Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Κυπριακά Τραγούδια (στίχοι) που ακούγονται σε γάμους:4

ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ


Η πέρτικα έχτισεν φουλιάν
που κάτω στην τρανταφυλλιάν
μπαίννει  και βγαίνει και γεννά
πασαλοήτικα αυκά
κάμνει τ' αυκά κοστέσσερα
και βράζει* τ' αυκούδκια της,
και βγάλλει τα πουλλούδκια της
και σούζει* τα φτερούδκια της
και τα γαλατερούδκια της
και ρίφκει τα τραντάψυλλα,
πότε λλία, πότε πολλά
κ' οι κορασιές τα πκιάννουσιν
στον κόρφον τους τα βάλλουσιν,
ροδόστεμμαν τα φκάλλουσιν
στην εκκλησιάν τα πέρνουσιν.
Ραντίζουν πρώτα τους αγιούς
κι ύστερον τους πνευματικούς
ύστερον νήφφην και γαμπρόν
παθθεράν με πεθερρόν

κι ύστερας ούλους που γυρόν.

βράζει = ζεσταίνει, σούζει = κουνά,


Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Ερωτικό

Νιώθω τόσα για σέν ακαι τι να πρωτογράψω...
Είσαι ο ήλιος μέσα στη νύχτα.
Είσαι η Άνοιξη μέσα στο χειμώνα.
Είσαι η ζέστη μέσα στο κρύο.
Είσαι η φλόγα μέσα στην παγωμένη μου καρδιά.
Είσαι η χαρά μέσα στη λύπη.
Είσαι το φως μέσα στο σκοτάδι.
Είσαι ο έρωτας που άφησα να μεγαλώσει μέσα μου,
που δε μ΄ αφήνει να βρω λόγια να σ΄ τον περιγράψω.....
Ίσως να φτάνει το " σ΄ αγαπώ".

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

[Οι ποιητές δεν έχουνε αργίες και ωράρια] / Πιλλάς Αντώνης

«Οι ποιητές δεν έχουνε αργίες και ωράρια
την εγγενή τους θλίψη παρακολουθεί ο χρόνος άγρυπνος
μια άλλη χαρά τους έχει από νέους επιστρατεύσει
και πάντα νέοι με έρωτα την καρτερούν
μες στους καιρούς αυτούς της εξορίας».

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Θάρθη κάποτε η ώρα 
που η βιογραφία θα τελειώσει. 
Το πληγωμένο αηδόνι
θα σφραγίσητο τέλος
σαν μαύρο κοράκι στην έντασή του.
Η κριτική θ΄ αναδιπλώνη φορτισμένη
την τοποθέτηση του ήρωα 
σε χώρους απαιδιόδοξους.
Τιι όμως; Ο ήρωας ήταν παρουσία 
η πνοή τ΄ αηδονιού που ξεψυχούσε 
μπροστά στα πληγωμένα δένδρα. 

ΚΥΠΡΟΣ



Ψυχή τη ψυχή
το περιστέρι έδωσε το αίμα του.
Ψυχή τη ψυχή
οι άνθρωποι
στη μοίρα αντιμέτωποι.

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

ΔΙΠΛΗ ΟΨΗ / Χατζηαυξέντη Μαρία

                                                    Στην πραγματικότητα δε γνωρίζουμε τίποτα γιατί η αλήθεια βρίσκεται στο βάθος της αβύσσου.

(Δημόκριτος)


Της σφίγγας το αίνιγμα έχει βρεθεί,
του Οδυσσέα η Ιθάκη έχει βρεθεί, 
μα του νομίσματος η όψη είναι διπλή.

Τι κι αν το νόμισμα που κρατώ
έχει αρχαίες όψεις;

Δεν παύει να΄ ναι κίβδηλο
βαρύ και λερωμένο.
Χέρι με χέρι λέρωσε και τα 
δικά μου χέρια. 

ΠΙΚΡΟ ΚΡΑΣΙ / Χατζηαυξέντη Μαρία

Πικρό κρασί μας βάλανε 
στο γυάλινο ποτήρι.
Άλικο χρώμα, γιορτινό,
γεμάτο αναμνήσεις.

Πικρό κρασί που ήπιαμε
όλο προιστορία,
αίμα που χύθη αλύπητα
στο χρόνου το μανδύα.
Πικρό κρασί ποτίσανε
και Τον δημιουργό μας
για να τον ξεδιψάσουνε 
καθώς Τον αμαυρώναν 

ΝΑ ΓΛΕΠΕΤΕ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΑΣ / Αδάμου Μακρή Χριστιάνα


Μια  μάνα που τα κότσιηνα της Κύπρου τα χωρκούκια
έκαμε τζιαι εγέννησεν τέσσερα κοπελλούκια.
Εδυσκολεύτηκε πολλά ώστι να τ’αναγιώσει
γιατί εσσιήρεψεν μιτσιά τζι’η φτώσσι’ητούν καμπόση.
Πριτζιά καρκιάς, πριτζιά του νου, έδωκεν τους καμπόσα
μ’οι τρεις τους απορρίψαν τα, τη μάνα τους προδώσαν.

Κρολοηθείτε να σας πω, πώς έσσιει η ιστορία
τζι’αν σας την πω λεπτομερώς, γράφω πολλά βιβλία.
Εννά μια λλίον σύντομη, κουβέντες με ισάφιν,
ριάλλι’ αξίζουσιν πολλά, ίσια με το γρουσάφιν.

Εν’ ιστορία π’ούλλοι μας ακούμε κάθε μέρα,
μα ενν’ αρκέψω να λαλώ πριν έρτει η εσπέρα.
Το γιο της τον μονάκριβο Μαυρήν τον ελαλούσαν
τζιαι για την μαύρην του καρκιάν ούλλοι τους εμιλούσαν.

Η μάνα του ανάγιωσεν τζιαι τρεις ωραίες κόρες
μέσα σε δύσκολους τζιαιρούς, φουρτούνες μα τζιαι μπόρες.
Δαφνούν την ονομάσασιν την μιάλη που τες κόρες
τζι’ ήτουν πικρή σαν τη χολή, πικρή ούλλες τες ώρες.
Η άλλη ήτουν η Κακού, με το ωραίο μμάτιν,
μ’ όπως λαλεί τζιαι τ’όνομα, κατζίαν ήτουν γεμάτη.
Η τρίτη η μιτσόττερη, η χαμηλοθωρούσα,
ήτουν η ομορφόττερη, ήτουν η Αρετούσα.
Πάμπολλες είσιεν ομορκιές τζιαι την καρκιάν της μιάλην
τζι’ούλλος ο κόσμος θαύμαζε τα όμορφα της κάλλη.
Τζιαι τούντην κόρη τη μιτσιά τη χαμηλοθωρούσα,
που’ τουν η ομορφόττερη, που’τουν η Αρετούσα,
τούτης επροξενέψαν της άδρωπον που τα ξένα
τζι’επήρεν την στη ξενικιά να μεν θωρεί κανένα.

Άραγες πώς εβρέθηκεν η Αρετή στα πέρα
τζι’ εβρέθην ξένος άδρωπος να της περάσει βέρα;
Εν είσσιεν άραγες κοντά άντρες να την ζητήσουν
τζι’ ήβραν της ξένον άδρωπον δίχα να την ρωτήσουν;
Έννεν τυχαία που ’φυεν η Αρετή στα ξένα.
Εθέλαν το τ’ αδέρκια της, ρωτάτε με τζι’ εμένα.
Είπουν σας πως η Αρετή ήτουν ωραία νέα,
πως ούλλοι εχουμίζαν την, ούλλοι τους ως τον ένα.
Τζι’η μάνα της αγάπαν την πιο πάνω που τους άλλους.
Ήτουν παιδί καλόκροστον, ήτουν παιδί του κάλλους.
Εν είσσιεν πίκρα μέσα της, μα ούτε τζιαι κατζίαν.

Μπρος τη Δαφνούν τζιαι την Κακούν, τουτ’ ήτουν αγία.
Μα τ’ άλλα τα μιαλλύττερα της Αρετής τ’ αδέρκια
εν εκαθούνταν ήσυχα, πολλά την αζουλέφκαν.
Έτσι αποφασίσασιν τζι’ ήβρασιν τούντον τρόπο:
Την Αρετή να πέψουσιν σε ένα ξένο τόπο.

Ήβρασιν ξένον άδρωπο με πλούτη, με χωράφκια,
να δώκουσιν την Αρετή με αλλαξιάν γρουσάφκια.
Μα έπρεπε τη μάνα τους πρώτα να την καλάρουν
την κόρην που τα σσιέρκα της με τρόπον να την πάρουν.

Επήαν τζιαι στη μάνα τους να πάρουν το χαπάρι,
πως ήβραν ξένον άδρωπον την Αρετή να πάρει.
Μα τζιείνη σαν το άκουσεν ευτύς χαμαί εβρέθην.
Μασσιέριν της εμπήξασιν μες της καρκιάς τη μέσην.
Τζι’ άμαν την εποφύρασιν, αντάκωσεν το κλάμαν.
Εν εμπορούσεν να δεχτεί να κάμει τούντο πράμαν.
Τζι’ ευτύς ομπρός τους νέφανεν η χαμηλοθωρούσα,
τη μάνα της που έκλαιεν φιλά η Αρετούσα.
« Μεν μαραζώνεις μάνα μου τζιαι κρούζει η καρκιά μου.»
«Άκουσες ίντα που ’πασιν κόρη μου τα παικιά μου;»
«Άκουσα τους μανούλα μου τζιαι πόιν εν ιστήννω
με τούντον ξένον άδρωπον να πάω ’γιω να μείνω.
Σκέφτου μανούλα μου καλή πως ούλλα ενν’ αλλάξουν.
Τ’αδέρκια μου εν το σωστό που μάχουνται να πράξουν.
Ριάλλια εννά ’σσιετε πολλά για ό,τι γρειαστείτε,
που τούντη φτώσσιαν την πολλήν για πάντα εννά φκείτε.
Μεν κλαίεις άλλο μάνα μου τζιαι δωσ’ μου την εφτζιή σου.
Εφτζιές καλές, εφτζιές γρουσές να φκουν που την ψυσσιή σου.
Τζιαι μεν νομίσεις μάνα μου πως εν να σε ξηάσω.
Εν σε ξηάννω ‘γιω ποττέ, το νου μου τζιαι να χάσω.
Τζι’ αν αρρωστήσεις βαρετά τζιαι θέλεις με κοντά σου,
βάλε φωνή τζι’ εγιώ ευτύς εν να βρεθώ μιτά σου.

Έλα μανούλα μου καλή να σε ποσσιαιρετήσω
μεσ’ την αγκάλη μου εγιώ σφιχτά να σε κρατήσω.»
Το κλάμαν ελουθήκασιν ωσάν αγκαλιαστήκαν
τζιαι μέσα που τα στήθκια τους οι στεναγμοί εφκήκαν.
Αγκαλιαστήκαν το πρωί τζιαι ήβρεν τους η δύση.

Κανένας εν εκόντεφκεν να τες ηξεχωρίσει.
Μες τούτον ούλλο τον καμόν τζι’ οι πέτρες εδακρύσαν
τζιαι τζιείντα τρί’ αδέρκια της ψεύτικα την φιλήσαν.
Πως τάχα εμαραζώσασιν που φεύκει η αρφή τους
μα καταβάθος χάρηκεν η μαύρη η ψυσσιή τους.

Την Αρετήν τ’ αδέρκια της να θκιώξουν εξορτώσαν
με τρόπο σσιεηττάνικον, σαν να την ησκοτώσαν.

Ξορτώσαν που της μάνας τους τα σσιέρκα να την πάρουν
τζιαι στα ριάλλια τα πολλά ευτύς για να μουντάρουν.
Τζι’ οι τρεις τους εχαρήκασιν ππαράες πως επιάσαν
τζιαι την φτωσσιήν την μάνα τους για πάντα εξηάσαν.
Τζιείνην  που τους ανάγιωσεν με βάσανα,  με πίκρες,
τωρά την εξηάσασιν για θκυο ππαράες λίρες.
Μα ο τζιαιρός επέρασεν οι μέρες τζιαι τα γρόνια
τζιαι τα μαλλιά της μάνας τους ασπρίσαν σαν τα σσιόνια.
Του θανατά αρρώστησεν μια νύχτα του Φεβράρη
τζι’ο Χάρος εκαρτέραν την μιτά του να την πάρει.

Εζήτησεν που τον Θεό μια χάρην τελευταία:
«Θέλω τα κοπελλούκια μου να έχω για παρέα.»

Ευτύς πεζούνιν έπεψεν ο Πλάστης μου να πάρει
στα τρία κοπελλούκια της το άσσιημον χαπάριν.

«Λάμνε πεζούνιν μεν αρκείς τζιαι φέρ’ της τα παικιά της,
σ’ τούντην στερνήν την ώρα της να’ ναι δαμαί μιτά της.»

Ευτύς εκρόστην το πουλλίν τζιαι φεύκει για να πάει
πεμπάμενο που τον Θεό το μήνυμα να πάρει.
Τζιαι το πεζούνιν ήβρεν τους τζι’ ετρώαν τζι’ εγλεντούσαν
τζιαι προσοχή στο μήνυμα καθόλου εν εθκιούσαν.
Τη μάνα τους που έφευκεν μαγκόν ελυπηθήκαν
σ’ τζιείντην στερνή την ώρα της μόνη της την αφήκαν.
Τζιαι το πουλλίν επέτησεν το μήνυμα να φέρει
στη μάνα την κοτζιάκαρην που τζιείνα περιμένει.
«Εν έχουν ώρα να’ ρτουσιν τη μάνα τους να δούσιν.
Έχουσιν έννοιες σοβαρές, να φάσιν τζιαι να πιούσιν.»

Τζι’ η μάνα σαν το άκουσεν τούντο κακό μαντάτο
τα μμάκια της ετρέξασιν σαν ποταμό γεμάτο.
«Μακάρι να περνούν καλά τζιαι πάντα να γελούσιν
τζιαι με υγεία τζιαι χαρά παντοτινά να ζιούσιν.
Παρακαλώ σε Πλάστη μου με ούλλην την καρκιά μου
να μεν αφήκεις το κακό να έβρει τα παικιά μου.
Οι τρεις τους με πληγώσασιν πολλά μα εν πειράζει.
Καλά να’ ναι παντοτινά να μεν έχουν μαράζι.
Τζι’ άμαν γεράσουν τζι’ έβρει τους η ώρα του θανάτου,
καλέσει τους ο Χάροντας για να βρεθούν μιτά του,
τζιαμ’ εν να καταλάβουσιν ίντα που μου εκάμαν,
που το φαΐν εβάλασιν πιο πάνω που την μάνα.

Μ’ αλλό ’ναν πράμα σου ζητώ Θεέ μου ’γιω που Σένα.
Στείλ’ το πεζούνι Σου να πα’ ως πέρα τζιει στα ξένα.
Να’ βρει την Αρετούσα μου τζιαι να της πει να έρτει,
να’ ρτει να δει τη μάνα της που ’ν βαρετά τζιαι φεύκει.
Τζιαι ο Θεός εδέχτηκεν να κάμει τούντην χάρη
τζιαι το πεζούνιν έπεψεν το μήνυμα να πάρει.

Ωσάν την ήβρεν το πουλλίν την Αρετή στα ξένα,
ήβρεν την τζι’ επροσεύκετουν, τα μμάκια της κλαμένα.
Επαρακάλαν τον Θεό με ούλλην την ψυσσιήν της
να ’σσιει τη μάνα της καλά να μεν εν’ μανισσιή της.
Τζι’ ωσ’ άνοιξεν τα μμάκια της τζιαι είεν το πεζούνιν
ευτύς εποτυλίχτηκεν ωσάν να ’ταν σιφφούνιν.
Τζιαι πριν προλάβει το πουλλίν το στόμα του ν’ ανοίξει
τζιείνη εβασανίζετουν το δάκρυ της να πνίξει.
Γιατί ευτύς κατάλαβε τα άσσιημα μαντάτα
τζι’ αμέσως εξεκίνησεν με βήματα γεμάτα,
εις το πλευρό της μάνας της να πάει για να κάτσει
το σσιέριν της να της κραεί, ο Χάρος πριν φωνάξει.
Τζιαι που την βιασύνη της στη μάνα της να φτάσει,
εν εμπορούσε το πουλλίν τζιείνην να την προφτάσει.
«Πού είσαι μάνα μου καλή, μάνα μου γρουσαφένη;»
«Ήρτες κορούα μου καλή, κόρη μ’ αγαπημένη;»
«Εν εμπορούσα μάνα μου να μεν έρτω κοντά σου,
σ’ τούντην  στερνήν την ώρα σου να μεν είμαι μιτά σου.
Τζι’ αφού σου το ορκίστηκα πως άμαν αρρωστήσεις
κοντά σου ήτουν να βρεθώ μόλις μου το ζητήσεις.»
«Αχ κόρη μου, γρουσάφι μου, που ’σσιεις καρκιάν που λάμπει.
Μουσκομυρίζει με ανθούς που εν’ γεμάτ’ οι κάμποι!
Πάντα καλά παρακαλώ που τον Θεό να σ’ έσσιει,
αγγέλους να ’σσιει δίπλα σου, πάντα να σε προσέχει.
Ό,τι λαλεί το στόμα σου να ’ναι γλυτζιή σαν μέλι.
Γρόνια να ζήσεις με χαρά όπως ο Πλάστης θέλει.
Σίμωσε εις τα σσιείλη μου εγιώ να σε φιλήσω
για τελευταία μου φορά να σε ποσσιαιρετήσω.»
Τζιαι έσσιυψεν η Αρετή στης μάνας της το στόμα
για τον στερνόν τον ασπασμόν πριχού βρεθεί στο χώμα.
Ένα φιλί της έδωκεν στης βούκκας της τα μέρη,
ένα φιλί που ’ταν γλυτζιήν, γλυτζιήν σαν να ’τουν μέλι.
Τζι’η Αρετή με την σειρά, τη μάνα της φιλά την.
Εν η καρκιά της ξήσσιειλη, με δάκρυα γεμάτη.
Πώς εν ν’ αντέξει τον καμόν, τη μάνα της που χάννει;
Φαίνεσται της πως ταπισόν ‘να γύρει να πεθάνει.
Τζιαι πάνω σαν εψύλωσεν το δάκρυ να σφοτζιήσει
γλυτζιά της χαμογέλασεν η μάνα της πριν σβήσει.
Τζιαι σαν εχαμογέλασεν τα μμάκια της εκλείσαν,
για τελευταία τους φορά, για πάντα εκαμμήσαν.

Τα κλάματα ελούθηκεν η Αρετή σαν είεν
τη μάνα της που έφυεν, στον Άδην σαν επήεν.
Έννεν τζιαι λλίον ο καμός τη μάνα σου σαν χάννεις.
Με ποιον να κλαίεις, να γελάς, με ποιον να συντυχάνεις;

Σε ποιον τες πίκρες σου να πεις, τον πόνο σου να νιώσει,
να του ζητάς παρηορκάν τζι’ αγάπη να σου δώσει;
Εν έσσιει άλλον πα’ στη γη τούτα να σου χαρίσει.
Μόνον η μάνα που πονεί για λλόου σου να ζήσει.
Η μάνα που για τα παικιά διά τζιαι τη ζωή της.
Τζιαι ένα πράμα τους ζητά, ν’ ακούν τη συμβουλή της.
Τζι’ αν την  ακούσουσιν καλώς, γρόνια πολλά ‘ννα ζήσουν,
να ‘χουν  υγεία τζιαι χαρά, πολλά ‘ννα ευτυχήσουν.
Μ’ αν δεν της κρόνουνται, κακώς. Τζιείνα  εννά πιερώσουν,
με πόνους τζιαι με δάκρυα, τζιαμαί εν νά το νώσουν.
Τούτον εκαταλάβαν το της Αρετής τ’αδέρκια
ίντα κακόν εκάμασιν στης μάνας τους τα στήθκια.
Ωσάν εφτάσεν ο τζιαιρός ο Χάρος να τους πάρει,
τζιαι στα παικιά τους στείλασιν τούντο κακό χαπάρι,
τζιείνα ούτ’ εκοντέψασιν να τους ποσσιαιρετήσουν,
ούτ’ ένα γεια για να τους πουν  πριχού τα μμάκια κλείσουν.
Τζιαμαί  εκαταλάβασιν ίντα κακόν εκάμαν
τη μάνα τους π’ αφήκασιν να λιώσει μες το κλάμαν.

Γι’ αυτόν εγιώ παρατζιελλιάν σε ούλλους σας θα δώκω:
ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΑΣ ΝΑ ΓΛΕΠΕΤΕ , τζιαι εν σας κάμνει κόπο.
Δώστε της  την αγάπη σας , ως έκαμεν τζιαι τζιείνη
Τζιαι τούτ’ η αγάπ’ εγιώ λαλώ μόνον καλά αφήνει.
Παράδειγμα να δώσετε τζιαι σεις εις τα παικιά σας
σ’ τζιείντην στερνή την ώρα σας, να ’ναι τζιαμαί μιτά σας.
Τζι’ ό,τι καλόν τζι’ αν κάμετε σ’ τούντην ζωή που ζιείτε
να ξέρετε που τον Θεό μόνον καλά ‘ννα βρείτε.
Σ’ ούλλους αιώνια ζωή υπόσχεται να δώσει
τζιαι ευτυχία τζιαι χαράν εννά ’χουμεν καμπόση.
Γι’αυτό ας προσπαθήσουμεν ούλλοι τωρά που ζιούμεν

μον’ το καλό να κάμνουμεν για να ευλογηθούμεν!

ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΑΔΑΜΟΥ ΜΑΚΡΗ  (ΞΥΛΟΦΑΓΟΥ)
Σημείωση Δχστη Ιστολογίου: Δεν γνωρίζουμε εάν η κα Χριστιάνα Αδάμου Μακρή από την Κοινότητα: Ξυλοφάγου ανήκει στην κατηγορία των Ποιητάρηδων. Ανακαλύψαμε το παραπάνω ποίημά της στη Κυπριακή Διάλεκτο στην σελίδα: http://www.skalatimes.com/ και θεωρήσαμε σκόπιμο να το αναρτήσουμε και στο δικό μας ιστολόγιο. Άλλα ποιήματά της δυστηχώς δεν μπορέσαμε να ανακαλύψουμε


Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

O πεταλουδοζωγράφος

Ήταν το δρομάκι αδιέξοδο· στο πεζοδρόμιο αριστερά, η γυ-
ναίκα του Αρνόλφο, η σπιτονοικοκυρά μου έβγαλε ένα τραπεζά-
κι στρογγυλό. Η ζέστη ήταν τρομακτική· ούτε ίχνος δροσιάς στο 
αδιέξοδο που περιτριγυριζόταν από τρία υπερμεγέθη κτίρια που 
’ταν κολλημένα το ’να με τ’ άλλο σε σχήμα ΠΙ οριζόντια βαλμένου. 
Τα κτίρια ήταν γκριζόμαβρα από την καπνίλα και τη βρώμα της 
μεγάλης πόλης.
Στο στρογγυλό τραπεζάκι κάτω από την ανύπαρκτη σκιά ενός 
μπαστάρδικου καχεκτικού δέντρου, καθόμουνα μόνος εκείνο το 
κυριακάτικο μουντό απόγεμα. Δεν σκεφτόμουνα τίποτα. Η ζέστη 
ήταν ανυπόφορη.
Η γυναίκα του Αρνόλφο μου ’φερε τον διπλό παγωμένο καφέ 
μου· με καλαμάκι και κάμποσα παγάκια. Ο Αρνόλφο βγήκε, με 
κοίταξε και μπήκε.
Απέναντι, στο ισόγειο, ένα παραθυράκι ήταν ανοιχτό, μέσα 
ήταν η γυναίκα του αδερφού του Αρνόλφο, ξαπλωμένη στο κρεβάτι 
και με παρακολουθούσε με τα κιάλια.
Εγώ δεν σκεφτόμουνα τίποτα· ρούφηξα ηδονικά μια γουλιά από 
το φραπέ μου. Η φωνή ακούστηκε από την αρχή του αδιέξοδου και 
ήταν καθαρή δυνατή. «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε...»
Από την άλλη μεριά του πεζοδρομίου κι ερχόμενος προς εμέ, 
ήταν ένας κοντο-πάχουλος νεαρός, κρατώντας δύο πελώριους 
μπόγους... «η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις...».
Φορούσε ένα λιγδωμένο μπλου-τζιν κι ένα εξίσου βρώμικο 
φανελάκι άσπρο, απίθωσε τους μπόγους στο στρογγυλό τραπέζι 
κάτω, σκούπισε τον ιδρώτα με το πίσω μέρος της παλάμης 
του και μου λέει: «Λέγομαι Ντεζιντέριο Στούμπφ, ανιψιός του 
Τζόε Στούμπφ του ιδιοχτήτη αλόγων κούρσας, και μ’ έστειλε ο 
Λεφτέρης», κι αρπάζοντας τον καφέ φραπέ μου από το τραπέζι

τον κατέβασε μονορούφι· ρίχνοντας το κεφάλι προς τα πίσω, 
πέταξε με ορμή τα εναπομείναντα τέσσερα παγάκια στη στομάρα 
του. «Ωχ!» λέει, πλαταγίζοντας ηδονικά κάτι χοντροχειλάρες, 
«Μεγάλη η ζέστη σήμερα ...».
Τον κοίταξα ηλίθια.
Πήρε καρέκλα και κάθισε. Πήρε τσιγάρο από το ανοιχτό 
πακέτο το δικό μου και μου λέει εμπιστεφτικά κοιτώντας με στα 
μάτια «Μ’ έστειλε ο Λεφτέρης».
Πήρα τσιγάρο από το ανοιχτό πακέτο το δικό μου και 
αφτοσυγκεντρώθηκα. Τον κοίταξα στα μάτια και του λέω 
εμπιστεφτικά.
«Ποιος Λεφτέρης;»
«Ο Λεφτέρης» λέει φυσώντας τον καπνό προς τα ύψη.
«Αχά! λέω εγώ, ο Λεφτέρης ε;»
«Ναι. Μου ’πε ότι χρειάζεσαι σερβιτόρο. Και ήρθα».
Πήρα από τη τσέπη δύο χαπάκια. Τα κατάπια χωρίς νερό. 
Αφτοσυγκεντρώθηκα· μου πονούσαν τα μηνίγγια.
«Λάθος έκανε ο Λεφτέρης», λέω. «Εγώ δεν χρειάζομαι 
σερβιτόρο ....».
«Γιατί;»
«Διότι εγώ είμαι συγγραφέας παιδικών βιβλίων». 
«Είμαι και ζωγράφος» με λέει, κλείνοντας το μάτι εμπιστεφτικά.
Σηκώθηκα, μάζεψα τα τσιγάρα μου κι έκανα να φύγω, αλλά 
σκουντούφλησα στον ένα μπόγο και βρέθηκα μπρούμυτα στη γης. 
Με βοήθησε να σηκωθώ, μου ’δωσε καρέκλα και κάθισα. «Πρέπει 
ν’ αλλάξουμε την όψη της γειτονιάς», μου λέει, «Κοίταξε γύρω 
σου, πού είναι ο ήλιος; το φως;»
Άνοιξε τον ένα μπόγο· μέσα σ’ ένα πελώριο δίκτυ ήταν 
μπουρδουκλωμένες καμιά πενηνταριά νυσταλέες μυωπικές 
κουκουβάγιες. «Πρέπει να με βοηθήσεις» μου λέει· «θα 
ζωγραφίσουμε ολόκληρο το κτίριο με πεταλούδες. Πολύχρωμες 
πεταλούδες χιλιάδες πολύχρωμες πετελούδες!. Μετά θα βάλουμε 
τα περιστέρια στις φωλιές τους».
Άναψα τσιγάρο· η απέναντι βγήκε στο παράθυρο και με 
κοιτούσε με τα κιάλια. Ήμουνα πολύ ενοχλημένος. Ζεσταινόμουνα. 
Δεν ήθελα μπλεξίματα ούτε καινούργιες γνωριμίες. Ήθελα να φύγω 
μα δεν τολμούσα· γιατί η γυναίκα του αδερφού τού Αρνόλφο από 
απέναντι δεν κρατούσε κιάλια τώρα αλλά ένα δίκανο· το οποίο 
ήταν στραμμένο απάνω μου.
Λέω, «Με τις κουκουβάγιες τι γίνεται;»
«Εννοείς τα περιστέρια» μου λέει, ενόσο έβγαζε από τον άλλο 
μπόγο ένα τριπόδι κι ένα κανναβάτσο· στήριξε το κανναβάτσο 
στο τριπόδι, έβγαλε πινέλα και μπογιές και με γρήγορες πινελιές 
ζωγράφισε ένα πιάτο με μακαρόνια.
«Μ’ αρέσουν πολύ οι μακαρονάδες», μου λέει «και τα 
σουβλάκια. Ο Ηγούμενος της μονής δεν μ’ άφηνε να τρώω καλά· 
πολύ τσιγγούνης. Με χτύπησε κιόλας με την Αγία ράβδο στην 
κοιλιά πριν με διώξει ...».
Φώναξα τον Αρνόλφο.
«Πού είν’ ο αδερφός σου;» τον ρωτάω άγρια.
«Ποιος απ’ όλους;»
«Ο άντρας τής απέναντι».
«Πέθανε».
«Φέρε μου το τηλέφωνο!».
«Φέρε και κάμποσα παγάκια», λέει ο χοντρός.
«Μάλιστα» λέει ο Αρνόλφο, κι έφυγε.
«Τι θα γίνει τώρα; Από πού θ’ αρχίσουμε;» μου λέει ο χοντρός.
«Να φάμε από μια μακαρονάδα», λέω, «πρώτα και μετά 
βλέπουμε». Έφερε ο Αρνόλφο το τηλέφωνο, τις μακαρονάδες και 
μια πελώρια μαξιλαροθήκη γεμάτη παγάκια.
Πήρα το τηλέφωνο και ζήτησα τον Άγιο Καθηγούμενο. Έκανε 
το μπάνιο του στην πισίνα μου ’παν· σε μισή ωρίτσα το πολύ θα μ’ 
έπαιρνε. Φάγαμε σιωπηλά τις μακαρονάδες μας. Ο χοντρός έφαγε 
έξι πιάτα, εγώ τέσσερα. Ο χοντρός έφαγε και τα μισά παγάκια 
από τη μαξιλαροθήκη. Εν τω μεταξύ η γειτόνισσα παρουσίασε ένα 
κανόνι. Κρατούσε ένα πετσί και γυάλιζε το στόμιο του κανονιού.
Χτύπησε το τηλέφωνο.
«Τι θέλεις;» μου λέει.
«Την ξέρεις τη γυναίκα του αδερφού τού Αρνόλφο;»
«Όχι».
«Ξέρεις κάνα Ντεζιντέριο Στουμπφ;»
«Διότι ενόσο απουσίαζα στο εξωτερικό μού μπογιάτισε το 
ξωκκλήσι απ’ άκρη σ’ άκρη με πολύχρωμες πεταλούδες!»
«Είναι ζωγράφος;»
«Είναι τρελός! Τον είχα για μάγειρα. Άφηνε τους μοναχούς 
νηστικούς. Έτρωε το φαΐ που μαγείρεβε για μας και μεις τρώγαμε 
ξεροκόμματα!. Θέλεις τίποτ’ άλλο;»
«Ναι. Γιατί τον φωνάζουν αγγελούδι;»
«Γιατί όταν μπογιάτιζε το ξωκκλήσι φορούσε ένα ζεβγάρι 
φτερούγες και ζωγράφιζε αιωρούμενος».
«Τις θέλω τις φτερούγες».
«Να μου επιστρέψει τις κουκουβάγιες που μάζεψε από το

μοναστήρι πρώτα».
«Εντάξει».
«Άβριο θα στείλω δύο μοναχούς να φέρουν τις φτερούγες και 
να πάρουν τις κουκουβάγιες».
«Εντάξει, Ντέζιο, άβριο ξεκινούμε δουλειά. Εσύ κι εγώ θα 
ζωγραφίσουμε χιλιάδες - χιλιάδες πεταλούδες», λέω χαμογελώντας.
«Μπαμ!» ακούστηκε η κανονιά. Μια πελώρια τρύπα ανοίχτηκε 
στον τοίχο έξι μέτρα πιο πάνω από τα κεφάλια μας. Από την 
κανονιά ξύπνησαν οι κουκουβάγιες που χύθηκαν στον αέρα 
αλαφιασμένες τσιρίζοντας «Ούου ου ουου ου ...»
Δρασκέλισε το παράθυρο ντυμένη στα μάβρα, η γυναίκα του 
αδερφού τού Αρνόλφο, και κοιτώντας με στα μάτια λέει στον 
Ντεζιντέριο:
«Άβριο, αρχίζουμε να ζωγραφίζουμε τις πεταλούδες».