Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Γιασεμί μου

Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
ήρθα να το κλαδέψω
ωχ γιαβρί μου
και νόμισε η μάνα σου
γιασεμί μου
πως ήρθα να σε κλέψω
ωχ γιαβρί μου

Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
μοσκοβολά τις στράτες
ωχ γιαβρί μου
κι η μυρωδιά του η πολλή
γιασεμί μου
σκλαβώνει τους διαβάτες
ωχ γιαβρί μου

Αν βουληθώ να σ’ αρνηθώ

Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην εβρώ νερό να πιω
μη ρούχο να φορήσω

Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην μπορώ φιλί να βρω
μη δάκρυ να δακρύσω!

Αγάπησά την `πού καρκιάς

Αγάπησά την `πού καρκιάς αμμά ενκαι εχαρηκά την
τον έναν γρόνον είχα την, τον άλλον έχασά την


Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς


Αγάπησά την `πού καρκιάς κι έπινα τον καμόν της
και μέραν νύχταν έρεσσα κρυφά `που το στενόν της


Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς


"Αγάπησά την που καρκιάς, τζι είχα το για καμάριν,
μα τζείνη περιπαίζει με, που να την δω κουβάριν!"


Αα, έλα αγάπα με κι εσούνι μεν με τυραννείς
Αα, κι έλα δώσ’ μου έναν φιλούιν άγια να χαρείς

σας δίνει το ελεύθερο / Παναγιώτου Ευτυχία

σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.

κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.

με τ’ αριστερό στην κοιλιά, λέω χάιλ σημαία.



και πυροβολούν αλύπητα.

κανείς δεν με βρίσκει.


εστιάζουν σε ό,τι λέγεται

—κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα—

και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.


εγώ όμως ζω

— χορεύω χάος

με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ.


σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.

για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα 

ό,τι αξίζει.


κάπως έτσι αναπνέω.

πώς να το πω απλά;


μέσα στον κόσμο χάνεις

μόνο νύχτες.

Πώς μίλησε ένα παιδί πριν πολλά χρόνια / Μηχανικός Παντελής


Εδώ φυτέψαμε τους σπόρους των ονείρων μας
και περιμένουμε βροχή και ήλιο.
Να δεις:
Σα θα ριζοβολάνε
τα όνειρά μας
στη βροχή και τον ήλιο
στον ήλιο και τη βροχή
ο Θεός θα προβάλει ένα χαρούμενο πρόσωπο
φορώντας τη γιρλάντα τ’ ουράνιου τόξου
κι η καρδιά μας θ’ αντανακλά
όλους τους ιριδισμούς
της ευτυχίας.

Το βάπτισμα / Μούζουρου- Νεοφύτου Ανδρούλα

Το μικρό μου ξαδελφάκι,
να το εδώ με τη νονά,
ήλθε χριστιανό να γίνει,
χριστιανό να κοινωνά.
Στη γεμάτη κολυμβήθρα
το βουτάει ο παπάς,
τρεις φορές Άγια Τριάδα
τ’ ονομάζει χαρωπά.
Και το χρίει μ’άγιο μύρο
πα στο μέτωπο απαλά
κι η μικρή του λαμπαδίτσα
σαν Χριστούλης μας γελά.

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Η Ορμήθκεια στα παλιά Γρόνια / Ζήνωνος Παναγιώτης



Ορμήθκεια είσιες στα παλιά, τη γην σου φυτεμένη,
ποικίλα δέντρα καρπερά, τζιαι δάση στολισμένη.


Που εν τα γρόνια τα παλιά, Ορμήθκεια που μυρίζαν;
πορτοκαλιές τζιαι λεμεονιές μες τον τζιαιρόν π’ ανθίζαν;


Τωρά εμείναν άποτα, γιατ’ εν έσιει νερά
ρωστούσιν, ξερανίσκουσιν, τζιαι φκάλλουν τα δεντρά.


Ήσουν Ορμήθκεια ξακουστή, στα ρόθκια που γιορκούσες,
μα τζιαι στες ρέντες που φκάλλες, τον κόσμον σου τζιαι ζούσες.


Ήσουν το ομορφότερον, χωρκόν των περιχώρων,
γιατ’ είσιες ολοπράσινον της γης σου κάθε χώρον.


Θωρούν σε τζιαι λυπούνται σε, τζι οι ξένοι τζι οι δικοί σου,
που ήτουν που κατάντισεν; η ομορφκιά της γης σου;

Δημητρός Μ. Δημητριάδης(1892-1964)

Ο Δημητρός Μ. Δημητριάδης(Λεμεσός, 1892-1964) φοίτησε μέχρι την τέταρτη τάξη του Γυμνασίου και ακολούθως εργάστηκε αρχικά ως δημοσιογράφος και κατόπιν ως διευθυντής και εκδότης εφημερίδων.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή ( Βήματα στη χλόη , 1923) έφερνε, στον απόηχο των κυρίαρχων ρευμάτων και τάσεων της δεκαετίας του 1920, μια λεπτή λυρική νότα. Στη συνέχεια, όμως, το κλίμα της ποίησής του αλλάζει (Εμείς κι οι άλλοι , 1942) και κυριαρχεί η ρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων, ενώ παράλληλα υιοθετείται ο ελευθερωμένος ή/ και ο ελεύθερος στίχος. Εκτός από την πρωτότυπη ποιητική και θεατρική του δημιουργία, αξιοσημείωτο είναι και το μεταφραστικό του έργο (Τζ. Κητς, Ε. Α. Πόε, Ου. Ουίτμαν, Μ. Γκόρκι κ.ά.)

Άνοιξη / Δημητριάδης Μ. Δημητρός

Κάμποι πρασινοσκέπαστοι, λουλουδισμένοι κάμποι,
με τ’ άνθια τα μυριόχρωμα και το πυκνό χορτάρι,
με το χρυσό το λιόφωτο, το ευωδιαστό θυμάρι,
και τη δροσιά την πρωινή που ίδιο ασήμι λάμπει.
Πουλιά με τα χαρούμενα τραγούδια σας που λέτε

πάνω στα κλώνια των δεντρών, την ώρα που πετάτε,
λεύκες που ονειρεύεστε, πλατάνια που γελάτε,
πεύκα σιγαλομίλητα, ιτιές που όλο κλαίτε.
Ευτυχισμένοι άνθρωποι που γοργοπερπατείτε
με πρόσωπα ζωγραφιστά με της χαράς τις χάρες


όλα στον ίδιο τον σκοπό αρμονικά λαλείτε,
και μιας ζωής καλόχυμης φέρνετε το σημάδι
που την ξαναζωντάνεψαν χιλιόζωες λαχτάρες
και ξανανιώνει μέσα της κάθε παλιό ρημάδι.

Δείλι στην πολιτεία / Δημητριάδης Μ. Δημητρός

Έτσι την ένιωσα τη θλίψη των ανθρώπων.
... Ένα δείλι, σαν περπατούσανε σκυφτοί στο πεζοδρόμι,
είχανε στη μορφή τους, στις κινήσεις, έναν τρόπο
περίλυπο, γιατί στενοί οι δρόμοι,
σα να τους έφραζαν, και μάκραιναν μπροστά τους,
μάκραιναν, σα να ’ταν χωρίς άκρη...
και καθώς έσερναν βαριά τα βήματά τους,
από τα μάτια τους σα να ’λειπε το δάκρυ

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

σου τ΄ ορκίζομαι / Κανάκης Άντης

Κορίτσι

με το μαύρο μαντήλι

και τ' όνειρο ξεραμένο

γαρούφαλο στον κόρφο.

Σου τ' ορκίζομαι

να κυνηγώ τον φονιά

καβάλα στον άγριο μου πήγασο

με γιαταγάνι

το στίχο μου,

ώσπου ν' ανθίσει

το γαρούφαλο στο στήθος σου.

Κυνηγώντας τον χρόνο / Κανάκης Άντης

Αυτά που είπαμε σήμερα

έπρεπε να τα πούμε χθες.

Αυτά που κάναμε σήμερα

έπρεπε να τα κάνουμε χθες.

Τα λόγια κι οι ενέργειες μας

δεν συμβαδίζουν με το χρόνο.

Κυνηγούμε το χρόνο

και δεν τον φτάνουμε.

Μα ο χρόνος σκληρός εκδικητής

λεπίδι αφήνει πίσω του

και μας κομματιάζει.

Κι όλο αναρωτιόμαστε   

τις νύχτες μ' αγωνία

—Πόσο ακόμα αίμα θα χρειαστεί

για να το φτάσουμε.

Σούρουπο / Κανάκης Άντης

Μετά το πρώτο ποτήρι 

έψαχνε κάποιο να μιλήσουν.

Μα το σπίτι αδειανό.

Παίρνοντας το δεύτερο

βγήκε στη γειτονιά.

Κανένα δεν βρήκε.

Επέστρεψε.

Και πίνοντας το τρίτο

άρχισε να μιλά με τα δέντρα

που τα νανούριζε

τ’ αγέρι,

με τ’ αστέρια

που τρεμόσβηναν

στον ουρανό.

Ένας Αγνοούμενος / Κανάκης Άντης


Εμένα μη με γυρεύετε με τη φωτογραφία.

Πολλούς  έτσι γυρεύουν.  Μα κανένα δεν βρίσκουν.

Εμένα θα με βρείτε στον Πενταδάχτυλο

μικρό δεντρί μες στα πολλά,

καταπράσινο, μπροστά στον ήλιο την αυγή 

γεμάτο χρυσοστάλες.

Μη με κόψετε όμως.

Αφήστε με να μεγαλώσω.

Να τραγουδάτε στον ίσκιο μου τα καλοκαίρια.

Μη με γυρεύετε με τη φωτογραφία.

Είμαι ένα ματσικόρυδο  στη Μεσαορία.

Μη  με κόψετε όμως .

Αφήστε με να μεγαλώσω.

ο χορός των κυμάτων / Κανάκης Άντης


 

1. Βαλς
Τα κύματα
τούτο το πρωινό
πηγαινοέρχονται
απαλά …
Χορεύουν
χωρίς ντάμες,
βαλς,
φιλώντας ερωτικά,
ηδονικά
στα χείλη
την ξηρά.
--------

2. Συρτό … Καλαματιανό …
Τούτο το δειλινό
τα κύματα
χορεύουν συρτό,
καλαματιανό.
Αντικρίζονται
αλληλοκοιτάζονται,
αγκαλιάζονται,
πηδάνε
κάνουν κύκλους
πετάνε …
Και ξαφνικά
ορμάνε
στον ουρανό
ν’ αρπάξουν
ένα σύννεφο
που κρέμεται
πορφυρό …
Να το κομματιάσουν.
Να το κάνουν
μαντήλια
να τα κρατάνε
στο χορό.
Και να τα δένουν
στο λαιμό.


3. Έφοδο στον ουρανό
Τούτο
το σούρουπο
τα κύματα
δεν χορεύουν
κανένα χορό.
Κάνουν έφοδο
στον ουρανό
ν’ απαγάγουν
ένα αστέρι
να το φέρουν
στη μάνα τους
που στα ύψη
τα στέλλει
και στο σκοτεινό της
βυθό.
Θυμωμένη …
τ’αστέρι
περιμένει.

Απρίλης-Μάης 2013

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ
Σε περιμένω
να’ρθεις
Στ’ όνειρο;
Στη μνήμη;
Προσωπικώς;
Δεν ξέρω …
Μα οπωσδήποτε
θα’ρθεις.
Θάναι
η τελευταία μας
συνάντηση.
Να πιούμε
το κρασί
που μας απέμεινε.
Να κοκκινίσουμε
από έρωτα.
Γυμνοί,
ν’ αγκαλιαστούμε …
Να πετάξουμε
στ’ ουρανού τα ύψη
κι’ όλο πιο ψηλά
να πετούμε.
Ίσως,
φτάσουμε …
πριν το τσουχτερό
χειμώνα,
στην πολιτεία
των άστρων.