Πάλε πολλοί στον τόπον μας, πουν Χρισκιανοί λαλούσιν,
που εν αισθάνουνται καλά, π’αρκέψαν τζιαι γερνούσιν,
φέρνουσιν ξένες έσσω τους, για να τους βοηθούσιν.
Εις την αρκήν τες έχουσιν, βοήθειαν των σπιδκιών τους,
αν τύχει τζι’αρωστήσουσιν, να είναι παναδκιών τους,
μα νάκκον υστερόττερα, τζιαι σκλάβες των παιδκιών τους.
Έσιει που προσλαμβάννουσιν, αρκάτες κάποιαν φάσιν,
που θα δουλέψουν τίμια, χωρίς να πνάσουν πλάσιν,
τζιαι τουν τον κόπον των φτωχών, θέλουσιν να τον φάσιν.
Λαλούν πως εν Χριστιανοί, μα όμως ώσπου ζιούσιν,
εις τον σκοπόν τους έχουσιν, τζιαι πάντα προσπαθούσιν,
άπονα τον συνάθρωπον, να εκμεταλλευτούσιν.
Τζι’ άμα θα παν στην Εκκλησιάν, τον πλάστην εν φοούνται,
μέσα στον οίκον του Θεού, εν ιστενοχωρκούνται,
τζι’αρκέφκουν να προσεύχουνται, τζιαι να σταυροκοπιούνται.
Σαν Φαρισσαίοι φέρνουνται, εις στα παλιά που ζιούσαν,
π’ούλους τους νόμους του Θεού, τους εδιαλαλούσαν,
τζι’ανάθεμαν οι ίδιοι, πως εν τους ετηρούσαν.
Ακόμα μέχρι σήμμερα, τζιαι γέροντες τζιαι νέοι,
ανάμεσα τους τζιαι φτωσιοί, πλουσίοι τζιαι μεσαίοι,
πολλοί συμπεριφέρουντε, όπως οι Φαρισσαίοι.
Χαμπής Αχνιώτης