσεις


να φύγεις γυρεύοντας πιο δακρυσμένες πεδιάδες
να ψηλώσεις
να πνίγεις στο ουράνιο ποτάμι
να περπατήσεις
ξυπόλητος να περπατήσεις χωρίς
ξεκούραση
χωρίς ξεκούραση
προς τα δάση των κομμένων χεριών
προς τις λίμνες των σκισμένων ματιών
εκεί πού κυβερνούν οι άσπροι γλάροι

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Ματωμένα κοράλλια: Ποιητική Συλλογή του Λεωνίδα Γαλάζη. Εκδόθηκε το 1979. (μικρό απόσπασμα)

Ι

Ω ήλιε πέτρινε που χρόνια σε λατρεύαμε
και στις σπονδές,
όπου χίλιους και χίλιους χρόνους κάναμε για σένα,
πάντα «καλοδεχούμενες» ήταν ο μηνυμός σου,
ώ ήλιε που χρόνια σ’ ονειρευόμαστε
— άντρακλα ίσαμε κει πάνω —
λαμπερό σημάδι του ονείρατου
που αφυπνίζει τ’ αστέρια,
ώ ήλιε αναίστητε, φτιαχτέ
τρέχα και κρύψου στα βουνά
να σκοτεινιάσει ο κόσμος
κι άσε τη γη στον πόνο της μονάχη να βρυχιέται
σ’ ένα πικρό – βουβό σκοπό μοιρολογιού που σβήνει.

...

III

Καμένα τα δέντρα• η γη ρημαγμένη.
Το νιαούρισμα γάτας φανερώνει ζωή.
Η φωτιά αποτεφρώνει τις ματωμένες σάρκες.
Τα τσεκούρια πέφτουν κοφτερά
σαν χάρου δόντια στα σβέρκα των ανθρώπων
το αίμα ξεπετιέται ακράτητο
και ρουφάει τους μαύρους σκελετούς των ανθρώπων.
...

VII

Σ’ ένα πέτρινο λουλούδι
ένιωσα τη μυρουδιά της γης μου που την πρόδωσαν.
Σ’ ένα σπασμένο κοχύλι
άκουσα ξεθωριασμένη τη φωνή της Σαπφώς
να θρηνεί την Περσεφόνη.
Σ’ ένα δρόμο με φόντο το μαύρο ουρανό
έγραψα τα πάθη της γενιάς μου με γαίμα.

...

Χ

Πέτρα, τσεκούρι κι ήλιος
σμίξαν τις ώρες τ’ άπογέματου
και φτιάξαν την παντγιέρα μας.
Πέτρα, τσεκούρι κι ήλιος
δέθηκαν με τα μπράτσα μας•
δώσαν φωτιά στα μάτια μας
να φοβηθούν οι άνομοι
και νά σκιαχτούν οί οχτροί μας.

ΠΟΙΗΣΗ Ευαγόρα Παλληκαρίδη: Παρουσίαση του βιβλίου της Γεωργίας Παλληκαρίδου - Ποσπορή


Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Τα άνθη του Φωτός: Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Τιμοθέου. Εκδόθηκε το 2015 (πέντε ποιήματα)


Απολογισμός
Πότε συννέφιασε μάτια μου, π
ότε πέρασε η ζωή
κάτω απ’ τα μάτια μας και δεν το καταλάβαμε;
Ακόμα δεν κατάφερα
να σωπάσω τις φωνές μέσα μου.
Ακόμα ψάχνω για ροδοπέταλα γαλήνης.
Ίσως ο ήλιος μου χάρισε πολλά.
Ίσως ήρθε η ώρα να με κάψει.




Μακρινό παρελθόν
Θυμήθηκα το σπίτι με τις κούνιες.
Τη μηλιά, τη λεμονιά, το γιασεμί στην πόρτα,
τη μικρή μας κουζίνα
που χωρούσε τότε όλα μου τα όνειρα.
Την πέτρινή μας αυλή και το μικρό κάγκελο
που δεν κατάλαβα ποτέ
γιατί και πώς έκλεισε.
Ίσως να ‘ναι και παρήγορο
που δε θυμάμαι τον ξεριζωμό,
που δεν ακουμπά τη μνήμη μου
ο κρότος απ’ το κλείσιμο της πόρτας
για τελευταία φορά.

Divina
Με κοιτάζεις και με καθοδηγείς,
με μεταφέρεις σ’ άλλους κόσμους, κόσμους θεϊκούς,
κόσμους που μονάχα εσύ έζησες.
Με παρασέρνεις στα βασίλεια της φωνής σου,
αφήνεις την ψυχή μου να γεμίσει με άρωμα Θεού.
Κλείνεις τα μάτια και είσαι το ίδιο γοητευτική,
εξακολουθείς να είσαι θεά.
Πίσω απ’ τα χείλη σου
συναντώ τους άδοξους έρωτές σου,
αυτούς που η ζωή δε θέλησε να σου χαρίσει.
Φέρνεις τα χέρια στο πρόσωπο
και νιώθει η γη να την αγκαλιάζεις,
δοξάζει η φύση το δημιούργημά της.
Και είσαι Εσύ, ναι εσύ!
Η τόσο ευαίσθητη, τόσο περήφανη
μα και τόσο εύθραυστη,
δική μου θεά.

Περαστικοί
Σε ζηλεύω θάλασσα
που ‘σαι γαλήνια σήμερα,
παρασέρνεις μαζί σου τα πάντα,
για όλα έχεις μια στεριά.
Είναι κι αυτά που τα βυθίζεις
και το σκοτάδι σου τα κρύβει
μην τα θυμηθεί κανείς,
μην τύχει και τα ψάξει ποτέ.
Μα εγώ χάνομαι μες στην επιφάνειά μου,
μες στους ανθρώπους που με ξέχασαν
διότι ήθελε κόπο ν’ απλώσουν το χέρι,
μες στις ψυχές που ‘ρθαν μονάχα
να καρπωθούν την αγάπη μου
και μετά έφυγαν.
Λεηλάτησαν τους κόσμους που χτίζαμε,
μ’ άφησαν να χαθώ σαν το χρόνο που τους χάρισα
και τώρα μαρτυρώ τον κόπο της αγάπης.
 Η αγάπη των φαναριών
Βλέπω τ’ όνειρό μου να περνά
βίαια απ’ το παράθυρό μου
αγκαλιασμένο σ’ ένα μηχανάκι.
Κρατά τα χρόνια μου στην αγκαλιά του,
αυτά που πέρασαν βιαστικά,
αυτά που χάθηκαν γιατί δεν είχαν χρόνο.
Κλεισμένος κι ασφαλής στο άδειο τροχοφόρο μου
μετακινούμαι γρήγορα.
Μην αντέξω και δω την αγάπη τους.
Μην καταλάβω πως μου έλειψαν δυο χέρια…

Για μια στιγμή και μία αιωνιότητα : Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Τιμοθέου. Εκδόθηκε το 2011. (τέσσερα ποιήματα)

Καιόμενη πόλη
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι!
Έλεγε κι ο ποιητής.
Ψάχνω να βρω την αλήθεια μέσα στο ψέμα.
Ψάχνω να βρω το δίκιο μέσα στην αδικία.
Ψάχνω να βρω το φως μέσα στο σκοτάδι.
Ψάχνω να βρω την ειλικρίνεια μέσα στην υποκρισία.
Ψάχνω να βρω τον έρωτα
μέσα στις παγωμένες καρδιές των ανθρώπων.
Κι όσο ψάχνω, καίγομαι.
Μα ο καθένας το βραχνά του ξέρει.
Και γέρνω και φεύγω διψασμένος…

Το παιχνίδι του χρόνου
Χαμόγελα, χειροκροτήματα, μπράβο!
Όλα ωραία φαίνονται.
Ψάξε όμως να δεις, τι άφησες πίσω για όλ’ αυτά…
Μήπως αυτά που άφησες, καταλαβαίνεις τώρα πως άξιζαν περισσότερο;
Αν ναι, τότε δεν είναι αργά.
Πάντα μπορούμε να γυρίσουμε από κει που αρχίσαμε
φτάνει να βλέπουμε πως υπάρχει χρόνος,
φτάνει η πορεία που διανύσαμε να μη μας κρατά πίσω…
Τώρα βέβαια θα μου πεις,
γιατί δε γύρισες και συ από κει που άρχισες;
Και θα ‘χεις δίκιο.
Δε γύρισα γιατί μαγεύτηκα απ’ αυτά τα πρόσκαιρα,
γιατί δε γνώρισα αυτά που ήθελα
και έκανα το λάθος να πιστέψω πως ζωή είναι μόνο αυτά.
Αυτό με ησύχαζε.
Ίσως εμένα να με κρατά και η πορεία μου μπροστά.
Τελικά δεν ήταν εύκολο να επιστρέψω,
να νιώσω και πάλι παιδί.
Θέλει κουράγιο.
Θέλει ψυχή…και γω δεν έχω!
Ίσως και να την έχω υποθηκεύσει…


Γη αλωμένη
Αμμόχωστος.
Γη που έδινες ζωή.
Γη που χάριζες χαρά.
Γη του έρωτα και γη της ομορφιάς.
Ευλογημένη γη.
Γη που κατακτήθηκες απ’ των εχθρών τα σύνεργα.
Γη που βεβηλώθηκες σαν δε σου πρέπει.
Γη πολιορκημένη.
Ελληνική γη.
Γη που σ’ αγάπησα και σ’ ερωτεύτηκα
από τις μνήμες του παππού και της γιαγιάς.
Γη που σε γνώρισα σαν δε σου πρέπει.
Το φοβερό της μνήμης θα με ακολουθεί
ώσπου η Ρωμιοσύνη ν’ αναστηθεί
και τότε θα ‘μαστέ μαζί.
Γη, δική μου γη.
 Μια ζωή για τα ρόδα
Ένας κήπος γεμάτος ρόδα ήταν το πέρασμά σου.
Τα πότιζες ζωή.
Τα χάιδευες γλυκά.
Τα γέμιζες αρώματα.
Τα έσταζες δροσιά.
Στα ρόδα της αυλής σου αγκάθι δε θα βρεις,
γιατί απ’ την ψυχή σου τους χάριζες ψυχή.
Γέρνει ο ήλιος σου, αν κι ακόμα χαρίζει φως.
Σκοτεινιάζει ο ήλιος σου, αν κι ακόμα φωτεινός.
Σβήνει ο ήλιος σου, αν και φωτίζει εμάς.
Δύει ο ήλιος σου, ανατέλλει όμως για ‘μας.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

ΕΝΙΑ:Ποιητική Συλλογή του Γιώργου Χριστοδουλίδη. Εκδώθηκε το 1996. Για τη Συλλογή αυτή τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη. (τρία ποιήματα)

Εκπομπές για ποιητές


Μ’ αρέσουν οι σπάνιες εκπομπές της τηλεόρασης
για τους ποιητές, όταν μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι,
με φόντο στοίβες βιβλία
τριγυρισμένοι από ασήμαντα σουβενίρ και μπιχλιμπίδια
θυμούνται, διαλογίζονται, στιγματίζουν.
Το ξέρουν πώς όλα τούτα είναι του κάκου.
Πάντα το ‘ξέραν , με τον πρώτο στίχο το ‘χαν νιώσει –
η απόσταση του σύμπαντος τεράστια,
τα όνειρα είχαν πάντα σαν σπίτι τους τα σύννεφα.
Ο χρόνος, ο θλιβερός αυτός δήμιος,
να συνθλίβει τα πρόσωπα, τα πράγματα,
να παρασέρνει στο διάβολο τις αναμνήσεις.
Σαν παλιά σαπιοκάραβα τραβηγμένα στην άκτη
πού ‘ναι γραφτό να μην ξανασαλπάρουν
μοιάζουν οι ποιητές σ’ αυτές τις εκπομπές.
Ό θησαυρός δεν βρέθηκε ποτές,
ενώ απ’ το ταξίδι έμεινε μόνο η αλμύρα της θάλασσας
κι ο ηλίθιος απολογισμός
για ό,τι αξίζει να χαίρεσαι και για ό,τι να λυπάσαι.

***

Ένια


Δεν είναι απελπισία
να ξέρεις ότι το ποίημα τούτο
ποτέ δεν θα διαβάσεις.
Παρηγοριά είναι.
Γιατί τα ποιήματα δεν γίνονται
για να διαβάζονται.
Για να πεθαίνουν γίνονται,
μέσα στην ομορφιά που αναπέμπει
ένας ασύλληπτος χρησμός.
Μελωδική μουσική τα συνοδεύει
κατά την ανάληψη
και οι άγγελοι ανοίγουν τις φτερούγες,
να τα υποδεχτούν.
Ουράνιες γυναίκες
με τα στήθη έξω
περιμένουν να τα βυζάξουν
αγνότατα βρέφη
σε μια ανύποπτη δικαίωση.

***

Μεταλλαγή


Της φόρεσε το δακτυλίδι απαλά
με μια λεπτότητα που πρώτη φορά
παρατηρούσε στις κινήσεις του.
Ύστερα πήρε απ’ τη συγκατάβαση του φεγγαριού
όλη τη φαντασία που πρόσφερε ή στιγμή
κι έφτιαξε τα μεγάλα λόγια.
Εκείνη δάκρυσε.
Πέρασαν πολλές ώρες έτσι μαζί,
ώσπου ο άνεμος έσβησε τα κεριά
και τραβήχτηκαν μέσα.
Αυτός ακόμα θυμάται
πως ξαφνικά σκλήρυναν τα χέρια του
πως όλη τη νύχτα δεν την άγγιξε διόλου
μην και νιώσει τον αφέντη
που γεννήθηκε μέσα του.

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

ΔΡΟΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ: Ποιητική Συλλογή του Γιώργου Χριστοδουλίδη. Κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδ. Φαρφουλάς. Πέντε (5) ποιήματα

ΝΑΥΜΑΧΙΕΣ


Θα υπάρχουν πάντοτε
καράβια που πάνε και καράβια που έρχονται
Μαραθώνες και Σαλαμίνες
γι’ αυτό
θα προκύπτει πάντοτε
κάποιος Κυναίγειρος
με τα πελώρια χέρια του
ν’ αρπάζει το περσικό πολεμικό
να το κρατά ακίνητο
και όταν του κόβουν τα χέρια
να το συγκρατεί με τα δόντια του
και όταν του συνθλίβουν το σβέρκο
(για να ξαπολήσει επιτέλους)
τα δόντια του να βυθίζονται
στο ξύλο της πλώρης
και να μένουν εκεί βυθισμένα
μέχρι να λιώσει πρώτα το ξύλο
και μετά τα δόντια του.

ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΕΡΥΝΕΙΕΣ

Ποιοι είναι αυτοί που λένε ότι χάθηκε η Κερύνεια;
Είναι οι γνωστικοί.
Αυτοί ξέρουν καλύτερα πως ό,τι χάνεται
δεν επιστρέφεται
πως των αδυνάμων τα λάθη
πληρώνονται με απώλεια
και με των ισχυρών το κέρδος.
Βλέπουν σήμερα αυτό που δεν μπορεί να γίνει αύριο.
Πώς χάθηκε αφού ακόμη είναι εκεί;
Κάποτε την ακούω σε αλλόφρον τραγούδι επιστροφής
αυτό που στα σχολεία οι γνωστικοί
δεν τους αρέσει να διδάσκεται
κάποτε νομίζω ότι θα ανέβω στο βαγόνι
αυτού του σκουριασμένου τρένου
που συρίζοντας διστακτικά με πλησιάζει
να βρεθώ πρώτη φορά
εκεί που αναρριγούν οι ακτές της
να δω αν λαμπυρίζει το ίδιο
η θάλασσα της με τις θάλασσες που ξέρω.
Ναι, είναι εκεί
τοποθετημένη πάνω στο τραπέζι των μεσολαβητών
για να επικυρωθεί οριστικά η απώλειά της
θα μπορείς, φυσικά, να την επισκέπτεσαι
τα τοπία της θα μένουν τα ίδια
δεν αλλάζουν τα βουνά και οι πλαγιές τους
ο παγερός αέρας που τα δέρνει τους χειμώνες
δεν ανήκει σε κανέναν.
Ίσως να έχουν δίκαιο οι γνωστικοί
ίσως να λένε πράγματα σωστά, της εποχής
ίσως μάλιστα να τους ακολουθούσα κι εγώ
σε αυτήν τους τη βεβαιότητα
αν δεν με κρατούσε
η ανεξήγητη εμμονή
να βλέπω ίσκιο
μέχρι σώμα να συμβεί
να μαζεύω κονιορτό
μέχρι γη να επιστρέψει
κι όλα να μεταμορφώνονται
σε αυτά που οι γνωστικοί
βεβαιώνουν ότι είναι αδύνατον
να γίνουν.


ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ


Από τ’ ανάκτορα του Μεγάλου Πέτρου
θυμάμαι τον κουτσό Αζέρο
να λογοφέρνει με τη γυναίκα του
και να εγκαταλείπει τα τρία παιδιά του
ανεβαίνοντας αλαφιασμένος τα σκαλιά
που κάποτε ανέβαιναν
ο Μεγάλος Πέτρος και οι αυλικοί του.
Από τ’ ανάκτορα του Μεγάλου Πέτρου
θυμάμαι το μικρότερο παιδί του Αζέρου
να γαντζώνεται από το σακατεμένο πόδι
του πατέρα του
να τον ικετεύει μάταια να μη φύγει
να κλαίει πάνω στα σκαλοπάτια.
Από τότε φαντάζομαι το μικρό αγόρι
να μεγαλώνει με ιλιγγιώδη ταχύτητα
να απομακρύνεται από τ’ ανάκτορα
να γίνεται πατέρας που δεν φεύγει.
Μα το αγόρι δεν μεγάλωσε ποτέ
το αγόρι έμεινε για πάντα ασάλευτο
στα σκαλιά των Ανακτόρων
να περιμένει
τον πατέρα του να επιστρέψει
αυτά ακριβώς θυμάμαι
από τα ανάκτορα του Μεγάλου Πέτρου.


ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ


Αν το καλοσκεφτείς
ένας παλμός μάς διατηρεί
και μαζί του
χιλιάδες άλλες λεπτομέρειες
που η μια από την άλλη
χωρίς να δίνουν λογαριασμό
εξαρτάται και διαπλέκεται.
Έτσι λοιπόν
οι αυτόχειρες είχανε πάντοτε
ένα πλεονέκτημα:
Έζησαν όσο ήθελαν
οι υπόλοιποι
όσο μπορούσαν.


ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ


Αν τα σπίτια μάς ανήκουν
τα γεγονότα των σπιτιών
δεν τα ορίζουμε
τα μυστικά, οι γογγυσμοί
οι άοπλες συγκρούσεις
αλλά και συμβάντα πιο τραγικά
εκείνων που μέσα απ’ τον ύπνο τους
ποτέ τους δεν θα σηκωθούν
να μάθουν ότι πέθαναν
ενώ ήταν για να πάνε όπως κάθε μέρα
στη δουλειά.
Σαν αναρριχητικά φυτά
διεισδύουν μες τα χρόνια μας
τα γεγονότα των σπιτιών
καταλαμβάνοντας κάθε τους στρωμνή,
υψιτενείς σκιές που περιφέρονται
σε πεδίο ακήρυχτου πολέμου,
κανείς δεν τα καρφώνει πάνω σε τοίχους
κανείς δεν τα σταυρώνει σε σταυρούς
όμως δεν φεύγουν.