Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Δέστε τα μάτια σας



Δέστε τα μάτια σας μπροστά από το τον ήλιο
Να δείτε εκείνο το μέρος του σκοταδιού που ακτινοβολεί
Και θα ΄ναι σαν να πεθαίνει το φως
Όπως η πυγολαμπίδα στο στόμα της νυχτερίδας.

Δέστε τα μάτια σας, είναι μεγάλος ο θρήνος των καλών ανθρώπων
Σαν στέκονται βουβοί πάνω από το μνήμα της πατρίδας
Με το σάβανο κατάλευκο σαν τη σημαία της διαύγειας
Με το φέρετρο σπιτικό που υποθηκεύτηκε στο θλιμμένο μέλλοντα.

Δέστε τα μάτια σας, και μη σκεφτείτε τη νύχτα
Είναι η περιπέτεια ενός στίχου στο φεγγαρόφωτο
Είναι ο μαύρος λίθος στη πλάτη ενός πολιτικάντη
Είναι ο εκφυλισμός των δακρύων.

Δέστε τα μάτια, η αγχόνη αυτή θ΄ απαλύνει τον πόνο της μέρας
Οι εποχές θα ξεμακρύνουν από τις ζωές μας, κενοί οι χρόνοι
Κι ο εφιάλτης,
Ο εφιάλτης θα σταθεί απέναντι στους τριακόσιους στη γνωστή σύναξη των ανικάνων
Τέλος,
μεσάνυχτα θα στηθεί ο γνωστός αδριάνας της ιστορικής λήθης.

Τις Κυριακές του χειμώνα


Τις Κυριακές του χειμώνα
πετάω το σώμα μου 
απ’ τα πλεκτά του ρούχα.
Οι κόμποι γίνονται ένα δοχείο διαδρομής
και μοτίβα διαλεκτών υαλικών
ιταλικής προέλευσης, κατά προτίμηση.
Παραδίδεται το σώμα
σε μια καταδικαστέα νοσταλγία
κι αναζητά τον χρόνο,
τον χρόνο που ήταν πάντα λίγος.
Τις Δευτέρες, ως δια μαγείας
το σώμα επανέρχεται οικειοθελώς
μου ψιθυρίζει αναγεννημένο
τα χατίρια της άνοιξης…
Ευγνώμων, προσδοκώ.


Τιμοθέου Ανδρέας

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Η καταδίκη εξι δολοφόνων, οικογενείας από το Μαζωτό το 1910

στάθηκε αφορμή να γραφεί 
από τον Χριστόφορο Παλαίση 
το παρακάτω ποίημα. 


Στο κάστρον τους επήρασιν κι εμείναν κρατημένοι
όταν ήλθεν η μέρα τους η προσδιορισμένη
στον Διοικητήν της Λάρνακος και εις τους συγγενείς τους
ο Αρμοστής εδήλωσεν το τέλος της ζωής τους.

Μαρτίου 2 έγραψεν πρέπει να κρεμασθώσιν
όπως επράξασιν κι αυτοί έτσι να βραβευθώσιν.
Μέσα στου κάστρου την αυλήν κρεμάλες δυο εστήσαν
η μια διπλή κι άλλη μονή και τες εκανονίσαν.

Ημέραν Τρίτην το λοιπόν εις τες 7 η ώρα
πρώτον τους τρεις προσφέρουσιν εις την κρεμάλαν δώρα.
Όταν τους ετραβήσασιν, Θεέ μου μην το δώσης
με φίλον μου μήτε εχθρόν ποτέ μην αξιώσης,

εμουγκαρολογούσασιν με μιαν φωνήν μεγάλην
σαν κλαι’ κουδέλλα για τ’ αρνίν, κατσέλλα για δαμάλιν,
αλλά τ’ αθώα πλάσματα που ’κάμαν τέτοιον χάλιν
κοιλιές με δίχως έντερα κορμιά χωρίς κεφάλιν.

Μιαν παροιμίαν τακτικά ο κόσμος συναφέρνει,
’κείνος που δίδει μάχαιραν πάλιν μάχαιραν παίρνει.
Λοιπον στον τόπον της θηλιάς όταν επλησιάσαν
μ’ έναν πανίν τα μάτια τους που πάνω τα σκεπάσαν,

εις τον λαιμόν τους το σχοινίν κατόπιν επεράσαν
και σαν αρνιά στο μακελειόν έτσι τους εκρεμάσαν.
Ο Διοικητής κι ο ιατρός κατόπιν εξετάσαν,
όταν εξεψυχήσασιν και τους εκατεβάσαν.

Εις τες 9 τους άλλους τρεις τα ίδια εκάμαν,
οι συγγενείς εφύρνουνταν απ’ έξω που το κλάμαν.
Στους συγγενείς εδώσαν τους όλους και τους εθάψαν
κι όσ’ είχαν μάναν κι αδελφήν που πανωθιόν εκλάψαν.

Τοιουτοτρόπως ένδεκα πλάσματα εχαθήκαν,
γυναίκες εχηρεύσασιν, παιδιά ορφανευθήκαν.

Επεξηγήσεις γλώσσας: 
εμουγκαρολογούσασιν (μουγκαρίζω=κλαίω γοερά)
κουδέλλα=προβατίνα
 κατσέλλα=αγελάδα
 δαμάλιν=μοσχάρι
συναφέρνω=αναφέρω, θυμίζω

 φύρνομαι=λιγοθυμώ


Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

[Tότε κι εγώ ως ποιητής....]

«Tότε κι εγώ ως ποιητής κατώτερος των άλλων
 ένα αφτέρωτον πουλλίν, χωρίς γαλάτες μάλλον.
Άρχισα κατά δύναμην την λύραν να κτυπήσω,
στον λατρευτόν μας βασιλιάν τραγούδιν να ποιήσω» 



Παλαίσης Θ. Χριστόφορος


[Αν βουληθώ να σ΄ αρνηθώ ]

Αν βουληθώ να σ΄ αρνηθώ 
ξερός απόχτιν να βρεθώ 
να μεν μπορ΄ ΄α ταράσσω 
οι πέτρες να γινούν ψουμιά 
αλλά για μεν να ΄ν χασιμιά, 
πάντα να τα λιμάσσω.

Ριόν του Χάρου με κρατεί
όταν μου συντυχάνεις,
ούλον τον νουν μου παίρνεις τον 
και την ζωήν μου χάννεις. 



Παλαίσης Θ. Χριστόφορος

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Άπτερος λύπη ( μικρό απόσπασμα ) Αγαθοκλέους Μάριος

Καθότανε στην άκρη της
και αυλάκωνε κύκλους
στους υγρούς κόκκους.
Του φώναζε 
"Τι κάνεις;"
Λες και δεν ήξερε
πως του λείπει
 και η λύπη του 
είναι χωρίς φτερά


***

Ο ΑΚΡΟΑΤΗΣ 

Τα μάτια της 
τεράστιες λίμνες
καθρέφτιζαν τα πάντα.

Κι εγώ;
Κι εγώ στην άκρη τους καθόμουνα 
ακούγοντας μια μπάντα.





Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

[Την Ελλάδα αγαπώ αλλά και σένα ] / Παλληκαρίδης Ευαγόρας

Ρώτησα τα μάτια που δακρύζουν
κάποια αλήθεια να μου πουν
κλαίνε πικρά να σ' αντικρύσουν
γιατί μπορεί να σ' αγαπούν.

Την Ελλάδα αγαπώ αλλά κι' εσένα
με έναν έρωτα μεγάλο αληθινό,
τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα
τον καθάριο της θυμίζουν ουρανό.

Ρώτησε εκείνη υπνωτισμένος
μη σε δουν γιατί σιωπούν
το συνιστούν κι' αυτά θλιμμένα
για να σου πουν πως σ' αγαπουν.

Την Ελλάδα αγαπώ αλλά κι' εσένα
με έναν έρωτα μεγάλο αληθινό,
τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα
τον καθάριο της θυμίζουν ουρανό.

Αχιλλέας Λυμπουρίδης


αναδημοσίευση από την Βικιπαίδεια

Ο Αχιλλέας Λυμπουρίδης ήταν κύπριος μουσικοσυνθέτης.
Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1917. Μετά το Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας, σπούδασε μουσική και βιολί στο Ελληνικό Ωδείο Κύπρου. Ως μουσικοσυνθέτης επικεντρώθηκε κυρίως στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι και επηρέασε αρκετά τα μουσικά δρώμενα της εποχής του. Τα τραγούδια του τα «Μαύρα Μάδκια», το «Αερούδι», η «Αππωμένη», η «Δροσούλα», το «Γιασεμί», άντεξαν στο χρόνο επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη διαχρονικότητα.
Το 1964 συνεργάστηκε με τη Λυρική Σκηνή και την Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και έδωσε συναυλίες με τραγούδια και χοροδράματά του στην Αθήνα και στον Πειραιά. Το 1969, στα πλαίσια της Β΄ Ολυμπιάδας Διεθνούς Τραγουδιού, εκτελέστηκαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο έργα του που αφορούσαν την Κύπρο. Εκεί ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι του «Μαύρα Μάδκια», που σημείωσε πανελλήνια επιτυχία.
Ο Λυμπουρίδης αγαπούσε πολύ και το θέατρο και ασχολήθηκε και με αυτό. Το 1942 ίδρυσε, μαζί με τον Φοίβο Μουσουλίδη, το πρώτο μόνιμο επαγγελματικό θέατρο στην Κύπρο, το «Λυρικό Θέατρο». Παράλληλα, έγραψε και θεατρικά έργα, ηθογραφικές κωμωδίες όπως «Ο Ττοουλής ο Ξενοχωρίτης», ενώ μετέφρασε ξένες θεατρικές επιτυχίες.
Το 1952 ίδρυσε το μηνιαίο περιοδικό έρευνας και τέχνης «Ο Φακός», ενώ παρουσίασε και συγγραφικό έργο. Έργα του η «Ιστορία της Κυπριακής Δημοσιογραφίας» (1878-1960), «Κυπριακές Θεατρικές Σελίδες» (1971), «Η Θέμις επί Αγγλοκρατίας στην Κύπρο» (1980), «Η Αγγλοκρατία στην Κύπρο» σε δύο τόμους (1985 και 1987), «Ο Τεχνολογικός Πολιτισμός στη Ζωή των Κυπρίων» (1988), και «Εξέχουσες Μορφές της Κυπριακής Ιστορίας» (1989).
Για την πολύπλευρη πολιτιστική προσφορά του, ο Αχιλλέας Λυμπουρίδης έτυχε πολλών τιμητικών διακρίσεων. Βραβεύτηκε, μεταξύ άλλων, από το Δήμο Λευκωσίας, από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και από πολλούς άλλους οργανισμούς και φορείς. Το 1997 η Κυπριακή Δημοκρατία τον τίμησε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, την ανώτατη διάκριση για το έργο και την προσφορά του στον πολιτισμό της Κύπρου. Υπηρέτησε άξια την «κυπριακή ντοπιολαλιά», αφού «πάντρεψε» κυρίως στίχους της κυπριακής διαλέκτου με την κατάλληλη μουσική σύνθεση. Το παραδοσιακό ηχόχρωμα που έδινε ο Λυμπουρίδης στις συνθέσεις του του έδωσε τον τίτλο του «πρωτοπόρου της κυπριακής έντεχνης λαϊκής μουσικής».
Πέθανε στις 20 Αυγούστου 2008 σε ηλικία 91 ετών.

H Δροσούλα του Κώστα Μόντη

Έθθα σου πω Δροσούλα σ' αγαπώ
τζι' ας κλάψουν τα γρουσά σου τα ματούδκια
τζι' ας βκαίνουσιν μισά που τον καμόν
τα παραπονεμένα σου λοούδκια

Εσούσαι τα χαράματα του φου
που μολοούσιν μέραν τζιαι ξυφώτιν
τζι' εγιώνι το σουρούπιασμα λαλώ
μα όπου τζιαι ναν' η νύχτα καρτερώ την

Εσού ξεπεταρούϊν που πετά
τζι' όσα θωρεί ομπρός του αγαπά τα
εν τζιαι δικλά ποττέ πίσω να δει
φιλιά με λοαρκάζει με μετρά τα

Εγιώ μως λοαρκάζω το φιλί
γιατ' εν τζι είμαι τζιαι γιω ξεπεταρούϊν
τζιαι μεν παραπονιέσαι τζιαι κανεί
μεν τρέμει τ' όμορφο σου το σιηλούϊν

Εσούσαι' νας αθθός της λεμονιάς
τζι' εγώνι τ' ολοτζιήτρινο λεμόνιν
εσούσαι παναϊριν π' αρκινά
τζι' εγιώνι παναϊριν που τελειώνει

Έθθα σου πω Δροσούλα σ' αγαπώ
τζι' ας κλαίσιν τα ματούδκια σου μπροστά μου
κάλλιον να κλάψουν τώρα φανερά
παρά να κλαίσιν ύστερις κρυφά μου



το ακούτε: https://www.youtube.com/watch?v=G0WLt1TlHqo

Η βρύση, Μουσική/Στίχοι: Λυμπουρίδης Αχιλλέας,

Ο λαογράφος Δρ Κυριάκος Π. Χατζηιωάννου

του κ. ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΣΤ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ 
Φιλολόγου Επιθεωρητού Μέσης Εκπαιδεύσεως

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Η ΑΝΑΣΣΑ ΚΑΙ ΟΙ ΞΗΡΟΙ ΚΑΡΠΟΙ / Αργυρού Χρήστος


Εγκύκλιο σε ύφος αυστηρό τους έστειλε η άνασσα
να μην απλώνουν τάχα χέρι στους ξηρούς καρπούς της.
Μολύβι πήρε, τράβηξε γραμμή
τη στάθμη τους σημείωσε στα μπολ του Μπάκιγχαμ.
Καιρό υποψιαζόταν πως τους καρπούς αφάνιζαν
και σαν η στάθμη έπεσε και φλούδες έμειναν στον πάτο
-είναι δύσκολο να αντισταθείς, άλλωστε
στην αλμυρή τους γλύκα και στην ανία του παλατιού -
αυτή θριαμβευτικά τους τσάκωσε τους ληστές ξηρών καρπών.
Μα η χαμηλή στάθμη τους στις κούπες,
δεν κατάλαβε;
τη δική της στάθμη τώρα θα μετρούσε.
Γερόντισσα παλιμπαιδίζει η αυτού μεγαλειότης
και τους αστυνομικούς της διατάζει
τα κουλά τους να μην ξαναπλώσουν μες στα μπολ
όπως κι αυτής η αυτοκρατορία εξάλλου
δεν άπλωσε τα χέρια της ποτέ σε ξένης γης καρπό.

ΕΠ' ΩΜΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΕ ΑΡΜ / Αργυρού Χρήστος


Οι Εύζωνες
μες στο λιοπύρι του καλοκαιριού
φόρο τιμής στον άγνωστο στρατιώτη αποτίουν
Πιο πέρα γέροντας σακάτης
με απλωμένη την παλάμη
τους διαβάτες επαιτεί.
Άγνωστος στους περαστικούς
άγνωστα και τα πάθη κι οι καημοί του
Ίσως και να πολέμησε
Ίσως και όχι
Ίσως ο πόλεμός του να 'τανε σε μια φάμπρικα
χαράκωμά του ένα καταγώγι σκοτεινό
κι οχτρός του η κακοριζικιά του
Επ' ώμου
Παρουσιάστε
Άρμ
Τους πεθαμένους πιότερο
τούτος ο τόπος γνοιάζεται
παρά τους ζωντανούς 

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

[Την Κυριακή συνηθίζαμε ...]

Την Κυριακή συνηθίζαμε να πηγαίνουμε στην Εκκλησία
Δεν μιλούσαμε
Αν μιλούσαμε στη διαδρομή γράφαμε εκατό φορές δεν θα ξαναμιλήσουμε
Την Κυριακή μας οδηγούσε στην Εκκλησία ο Δάσκαλος
Μετά τη πέτρινα χρόνια ο Δάσκαλος βαρέθηκε
Βγάλαμε τις ποδιές 
Και δεν πήγαμε ποτέ ξανά στην εκκλησία 
Τώρα ο Δάσκαλος έχει τατουάζ στα χέρια 
Σταυρούς, άγκυρες και διαόλους
Πως συνδυάζονται τούτα δεν ξέρω
Εξάλλου μεγάλωσα μόνο στα χαρτιά
Το ξέρουν οι ζωγράφοι του σώματος
Οι ζωγράφοι της ψυχής σωπάσανε

ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου

Β΄Βραβείο στους Πανελλήνιους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης Δελφοί , 2009


Στις συνοικίες σβήνουνε σιγά σιγά τα φώτα
Απλώνουν οι γυναίκες μια κουρασμένη μέρα να στεγνώσει
Περνούν οι σκέψεις στα μικρά τα καλντερίμια ακροβατώντας
Mισάνοιχτα παντζούρια βρίσκουν , ψυχές ανήσυχες π’ αρνήθηκαν τον ύπνο
Γλιστρούν με δόσεις μιας χαμένης ευτυχίας
Στα προσκεφάλια με κεντίδια μιας προίκας ξεχασμένης
Κιτρινισμένης απ’ του καιρού τη φλυαρία
Τότε ανοίγουν τα μισόκλειστά τους βλέφαρα οι ίσκιοι
Χαμογελούν ηδονικά μες στου καθρέφτη την απάθεια
Παραμορφώνοντας τα είδωλα μιας άλλης λογικής
Στο πορτατίφ μια τύψη περιφέρεται
Σαν πεταλούδα που γυρεύει να καεί μέσα στον κύκλο
΄Εξω σκυλιά ποδοπατούν τα ίχνη της συνήθειας
Στα υπολείμματα της μέρας αναζητούνε τη συνέχεια
Σιγά σιγά στις συνοικίες σβήνουν οι αποδράσεις
Και μια παράφρονη σελήνη χορεύει μες στην έλλειψή της
Αύριο θα ΄ναι μια μέρα βροχερή
Το είπε το δελτίο της βαθιάς υποταγής
Στα σπίτια θα κλειστούν τα μαραμένα κρίνα
Τα ξεθωριασμένα γιούλια και τα γιασεμιά
Θα βγάλουν απ’ τα μπαούλα οι κυράδες
Να στρώσουν χράμια και κιλίμια στην ανία τους
Θα βγουν κι οι νοικοκύρηδες για το βραχνά του μεροκάματου
Με τα κασκέτα τους κρυψώνες της αζήτητής τους μοίρας
Σβήνουν σιγά σιγά της μέρας ημιτελείς διαδρομές
Στις συνοικίες προβάλλει διαβατάρης ο Μορφέας με το γαλάζιο του μανδύα
Αύριο , λέει , γι’ αυτούς που ακούνε τη σιωπή των κεραυνών
Ο ήλιος απ’ τη Δύση θα προβάλει με τις ατίθασες , ξανθές του μπούκλες
Μ’ ένα ροδόχρωμο μαντίλι θ’ απλώσει νέους ορίζοντες στα πέλαγα
Ταξίδια νέα θ’ ακουμπήσει μες στις καρδιές που δε λησμόνησαν να φλέγονται.....
.

ΠΙΡΟΓΑ


Περιπλέω τη σκέψη σου 
με μια μικρή πιρόγα 
καμωμένη από δέρμα ηλιοκαμένης νύχτας
Ξάπλωνε ώρες κάτω από το φως σου
κι αφηνότανε σε έναν απρόσμενα καλό καιρό
Προχωρώ με χτύπο παράξενο
από ανυπόμονη καρδιά
Τραβάω όρθια κουπί
να βλέπω όλο και μακρύτερα
στο πυκνό δάσος της αγάπης που σε κρύβει
Ακουμπώ για λίγο στις ακτές
αδειάζω το εμπόρευμα του έρωτα
το ανταλλάζω με εξωτικούς καρπούς από τα μάτια σου
και φεύγω πάλι για τη θάλασσά μου
γεμάτη από τη γη και το ύδωρ που παρέδωσες

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου



O χειμώνας έμπαινε με τα βαριά λευκά του βήματα μέσα στους δρόμους και μέσα στις ψυχές. Χτυπούσε κάνα δυο φορές την πόρτα τους κι άμα δεν έπαιρνε απάντηση, σαν διαρρήκτης παραβίαζε τον κόσμο τους κι αλώνιζε μέσα στα τελευταία ψίχουλα των αντιστάσεών τους. Καθότανε, ίδιος μουσαφίρης, δίχως πρόσκληση στα όνειρά τους και πεινασμένος καταβρόχθιζε ό, τι απέμεινε από την τελευταία επέλαση της λύπης. 

Η πτήση του προσγειωνόταν από λεπτό σε λεπτό. Ο γαλάζιος ουρανός της πατρίδας είχε αρχίσει ήδη, δειλά δειλά , να γαργαλάει τις αισθήσεις του. Κι εκείνος , με ένα δισάκι μνήμες φορτωμένος στον ανήφορο του κόσμου, ετοιμάστηκε να εισπνεύσει ξανά το λυτρωτικό οξυγόνο της πατρίδας. Κοίταξε τις ουλές του χρόνου στα δυο , αποστεωμένα του χέρια και θάρρεψε πως κοίταξε μαζί και τα τραύματα που άφησε επάνω του ένας ακήρυχτος πόλεμος θανάτου και ζωής. Είχε φύγει παλικαράκι από την πατρίδα, ήρθε μετά μια δυο φορές να αποχαιρετίσει μάνα και πατέρα στο στερνό ταξίδι κι ύστερα τον κατάπιε η βιοπάλη της ξενιτιάς . Τώρα, στα εβδομήντα πέντε του πια, γύρναγε σαν Οδυσσέας σε μιαν Ιθάκη δίχως Πηνελόπες και μνηστήρες. Καλύτερα έτσι. Είχε κουραστεί με τις αναμετρήσεις. Καιρός να αράξει σε ένα απάνεμο λιμάνι και να ξεχαστεί μέσα στην απραξία, μέχρι του ΄Αγγελου η ρομφαία να σηκώσει ψηλά την ύπαρξή του ως την αιωνιότητα. 
Πέρασε σχετικά γρήγορα τις διατυπώσεις του αεροδρομίου, πήρε τις λιγοστές αποσκευές του, κάλεσε ένα ταξί, χάθηκε στον ορυμαγδό του δρόμου και της μεγαλούπολης. Από το παράθυρό του περνούσε ένας κόσμος γνώριμος, μα αλαργινός. Πολλά τα χρόνια που έζησε στα ξένα. Το ταξί διάβηκε μέσα από παλιά κτίρια νοσταλγικά, μέσα από νεόδμητες οικοδομές , αδιάφορες για τις μικρές και μεγάλες μνήμες του και ξεχύθηκε στην επαρχία, διασχίζοντας σε λίγο μεγάλα και μικρά χωριουδάκια. ΄Ένα οικείο χρώμα, μια γνώριμη μουσική έφτανε ολοένα στα αυτιά του, σαν νανούρισμα μάνας, που ξύπναγε αντί να κοιμίζει τα όνειρά του. 
Το αυτοκίνητο σταμάτησε σε λίγο σε μια μικρή αυλή με κληματαριά στην πρόσοψη, γέρικη, γυμνή, σαν τη ζωή του. Κατέβηκε, πλήρωσε, κοίταξε το μικρό σπίτι απέναντί του, που κράταγε μέσα του χρόνια παιδικά, βήματα εφηβικά, νεανικά πετάγματα σε ψέματα και αλήθειες . Του φάνηκε πως είδε μια μαντίλα όμοια με της μάνας του, σκουρόχρωμη, να ανεμίζει στο παραθύρι. Και πως βαριά τα βήματα από τις μπότες του πατέρα χαράκτηκαν επάνω στο λιθόστρωτο δρομάκι της εισόδου.
Κι άκουσε τα γέλια του Κωστή και του Αργύρη στην αλάνα, να κυνηγάνε με αλαλαγμούς και παιδιάστικα γέλια ένα πάνινο τόπι . Κι εκείνος, σαν μεγαλύτερος αδερφός, που όφειλε να κουμαντάρει τα μικρότερα τα ατίθασα, να πασκίζει άτσαλα μα επίμονα να επιβάλει την τάξη. Κι ύστερα θάρρεψε πως βγήκε η μάνα στο κατώφλι, με τα χέρια ακόμα να μοσχομυρίζουν από το δείπνο της Αγάπης, Να ανοίγει την αγκαλιά της και να χάνεται μέσα όλη η ζωηράδα των παιδιών. ΄Υστερα τίποτα! Σιωπή! Και μια μοναξιά, που κρυφογέλαγε μέσα στα ξερά φύλλα, το άκαρπο χώμα, τις πένθιμες ανάσες του αγέρα , έτσι καθώς περνούσε ανάμεσα στην έλλειψη.
Εδώ, λοιπόν, στη ζήση του την πρώτη, είχε έρθει για να έβρει το στερνό σταθμό του; Ρίγησε, μα δεν πτοήθηκε. ΄Εσπρωξε ελαφρά την πόρτα κι εκείνη άνοιξε διάπλατα λες και τον καλωσόριζε. Τα βήματά του αντήχησαν στο κενό του δωματίου. Αράχνες υποδέχτηκαν τη συγκίνησή του και ένα θλιμμένο ημίφως γλίστρησε από τα ξεχαρβαλωμένα παντζούρια. Εκεί στόλιζε κάποτε η μάνα τα γεράνια της. Εκεί ακουμπούσε κάποτε κι ο κύρης τα σύνεργα της ψαρικής. Εκεί κάποτε στεκότανε κι εκείνος έφηβος, σαν ονειρευότανε μια θάλασσα να τον περιμένει, να του ανοίγει όλους τους δρόμους 
Κι ύστερα ήρθε να τον ανταμώσει ένας φλοίσβος παιχνιδιάρης, νοσταλγικός. Κι ένα πέλαγο γεμάτο άμμο και στιχάκια μιας ανέμελης ζωής. ΄Ενιωσε τις γερασμένες αρτηρίες του να κοκκινίζουν πάλι με αίμα . Και τη ζωή να κυλάει ξέφρενα σε όλες τις αισθήσεις που κοίμιζε χρόνια η ξενιτιά. ΄Ένα ανοιξιάτικο χάδι , όμοιο με σκίρτημα ερωτικό, ήρθε να τον ακουμπήσει χειμωνιάτικα, σαν φιλί ζωής σε ετοιμοθάνατη θέληση. 
Τάχυνε το βήμα, άδραξε το χτες και το έριξε μαγιά στη ζύμη για το σήμερα. Ετούτο το σπίτι άξιζε μια ανάσταση. Και η μοναξιασμένη για καιρό ζωή του άξιζε μια επιστροφή στα όνειρα. Ανασκουμπώθηκε. Το σπίτι ήθελε καθάρισμα, η κληματαριά κλάδεμα. Και τα πεζούλια, σιωπηλά εκλιπαρούσαν για δυο πολύχρωμα γεράνια. 
Κόντευε σούρουπο, σαν τέλεψε και κάθισε για λίγο στο κατώφλι. Είχε δουλέψει ώρες, μα καμιά κούραση δεν ήρθε να ακουμπήσει βαριά στα μέλη του. Από μακριά η καμπάνα της εκκλησίας του Aϊ- Γιώργη, κάλεσε μες στο βάδισμα της νύχτας τις αγνές ψυχές. Σταυροκοπήθηκε, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, άφησε μια προσευχή να βγει και να σεργιανίσει επάνω στη φροντισμένη πια κληματαριά, τα καθαρά τα σκαλοπάτια, τα ορθάνοιχτα παράθυρα, που αψηφούσανε το κρύο του χειμώνα. Και χύθηκε τότε έξω η φωνή του σαν ψίθυρος ηχηρός. 
«Σταμάτα, ΄Αγγελε, με τη χρυσή ρομφαία, που ανοίγει δρόμους στην αιωνιότητα. Βρήκα ακόμα ένα μονοπάτι, εκεί που νόμιζα πως όλα είχαν κλείσει…΄Οχι, δεν είναι τώρα ο καιρός. Με τρέφει πάλι τούτος ο ήλιος της πατρίδας και βγαίνει , δειλά , άλλο ένα φύλλο μου, μία ακόμα ρίζα. Βλέπεις, δε γερνάω! Μονάχα μεγαλώνω, ωριμάζω…θέλω!»



Ενα διήγημά από τη συλλογή διηγημάτων " Αφύπνιση 800 mg", Eκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2012.

Δύο Ποιήματα του Ντίνου Κυπριανού

ΔΩΔΕΚΑ ΜΕ ΜΙΑ 
Δώδεκα με μία
βρίσκομαι στα κάτω μου
στην αμφιβολία μέσα στα γιατί ,
τέσσερις με πέντε
πάω στα παρακάτω μου
πάει να ξημερώσει , δέν εχει φανεί ..
Με πιάνουν κλάματα όταν χάνονται τ'αστέρια
χάνονται όλα σάν ζυγώσει το πρωί
στο φώς της μέρας γίνονται νυστέρια
μου ξετρυπάνε καθε λογική ''''
Δώδεκα με δύο
'μαργαρίτες' τέσσερις
πίνω στην υγειά μου για να ξεχαστώ ,
τέσσερις με έξι
μπίρες δεκατέσσερις
δυό διπλά ουίσκι για να ζαλιστώ ..


***
 ΦΥΛΛΟ ΞΕΡΟ 
Μές στην βροχή , μόνος θρηνώ
στην πλάτη γολγοθά τραβώ
και τον σταυρό που κουβαλώ 
μαύρη ζωή , φύλλο ξερό ...
Μές στην βροχή , φωτιά σβηστή
ψυχή που έχει σωριαστεί
που να πιαστώ να κρατηθώ
λίγο και γώ , ν'αναστηθώ ''''''''
Ζωή δέν έχω και παλμό χάνομαι μέσα στον καπνό
φύλλο ξερό χωρίς πνοή , κι'αυτό μαζί μου θα χαθεί ,
Μές στην βροχή , μόνος θρηνώ
στην πλάτη γολγοθά κρατώ
φύλλα ξερά για συντροφιά
ίσως κι'αρπάξουνε φωτιά .


Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Αγάπουν την τζι΄ενόμιζα,

Αγάπουν την τζι΄ενόμιζα,
ο κόσμος εν δικός μου,
μ΄άμα μου είπεν καθαρά,
ο τζιύρης της ομπρός μου,
πως εν με θέλει για γαμπρόν,

εσκούλλησεμμε ναν λαμπρόν,
που θόλωσεν το φώς μου,
τζι’είεν με τζιαι κατάλαβεν,
ποιος είναι ο σκοπός μου,
τζιαι φώναξε μου μονομιάς,
γιέ μου να μεν γινείς φονιάς,
τζι΄έν να γινείς γαμπρός μο
υ.
Χαμπής Αχνιώτης

ΡΩΤΗΜΑ


Όταν περιφρόνησαν την ψυχή
και ποδοπάτησαν την αγάπη
(Δεν ήταν τότε βλέπεις της σειράς τους )
Δεν το ' βαλε κάτω.
Δεν χάθηκε στην αυτολύπηση.
Οι ποδοπατημένες ελπίδες
Ορθοπόδησαν με τον καιρό.
Αγκομάχησαν και θέριεψαν
ζωντανεμένες.
Κι όταν μια μέρα
πραγματοποιήθηκε επιτέλους
η αργοπορημένη συνάντηση ,
Η δική της σειρά
τους κοίταζε τώρα αφ υψηλού ,απορημένη.
Παρ'όλο που είχαν τα πάντα
ποτέ δεν ξεχώρισαν .
Τι άξιζαν παραπάνω αλήθεια;
(Από την ποιητική συλλογή  “Χθες-σήμερα-αύριο” 2008

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

christmas forever The musical 2


άρχισε η προπώληση ΤΗΛ 24652964 περιορισμένος αριθμός θέσεων

Η Χορωδία Φλαόυτων Λεμεσού Flautissimo & το Φωνητικό Σύνολο Δήμου Λάρνακας παρουσιάζουν μια μια μαγευτική Χριστουγεννιάτικη συναυλία 12/12/15 στη Λάρνακα!


Η Χορωδία Φλαόυτων Λεμεσού Flautissimo υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Θεόδωρου Κρασίδη, θα παρουσιάσει μια μαγευτική Χριστουγεννιάτικη συναυλία με τη συμμετοχή του Φωνητικού Συνόλου του Δήμου Λάρνακας υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Γερολέμου. Ένα μοναδικό πρόγραμμα με τα πιο γνωστά κλασσικά ορχηστρικά Χριστουγεννιάτικα έργα (όπως τον Καρυοθραύστη του Τσαϊκόφσκι, Αλλελούια του Μότσαρτ, το Ορατόριο των Χριστουγέννων του Σαιντ Σανς, τα βαλς του Γαλάζιου Δούναβη του Στράους κ.α.) και διάσημα carols, που θα το απολαύσουν μικροί και μεγάλοι και θα σας ταξιδέψει στη μαγεία των Χριστουγέννων!12 Δεκεμβρίου και ώρα 20:30,..

στην Καθολική Εκκλησία Παναγία των Χαρίτων (Τέρα Σάντα) στη
Λάρνακα. Υποστηρικτής ο Δήμος Λάρνακας και χορηγοί επικοινωνίας το “Περιοδικό Προβολή” και το Ράδιο EF-EM.



Τιμή εισόδου: 8 ευρώ. Για εισιτήρια και πληροφορίες “Ωδείο Ανδρέα Γερολέμου” 24652964, από όλα τα μέλη του Flautissimo και στο 99486383 Θεόδωρος Κρασίδης

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

Τ' αστέρι των Χριστουγέννων / Λαμπής Γιάννος

Αυτός ο Δεκέμβρης έχει μια γκρίζα θλίψη, γιομάτος καραβάνια χωρισμού που οδηγούνε σε τάφους υγρούς και σε μέρη άγνωστα. Αμέτρητα μάτια, σβήνουν και χάνονται καθώς κοιτάνε απ’ τ‘ άστρα το φωτεινότερο κι όλο κοιτούν και περιμένουν κάτι να τους πει, όμως αυτό τ’ αστέρι όλο σωπαίνει δεν μιλά, τίποτα δεν λέει , κι όλο γράφει , όμοια με τη γραφή της βροχής, στον ουρανό, κανείς δεν καταλαβαίνει , κανείς δεν ξέρει τι θέλει να πει μάταια καρτερούν, και μετά κοιμούνται αιώνια ξεχασμένοι νεκροί στα κοιμητήρια. Δυο χιλιάδες χρόνια περάσαν που έλαμψε για πρώτη φορά και κανείς δεν κατάλαβε πώς, ‘Αγάπη’, ήθελε να πει

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Γυναίκα / Νικολαίδης Νικίας



Γυναίκα ρόδον της ζωής,

αθάνατη συντρόφισσα τ’ αντρός,

με συνήθειες γήινες.

Φυτεύεις, ράβεις, γράφεις

μαγειρεύεις, γυρίζεις κι όταν φύγεις,

ξέρουμε πως αρχίζει ο χειμώνας,

κι έξω μας και μέσα μας.

Καρδιά μου, όπου σταθείς,

κι όποιοι ανέμοι κι αν φυσάνε,

είσαι η κυρίαρχος της γης.

Αγάπη μου, είσαι κορφή απροσπέλαστη,

οι πάντες σ’ αγαπάνε, υποκλίνονται, σε προσκυνάνε.

Κρίση, Ακρισία και Ηθική του Μιχάλη Μελετίου: Παρουσίαση του Βιβλίου του την Πέμπτη 3 Δεκ 2015


Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Σωσίπατρος (4ος – 3ος αι. π.Χ.)

Ποιητής (ιαμβογράφος). Σώζονται 55 στίχοι του από το έργο του «Καταψευδόμενος»

Κλέων ο Κουριεύς (4ος – 3ος αι. π.Χ.)

 Ποιητής από το Κούριο και έγραψε το έπος «Αργοναυτικά», το οποίο χρησίμεψε ως πρότυπο στον ποιητή Απολλώνιο Ρόδιο.

Καστορίων ο Σολεύς (4ος – 3ος αι. π.Χ.)

Ποιητής (ιαμβογράφος) από τους Σόλους. Σώζονται στίχοι από το ποίημά του «Εις τον Πάνα». 


Οι Σόλοι ήταν αρχαία ελληνική πόλη της Κύπρου, στη βόρεια ακτή της (περιοχή Μόρφου), έδρα σημαντικού βασιλείου που άνθισε από την κλασσική μέχρι και την πρωτοχριστιανική περίοδο Η πόλη αναφέρεται και από τον Σκύλακα τον Καρυανδέα, εξερευνητή του 5ου αιώνα.

Αντισθένης (4ος – 3ος αι. π.Χ.)

 Ποιητής (επιγραμματοποιός), από την Πάφο. 
Σήμερα σώζονται επιγραφές με 2 επιγράμματα και 6 ελεγειακά δίστιχα. Σύμφωνα με τους ειδικούς διακρίνεται η  Ομηρική επίδραση στη γραφή του

Ποίημα για την Αμμόχωστο

 Από τα παιδιά της Α΄ 2 


Αμμόχωστος γλυκιά, 
είσαι τώρα στη σκλαβιά, 
να ‘ξερες πόσο σ’ αγαπώ 
και περιμένω να σε δω. 

Οι Τούρκοι ακόμα σε κρατάνε, 
σίγουρα δε σε αγαπάνε, 
όπως σε αγαπώ εγώ, 
που κάθε μέρα σε λησμονώ.

Η Κύπρος μας



Την Κύπρο κι αν σκλαβώσανε, 
οι Τούρκοι με τα όπλα, 
εμείς θα πολεμήσουμε, 
για τα μέρη μας όλα. 

Η Κύπρος κι αν μοιράστηκε 
στις καρδιές μας πάντα είναι, 
καιρός να διεκδικήσουμε 
και τους Τούρκους να νικήσουμε

Α΄Δημοτικό σχολείο Τσερίου (σχολική χρονια 2013-2014) Από τα παιδιά της Α΄ 1

H ΣΤΡΑΤΑ ΤΟ ΣΤΡΑΤΙ


Πιαννω την στρατα το στρατι
Τζιε αρωτω για σενα 
Χωρκο μου ριζοκαρασο 
Του αποστολου Ανδρεα 

,,,,,,,,
Γιαλουσα μου πανεμωρφη
Χωρκο του Αρκατζιελου
Στεκουμε τζιε σ’αναπολω
Τα γρονια που εγελου
,,,,,,,,,,,,,,
Η στρατες σου εγεμωννα
Ποουλες σου τες παντες
Τζιε η Γιαλουσα εσιερετου
Καμαρωννε τους παντες
,,,,,,,,,,,,,
Καρπαση μου που την λαμπρη
Εκαμνες παναηρκα
Τζιη κοπελλουδες ερκουντα
Τζιε αγοραζαν την προικα
,,,,,,,,,,,
Τωρα πια ετελιωσαση
Τα παναηρκα τζιε η χαρες σου
Ποτε να φυουν οι ατημοι
Τζιε ν’αρτουν η χαρες σου
,,,,,,,,,,,,,

Μαρινα Τακκιδη [Καπετανου]
Ριζοκαρπασο 

ΕΝ ΑΞΙΟΙ ΕΠΑΙΝΟΥ


Με το σκολείον ξεκινάς, τον κόσμον να γνωρίσεις,
τζι’ άμαν ενηλικιωθείς, τότε θα προσπαθήσεις,
να αποχτήσεις μιαν δουλειάν, για να μπορείς να ζήσεις.
Τζιαι στην ζωήν με τα καλά, αλλά τζιαι τα κακά της,
ίσως γινείς ένας γιατρός! Ίσως γινείς αρκάτης,
ίσως τεχνίτης, βοηθός, η κάπου επιστάτης.
Μπορεί ν’αννοίξεις μιαν δουλειάν, τζιαι νάσαι εργοδότης!
Μπορεί να γίνεις νομικός! Μόνιμος στρατιώτης,
δάσκαλος η γραμματικός, η να γινείς αγρότης.
Δουλειές υπάρχουσιν πολλές! Κάποιαν εν να δκιαλέξεις,
τζιαι στη ζωήν θα πας μπροστά, κάπου θα προοδέψεις,
φτάννει να έσιεις θέλησην, τζι’όρεξην να δουλέψεις.
Κάποτε ίσως αισθανθείς, πως είσ’αδικημένος,
αν δεις τον άλλον ναν πναστός, τζαι κουστουμαρισμένος,
τζιαι σού να ξυμαρίζεσαι, τζιαι νάσαι ποσταμένος.
Αν είναι δύσκολη δουλειά, που σού’ππεσεν εσένα,
θα κάμεις παρατήρησην, τζιαι Κύπρον τζιαι στα ξένα,
πως οι πναστοί πιερώννουνται, καλλύτερα που σένα.
Θα δεις στον κόσμον πλάσματα, πας τουν την γην που ζιούσιν,
που γιατί ήβρασιν δουλειάν, καλήν να βολευτούσιν,
τα άλλα επαγγέλματα, να τα περιφρονούσιν.
Ποτούτους έσιει κάμποσους, που είναι περιπαίχτες,
τζιαι γιω γνωρίζω μερικούς, τζιαι θεορώ τους φταίχτες,
διότι σχολιάζουσιν, τους σκυβαλλοσυλλέχτες.
Τζιαι τίποτ’ εν ησκέφκουνται, πως τούτοι θα ξυπνήσουν,
η ώρα δκυο που το πρωίν, τες στράτες να γυρίσουν,
να πιάσουσιν τα σκύβαλλα, να τα μετακομίσουν!
Τζιαι τα δικά τους φυσικά, έθθα τα ποηρίσουν,
παν τους τα φήκουν έσσω τους, σίουρα ννα βρομίσουν,
τζι’ έρκουνται δίχως αντροπήν, να τους κατηορίσουν!
Θα έπρεπεν τουλάχιστον, τα λόγια να ποφεύκουν!
Εν αντροπή τα πλάσματα, που τίμια δουλεύκουν,
νάρκουνται έτσι άδικα, να τα κουτσομπολεύκουν!
Ταιρκάζει τους εχτίμηση, τουλάχιστον νομίζω,
τζιαι τουν τους κουτσομπόλιες, που ξέρω τζιαι γνωρίζω,
τουλάχιστον αχάριστους, εγιώ χαραχτιρίζω.
Δουλεύκουν μες τες μυροδκιές, τζιαι πάντα ξενυχτούσιν,
τζι’ οι δήμοι μας θα έπρεπεν, πιο δίκαια να δούσιν,
τζιαι να τους δκιούσιν τα διπλά, απόσα τους ιδκιούσιν.
Προτού τελειώσω θάθελα, να πω ακόμα κάτι!
Όπου σου τύχει να βρεθείς, στην Κύπρον τζι’ άλλα κράτη,
να εχτιμάς τζιαι τον γραφκιάν, τζιαι μάστρον τζιαι αρκάτη.
Δούλεψε όπουδήποτε, ότι τζιαν θέλεις γαίνου,
μα νάναι κατανοητόν, τζιαι ντόπιου μα τζιαι ξένου,
άμα δουλεύκεις τίμια, εισ’ άξιος επαίνου!
Χαμπής Αχνιώτης

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

'Το σημάδι του ταύρου: Παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννου Λαμπή



Αίθουσα Πολιτιστικών Εκδηλώσεων Τράπεζας Κύπρου Λεωφόρος Μακαρίου ΙΙΙ 117 Λεμεσός

Τετάρτη, 25 Νοεμβρίου
στις 7:00 μ.μ. - 10:00 μ.μ.

Εκδόσεις 'ΟΣΤΡΙΑ"

Ανάλυση του βιβλίου από τον Άριστο Τσιάρτα ( Προιστάμενος της αρχής κατά των διακρίσεων)

Αποσπάσματα θα διαβάσουν οι ηθοποιοί :
Βαλεντίνα Σοφοκλέους και Γιώτα Κρος

Συντονίστρια : Μαρίνα Σαβεριάδου ( λειτουργός στον ΚΟΤ και λογοτέχνης


Η όλη ιστορία διαδραματίζεται στο Ισραήλ (Τελ Αβίβ και Ιεροσόλυμα), Τουρκία (Κωνσταντινούπολη), Ιταλία (Ρώμη) και Αγγλία (Μπαθ).
Κεντρικός μύθος γύρω από τον οποίο εξελίσσεται η ιστορία και η πλοκή του βιβλίου, είναι η γνώση και η δύναμη που αποκτά ο κάτοχος του ειδωλίου του τραγόμορφου Διαβόλου Μπαθομέτ, η οποία ενισχύεται με τη διαβολική δύναμη που έχουν τα τριάντα αργύρια που πήρε ο Ιούδας για να προδώσει τον Χριστό. Σύμφωνα με το μύθο, η Μασονική κοινότητα πιστεύει ότι όταν αποκτηθεί η δύναμη αυτή, τότε θα πρέπει να εξαφανιστεί το Ιερό Ισλαμικό Τέμενος του Ομάρ που βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ και την θέση του να πάρει ο Ιερός Ναός Του Σολομώντα ο οποίος βρίσκεται ακριβώς από κάτω. Με αυτό τον τρόπο θα επέλθει η Νέα Τάξη Πραγμάτων και η Παγκόσμια Κυριαρχία του Μέγα Αρχηγού του Σύμπαντος ( ΜΑΤΣ).
Οι κρυφές ανασκαφές που διενεργούνται από την Τεκτονική Στοά των Ιεροσολύμων στα θεμέλια του ναού του Σολομώντα, βγάζουν στο φως το σατανικό ειδώλιο του Μπαθομέτ και δύο από τα αργυρά νομίσματα του Ιούδα. Ένα ανελέητο κυνηγητό αρχίζει τότε για την ανακάλυψη και των υπολοίπων είκοσι οκτώ αργυρίων. Ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων συμμαχεί με τον Ιμάμη του Μπλε Τζαμιού για να αποτρέψουν τα σχέδια των Τεκτόνων. Στη Ρώμη, ο Πάπας που υπηρετεί την μασονία δεν διστάζει μπροστά σε τίποτε και γίνεται συνένοχος στην προσπάθεια η ένωση των διαβολικών δυνάμεων να γίνει μέσα στην ίδια την Αγία Έδρα.
Κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ο ραβίνος Ααρών Αβούρι, γόνος του Ιμάμη του Μπλε Τζαμιού και μιας Ελληνίδας αρχαιολόγου, ο οποίος έχει μεγαλώσει σε ένα ορφανοτροφείο στην Ιερουσαλήμ. Μετά από ένα φόνο καταλήγει στις φυλακές από όπου και στρατολογείται από τη Μασονία. Η δυνατή πίστη και η αφοσίωση του προς το σκοπό που νομίζει ότι υπηρετεί, τον κάνει υποχείριο στον υπόγειο πόλεμο μεταξύ της Μασονίας, Χριστιανών Ορθόδοξων και Καθολικών και των Μουσουλμάνων.
Οι δολοπλοκίες, οι δολοφονίες, και ο πόλεμος μεταξύ των Θρησκειών αποκαλύπτουν στον Ααρών την διαφθορά, την απληστία, και την μανία των Ιεραρχών και των Εκκλησιών για επικράτηση και εξουσία.
Δολοφονίες, μυστικοί σύμμαχοι, πληροφοριοδότες και μυστικά που βλέπουν το φως, φανερώνουν την εκμετάλλευση που τυγχάνει η πίστη προς την Αλήθεια και τον Θεό, από τις Θρησκείες και τους Ιεράρχες.

Μην μιλάς, / Άθως Χατζηματθαιου


Οι λέξεις χάνουν κάθε νόημα
Τώρα μιλούν τα κορμιά
Οι αναστεναγμοί γίνονται φεγγάρια
Και ταξιδεύουν
Στον ουρανό της σάρκας
Που φωτίζεται
Απ΄ τα γλυκά σου χάδια
Αστέρια
Στα ξεχασμένα όνειρά μου
Που ζωντανεύουν στων φιλιών σου την ανάσα …


Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

ΜΕ ΕΝΑΝ ΑΓΙΟ


 της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου

Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, ελέγχοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες της εμφάνισής του. Απέναντί του πρόβαλε  μια σκοτεινή φιγούρα, που πάσκιζε να κλέψει λίγο χρώμα από τη στολή του Αϊ-Βασίλη. Μα το βλέμμα παρέμενε θολό, τα χέρια φορτωμένα  νεανικές αμαρτίες, η θέλησή του αμετανόητη.
Απόψε έριχνε στη μάχη το μεγάλο κόλπο. ΄Η όλα ή τίποτα. Από τη μια ο πλούτος των λίγων κι από την άλλη η δική του ανέχεια, που άγγιζε πια τα όρια της απελπισίας.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλο και κάποιοι θα είχαν βγει για την απαραίτητη διασκέδαση των ημερών. Κι αυτός, ενδεδυμένος με την αθωότητα ενός ΄Αγιου Βασίλη, θα μπούκαρε στα σπίτια των καλοζωισμένων και θα φρόντιζε να πάρει λίγη από τη δική τους ευτυχία. ΄Οχι, κλοπή δεν την ονόμαζε. Σαν δίκαιη μοιρασιά την έβλεπε, μια και οι λίγοι είχαν τα πολλά και οι πολλοί τα λίγα.
Από μέρες είχε βάλει στο μάτι μια πολυτελή βίλα, κάπως απομονωμένη από τα άλλα σπίτια της περιοχής. Σκύλο δεν είχε να τη φυλάει . Κάποιες πληροφορίες, που φρόντισε με τρόπο να αποσπάσει από ένα μπακάλικο της γειτονιάς, μιλούσαν για ένα μοναχικό ένοικο, εβδομήντα περίπου χρόνων, επαναπατρισθέντα από τη Νότια Αφρική, ο οποίος έμενε στη βίλα μαζί με μια αλλοδαπή οικιακή  βοηθό και έναν ηλικιωμένο κηπουρό. Εύκολη λεία! ΄Οσο για το σύστημα  συναγερμού, είχε πια αποκτήσει ειδικότητα στο είδος, μια και είχε δουλέψει ένα φεγγάρι σε εταιρεία που προμήθευε τα καταστήματα με τέτοια συστήματα σε χονδρικές τιμές.
Βγήκε στον δρόμο, καλύπτοντας τους χτύπους της καρδιάς του κάτω από την κόκκινη στολή της αθωότητας. Στην τσέπη μέσα βαθιά, ένα ρίγος τον διαπερνούσε, καθώς τον άγγιζε το μέταλλο από το κρύο περίστροφο που κουβαλούσε. Κάποιες νιφάδες χιονιού είχαν αρχίσει ήδη να χορεύουν τον τρελό χορό της πτώσης. Ο καιρός έστηνε σαν απαιτητικός σκηνοθέτης το σκηνικό του και οι άνθρωποι τρέχανε την τελευταία  στιγμή να μάθουνε την πρόζα ενός άχαρου ρόλου και να στηθούν με αξιοπρέπεια μπρος στη μεγάλη φυγή του χρόνου.
Και τότε πρόβαλε  εκεί στη γωνία το κόκκινο γαρίφαλο. Από ποιαν άνοιξη άραγε ξέφυγε κι έφτασε μέχρι τις αισθήσεις του; Κατακόκκινο σαν αίμα ζωής, τυλιγμένο σε σελοφάν για προστασία κι από πίσω ένα μικρό τρεμάμενο χέρι, μια μικρή τρεμάμενη φράση. « Πάρτε, κύριε, σας παρακαλώ!» ΄Υστερα η φράση σταμάτησε σαν ξεκούρδιστο ρολόι κι απέμεινε να κρέμεται παράφωνα επάνω στα άσπρα γένια του « Αγίου» . Ο μικρός μάζεψε δειλά το γαρίφαλό του, το έριξε σε ένα καλάθι με καμιά ντουζίνα άλλα και στάθηκε ακίνητος, κοιτώντας  με το στόμα ανοικτό, με την καρδιά ορθάνοικτη. ΄Ητανε γύρω στα οχτώ, ελαφροντυμένος, παρά το κρύο, με παπούτσια άσπρα , καλοκαιρινά μες στο καταχείμωνο, μάγουλα κατακόκκινα από το πέρασμα του κρύου βοριά.
« Είσαι ο ΄Αγιος Βασίλης; Ο πραγματικός ΄Αγιος Βασίλης;» κατάφερε να ψελλίσει μετά την πρώτη έκπληξη. 
Τα έχασε. ΄Ενιωσε τα χέρια του να τρέμουν, τα έβαλε στις τσέπες, μα το περίστροφο, λες και απέκτησε ξάφνου δόντια καρχαρία, τον δάγκωσε γερά και τον μάτωσε ίσια μέσα στα ψίχουλα μιας ξεχασμένης παιδικότητας.
« ΄Ηρθες για να μου φέρεις δώρο;» συνέχισε ο μικρός και έσκυψε  με λαχτάρα ίσια στα μάτια της αγαπημένης του μορφής.
« Τον κοίταξε με έκπληξη στην αρχή, με κάποια αμηχανία στη συνέχεια.
« Τι δώρο θα ήθελες να σου φέρω;» κατάφερε στο τέλος να μουρμουρίσει, με φωνή  που φάνηκε παράξενη ακόμα και στον ίδιο.
Ο μικρός αναθάρρησε. Να λοιπόν, που δεν πήγε χαμένο εκείνο το γραμματάκι που έστειλε στον ΄Αγιο Βασίλη. Με κάποιο  δισταγμό βέβαια, μια και  δεν ήξερε αν θα έφτανε ποτέ στα χέρια του η ευχή του. Μα να που γίνονται και θαύματα  κι η αγαπημένη  φιγούρα με τη μακριά γενειάδα ήταν μπροστά του.
« Δεν ξέρω αν μπορείς να μου δώσεις αυτό που θέλω, κι ας είσαι ΄Αγιος…»
Κάτι μέσα του αναδεύτηκε περίεργα. Κουβαλούσε τόση θλίψη στις χορδές της ετούτη η φωνή του αγοριού, καθώς  ερχόταν και τον άγγιζε σαν παραπονεμένο χάδι, που δεν μπόρεσε παρά να ρωτήσει:
« Και τι είναι αυτό που θέλεις;»
« Ο πατέρας μου δεν έχει δουλειά και η μάνα μου δεν έχει άλλο κουράγιο. Πουλάω λουλούδια για να έχουμε ένα κομμάτι ψωμί …Αν μπορείς, αγόρασε, σε παρακαλώ, τούτο το καλάθι με τα γαρίφαλα. Δεν είναι ακριβά, αλλά θα φτάσουν για λίγο ρύζι».
Οι   νιφάδες άρχισαν να πέφτουν πιο πυκνές  και να σκεπάζουν όλες τις γκρίζες σκέψεις και προθέσεις. Κοίταξε ξανά το αγόρι με το ελαφρύ ντύσιμο και τη μεγάλη προσπάθεια για χαμόγελο στην άκρη των χειλιών.   Και τότε μια ερινύα ξύπνησε από τον λήθαργο , ντύθηκε ξανά την εγρήγορσή της κι ήρθε  μες στην ψυχή του , τόσο βαριά, που αμέσως θέλησε να την εκτινάξει στα ύψη και να μην την ξαναβρεί στον δρόμο του.
Ακούμπησε στο μικρό, λευκό χέρι του αγοριού με δέος, όπως θα άγγιζε κανείς εικόνα του Χριστού.
« ‘ Εχω λίγα κέρματα στην τσέπη μου», είπε. « Και θαρρώ πως κάπου πιο πάνω στη διασταύρωση, καθώς ερχόμουν, ένα μικρό εστιατόριο ήταν ακόμα ανοικτό. Νομίζω πως μπορούμε και οι δύο να απολαύσουμε ένα ωραίο  ζεστό σάντουιτς με αχνιστές πατάτες. Τι λες;»
Τα χείλη του αγοριού δεν μίλησαν. Τα μάτια του, όμως, κατέβηκαν με λέξεις ορμητικές, ζεστές και πνίξανε το ψυχρό αγέρι,  που μέρες τώρα πάλευε να παγώσει τον ΄Ανθρωπο μέσα του.

Σε λίγο, με έναν  μικρό ΄Αγιο, ανηφόρισε  στην καινούργια του ζωή . Καθισμένοι οι δυο τους αντίκρυ , μοιράστηκαν ένα πιάτο και δυο χαμόγελα. ΄Ενα καλάθι κατακόκκινα γαρίφαλα ανάμεσά τους μύριζε καινούργια αρχή κι αγάπη. 

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΕΞΗ / Ορφανού Δώρα

Δεν είναι λέξη, 
δεν είναι φωνή, 
δεν είναι δάκρυ.
Μονάχα ένα πρόσωπο
τρομαχτικά χλωμό, 
μονάχα μια μορφή, 
μονάχα μια απόμακρη ματιά, 
μονάχα δυο χέρια παγωμένα κι ακίνητα. 
Κι ο ουρανός.