Κυριακή 20 Απριλίου 2014

[Είντα γυρεύκεις πέρτικα] / Μυριάνθη Παναγιώτου- Παπαονησιφόρου

«Είντα γυρεύκεις πέρτικα
με τα πλουμιά τα σέρτικα
ξηφώτιν τζιελαηδώντα;
- Εν τη κρατίζω την χαρά
γιατί έχω ταίριν στην φουλιάν
τζιαι στην φουλιάν μιτσιά πουλλιά
ελάλε μου πετώντα

Είντα που θέλεις πέρτικα
με τα φτερά τα πέττικα
ποσκότιν στην αυλή μου;
- Μήτε φαϊν μήτε νερό.
Το κλάμα το λυπητερόν
εν πο’ χω ταίριν χασιμιόν
γυρίζει τζιαι λαλεί μου».

Εδώ φοβούνται να γεράσουν / Παπαφιλίππου Λουκής

Εδώ φοβούνται να γεράσουν. 
Καρφώνονται 
Κάπου μεταξύ πενήντα, εξήντα, εβδομήντα 
 και πεθαίνουν 
καμακιασμένοι από μια κλιμακτήριο 
 που δε γνώρισαν 
ένοχοι 
ξοδεύονται 
συμβατικά 
και γυρίζουν 
σε θρανιά 
να διδαχθούν 
για δεύτερη φορά 
την αμάθειά τους

«Ελλάδα μου» / Παπαφιλίππου Λουκής

«Στην ανάγνωση δηλώνω
αγράμματος
στη φωνή δηλώνω
άφωνος
στην όραση δηλώνω
τυφλός
να μη σε διαβάσω
να μη σε ακούσω
να μη σε δω
πληγωμένη μου»

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Όταν ο έρωτας θα φύγει / Πιερής Μιχάλης


Όταν ο έρωτας θα φύγει
θα με ξεχάσεις τόσο που σχεδόν
φοβάμαι να χαρώ αυτό που μας συμβαίνει.
Όταν ο έρωτας θα φύγει θα είναι το κενό
χώρος που θα θυμίζει φονικό.

Πρωινός καφές στη Λήδρας / Πιερής Μιχάλης

Είμαι σαράντα εφτά ετών και είμαι
ευτυχισμένος. Επειδή κάθομαι εδώ
σε προνομιακή γωνία κι εντός αυτής της μέρας
που δεν είναι χτεσινή μήτε αυριανή.


Είμαι εδώ, σʼ αυτήν τη μέρα που είναι
σήμερα, δεν ήταν χτες δεν θα ʼναι αύριο
κι είμαι στην πόλη στον πεζόδρομο, σʼ αυτήν
εδώ την πόλη (την έστω μοιρασμένη)
και κάθομαι κι απʼ το γυαλί κοιτάζω τη βροχή
τον κόσμο που κινείται κι η σερβιτόρα
είναι όμορφη (και το γνωρίζει)
κι έχει και το χαμόγελο εύκολο.


Είμαι στʼ αλήθεια τόσο, μα τόσο
(έστω για λίγο) ευτυχής.

Στο καφενείο της πόλης / Πιερής Μιχάλης

Το μερτικό στα χρόνια μου το πήρα.
Ό,τι μου αναλογούσε ήρθε, έφυγε.
Κάθομαι μόνος τώρα. Δεν πίνω δεν καπνίζω.
Κάθομαι τώρα. Βιβλία ξεκινημένα
κι αφημένα γραφτά μισογραμμένα
κείμενα που δεν μπορώ ν’ αποτελειώσω.


Τα χρόνια μου ήρθαν, σώθηκαν.
Του σώματος η δύναμη, της σκέψης, έχει λήξει.
Σαρκίο που κάθεται στο καφενείο της πόλης
κοιτάζει απ’ το θαμπό γυαλί την κίνηση
αφαιρείται. Άδειο φλυτζάνι του καφέ στο λείο
του τραπεζιού που λάμπει μάρμαρο ψυχρό και κρύο…

Τεμαχισμένη Πατρίδα» (από την συλλογή Αγυρτείες) / Περατικού Κοκαράκη Μαρία

Μοιρασμένη πατρίδα, πληγιασμένες οι λεμονιές
παραμελημένα τα κιονόκρανα, αφρόντιστα τα μνημεία,
μαραζωμένα τα τρεχούμενα νερά
αδειασμένα με τη βία τα σπίτια
Αθέλητη εγκατάλειψη!
Σιγοκλαίω!
Διχοτομημένη πατρίδα,
αποκαμωμένες οι πορτοκαλιές,
ραγισμένες οι εκκλησιές,
κακοφορμισμένες οι μαρμαροκολόνες
νεκρωμένα τα νερά, πληγιασμένα τα σπίτια.
Αγανακτισμένα τα λουλούδια.
Αθέλητη εγκατάλειψη!
Αμμόχωστος – Σαλαμίνα
Κερύνεια – Μπέλλα-Πάις.

Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Ιουλία Βασιλέα Παχνιώτου (μικρή αναφορά)

Η Ιουλία Βασιλέα Παχνιώτου γεννήθηκε στη Βάσα Κοιλανίου στην Κύπρο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση ως καθηγήτρια. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Λεμεσού «Βασίλης Μιχαηλίδης». Είναι μέλος του Πνευματικού Ομίλου Λεμεσού, της Εθνικής Εταιρείας Λογοτεχνών Κύπρου και του PEN Κύπρου. Έχει δημοσιεύσει διάφορες μελέτες. Ποιήματά της και πεζά έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικές και κυπριακές Ανθολογίες.

Τρεῖς λόγοι τοῦ Οἰδίποδα Β’

Φόρεσε τό χαμόγελό σου καί χτύπα τήν πόρτα
–Καλησπέρα, καλοί μου ἄνθρωποι
Καί πάλι ξαναφόρεστο καί ξαναχτύπα
–Καλησπέρα, καλοί μου ἄνθρωποι
Καί πάλι ξαναχτύπα καί πές καί πές καί πές.
Δέ μᾶς ἀναγνωρίζει πιά κανείς
τό σκυλί γαβγίζει ἄγρια στό φράχτη
ὄχι, δέ βλέπω πιά τή θάλασσα μπροστά μας
ὁ ἐλαιώνας δεξιά δέν εἶν’ δικός μας
ἀγνώριστος ὁ κάμπος στά ζερβά μας
μᾶς πλακώνει τό βουνό πού ‘ταν χαρά τῶν ὀμματιῶν μας.
Πᾶμε νά φύγουμε, δυστυχισμένο τέκνο μου,
μπές μέ βῆμα ταχύ στό σύγνεφο τοῦ ἐρέβους.

Ἐλεγεία Α

Ποῦ θά πλαγιάσουμε καλή μου;
Τά λούλουδα τοῦ κήπου λόγχες
κι ὁ ἴσκιος του πλατάνου θάνατος.
βόμβοι κρωγμοί καί θειάφι στόν ἀγέρα.
Τά χέρια μας μετέωρα, ἀγαπημένη,
βῆμα μπροστά καί βῆμα πίσω
ἐσύ στήν ὄχθη ἐδῶ κι ἐγώ στήν ἀντιπέρα
κι ἀνάμεσό μας τά παιδιά μας πού σκοτώθηκαν
ψηλαφώντας
τίς γραμμές τῆς ὀδύνης στά πρόσωπα
τό δάκρυ στά μάγουλα
τήν τέφρα στά μαλλιά.

ο γέροντας

Εἶχ’ εὐπρεπίσει τό σπίτι του,
καλλιέργησε τόν κῆπο του,
φύτεψε γαρούφαλλα καί γιασεμιά.
Διάλεξε τόν τάφο του
κοντά στούς τάφους τῶν γονέων του.
Καθόταν τό πρωί τήν ἄνοιξη στόν κῆπο.
κι εὐφραινότανε τήν ὀσμή τῶν λουλουδιῶν.
τ’ ἀπόγευμα στό μπαλκόνι
κι ἀγνάντευε σιωπηλά τό κοιμητήρι.
ἔτοιμος πάντοτε, ἤρεμος, πεπληρωμένος.
Τώρα στό βράχο κατά τό νοτιά
κοιτάει τήν ἀτέρμονη θάλασσα
κι οὔτε μπροστά βαδίζει οὔτε πίσω.
Μέρα τή μέρα ριζώνει στό βράχο.
ἤδη τά πέλματά του πέτρωσαν
καί προχωρεῖ ἡ μεταστοιχείωση ραγδαῖα.
Γύρω τριγύρω του ξεράθηκε κι ἡ τελευταία πόα.
ποῦ νά βρεθεῖ δάκρυ νά τήν ποτίσει;

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Ανώφελη θυσία / της Μαρίας Παχίτη

“Δεν βαρέθηκες
ν’ αναζητάς
την αγάπη
σε λάθος μέρη;”
ψιθύρισε η μαργαρίτα
λίγο προτού σωριαστεί
ανάμεσα
στα σκόρπια της πέταλα…

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Τριών χρονών / Ποδιναράς Γιάννης

«Έχεις τη δύναμη της αγάπης
να φτερουγίσεις στη λιτανεία των πουλιών.»
Σου ψιθύρισα σαν προσευχή.
Και συ τριών χρονών μου φώναξες:
«Θέλω να γίνουμε θάλασσες.
Όπως τη θάλασσα να μου μιλάς.
Όπως το κύμα.»

Ποιητές / Ποδιναράς Γιάννης

Οι ποιητές πασκίζουν να υποτάξουν
σε μορφές μυστικές τους βυθούς του κόσμου
Σταλαγματιές αιμάτινες
αντιφεγγίζουν την τέχνη τους
σε στέρεα σχήματα
με χιλιάδες χρώματα και διαθέσεις
να σφραγίζουν τη μοίρα των ανθρώπων.
Πέφτει ο ήλιος
κι απλωμένοι στη γη
σκάβουν λαγούμια
να φυλάξουν τα όνειρα.

Μόρφου 2005 / Ποδιναράς Γιάννης



Χριστούγεννα.
Λαμπροί δρόμοι σεργιανίζουν τους πόθους των παιδιών
και παλιά τραγούδια ταξιδεύουν το σφρίγος της νοσταλγίας.
Το γυμνό κορίτσι χάθηκε στο ρέμα της αφθονίας.
Στολισμένα πρόσωπα
αντιφεγγίζουν τη λήθη των διωγμένων ψυχών.
Κι ένα αστέρι στο βορρά ρίχνει το στιλπνό φως
στους καμένους ίσκιους των δέντρων της Στεφανιάς.

Πότε θα μαζέψουμε τα πινόλια που αφήσαμε
κάτω απ' τους πεύκους της Έπαυλης στο Γεωργικό Γυμνάσιο;

Μη..., μου ψιθύρισες.
Μη θερμαίνεις το πεσμένο μου σώμα.
Μην ανοίγεις διάπλατα τον κλειστό δρόμο της ψυχής μου.
Μίλα μου μόνο σαν θα είσαι σίγουρος
πως τα όνειρα θα ορθώσουν επιτέλους το ανάστημά τους.
Θα περάσουν τις γραμμές και θα ενωθούν
με το μεγάλο διάφανο άστρο
σ' ένα θρίαμβο απροσπέλαστο
που σαρώνει τους παλιούς καιρούς
και στεφανώνει την έγερση των καινούργιων ασμάτων.