Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

[Η γειτονιά μου] Στίχοι του Πολύβιου Νικολάου

Η γειτονιά μου
Είναι κτισμένη μες τους άμμους
Έχει τες ρίζες στο γιαλό
Η γειτονιά μου
Κάθε νύχτα τη ξεθάβω
Μα πάλε πίσω χώνεται

Πιο πίσω / Νικολάου Πολύβιος



Να πάμε πιο πίσω
Να πάμε πρέπει πιο πίσω
Αλλιώς δεν γίνεται
Ο σημερινός μας τόπος
Η σημερινή μας ζωή
Φόρεσε φόρεσε
Πλύνε πλύνε, σιδέρωσε σιδέρωσε
Κομμάτιασε κομμάτιασε
Ξεφτισμένο ρούχο
Δεν μας χωρεί, δεν μας φτάνει
Αλλιώς δεν γίνεται
Να πάμε πρέπει στα περασμένα
Εκεί ν’ απλώσουμε λίγο τα πόδια
Να σκεφτούμε πάλι, να ξαναξεκινήσουμε
Από τα περασμένα
Να μιλήσουμε, αν θα μιλήσουμε
Να φωνάξουμε, αν θα φωνάξουμε
Κι ας μας ακούσουν μόνον οι νεκροί
Τ’ αποκεφαλισμένα αγάλματα
Τα κουφάλαλα σπίτια
Οι τυφλωμένοι δρόμοι
Οι χωρίς πόδια πλατείες
Όχι όμως με αυτά τα αστεία ρούχα
Της «άνετης προσωρινότητας»
Που πάσι να γίνουν ένα
Με το πετσί μας

Προδιαγραφή για τους νέους ποιητές από την Αμμόχωστο (Αποσπάσματα) / Νικολάου Πολύβιος

Γ
Σηκώνεσαι ελάχιστα
και βλέπεις στον άλλο Πενταδάχτυλο*
Φλαμούδι Δαυλό ιερή Ακαθθού*

μικρές πατρίδες της μέλισσας
που δεν τες τρυγάει κανείς
ξεροί βολβοί κυκλάμινων
που δεν τους χωρά’ η γη
σημεία των πολυβολείων
τώρα
ν’ αδιαφορούν

λιοχώρια των αιώνων
ν’ αποστρέφονται τον άνεμο
και τη μάνα του
και τη γενιά του
καρτζί*
στην άλλη θάλασσα

Κλείνεις τα μάτια επιστρέφοντας
ώρα που κατεβαίνει ο ήλιος
κι ο δρόμος παίζει μαζί σου
στες στροφές των υψάρων*
ανάμεσα Γαστριά και Πατρίκι*
η Βάλια σε αποχαιρετά
ίδια φιλία που αραιώνει
η μυρωδιά της
μόλις ο δρόμος ισιώνει κι ανοίγει
στο φως

Πρόκειται για την Αμμόχωστο
που σε πιτσιλίζει
χίλια κομματάκια το φως της πρώτης θάλασσας
σαν από πλατιά υγρή φλέβα υψάρων που συνεχίζεται
και σε προσεγγίζει ανεπαίσθητα
αυτό είναι λες το Πογάζι
καλός σταθμός
τα ζευγαράκια μετρούν το πέτρινο στήθος
της αποβάθρας
μέσα στ’ απλωμένα δίχτυα
τετραγωνίζεται όλ’ η θάλασσα [...]

-------------------------------------------


*άλλο Πενταδάχτυλο : αναφορά στη βόρεια (και πιο όμορφη) πλευρά του Πενταδάκτυλου που βλέπει προς τη θάλασσα και εξακολουθεί σήμερα να είναι κατεχόμενη.
* Φλαμούδι, Δαυλός, Ακανθού ή Ακαθθού : κατεχόμενα χωριά της επαρχίας Αμμοχώστου, στους βόρειους πρόποδες του Πενταδάκτυλου. Στην Ακανθού υπάρχουν πολλές και ιστορικές εκκλησίες, γι’ αυτό και
χαρακτηρίζεται από τον ποιητή ως «ιερή».
*καρτζίν (επίρ.): απέναντι
* Αναφέρεται στη λοφώδη τοπιογραφία της περιοχής αυ τής του Πενταδάκτυλου.
* Γαστριά, Πατρίκι, (Μ)Πογάζι : κατεχόμενα χωριά της επαρχίας Αμμοχώστου, στην αρχή της χερσονήσου της Καρπασίας
--------------------------------------------

Λ
Βεβαιώνεσαι για τα μέλη σου
και γίνεσαι πιο δυνατός
όπως η πόλη* σε βλέπει μόνο όταν τη βλέπεις
όπως η ελευθερία σε βλέπει
δεν είναι για σένα τα προσχήματα
να πεις θέλω τη γη μου
 --------------------------------------------------

*Πρόκειται για την Αμμόχωστο
 ---------------------------------------------------
η κλοπή δήθεν της γυναίκας του αδερφού του
ποιος την είδε σε ποιον το είπε
η παρεξήγηση με τον πατέρα του
για τον χαμό του αδερφού του
τόσο μεγάλος και δυνατός
πολεμιστής
πώς να τον πρόσεχε χωρίς να τον έθιγε

η πόλη
αρχαιότατη και τόσο νέα
να μετακινείται από ανάγκη
κατά το αρμύρισμα των υπογείων νερών
να κατεβαίνει και να κατεβαίνει
με άλλα ονόματα
αλλά πάντα η ίδια
με το μακρύ χέρι της ενδοχώρας της
να κρατά
μια θάλασσα πάνω και μια κάτω
η πόλη
μέσα στον ομφαλό της 
 να μεγαλώνει τη ζωή προσθέτοντας
κομμάτια από ένδοξο θάνατο
σου ανήκει αν είσαι πιο δυνατός
με άλλους μαζί ή μόνος
ελευθερίαν ποίει κι όλες τες τέχνες*
με τραγούδια τεχνοοικονομικά
και ποιήματ’ αναπτύξεως
να εμποδίσεις το αρμύρισμα των νερών
μην τύχει και ξεραθούν οι πορτοκαλιές
μην τύχει και ξεραθούν οι ψυχές
μην τύχει και η πόλη
μην τύχει και μηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμην
τύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχεικαιμηντύχ [...]



 ------------------------------------------------------------------
*ελευθερίαν ποίει κι όλες τες τέχνες : Πρβλ. «Μουσικήν ποίει και εργάζου» από τον
Φαίδωνα του Πλάτωνα

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Ουρανοδρόμιο: Ποιητική Συλλογή του Νίκου Ορφανίδη που εκδόθηκε το 1994 (Ακτή)

Το εωθινόν

Όλη τη νύχτα η πολιτεία βογγούσε ασταμάτητα
τα τροχοφόρα περιφέρονταν στους έρημους δρόμους
τα πουλιά κρύβονταν τρομαγμένα στις στέγες
τυλιγμένα σε κατακρεουργημένα σύννεφα
μια γυναίκα γύριζε στις καπνισμένες πλατείες στα στενά
φωνάζοντας εφιαλτικά ονόματα
Γιώργο Μιχάλη Λοϊζο
όλα τα παιδιά φευγάτα
στους τοίχους μόνο τ' αποτυπώματά τους
ήλθες και μού 'πες
τι κάθεσαι εδώ, τι περιμένεις επιτέλους;
εγώ ακουμπισμένος στα γόνατά σου να κλαίω
ύστερα πλάκωσαν οι παρελάσεις
οι φιλαρμονικές τα εμβατήρια
οι επίσημοι στις εξέδρες
χαιρετούσαν όλοι μ' ένα παράξενο τρόπο
τα διερχόμενα λάβαρα τα εορτάζοντα πλήθη
ζητωκραύγαζαν ανεμίζοντας σεντόνια καπνούς
τα παιδιά ξυπνούσαν νωρίς για το εωθινό
τριγύριζαν παντού χωρίς να ξέρουν
για το φόρεμά σου που ξεχάστηκε στη θάλασσα
για τα μαλλιά σου που ανεμίζαν την επερχόμενη βροχή
για το πρόσωπό σου που επέμενε ακόμα
σ' ένα θλιβερό πένθιμο σκοπό. 


***

Θάνατος Γ΄

Ο θάνατος είναι ένας παλιός γνώριμος
που στέκεται με τις ώρες στο στενό
σε περιμένει βαρυεστημένος στο σκοτάδι
βήχει βρίζοντας τον καιρό
ανάβει τσιγάρο ξενυχτά
έξω φυσά ένας δαιμονισμένος άνεμος
ανασηκώνει το γιακά της καμπαρντίνας του
τυλίγεται στο βρώμικο του κασκόλ
οι λιγοστοί διαβάτες τον προσπερνούν αδιάφορα
τα λεωφορεία άδεια κουβαλούν αγκομαχώντας
τους τελευταίους επιβάτες

εσύ κάθεσαι αμέριμνος στην τηλεόραση δίπλα στο τζάκι
χαϊδεύεις το γυμνό σώμα της αγάπης σου
η αγάπη σου σε κοιτάει ατέλειωτα στα μάτια
ένα βλέμμα βαθύ που σε διαπερνά, ανατριχιάζεις
χάνεσαι στα άγρια της μαλλιά στο στητό στήθος της
ψιθυρίζεις
ολοένα αναβάλλεις να φύγεις
ωστόσο ο θάνατος σε περιμένει
με το τσιγάρο να του καίει τα δάχτυλα
γιατί κάποια στιγμή οπωσδήποτε θα βγεις
κι εσύ στο δρόμο
είτε για τσιγάρα στο περίπτερο που διανυχτερεύει
είτε για να πάρεις λίγο αέρα
είτε για να γυρίσεις κρυφά στο άδειο σου σπίτι
και τότε οπωσδήποτε θα τα πείτε οι δυο σας
σαν παλιοί γνώριμοι
όπως τους φίλους από το στρατό
ή τους συμμαθητές στο Γυμνάσιο
που έχουν ασπρίσει ή καμπουριάσει από τον καιρό.

Το εωθινόν/ Νίκος Ορφανίδης

Όλη τη νύχτα η πολιτεία βογγούσε ασταμάτητα
τα τροχοφόρα περιφέρονταν στους έρημους δρόμους
τα πουλιά κρύβονταν τρομαγμένα στις στέγες
τυλιγμένα σε κατακρεουργημένα σύννεφα
μια γυναίκα γύριζε στις καπνισμένες πλατείες στα στενά
φωνάζοντας εφιαλτικά ονόματα
Γιώργο Μιχάλη Λοϊζο
όλα τα παιδιά φευγάτα
στους τοίχους μόνο τ' αποτυπώματά τους
ήλθες και μού 'πες
τι κάθεσαι εδώ, τι περιμένεις επιτέλους;
εγώ ακουμπισμένος στα γόνατά σου να κλαίω
ύστερα πλάκωσαν οι παρελάσεις
οι φιλαρμονικές τα εμβατήρια
οι επίσημοι στις εξέδρες
χαιρετούσαν όλοι μ' ένα παράξενο τρόπο
τα διερχόμενα λάβαρα τα εορτάζοντα πλήθη
ζητωκραύγαζαν ανεμίζοντας σεντόνια καπνούς
τα παιδιά ξυπνούσαν νωρίς για το εωθινό
τριγύριζαν παντού χωρίς να ξέρουν
για το φόρεμά σου που ξεχάστηκε στη θάλασσα
για τα μαλλιά σου που ανεμίζαν την επερχόμενη βροχή
για το πρόσωπό σου που επέμενε ακόμα
σ' ένα θλιβερό πένθιμο σκοπό. 

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στη Λευκωσία / Νίκος Ορφανίδης


Εισέρχεται έφιππος στην πόλη ο Γεώργιος Καραϊσκάκης
ντυμένος τη στολή εφέδρου αξιωματικού
μπαίνει κρυφά στο στενό δρομάκι
εισβάλλει έπειτα λαμπρός στη λεωφόρο
μεσάνυχτα ανεβαίνει καβαλλάρης στον ουρανό
ταξιδεύει με τον άνεμο με τα πουλιά με τ' άστρα στο πέτο.

Κι εμείς βαδίζαμε όλη μέρα
έτσι
με τα λεωφορεία και τα ταξί
με τις γυναίκες μας που γρατσουνάγανε το τζάμι
με τα σκοτωμένα σπουργίτια
με το κόκκινο χρώμα στη μνήμη
με το αίμα που στράγγισε στο πουκάμισο
με τα μαλλιά της αγάπης μας
που χύνονταν στις ριπές του φεγγαριού
με την ανάμνηση που σπαρταρούσε.

Έτσι βαδίζαμε όλη μέρα
μαζί κι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης
που εισέρχεται έφιππος στην πόλη
κεραίες ασθενοφόρα πτηνά σύννεφα
καράβια μαρμαρωμένα πανιά
αστραπές λυγμοί πολυβολισμοί ριπές
ανεβαίνει ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ντυμένος
την παράξενη στολή
έφιππος ανηφορίζει στα σύννεφα
καίγεται μαζί με το φεγγάρι με τα καράβια
με το σώμα του Γρηγόρη Αυξεντίου
που εγκαταλείπει την πόλη
όρθιος με ένα τραγούδι
κι ένα χαμόγελο απέραντα λυπημένο
ως το θάνατο. 

Τέσσερα ποιήματα του Kώστα Mόντη «Έλληνες ποιητές», «Άγνωστος στρατιώτης», «Πενταδάχτυλος προς Tούρκους εισβολείς», «Tης εισβολής»: Μελέτη του Νίκου Ορφανίδη

Ποίηση του Νίκου Ορφανίδη

Νίκος Ορφανίδης (βιογραφία)

Ο Νίκος Ορφανίδης γεννήθηκε στην Κυθρέα της Κύπρου το 1949. Ποιητής, πεζογράφος και δοκιμιογράφος. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κρήτης με το έργο του Ελληνισμός και Ελληνικότητα στον Καβάφη. Είναι εκδότης του περιοδικού λογοτεχνίας και κριτικής Ακτή, που κυκλοφορεί στην Κύπρο και στην Ελλάδα από το 1989.
Δίδαξε σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης στην Κύπρο. Για χρόνια δίδαξε στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Κύπρου φιλοσοφία και υπήρξε αποσπασμένος στην Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.  Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου και με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου.


Εργογραφία:

Ποίηση

(2008) Η λυπημένη στο μαγεμένο δάσος, Ακτή
(1999) Η άλλη βιογραφία, Ακτή
(1994) Ουρανοδρόμιο, Ακτή
(1993) Ο άλλος χειμώνας, Ακτή
(1989) Ανατολική θάλασσα, Εκδόσεις των Φίλων
(1983) Εντός των τειχών, Εκδόσεις των Φίλων
(1979) Τα τραγούδια της Περσεφόνης
(1975) Η περιπέτεια του ήλιου

Δοκίμιο

(2005) Επί πτερύγων ανέμων, Αρμός
(2002) Λόγος παραμυθίας, Ακτή
(1994) Με οργή, Ακτή
(1984) Είκοσι κείμενα
(1982) Μαρτυρία
(1977) Ο νεοελληνικός περίγυρος

Πεζογραφία

(2008) Το βραδινό λεωφορείο, Αρμός
(2000) Κλειώ, Καστανιώτης
(1997) Ο άγγελος έφυγε ευτυχισμένος, Εστία
(1995) Επιβατηγό «Ρέθυμνο», Πατάκη
(1986) Κυπριακό ημερολόγιο, Αστρολάβος/ Ευθύνη

Μελέτες

(2003) Ως θέλγητρον μυστηριώδες, Σχόλια στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Ακτή
(1997) Η θαυμαστή του πάθους κλίμακα, Δοκιμή στο αφηγηματικό έργο του Γεωργίου Βιζυηνού, Ακτή
(1997) Ο ελληνικός Καβάφης, Παρουσία
(1992) Όραμα και ματαίωση στον Παντελή Μηχανικό, Ακτή
(1990) Η λογοτεχνία του μυστικού δρόμου και άλλα νεοελληνικά, Ακτή
(1985) Η πολιτική διάσταση της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη, Αστήρ

Φιλοσοφία


(1987) Δοκιμή για μια φιλοσοφική στοιχείωση, Δωδώνη



αναδημοσίευση από: http://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=SPG785

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ / Ορφανίδης Νίκος



Ύπνε που παίρνεις τους καημούς
πάρε και τον πατέρα.

Πάρ’ τον στον άσπρο κόρφο σου
μές στις βαθιές σπηλιές σου.

Πάρε και τον πατέρα μας στα σύννεφα
στο άσπρο του πελάγους
ντύσε τον με το βαμβάκι της αυγής
τον ουρανό και τ’άστρα.

Ύπνε που παίρνεις τους λυγμούς
δέξου και τον πατέρα.

Στην αγκαλιά σου πάρε τον
μές στο ζεστό σου κόρφο
γίνε μητέρα και πηγή και όνειρο
για να ξεχάσει δώσε του
το ξόρκι
τη νύχτα με τα μάγια της
τις μαγεμένες βρύσες.

Ύπνε που παίρνεις το κακό
τύλιξε τον πατέρα
στα μαγικά σου σύννεφα
μές στην κροκάτη γάζα
στο μούχρωμα του δειλινού.
Μές στα στεφάνια κρύψε τον
στην αυγινή την ώρα.
« Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα μας»
στο σύννεφο
μές στο γαλάζιο στρώσε του
μαντήλι για να κοιμηθεί.
Η Λυπημένη στο μαγεμένο Δάσος-


Δημήτρης Κατσούρης (μικρή αναφορά)

Κατάγεται από την Κύπρο. Ασχολείται με την ποίηση. 

Σε περίπτωση κινδύνου / Δημήτρης Κατσούρης


Σε αναγνώρισα.
Ήσουνα χθες
στην ανάποδη
βάρκα των χειλιών μου.
Κουπιά δεν κράταγες.
Φιλούσες όμως το κατάστρωμα
με ύφος μελαγχολικό
και με την απουσία σου
να σαλπάρει
στα εκατέρωθεν
Δεν το κατάλαβα
όμως γιατί δε μπήκες;
Ή δεν ήταν ανοιχτά
ή που δεν προσπάθησες.
Γι’ αυτό αφήνω πάντα
λίγο κόκκινο στο κάτω χείλος
έτσι για να ξέρεις από
πού να φύγεις
σε περίπτωση κινδύνου.

Εφόρμηση / Δημήτρης Κατσούρης


Πίνεις ασταμάτητα
το ένα μετά το άλλο
και σου ανήκουν δε λέω
- και τα τσιγάρα και
η μελαγχολία -
αλλά το λοιπόν
εγώ που σε είδα
να σαλπάρεις με τον καπνό
του καραβιού σου
μπορώ να μπω
στο τελευταίο τσιγάρο
στο πακέτο σου;

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Ερωτικά του Χαμπή Αχνιώτη

1
Μέσα στο Βατοπαίδιον,
αν βκάλουν έτσι σκέδιον,
φέτη το καλοτζιαίρι,
σε θρόνον να με βάλουσιν,
γούμενον να με κάμουσιν,
να μου φιλούν το σιέρι,
ούλα χαμνώ τα του βουνού,
άμα μου πει η Ελενού,
εν να γινούμεν ταίρι.
2
Τα σιείλη σου εν ζάχαρης,
οι ρόγες σου εν μέλη,
τζι’ ολόκληρον το σώμα σου,
των μελισσιών κυψέλη.
3
Σ’έναν ποτζίν μιτσικουρίν,
να βάλω μέσα νακκουρίν,
αν μου το επιτρέπει,
που το νερόν πουν να νιφτεί,
όποιος τυφλός θα τ’αλειφτεί,
εφτείς θα ξαναμπλέπει.
4
Άμα μου είπεν καθαρά, καλέ μον να πεθάνω,
γιατ’ έχω όγκον στο κορμίν τζιαι δεν μπορώ να γιάνω,
έπιασενμε μια τρεμουσιά,
τζιαι νόμισα η στιασιά,
πως έππεφτεν που πάνω.
5
Αν με δακκάσει μια κουφή,
τζιαι κάμει τζιει, πως εν να φει,
θα την ευκαριστήσω,
γιατί αφού μ’αρνήθηκες,
τζιαι δεν με ελυπήθηκες,
εν θέλω πιον να ζήσω,
όμως θα κάμω μιαν ευτζιήν,
για σέναν κόρη την κατζιήν,
προτού να ξεψυσιήσω,
άμα το σώμαν μου ταφεί,
έτσι τζιαι σέναν μια κουφή,
να σε βουρά που πίσω.
6
Να δέχετουν να μ’έπαιρνεν, κοντά της σαν αρκάτη,
τζι’η πιερωμή μου ναν φιλιά,
νάμαι παιδίν του βασιλιά,
αρνιούμαι το παλάτι.
7
Τηλέφωνον μου χτύπησεν, τζι’είπεν πως με πεθύμησεν,
κοντά της τουν τες ώρες,
τζι’ευτείς στα βούρη έππεσα,
τζι’όπως εβούρουν έρεσσα,
τζιαι κάρα τζιαι μοτόρες.
Χαμπής Αχνιώτης

Παραδοχές / Εύα Νεοκλέους

Πώς να τ’ αντέξω τούτο τ’ όνειρο
έτσι που βγήκε απ’ την αρχή κλεμμένο.
Μετέωρα βήματα.
Τώρα, η ώρα της σιωπής
τώρα, του ανείπωτου πόνου οι μέρες.
Θα κλείσω του γαλάζιου τα παράθυρα
σαν τις καλές τις παρενθέσεις της ελπίδας
θα βγω ξανά στα βολικά και γνώριμα
έτσι, καθώς ταιριάζει στη ζωή
την καθώς πρέπει.
Κι όταν τα όνειρα
τις νύχτες θα ουρλιάζουνε
————–τη φρίκη της παραίτησης
————–θα καταθέτω…