Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

ΟΜΙΛΙΑ ΑΝΔΡΕΑ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΣΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ «ΠΑΡΚΟΥ ΛΑΪΚΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ» στις 27 Ιανουαρίου 2013



Πρώτα – πρώτα θα ήθελα να συγχαρώ το Κοινοτικό Συμβούλιο Ξυλοτύμβου και όλους όσους συνέβαλαν, με το δικό τους τρόπο, στην πραγματοποίηση αυτού του αξιόλογου έργου. Η πρωτοβουλία αυτή αποκτά μεγαλύτερη αξία σήμερα, που ο Δυτικός λεγόμενος πολιτισμός απειλεί ουσιαστικά να καταπιεί τα ήθη, τις παραδόσεις, τις θρησκείες και τις οικονομίες όλων εκείνων, με τους οποίους έρχεται σε επαφή.

Η συντήρηση και η προβολή της λαϊκής μας παράδοσης αποτελεί σήμερα προσφορά πολύτιμης υπηρεσίας και ουσιαστική συμβολή στον αγώνα για επιβίωση του λαού μας. Στους δικούς μας κρίσιμους καιρούς, εδώ στην Κύπρο, όπου τα λογής – λογής ξένα συμφέροντα, μας αμφισβητούν την πολιτιστική μας ταυτότητα και ο κατακτητής απεργάζεται την αλλοίωση της ιστορικής μας φυσιογνωμίας, η συντήρηση και προβολή της λαϊκής μας παράδοσης αποκτά μεγαλύτερη αξία.

Ο Ελληνισμός της Κύπρου διακρινόταν πάντοτε για την πνευματική του έφεση. Χάρη στην έμφυτη αντοχή του και την αγωνιστικότητα του, κατόρθωνε να επιβιώνει και να προοδεύει, συνδυάζοντας, κάτω από αντίξοες συνθήκες, τις βιοτικές μέριμνες με τις πνευματικές δημιουργίες. Ας μη ξεχνούμε πως η πνευματική ανάπτυξη αποτελεί τον ισχυρότερο συντελεστή της ύπαρξης και της προόδου της φυλής μας και αποτελεί το φυσιολογικό συμπλήρωμα της αμυντικής θωράκισης του τόπου μας.

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια πρέπει να δούμε και την προσφορά των λαϊκών μας ποιητών. Πρέπει να τους κατατάξουμε και αυτούς μέσα στους λειτουργούς εκείνους, που, συνεχίζοντας μια παράδοση όπως τη βρήκαν, διέσωσαν την προγονική κληρονομιά και την πανάρχαιη πνευματική μας παράδοση.

Οι πιο παλιοί, στην πραγματικότητα, δεν είχαν τα μέσα και τις ευκαιρίες που έχουν οι σημερινοί. Ούτε είχαν την εκπαίδευση που έχουν οι σύγχρονοι. Ο Ξυλοτυμπιώτης λαϊκός ποιητής Κυριάκος Καρνέρας, στο ποίημά του με τίτλο «Είμαι», στο οποίο μας αυτοσυστήνεται ποιος είναι, το ομολογεί:

«Είμ’ αγράμματος κουλούτζιν,
…………………………………………….
τζι η δουλειά μο’ ‘ν’ βοσσιτζιή
τζιαι βοσκός εννά πεθάνω,
γιατ’ ο τζύρης μ’ ο φτωχός
άφησέ με δίχα φως».

Ο Γεώργιος Ζαπίτης πήγε τρία χρόνια στο Δημοτικό Σχολείο, και,

«Στα τρία χρόνια ‘βκάλαν με, παρά το θέλημά μου
Γιατ’ ‘εν εκρατούσασιν λεφτά για τα χαρκιά μου».

Και, μια κοκκινοχωρίτισσα λαϊκή ποιήτρια – όχι Ξυλοτυμπιώτισσα -  λέγει, με κάποιο παράπονο:

«’Εν τζι επέμπαν τη γεναίκα στο σχολείο, σαν τωρά.
Ο γονιός είσιεν την έσσω για να γλέπει τα μωρά.
Έθελεν να του δουλεύκει, για να κάμει νάκκο μάλι.
τζιαι τα γράμματα φελούσιν. Πού ο νους του να το βάλει!»

Όμως, τι κιαν δεν ήξεραν γράμματα; Τι κιαν δεν πήραν εκπαίδευση; Είχαν φώτιση. Είχαν ταλέντο, το οποίο και καλλιέργησαν. Εξάλλου, οι πιο πολλοί από τους τιμώμενους σήμερα λαϊκούς μας ποιητές έζησαν σε μιάν εποχή που σπάνιζαν στον τόπο μας οι μορφωμένοι. Ο Κωνσνταντής Παπαζαχαρία γεννήθηκε το 1881, ο Κυριάκος Καρνέρας το 1900, ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος το 1901, ο Γεώργιος Κασάπης το 1903, ο Γεώργιος Ζαπίτης το 1912, ο Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Καλοκαίρης το 1919, ο Παντελής Συμεού ψαράς επίσης το 1919, ο Κυριάκος Κακκής το 1923 και ο Κόκος Μηνάς το 1930. Ο μόνος που βρίσκεται σήμερα στη ζωή, σε βαθειά γεράματα, είναι ο Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Καλοκαίρης.

Η εκκλησιαστική παράδοση και ο λαϊκός πολιτισμός μας, όπως και σε τόσες άλλες περιπτώσεις λογοτεχνών μας, υπήρξαν τα στηρίγματα για την αυτομόρφωση των λαϊκών ποιητών της Ξυλοτύμβου, αυτά που ενέπνευσαν το σεβασμό και την προσήλωση στις αυστηρές παραδόσεις και τα αγνά ήθη του λαού μας.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τέσσερις από τους λαϊκούς μας ποιητές έμαθα Βυζαντινή μουσική και υπήρξαν ψάλτες στην εκκλησία του χωριού μας.

Ο Κωνσταντής Παπαζαχαρία έμαθε τα γράμματά του και τη βυζαντινή μουσική από τον πατέρα του, έναν αυτοδίδακτο δάσκαλο και ιερέα. Για το λόγο αυτό, τον ακολούθησε στη Λεμεσό όπου υπηρετούσε ως ιερέας. Στη διάρκεια της παραμονής του στη Λεμεσό γνώρισε και λάτρεψε το ίνδαλμα του, τον εθνικό μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη. Με την επάνοδό του στο χωριό μας, υπηρέτησε κατά διαστήματα ως ψάλτης.

Ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος, γιος κι αυτός του ιερέα Παπαπαναγιώτη Χρίστου, υπήρξε ψάλτης στην εκκλησία της κοινότητάς του. Προσωπικά, είχα την τύχη να δω ένα μέρος της πλούσιας βιβλιοθήκης που διέθετε και να φωτοτυπήσω κάποια σπάνια μουσικά βιβλία. Εδώ να μου επιτρέψετε να καταθέσω μιαν προσωπική μου μαρτυρία, την εξής: Τόση ήταν η επιθυμία του για αυτομόρφωση, ώστε όταν εγώ ήμουν μαθητής στο κλασικό τμήμα του Παγκυπρίου Γυμνασίου (17-18 χρονών) και εκείνος 52-53 χρονών, δεν με άφηνε σε «χλωρό κλαδί» όπως λέει και μια λαϊκή φράση. Όπου με συναντούσε, κυρίως μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, με ρωτούσε να του ερμηνεύσω και να συζητήσουμε λέξεις και φράσεις του Αποστόλου και του Ευαγγελίου. Και δεν περιοριζόταν σ’ αυτά που του έλεγε το μαθητούδι. Ανέτρεχε σ’ ένα μεγάλο ερμηνευτικό Λεξικό που είχε στη Βιβλιοθήκη του και επανερχόταν δριμύτερος.

Ο Γεώργιος Κασάπης, υπήρξε κι αυτός ψάλτης για λίγα χρόνια, για πολλά όμως χρόνια υπήρξε αναγνώστης και βοηθός των εξαδέλφων του Παπακυριάκου Σταύρου και Κωνσταντή Παπαζαχαρία και του αδελφού του Παπακυριάκου Κασάπη. Σ’ ένα από τα βιβλία του γράφει:

«Η χοροστασία ήταν το βήμα που πλούτιζα τις γνώσεις μου. Ήθελα ό,τι διάβαζα να το εξηγώ, γιατί, όπως είναι γνωστό, η γλώσσα των υμνογράφων της εκκλησίας είναι βαθιά καθαρεύουσα και έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, ο ψάλτης και ο παπάς να καταλαβαίνουν την έννοια του κειμένου για να εκφραστεί καλά, είτε η ανάγνωση είτε η μουσική εκτέλεση».

Ο Νικόλας Καλοκαίρης τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του. Όσο μεγάλωνε, τόσο μεγάλωνε και η φλογερή αγάπη του προς το Θεό. Σε ηλικία 41 χρονών χειροτονήθηκε διάκονος και έφτασε μέχρι το διοικητικό εκκλησιαστικό βαθμό του Πρωτοπρεσβύτερου. Τα πρώτα του ποιήματα δεν παύουν από του να είναι ηθικοπλαστικά, όμως το βαθύτατο θρησκευτικό του αίσθημα φαίνεται στα τελευταία του ποιήματα.

Ο Παντελής Συμεού Ψαράς τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του. Υπήρξε για λίγο χρονικό διάστημα νεωκόρος – καντηλανάφτης – της εκκλησίας και για πάρα πολλά χρόνια βοηθός των ιερέων στο Άγιο Βήμα. Γι’ αυτή του την ενασχόληση -  και όχι μόνο γι’ αυτήν – πήρε το επίθετο Παπαπαντελής. Αρκετά από τα ποιήματα του είναι επηρεασμένα από τα εκκλησιαστικά κείμενα. Ένα παράδειγμα:





«Μάθε τον κόσμον ν’ αγαπάς, γιατί στην κρίσην πο’ ’ννα πας εννά σε αρωτήσουν:
πόσους φτωχούς ετάισες, για ορφανά ετάνησες τζει κα’ στη γην που ήσουν;
τζιαι μεν αρτζιέψεις την ψευκιάν, γιατ’ εννά ‘νοίξει τα χαρκιά τζι εν’ ούλλα σου γραμμένα.
κάμποσα αδικήματα, χωσμένος μες στα κρίματα τζιαι τα καλά σβησμένα».

Ο Γεώργιος Ζαπίτης πήγε τρία χρόνια στο Δημοτικό Σχολείο, όπως μας πληροφόρησε ο ίδιος. Μπορεί να μην ασχολήθηκε, όπως οι προηγούμενοι με τα εκκλησιαστικά πράγματα και κείμενα, όμως το χριστιανικό πνεύμα και ήθος διαπνέει τα ποιήματα του:

Άμαν είσαι άρρωστος.
«Το καλόν πο’ ‘σιεις να κάμεις για να πνίξεις τον καμόν σου,
πον ιβκαίννει ούτε ώραν που τον συλλοϊσμόν σου,
να λαλείς πως έχουν τζι άλλοι τον πόνον το δικόν σου,
να βκαριστάς τζιαι να δοξάζεις μόνον τον Θεόν σου».

Ο Κυριάκος Κακκής τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του. Ο Κακκής ήταν «τέρας» μνήμης. Ήταν σε θέση να απαγγέλλει όλη μέρα τσιαττιστά που έγιναν μεταξύ του και άλλων ποιητάρηδων πριν πολλά χρόνια. Γι’ αυτό του το χάρισμα δεχτείτε και τη δική μου μαρτυρία.

Μελετώντας κάποιος την ποίηση του διακρίνει μια διάθεση για διδαχή και φρονηματισμό. Ο ίδιος ήταν αυστηρά προσηλωμένος σε ηθικές αξίες. Γι’ αυτό και δε διστάζει να ψέξει κάποιους νεαρούς που ξεπέρασαν τα επιτρεπτά όρια στο τσιάττισμα σε κάποιο γάμο:

«Εν μου αρέσαν τίποτες οι ασιημοί σας τρόποι.
φαίνεται πως η αντροπή που λλόου σας εκόπη.
Μα σταματάτε τζιαι κανεί,
ποδκιάντραποι,
ελεεινοί,
πέλεντροι, παλιαδρώποι».

Ο Κόκος Μηνάς τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο του χωριού του, της Μακράσυκας. Με την ποίηση άρχισε να ασχολείται από μικρός. Τα θέματα του τα αντλεί κι αυτός από τις λαϊκές παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, τους πόθους και τα οράματα του λαού μας. Μετά την τουρκική εισβολή εγκαταστάθηκε στο χωριό μας. Χωριό γνώριμο του από τον πατέρα του που δούλευε στην Ξυλοτύμπου ως μυλωνάς και από τις γνωριμίες του με πολλούς ποιητές. Εδώ έζησε και τάφηκε με τον πόθο της επιστροφής και της ταφής του στο χωριό του ανεκπλήρωτο:

«Τα νεανικά μου γρόνια έζησά τα στο χωρκόν μου
τζι έθελα πριν να γεράσω, πάλε τζειχαμαί να ζήσω.
να δκιαλλάξω μες στην στράταν, πον’ το σπίτι το δικόν μου
να χαρώ τες ομορκιές του τζι ύστερα να ξηψυσιήσω.
…………………………………………………………………………………
τζι ας με θάψουν, εν με κόφτει, με τα σιείλη γελαστά,
όι μες στην Ξυλοτύμπουν, που θαφτήκαν οι γονιοί μου
τζιαι τους δκυο τα μνήματα τους τόσον μάκρος χωριστά.
Να μου ’φήκουν νάκκον τόπον, δίπλα μου να ’ρτει η καλή μου.»

Η επιθυμία του να ταφεί στη Μακράσυκα δεν εκπληρώθηκε, εκπληρώθηκε όμως η επιθυμία του να ταφεί δίπλα του «η καλή του».

Ο Κυριάκος Καρνέρας, ο πιο γνωστός από όλους τους λαϊκούς ποιητές της Ξυλοτύμπου σ’ όλη την Κύπρο, δεν πήγε καθόλου στο σχολείο και, όπως μαθαίνουμε από το βιογραφικό του ποίημα, έμεινε αναλφάβητος. Όμως, όσο κιαν φανεί παράξενο σε μερικούς αυτό που θα πω, έχω την άποψη ότι είχε πολλά ακούσματα από διάφορες πηγές και από αυτή την εκκλησιαστική υμνογραφία ακόμη.

Aς κάμουμε μια σύγκριση δύο εκκλησιαστικών κειμένων και του ποιήματος του Καρνέρα «Αρκόντοι τζιαι φτωσιοί»:

Μια προφητεία του Ιεζεκιήλ, που διαβάζεται κάθε Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ λέγει:

«Εγένετο επ΄ εμέ χειρ Κυρίου, και εξήγαγέ με εν πνεύματι Κυρίου, και έθηκέ με εν μέσω του πεδίου. και τούτο ην μεστόν οστέων ανθρωπίνων. και περιήγαγε με επ΄ αυτά, κύκλωθεν κύκλω. και ιδού πολλά σφόδρα επί προσώπου του πεδίου και ιδού ξηρά σφόδρα. …..»

Ακόμη, σε κάθε νεκρώσιμη ακολουθία ψάλλονται και τα εξής:

«… και  είδον τα οστά τα γεγυμνωμένα  και είπον: Άρα  τίς εστι; βασιλεύς ή στρατιώτης; πλούσιος ή πένης; δίκαιος ή αμαρτωλός;

Ακούστε τώρα αποσπάσματα από το ποίημα του Καρνέρα:

«Μες στο σιμηντηρόχτιστον τζι ακάμωτον χωράφιν
έμπηκα τζι είδα μνήματα, είδα σταυρούς στημένους
τζιαι πάνω τους να φαίνεται, να μολοά, να γράφει 
γρονολοΐαν τζι όνομαν τους λας τους πεθαμμένους.
……………………………………………………………
τζι εφάνην μο’ ’σσισεν η γη τζι ερούφησέν με κάτω
τζι επήα τζι εποκούλιασα στα τάρταρα του Άδη.
τζι είδα μες τζιειν’ την ερημιάν, μες τζείνον το σκοτάδι,
στοίβες, βουνάρκα τζιαι σωρούς κόκκαλα των πλασμάτων
……………………………………………………………………..
τζι ’εν εξηδκιάλυσα τζι εγώ κόκκαλον μανιχόν του,
να πω τούτος  εν΄ του φτωχού τζιαι τζιείνος εν’ τ’ αρκόντου».

Όλοι ανεξαίρετα οι λαϊκοί ποιητές της Ξυλοτύμπου, δείχνουν μέσα από το έργο τους, ότι εκτελούν ένα λειτούργημα. Πιστεύουν ότι  έχουν υποχρέωση να μεταφέρουν στην ποίηση τους τον εθνικό, κοινωνικό και παιδαγωγικό ρόλο της.

Το ποίημα του Κωνσταντή Παπαζαχαρία «Ούλοι στο Δημοψήφισμα» που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε  με την ευκαιρία του Δημοψηφίσματος στις 15 Ιανουαρίου 1950, μπορεί να χαρακτηριστεί ως εγερτήριο σάλπισμα, ως Θούριος, που απευθυνόταν στον υπόδουλο Κυπριακό λαό:

«Ούλοι στο Δημοψήφισμα, στον μυστικόν τον δείπνον,
τζι έγινεν νεκρανάστασις. ξυπνάτε που τον ύπνον».

Όλοι, ανεξαίρετα, οι ποιητές μας περιέλαβαν στο έργο τους θέματα σχετικά με  επίκαιρα εθνικοπολιτικά συμβάντα, με απλά καθημερινά βιώματα του δικού τους μικροχώρου. Επιλεκτικά, αναφέρω μερικούς τίτλους: Η Κύπρος εν΄ το θύμαν (Κακκής), Κουπάιν μου (Καρνέρας), Η δουλειά εν’ προκοπή (Ζαπίτης), Εν’ οι φουρτούνες της ζωής (Ψαράς), Στους πρωτομάρτυρες του Κυπριακού έπους της θρυλικής ΕΟΚΑ 1955-59 (Καλοκαίρης), Εις τον ξιππεμένον Χίτλερ (Παπαδόπουλος), Ίντα φελά η ξενηδκιά (Μηνάς), Δεκελειανή μου θάλασσα (Κασάπης), Η ανατροφή του παιδκιού (γερο – Κωνσταντής). Όλοι, διεκτραγωδούν τις δυσκολίες των λαϊκών στρωμάτων, και με λόγια λαϊκής θυμοσοφίας, κακίζουν ξενόφερτους νεωτερισμούς που νοθεύουν τα αγνά ήθη και έθιμα  του λαού μας.

Δεν μπορούσαν βέβαια να απουσιάσουν από το έργο τους τα ποιητάρικα τραγούδια και τα τσιαττιστά, με θέματα ερωτικά, σκωπτικά, κωμικοτραγικά, που συγκινούν τις λαϊκές μάζες.

Μεταξύ των Ξυλοτυμπιωτών λαϊκών ποιητών και ευρύτερα  των Κοκκινοχωριτών επικρατούσε, ή επικρατεί, μια αλληλοεκτίμηση, ένας αλληλοσεβασμός, μια αδελφοσύνη, που είναι ολοφάνερη στα ποιήματα μερικών από αυτούς. Είναι συγκινητική η ανταπόκριση των ποιητών των Κοκκινοχωριών, που όσοι πληροφορήθηκαν ότι επρόκειτο να γίνει η έκδοση της συλλογής των ποιημάτων του Κυριάκου Κακκή θεώρησαν χρέος τους να κάμουν ένα αφιέρωμα στη μνήμη του. Έστειλαν ένα δικό τους ποίημα που έχει δημοσιευθεί στην εν λόγω έκδοση. Εκτός από τους Ξυλοτυμπιώτες Κασάπη, Ψαρά και Μηνά, αφιέρωσαν ποίημα τους, οι Λιοπετρίτες Ιωάννης Κότας και Δημήτρης Τάκας, ο Μακρασυκιώτης Κυριάκος Στασή, ο Αχνιώτης Πιεράκης Λάζος, οι Δερυνειώτες Αντώνης Κατσαντώνης, Κώστας Κατσαντώνης και Δέσποινα Θεοδούλου και ο Ξυλοφαγίτης Γιαννής Ιεροδιακόνου.

«Της Τζιύπρου μας την ποίησην γρόνια πολλά εκράτεν
τζι είσιεν την όπως το προιτζιόν όπου τζιαν επαρπάτεν»
γράφει ο Παντελής Συμεού Ψαράς.

Είναι, εξάλλου, γενικά γνωστό ότι οι ποιητές, όταν συναντιούνταν, αντάλλασσαν μεταξύ τους έμμετρους διαλόγους, με κύριο σκοπό να δείξουν τις ικανότητες τους και να καλλιεργήσουν το ταλέντο τους. Πολύ γνωστοί είναι οι διάλογοι του Κακκή με τον κουμπάρο του Παπα-Νικόλα Καλοκαίρη, τον Κόκο Μηνά, τον Κωνσταντή Παπαζαχαρία και πολλούς άλλους χωριανούς και μη.

Παρά τη διαφορά ηλικίας, των 42 χρόνων που είχε ο γέρο-Κωνσταντής με τον Κακκή, είχαν μια στενή φιλία. Μια μέρα, ο γερο - Κωνσταντής περνούσε με την καρρέττα του έξω από  το σπίτι του Κακκή. Επειδή δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία να ανταλλάξουν μερικά δίστιχα, άρχισε να φωνάζει ότι του έκλεισε το δρόμο με το αυτοκίνητό του:

«Κκελλέ ερέ κκελλέ! Κολόκα ‘κόμα να ‘ταν!
Έβαλεν τ’ αυτοκίνητον τζι έκοψεν μας την στράταν».

Κι ο Κακκής, που τον άκουσε, κατάλαβε την πρόκληση, και του απάντησε:

«Αν πρόκειται τζι έσιεις δουλειάν, να ρέξεις τζιαι χωρεί σε
αμμά, εννάν έναν που τα δκυό:
για αφορμή των τραουδκιών
για μουσουπέττης είσαι».

Και ο Κωνσταντής, για να επιβεβαιωθεί «του λόγου το αληθές», του απάντησε, πεζά, «άφησ’ το πρώτο», δηλαδή, ότι ήταν μια αφορμή να ανταλλάξουν μεταξύ τους κάποιους στίχους.

Σε μιαν άλλη περίπτωση, ο Κακκής καθόταν με τον Καρνέρα στο κεφενείο που βρισκόταν απέναντι από ένα ιατρείο. Όσοι γνώρισαν τους δύο άντρες, νομίζω θα βλέπουν τώρα τον Κακκή να κάθεται  μεγαλοπρεπής σε μιαν καρέκλα και τον Καρνέρα, με το ένα πόδι πάνω στο άλλο, σκυφτό μπροστά στην καρέκλα, να φιλοσοφούν έμμετρα την καθημερινότητα. Παίρνοντας αφορμή από τους πελάτες που μπαινόβγαιναν στο ιατρείο αντάλλαξαν τα δύο αυτά δίστιχα:

Ο Καρνέρας:
«Να ‘χα τζι εγιώ έτσι βερκά να στήννω με την πούλια
να πιάννω κάμποσα πουλιά, πασιά  αμπελοπούλια».

Και ο Κακκής:
«Πραγματικα, παστά-πασιά συνάει τα τζιαι τρώ’ τα. 
μα για να στήσεις τα βερκά, πρέπει να κάμεις  πρώτα».

Αστείρευτη η έμπνευση και η ετοιμότητα.

Θα ήταν παράλειψη μου μεγάλη να μην τονίσω το γεγονός ότι υπάρχουν και άλλοι αξιόλογοι Ξυλοτυμπιώτες λαϊκοί ποιητές. Δυστυχώς το έργο τους δεν κωδικοποιήθηκε, ή δε διασώθηκε, ή δε δημοσιεύτηκε. Μόνο σκόρπιοι στίχοι τους έχουν δημοσιευτεί. Πιστεύω ότι υπάρχουν κάποιοι κρυμμένοι θησαυροί που πρέπει να βγουν στην επιφάνεια.

Το θέμα της λαϊκής ποίησης είναι ατέλειωτο. Δεν θα ήθελα όμως να μακρυγορήσω άλλο. Μόνο να μου επιτρέψετε να κλείσω με μιαν ευχή:

Επειδή,
«Ορφάνεψεν η ποίηση. ένας τους ένας φεύκει ,
τζι οι νέοι που ’χουμεν τωρά κανένας ’εν κοντεύκει,»


Εύχομαι, το έργο, που θα εγκαινιαστεί σήμερα, να αποτελέσει το κίνητρο για τους νέους με ταλέντο να αγκαλιάσουν με θέρμη τη λαϊκή μας ποίηση.

Παπαδόπουλος Θεόδωρος (βιογραφικό σημείωμα)



Ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στην Ξυλοτύμβου το 1901 και απεβίωσε στις 11-6-1971. Γιος του ιερέα Παπαπαναγιώτη Χρίστου, υπήρξε ψάλτης στην εκκλησία της κοινότητάς του. Για βιοποριστικούς λόγους άσκησε διάφορα επαγγέλματα όπως του γεωργού, του μελισσοκόμου .

Καλοκαίρης Νικόλαος (πρωτοπρεσβύτερος) (μικρή αναφορά)

Γεννήθηκε στην Ξυλοτύμβου το 1919.Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο της Κοινότητας.  Το 1960 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1966 ιερέας. Το 1974 αναχώρησε από την  Κύπρο και πήγε στην Ελλάδα όπου διορίστηκε ιερέας στις Σπέτσες και αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Τα ποιήματά του κινούνται ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο και διακρίνονται για την αγάπη που εποπνέουν. 

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

ΤΑΜΑΝ

Που την ημέραν πόπεσες, γιόκκα μου, στο κρεββάτιν, 
στους μελισσιώνες του χωριού, επίκρανεν το μέλιν, 
αρμύρισεν τζ΄ ανόστισεν του κουπαδκιού το γάλαν, 
τζαι τζηλαδούσιν τα πουλιά, τζαι φαίνεσται μ΄ εγ΄ κλάμαν. 

ΠΟΥΣΟΥΝ ΚΑΛΛΙΤΕΡΗ ΤΟΥΣ

Πόφκης μέσ΄ στ΄ απριλλόμαρτα στου κόμου το λιβάιν
πόλα- σέλα εβλάην
τζ΄ έμεινεν του σημάιν.

Τα πυχτοπρασινόχορτα, τα όμορφα λουλλούδκια 
γινήκασιλ λουβούδκια
τζ΄ εν τους παν τα τραούδκια. 

Επήαν εξεράνασιν τζ΄ ετζείνα τζ΄ οι αθοί τους, 
ανάστησεν τζ΄ η γης τους, 
πούσουγ καλλίτερή τους. 

Ένα Παιδί Ταξιδεύει

Ένα παιδί ταξιδεύει
σε λίμνη μαγική
με χάρτινη βαρκούλα
χάρτινη μουσική
χαμόγελο που φέγγει
καρδούλα που σκιρτά
μαζεύει τα όνειρά του
και φεύγει μακριά.

Σ’ ένα άσπρο συννεφάκι
θα ταξιδέψω κι εγώ
θ’ ανοίξω τα πανιά μου
στο γαλανό ουρανό
θα σκίζω τους αιθέρες
με τα χρυσά κουπιά
δε θα γυρίσω πίσω
δε θα με δεις ξανά


ερμηνεύει η Λιζέτα Καλημέρη 

Λούκυ Λούκ


Η Αριζόνα σαν καμίνι που κοχλάζει,
στους άδειους λόφους με το άλογο καλπάζει,
ρίχνει ένα νόμισμα ψηλά, πυροβολάει,
κι η σφαίρα μέσα από το κέντρο το τρυπάει.

Είναι το πρώτο το πιστόλι μες στη Δύση,
έχει μαγκιά και κάνει ό,τι του καπνίσει,
είναι λεβέντης με ψυχή, είναι σερέτης,
είναι παιδί του Φαρ Ουέστ, είναι ρεμπέτης.

Οι Ντάλτον τρέχουν μα ο Ραν Ταν Πλαν σιμώνει,
τους προλαβαίνει στη στροφή και τους δαγκώνει,
κι ο Λούκυ Λουκ σαν αστραπή τους αφοπλίζει
και κατ’ ευθείαν στο κελί τους τούς γυρίζει.

Είναι το πρώτο το πιστόλι μες στη Δύση,
έχει μαγκιά και κάνει ό,τι του καπνίσει,
έχει του λιονταριού καρδιά, είν’ από σόι,
είναι ένας φτωχός και μόνος κάου μπόι.

Οι νεκροθάφτες του ετοιμάζουνε κηδείες,
μα αυτός νικάει και πόει για νέες ιστορίες,
αχ και να ‘ρχοτανε στον τόπο μας λιγάκι
να καθαρίσει τη βρωμιά και το σαράκι.



Ερμηνεία: Λευτέρης Μουμτζής

της πόλης τα φωτάκια

Της πόλης τα φωτάκια
σαν κάρβουνα αναμμένα
σε μία μεγάλη θράκα
που καίει συνεχώς
Οι νύχτες μαγεμένες
του φεγγαριού τσουλήθρα
κι η αγάπη μας μένει
ξανά στο προσεχώς.

Έξω από την πόρτα σου
μια θάλασσα θ’ απλώσω
και θα σου κεντήσω
μια χρυσή ακρογιαλιά
με την τρύπια βάρκα μου
κρυφά θα σε σιμώσω
και θα ναυαγήσω
στη γλυκιά σου αγκαλιά.

Της πόλης τα φωτάκια
θα πάρουνε το δρόμο
και θα γενούν αστέρια
ψηλά στον ουρανό
Η πόλη θα κοιμάται
και θα έρθεις σαν αέρας
για να με ξημερώσεις
σε κόσμο μαγικό.

Μπρος στα σκαλοπάτια σου
παράσταση θα στήσω
θα’ρθουνε ορχήστρες
με τρομπόνια και βιολιά
Σαν ανάψει η γιορτή
θα πιω και θα μεθύσω
να βρω λίγο θάρρος
να σου δώσω δυο φιλιά.


Γιορτή των Αστεριών

Θα σβήσουμε τα φώτα
της πόλης των σπιτιών
θα έχουμε απόψε
γιορτή των αστεριών.

Η Πούλια θ’ αναλάβει
το μπαρ και τα ποτά
και η Μεγάλη Αρκούδα
θα φτιάχνει παγωτά.

Θα φέρουν οι πλειάδες
το φωτορυθμικό
κι ο Πολικός Αστέρας
θ’ αρχίσει το χορό.

Ο Κρόνος το τρομπόνι
στα τύμπανα ο Σκορπιός
ο Ωρίωνας στο πιάνο
κιθάρες ο Ιανός.

Θα σβήσουμε τα φώτα
της πόλης των σπιτιών
θα έχουμε απόψε
γιορτή των αστεριών.

Η Πούλια θ’ αναλάβει
το μπαρ και τα ποτά
και η Μεγάλη Αρκούδα
θα φτιάχνει παγωτά.

Η πίστα του ουρανού μας
θα γίνει φωτεινή
σαν βγαίνουν ένα-ένα
τ’ αστέρια στη σκηνή.

Θα σμίγουν γαλαξίες
με τους αστερισμούς
πεφτάστερα θα ρίχνουν
τρελούς χρωματισμούς.


Σοφία Παπάζογλου

Γυάλινη Μικρή Κουκλίτσα

Μες τα μάτια σου τα χιόνια
και κρυστάλλινα βαγόνια
μοναχά να ταξιδεύω
στα δικά σου μυστικά
ρα τα τα.

Το γκλιν γκλον της μουσικής σου
το βελούδο της ψυχής σου
του κορμιού σου το γυαλί
κι οι καθρέφτες στο κουτί σου
όλα τόσο μαγικά
ρα τα τα.

Γυάλινη μικρή κουκλίτσα
πες μου που ‘ναι το κλειδί σου
για να ‘ρθω κρυφά το βράδυ
να σε κλέψω απ’ το κελί σου
Να σου χτίσω ένα παλάτι
πιο ψηλά κι απ’ τους αιθέρες
να χορεύεις κάθε βράδυ
με κιθάρες και φλογέρες.

Αχ, μικρό μου παιγνιδάκι
στο παλιό το σαλονάκι
δε βαρέθηκες λοιπόν
τόσα χρόνια να κοιμάσαι
ξεχασμένο στη γωνιά
ρα τα τα.
θα ‘ρθω αργά που θα ‘σαι μόνη
να τινάξω όλη τη σκόνη
και θ’ ανοίξω το κουτί
τρυφερά να σε ξυπνήσω
θα ‘ναι τόσο μαγικά
ρα τα τα.



Ο Μπαμπάς μου με ρωτάει

Ο μπαμπάς μου με ρωτάει
κάθε μέρα στα κρυφά
πες μου όλη την αλήθεια
πόσα έφαγες γλυκά;

Και αρχίζω να μετράω
μα δεν ξέρω τι να πω
ένα, δύο, τρία, πέντε
ή σαράντα κι εκατό!

Μου ‘δωσε ο παππούς γκοφρέτα
κι η γιαγιά μου παγωτό
καραμέλες η νονά μου
κι η μαμά ζαχαρωτό

Έφαγα πολλά μπαμπάκα
δεν μπορώ να σου το πω
πάμε τώρα κατευθείαν
για τον οδοντογιατρό!


τραγουδά: Ελέηνη Καπηλίδου 

Το Τέρας της Κυκλοφορίας

Στην απαρχή της ιστορίας
το τέρας της κυκλοφορίας
ήταν μικρό ξανθό παιδάκι
με ένα αυτοκινητάκι

Η μάνα του, η οικονομία
του’ δινε γάλα με μανία
ώσπου σε λίγα μόνο χρόνια
του κόντυναν τα παντελόνια

Κι άρχισε να ζητάει με βία
σταθμούς βενζίνης, συνεργεία,
ασφαλιστές και τροχονόμους
γεφύρια και μεγάλους δρόμους

Έβγαλε ουρές και παρακλάδια
το μπάνιο γέμιζε με λάδια
καπνούς κι αέρια ξεφυσούσε
και τα ποδήλατα μασούσε !

Και στο κατόπιν δίχως όρους
μας καταπλάκωσε με φόρους
έτρωγε όλο το χρυσάφι
κι έφτυνε μόλυβδο και θειάφι

Και πριν τελειώσει η ιστορία
ρουφάει και την οικονομία
βρε που να πάμε να κρυφτούμε
απ’ το μικρό το τέρας μας για να σωθούμε.


ερνημεία : Μανώλης Πάππος

Για τα πα τα

Για τα πα τα
για τα πα τα
για τα πα τα τα πατα
για τα πα τα τα πατα
για τα πατα

Για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα

για τα πα τα τα πα
τα πα τα

Μια πατάτα χοντρούλα,
άσπρη και νοστιμούλα
στου μανάβη τον πάγκο
αγκαλιά μ’ ένα μάνγκο.

Κάποια μέρα κινάει
στο παζάρι να πάει
υλικά για να ψάξει
νυφικό για να ράψει

Για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα

Για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα ταπα
τα πα τα

Μια πατάτα χοντρούλα
Άσπρη και νοστιμούλα
Κάποια μέρα κινάει
Στο παζάρι να πάει

Παίρνει άσπρη κορδέλα
Μεταξένια δαντέλα
Ασημένια γοβάκια
Και ροζέ κουφετάκια

Μια πατάτα χοντρούλα
Άσπρη και νοστιμούλα
Υλικά πάει να ψάξει
Νυφικό για να ράψει

Κι είναι τόση η χαρά της
Που δεν βλέπει μπροστά της
Την κατεύθυνση χάνει
Και γλιστράει στο τηγάνι

Για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα.


Ελεφαντάκι

Έχω ένα μικράκι, ελεφαντάκι
τετρακόσια είκοσι κιλά
τρώει εφτά κασόνια, μακαρόνια
κι όλο κάνει τούμπες και γελά

Όταν ανεβαίνει στην τραμπάλα
με πετάει ψηλά, στον ουρανό
κι όποτε βουτάει στην πισίνα
φεύγει από μέσα το νερό !

Έχω ένα μικράκι, ελεφαντάκι
τετρακόσια είκοσι κιλά
πίνει εφτά κουβάδες, λεμονάδες
κι όλο κάνει τούμπες και γελά

Παίζουμε τ’ απόγευμα στον κήπο
τρέξιμο και μπάλα και κρυφτό
κι ύστερα στο μπάνιο μου πετάει
με την προβοσκίδα το νερό

Έχω ένα μικράκι, ελεφαντάκι
τετρακόσια είκοσι κιλά
θέλει κόπο μα, θα βρω τον τρόπο
να το πάρω κάποτε αγκαλιά.




τραγουδά ο Φοίβος Δεληβοριάς

Το Σκουλουκούιν

Έβρεξεν μες την αυλή μου
τζιε έπαιζα με τα πηλά,
τζι είδα μέσα που το χώμα θκιο ματούθκια γελαστά.
Ήταν ένα σκουλουκούι τζι ήταν όπως την κλωστήν,
ήβρεν μιαν μιτσιάν τρυπούαν
τζιε επροσπάθαν να χωστεί

Σκουλουκούιν,σκουλουκούιν πού πάεις χωρίς βρακούιν
Έμπα μέσα στη φουλιά σου
μεν πονήσεις τα λαιμά σου.

Έπιασα το που το νούρο το φιλούι το μιτσί
έπαιξα λλίο μητά του τζι έκλεισα το στο ποτσί.
Τζι ήρτεν έσσο η αρφή μου τζι
έμπηξεν τες παουρκές.
Είπεν το τζιε του τζιρού μου
τζι έδωκεν μου πατσαρκές.

Σκουλουκούιν, σκουλουκούιν
εν να σγάψω ένα λουκκούιν
μες τη λάντα να σε χώσω τον πελάν
για να γλιτώσω



ερμνηνεύει η Ελευθερία Αρβανιτάκη