Κυριακή 20 Απριλίου 2014

ΕΓΕΡΤΗΡΙΟΝ ΣΑΛΠΙΣΜΑ (Θα πάρω μιαν ανηφοριά)

Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
 να βρωτα σκαλοπάτια 
που παν στη Λευτεριά.
~
Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς,
τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα
και στις βουνοπλαγιές.
~
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά
θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι,
βουνά και ρεματιές.
~
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά,
θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει
σε πόλεις και χωριά.
~
Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια
που παν στη Λευτεριά.
~
Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ,
θα μπω σ΄ ένα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη,
δεν θαν αληθινό.
~
Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ
ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο
να κάθεται σ΄ αυτό.
~
Κόρη πανώρια θα της πω,
άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου,
μονάχα αυτό ζητώ.

Των αθανάτων το κρασί / Παλληκαρίδης Ευαγόρας

Των αθανάτων το κρασί
το ‘βρετε σεις και πίνετε
ζωή για σας ο θάνατος
κι αθάνατοι θα μείνετε

ημέρα της Νίκης / Παλληκαρίδης Ευαγόρας



Μέρα λαμπρή κι αθάνατη
κι αδούλωτ' είναι σήμερα
που κι η σκλαβιά νικήθηκε
από την τόση ορμή...
~
Και λύγισαν, και σπάσανε
και λυώσανε τα σίδερα
που σου μάτωναν, Κύπρο μου,
το ασθενικό κορμί.
~
Μέρα χαράς ξημέρωσε
και μέρα ευλογημένη
κι απ' τη σκλαβιά που πέρασε
τίποτε πια δε μένει.
~
Χαρείτε όσοι πονέσατε
κι' όσοι νεκρούς εκλάψετε
το κλάμα παύει σήμερα
στης Κύπρου τα χωριά.
~
Κι όσοι πάτέρα, κι αδελφό
για φίλο σας εθάψατε
όλοι χαρήτε σήμερα
γιατ' ήρθε η λευτεριά
η πρώτη μέρα ελεύθερη
-στιγμή που δεν ξεχνιέται-
στη σκλαβωμένη Κύπρο μας
η λευτεριά γεννιέται.

η Κύπρος δεν πεθαίνει / Παλληκαρίδης Ευαγόρας




Την Κύπρο μασ κι αν δέσανε
οι Άγγλοι μ' αλυσίδα,
έχει για πάντα την καρδιά
πίστη σε μια πατρίδα.
~
Η Κύπρος κι αν ελύγισε
δεν είναι σκλαβωμένη
Ελληνοπούλ' αδούλωτη
πάντα η ψυχή της μένει.
~
Το λέει ο γιαλός,
το λέει η στεριά,
κάθε βουνού κορφούλα.
Το λέει κάθε ανηφοριά
και κάθε της βρυσούλα.
~
Η Κύπρος δεν απέθανε
κι ούτε ποτέ πεθαίνει
κι απ' της σκλαβιάς τα σίδερα
τη βλέπω γω να βγαίνει.
~
Την Κύπρο δεν τρομάζουνε
φοβέρες και κανόνια
έχει βαριά κληρονομιά
απ' τα παλιά τα χρόνια.
~
Στην Κύπρο την αθάνατη,
την Κύπρο τη γενναία
είναι καιρός να στήσουμε
Ελληνική σημαία.

[Είντα γυρεύκεις πέρτικα] / Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου

«Είντα γυρεύκεις πέρτικα
με τα πλουμιά τα σέρτικα
ξηφώτιν τζιελαηδώντα;
- Εν τη κρατίζω την χαρά
γιατί έχω ταίριν στην φουλιάν
τζιαι στην φουλιάν μιτσιά πουλλιά
ελάλε μου πετώντα

Είντα που θέλεις πέρτικα
με τα φτερά τα πέττικα
ποσκότιν στην αυλή μου;
- Μήτε φαϊν μήτε νερό.
Το κλάμα το λυπητερόν
εν πο’ χω ταίριν χασιμιόν
γυρίζει τζιαι λαλεί μου».

Εδώ φοβούνται να γεράσουν / Παπαφιλίππου Λουκής

Εδώ φοβούνται να γεράσουν. 
Καρφώνονται 
Κάπου μεταξύ πενήντα, εξήντα, εβδομήντα 
 και πεθαίνουν 
καμακιασμένοι από μια κλιμακτήριο 
 που δε γνώρισαν 
ένοχοι 
ξοδεύονται 
συμβατικά 
και γυρίζουν 
σε θρανιά 
να διδαχθούν 
για δεύτερη φορά 
την αμάθειά τους

«Ελλάδα μου» / Παπαφιλίππου Λουκής

«Στην ανάγνωση δηλώνω
αγράμματος
στη φωνή δηλώνω
άφωνος
στην όραση δηλώνω
τυφλός
να μη σε διαβάσω
να μη σε ακούσω
να μη σε δω
πληγωμένη μου»

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Όταν ο έρωτας θα φύγει / Πιερής Μιχάλης


Όταν ο έρωτας θα φύγει
θα με ξεχάσεις τόσο που σχεδόν
φοβάμαι να χαρώ αυτό που μας συμβαίνει.
Όταν ο έρωτας θα φύγει θα είναι το κενό
χώρος που θα θυμίζει φονικό.

Πρωινός καφές στη Λήδρας / Πιερής Μιχάλης

Είμαι σαράντα εφτά ετών και είμαι
ευτυχισμένος. Επειδή κάθομαι εδώ
σε προνομιακή γωνία κι εντός αυτής της μέρας
που δεν είναι χτεσινή μήτε αυριανή.


Είμαι εδώ, σʼ αυτήν τη μέρα που είναι
σήμερα, δεν ήταν χτες δεν θα ʼναι αύριο
κι είμαι στην πόλη στον πεζόδρομο, σʼ αυτήν
εδώ την πόλη (την έστω μοιρασμένη)
και κάθομαι κι απʼ το γυαλί κοιτάζω τη βροχή
τον κόσμο που κινείται κι η σερβιτόρα
είναι όμορφη (και το γνωρίζει)
κι έχει και το χαμόγελο εύκολο.


Είμαι στʼ αλήθεια τόσο, μα τόσο
(έστω για λίγο) ευτυχής.

Στο καφενείο της πόλης / Πιερής Μιχάλης

Το μερτικό στα χρόνια μου το πήρα.
Ό,τι μου αναλογούσε ήρθε, έφυγε.
Κάθομαι μόνος τώρα. Δεν πίνω δεν καπνίζω.
Κάθομαι τώρα. Βιβλία ξεκινημένα
κι αφημένα γραφτά μισογραμμένα
κείμενα που δεν μπορώ ν’ αποτελειώσω.


Τα χρόνια μου ήρθαν, σώθηκαν.
Του σώματος η δύναμη, της σκέψης, έχει λήξει.
Σαρκίο που κάθεται στο καφενείο της πόλης
κοιτάζει απ’ το θαμπό γυαλί την κίνηση
αφαιρείται. Άδειο φλυτζάνι του καφέ στο λείο
του τραπεζιού που λάμπει μάρμαρο ψυχρό και κρύο…

Τεμαχισμένη Πατρίδα» (από την συλλογή Αγυρτείες) / Περατικού Κοκαράκη Μαρία

Μοιρασμένη πατρίδα, πληγιασμένες οι λεμονιές
παραμελημένα τα κιονόκρανα, αφρόντιστα τα μνημεία,
μαραζωμένα τα τρεχούμενα νερά
αδειασμένα με τη βία τα σπίτια
Αθέλητη εγκατάλειψη!
Σιγοκλαίω!
Διχοτομημένη πατρίδα,
αποκαμωμένες οι πορτοκαλιές,
ραγισμένες οι εκκλησιές,
κακοφορμισμένες οι μαρμαροκολόνες
νεκρωμένα τα νερά, πληγιασμένα τα σπίτια.
Αγανακτισμένα τα λουλούδια.
Αθέλητη εγκατάλειψη!
Αμμόχωστος – Σαλαμίνα
Κερύνεια – Μπέλλα-Πάις.

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Ιουλία Βασιλέα Παχνιώτου (μικρή αναφορά)

Η Ιουλία Βασιλέα Παχνιώτου γεννήθηκε στη Βάσα Κοιλανίου στην Κύπρο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση ως καθηγήτρια. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού «Βασίλης Μιχαηλίδης». Είναι μέλος του Πνευματικού Ομίλου Λεμεσού, της Εθνικής Εταιρείας Λογοτεχνών Κύπρου και του PEN Κύπρου. Έχει δημοσιεύσει διάφορες μελέτες. Ποιήματά της και πεζά έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικές και κυπριακές Ανθολογίες.

Τρεῖς λόγοι τοῦ Οἰδίποδα Β’

Φόρεσε τό χαμόγελό σου καί χτύπα τήν πόρτα
–Καλησπέρα, καλοί μου ἄνθρωποι
Καί πάλι ξαναφόρεστο καί ξαναχτύπα
–Καλησπέρα, καλοί μου ἄνθρωποι
Καί πάλι ξαναχτύπα καί πές καί πές καί πές.
Δέ μᾶς ἀναγνωρίζει πιά κανείς
τό σκυλί γαβγίζει ἄγρια στό φράχτη
ὄχι, δέ βλέπω πιά τή θάλασσα μπροστά μας
ὁ ἐλαιώνας δεξιά δέν εἶν’ δικός μας
ἀγνώριστος ὁ κάμπος στά ζερβά μας
μᾶς πλακώνει τό βουνό πού ‘ταν χαρά τῶν ὀμματιῶν μας.
Πᾶμε νά φύγουμε, δυστυχισμένο τέκνο μου,
μπές μέ βῆμα ταχύ στό σύγνεφο τοῦ ἐρέβους.

Ἐλεγεία Α

Ποῦ θά πλαγιάσουμε καλή μου;
Τά λούλουδα τοῦ κήπου λόγχες
κι ὁ ἴσκιος του πλατάνου θάνατος.
βόμβοι κρωγμοί καί θειάφι στόν ἀγέρα.
Τά χέρια μας μετέωρα, ἀγαπημένη,
βῆμα μπροστά καί βῆμα πίσω
ἐσύ στήν ὄχθη ἐδῶ κι ἐγώ στήν ἀντιπέρα
κι ἀνάμεσό μας τά παιδιά μας πού σκοτώθηκαν
ψηλαφώντας
τίς γραμμές τῆς ὀδύνης στά πρόσωπα
τό δάκρυ στά μάγουλα
τήν τέφρα στά μαλλιά.

ο γέροντας

Εἶχ’ εὐπρεπίσει τό σπίτι του,
καλλιέργησε τόν κῆπο του,
φύτεψε γαρούφαλλα καί γιασεμιά.
Διάλεξε τόν τάφο του
κοντά στούς τάφους τῶν γονέων του.
Καθόταν τό πρωί τήν ἄνοιξη στόν κῆπο.
κι εὐφραινότανε τήν ὀσμή τῶν λουλουδιῶν.
τ’ ἀπόγευμα στό μπαλκόνι
κι ἀγνάντευε σιωπηλά τό κοιμητήρι.
ἔτοιμος πάντοτε, ἤρεμος, πεπληρωμένος.
Τώρα στό βράχο κατά τό νοτιά
κοιτάει τήν ἀτέρμονη θάλασσα
κι οὔτε μπροστά βαδίζει οὔτε πίσω.
Μέρα τή μέρα ριζώνει στό βράχο.
ἤδη τά πέλματά του πέτρωσαν
καί προχωρεῖ ἡ μεταστοιχείωση ραγδαῖα.
Γύρω τριγύρω του ξεράθηκε κι ἡ τελευταία πόα.
ποῦ νά βρεθεῖ δάκρυ νά τήν ποτίσει;