Η ποίηση της Αντρούλλας Θεοκλή - Νικηφόρου προσδιορίζεται από τις μνήμες της χαμένης πατρίδας. Διακατέχεται από τον πόθο της επιστροφής. Οι εικόνες από το παρελθόν έρχονται συχνά- πυκνά να στοιχειώσουν το παρόν και περιφέρονται ως σκιές ανάμεσα στην ομορφιά των στίχων. Κελαριστές οι στροφές αναδύουν έντονα συναισθήματα.
Ανάμνηση καλοκαιριού
με στάχυα πλουμισμένα,
γέρνουν σιγά και προσκυνούν,
χώματα αγαπημένα!
σιτάρι κεχριμπαρένιο,
που ο Θεός το βλόγησε,
και είναι ευλογημένο!
στο θερισμό τραβάνε,
μαντήλι έχουν στα μαλλιά,
δρεπάνι να κρατάνε.
τον ήλιο και τη κάψα,
το δρώμα απο τα μάτια τους,
να στάζει στα χωράφια.
του θερισμού περνάει,
κι η μάνα μας ακοπίαστα,
τον κόπο αψηφάει.
μιά άλλη εποχή,
στο σπίτι για να φέρουνε,
ένα γλυκό ψωμί!
στο θέρος να κινάει,
μιά ανάμνηση παλιά,
στο νού μου τριγυρνάει.
βλέπω τώρα μπροστά μου,
και μιά ανάμνηση καλοκαιρινή,
έγινε συντροφιά μου!!!!
ΔΙΑΛΟΓΟΣ με την ΧΡΥΣΟΜΗΛΙΑ
σαν νύφη στολισμένη,
από τα νύχια ως τη κορφή,
στολίδια φορτωμένη!
να κάτσω στην σκιά σου,
να πάρω από σένανε,
λίγο άπ´το άρωμα σου!
Χρυσομηλιά τα μήλα σου,
πώς τα παραχρυσώνεις ,
κάμνεις τα όπως τα χρυσά,
τα μμάθκια τα θαμπώνεις;;;
Αν κρατάς το μυστικό,
εγιώ εν να μολοήσω,
τζιαί να σου πώ ,πώς γίνεται,
προτού καρποφορήσω.
της Χάρτζιας ,Καλογραίας,
οι ρίζες μου κρατούν καλά,
μέχρι βαθύ το γέρας.
οι ρίζες μου ν´απλώνουν,
νάχω αύρα τού Βορκά,
τζιαί τα κλαθκιά φουντώνουν.
Χρυσομηλιά τα μήλα σου,
μοιάζουν με χρυσαφένια,
λαμποκοπούν ,αστράφτουσιν,
μοιάζουν παραδεισένια.
Παίρνω αύρα του γιαλού,
τζιαι του βουνού αέρα,
ο ήλιος δκιά μου ζεστασιά,
τζιαι ζιώ τη κάθε μέρα.
πού ρέσσω στο λαιμό μου,
ολόχρυσα ,θαμπούνουσιν,
τον κάθε ένα εχθρό μου.
θα σου εξιστορήσω,
δύσκολες οι εποχές,
και δεν μπορώ να ζήσω...
τζιαι βλέπω τη νοσσιά μου,
στάσσουν βροσιή τα δάκρυα,
πούσαστε μακριά μου....
τα χνώτα δεν ταιρκάζουν,
ότι να θέλω δεν έσιει,
ούτε με λοαρκάζουν.
τα φύλλα μου ελουβήσαν,
τζιαί το κορμί μου εσάπηκε,
οι Τούρτζιοι μ´αφανήσαν.
πούναι βαθκειά στο χώμα,
περάσανε χρόνια πολλά,
αμμα κρατούν ακόμα.
διώ τους,για να πιούσι ,
τζιαι ελπίζω,τζιαι παρακαλώ,
πέρκιμο κρατηθούσιν.
πίσω να ξανά ρθείτε,
τουλάχιστον τα πορίζια μου,
πέρκιμο τζιαί τα βρείτε...
Αϊ Γροσίτισσα τζιηρά,
ζούσες σ'ένα βασίλειο,
στο θρόνο σου εκάθεσουν,
βασίλισσα στο ήλιο.
τζιαι με τις δκυό σου κόρες,
την μιά στην Χάρτζια πάντρεψες,
την άλλη Καλογραία,
χρυσές ήταν εποχές,
περνούσατε ωραία!
καταστροφή μεγάλη,
και μόνες σας εμείνετε,
στου Τούρκου την αγκάλη.
τα χρόνια κομπολόγια,
αμέτρητα να φκαίνουσιν ,
ψυσιής τα μοιρολόγια.
και σφικταγκαλιαστείτε,
τις ρίζες σας ,μέσα στην γή ,
ίσως τζιαί κρατηθείτε.
ώσπου νάρτει η στιγμή,
που θα λευτερωθείτε.
ΦΩΝΗ της ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ
μισού αιώνα κλάμα,
κλαίει η Κερύνεια μας,
πιστεύει σ´ένα θαύμα.
μα ο βυθός βρυχάται,
όποιος τον πόνο ένοιωσε,
ακούει κρολοάται.
στήνεις αυτί,γροικιέται,
της θάλασσας τον καημό,
ακούς που νεκαλιέται.
στον πάτο έχει καθήσει,
σείεται και στοιχιώνεται,
και περιμένει λύση.
ο βρυχηθμός στοιχειώνει,
σείεται η θάλασσα,
στους βράχους ξεσπαθώνει.
το κύμα αγριεύει,
η θάλασσα βαρυγκομεί,
πού ο Τούρκος την κουρσεύει.
ξεθώριασε το γαλανό ,
της θάλασσας το χρώμα,
οι ψυχές στοιχειώνουνε,
και περιμένουν ακόμα.
αρχίζει ,ξεψυχάει,
και οι ψυχές γίναν σκιές,
κι η θάλασσα πονάει...