στάθηκε αφορμή να γραφεί
από τον Χριστόφορο Παλαίση
το παρακάτω ποίημα.
Στο κάστρον τους επήρασιν κι εμείναν
κρατημένοι
όταν ήλθεν η μέρα τους η προσδιορισμένη
στον Διοικητήν της Λάρνακος και εις τους
συγγενείς τους
ο Αρμοστής εδήλωσεν το τέλος της ζωής τους.
Μαρτίου 2 έγραψεν πρέπει να κρεμασθώσιν
όπως επράξασιν κι αυτοί έτσι να βραβευθώσιν.
Μέσα στου κάστρου την αυλήν κρεμάλες δυο
εστήσαν
η μια διπλή κι άλλη μονή και τες εκανονίσαν.
Ημέραν Τρίτην το λοιπόν εις τες 7 η ώρα
πρώτον τους τρεις προσφέρουσιν εις την
κρεμάλαν δώρα.
Όταν τους ετραβήσασιν, Θεέ μου μην το δώσης
με φίλον μου μήτε εχθρόν ποτέ μην αξιώσης,
εμουγκαρολογούσασιν με μιαν φωνήν μεγάλην
σαν κλαι’ κουδέλλα για τ’ αρνίν, κατσέλλα
για δαμάλιν,
αλλά τ’ αθώα πλάσματα που ’κάμαν τέτοιον
χάλιν
κοιλιές με δίχως έντερα κορμιά χωρίς
κεφάλιν.
Μιαν παροιμίαν τακτικά ο κόσμος συναφέρνει,
’κείνος που δίδει μάχαιραν πάλιν μάχαιραν
παίρνει.
Λοιπον στον τόπον της θηλιάς όταν επλησιάσαν
μ’ έναν πανίν τα μάτια τους που πάνω τα
σκεπάσαν,
εις τον λαιμόν τους το σχοινίν κατόπιν
επεράσαν
και σαν αρνιά στο μακελειόν έτσι τους
εκρεμάσαν.
Ο Διοικητής κι ο ιατρός κατόπιν εξετάσαν,
όταν εξεψυχήσασιν και τους εκατεβάσαν.
Εις τες 9 τους άλλους τρεις τα ίδια εκάμαν,
οι συγγενείς εφύρνουνταν απ’ έξω που το
κλάμαν.
Στους συγγενείς εδώσαν τους όλους και τους
εθάψαν
κι όσ’ είχαν μάναν κι αδελφήν που πανωθιόν
εκλάψαν.
Τοιουτοτρόπως ένδεκα πλάσματα εχαθήκαν,
γυναίκες εχηρεύσασιν, παιδιά ορφανευθήκαν.
Επεξηγήσεις γλώσσας:
εμουγκαρολογούσασιν (μουγκαρίζω=κλαίω γοερά)
κουδέλλα=προβατίνα
κατσέλλα=αγελάδα
δαμάλιν=μοσχάρι
συναφέρνω=αναφέρω, θυμίζω
φύρνομαι=λιγοθυμώ