Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ / Μαρκίδης Α. Γεώργιος

Κλεισμένος στο χωριάτικο κελί μου δε νυστάζω.
Τους χωρικούς ύπνος βαθύς τους έχει τώρα πάρει, 
κι εγώ σκυφτός ολονυχτίς με το κερί διαβάζω, 
απ΄ έξω έχοντας σύντροφο τ΄ αγέρι του Γενάρη.

Κάποιες σελίδες του φτωχού νησιού μ΄ ανατριχίλα
διαβάζω της ατέλειωτης τούτης βραδιάς τα μάκρη,
κι αργοσταλάει το κερί στης ιστορίας τα φύλλα. 
Θαρρείς στον πόνο του νησιού πως χύνει κι αυτό δάκρυ. 

ΡΟΛΟΓΙΑ / Μαρκίδης Α. Γεώργιος

Οι δείκτες σας μες στη χαρά βιαστικά περνάν 
σάμπως φτερά γοργόλαμνα, φτερά πάν΄ ανοιγμένα, 
μα μες στον πόνο μας θαρρείς πως σιγοξεκινάν 
σα δεκανίκι αργόσυρτα, κι οκνά και μουδιασμένα. 

ΕΙΠΕ / Μαρκίδης Α. Γεώργιος

Χαρίζεις την πιο πάγκαλη τ΄Απριλομάη γλυκάδα
και λυρικό μες στη καρδιά γοργοκυλάει μεθύσι.
Πα στην ψυχή μου ανείπωτη κρυφάπλωσες ανθάδα, 
και την ψυχή μου αγάπησα γιατ΄ έχει σ΄ αγαπήσει. 

ΜΙΣΕΜΟΣ / Μαρκίδης Α. Γεώργιος

Σαν έφευγες ψιλή  βροχήσυμβόλιζε το κλάμα
των γύρα,που κρυφόκλαιγαν στο μαύρο χωρισμό,
και τ΄ ανεμόδαρτα κλαδιά μοιάζαν θαρρείς αντάμα
μαντίλια αργοκινούμενα σ΄ αποχαιρετισμό.

Μαρκίδης Γεώργιος Α. (αναφορά)

Γεννήθηκε το 1882
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το έργο του Λιπέρτη.
Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες της Κύπρου.
Έγραφε σύντομα ποιήματα,κυρίως τετράστιχα.

Χαλλούμας Σάββας (μικρή αναφορά)

Γεννήθηκε το 1945.
Απόφοιτος του Παγκύπριου Γυμνασίου και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου


Ποιητική Συλλογή: 
Αναλαμπές  στη νεκρή γη 

[Το να βαρέσης την σάλπιγγα]

[...]

Το να βαρέσης την σάλπιγγα
δεν χρειάζεται 
παράένας κόμπος φωνής. 

ΑΓΧΟΝΗ ΤΟΥ ΠΕΝΘΟΥΣ

Κίτρινες νύχτες του Νοεμβρίου. 
Ατμοί από θειάφι κι΄ ανήμερους ίμερου.
Ωχρό λείψανο,το κερί των ιερέων,
η σβηστή ψαλμωδική φωνή τους
δάκρυα,λυγμοί,μάταιοι θρήνοι. 

Τρυπάς τη γη με τα σπασμένα, 
κατάλευκα δοξάρια των οστών σου.
Απ'  τις λιωμένες σάρκες σου
μια γιασεμιά γεννήθηκε 
λευκοντυμένη νύφη, 
στολίδι και πληγή για το κορμί σου .

Ξερή πολιτεία, εγκαταλελειμμένη,
λευκοί σταυροί.
-σιωπηλά κυπαρίσσια- 
άδειοι ομιχλώδεις ουρανοί. 

Όταν έφυγες έζησα πολύ κοντά στην τρέλλα
οδοιπόρησα σκληρά,
πλήγωσα τα πόδια
μέσα σε λίμνες αιχμηρές. 
Όταν έφυγες, 
έμεινα μόνος 
δίχως νερό,δίχως έρωτα, δίχως πίστη. 

Όταν σου διάβασαν τις τελευταίες ευχές 
έσπασε- σκορπίστηκε στους τέσσερις ανέμους
η ζωή μου.
Λυδία, δεν μπορείς να δεις 
τις χαρακιές στο δέρμα,
-αφού οι γαλαζοχάντρες των ματιών σου
έγιναν χώμα. 
Τ΄ ατσαλένια μου φτερά τσακίστηκαν.

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΑΝΑΜΟΝΗΣ(απόσπασμα) του Νίκου Πενταρά

Οι στιγμές
που τριγυρνούν από ώρα σε ώρα
και μαζεύουν τη γύρη απ' τις μέρες μας
το νέκταρ απ' τα χρόνια μας
είναι που φτιάχνουν την κερήθρα
με το μέλι της ζωής
γι’ αυτό άσε το καράβι
της άγονης γραμμής των επαναλήψεων
και πάψε πια να μιλάς
για πειρατείες ονείρων .

[Μια σπίθα στιγμής] του Νίκου Πενταρά

Μια σπίθα στιγμής
ανάβει τα χαράματα
και πυρπολεί τα ηλιοβασιλέματα.
Μύριες ομορφιές στο χέρι!

Ρημαγμένα καφενεία


Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.
Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ΄ την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις,
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθος-
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε

στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

ΩΣ ΠΟΤΕ.... Φλόγας Νάσος

Ως πότ΄ ένα παράθυρο 
κλειστό, θα μας πληγώνη;
Τυφλή μια φεγγαρόπορτα
θα μας καταπονά;

Αλύτρωτα στα στήθια μας
ως πότε θα ν΄ τ΄ αηδόνι, 
κ΄ η έγνοια για το πρόσκαιρο, 
θε να  μας τυραννά. 

Η ΦΩΝΗ ΜΑΣ / Φλόγας Νάσος

Αβασίλευτος πάντα
καλπάζει, 
με μια έγνοια θολή, 
ο αυτάδελφος άνεμος. 

ΜΗΝ ΑΝΤΙΛΕΓΗΣ / Φλόγας Νάσος

Μην αντιλέγης 
στα πουλιά,
στους κουρασμένους ήλιους, 
ορθός, μέσ΄ στους ανθώνες. 

ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ / Ποταμίτης Δημήτρης

Τούτη η φωτιά                                       αόρατος
ήταν ό, τι σε κυνήγησα                          αδιαμόρφωτος
ό, τι με κυνήγησε                                   αεικίνητος
ό, τι αγάπησα                                         πουλί της φωτιάς 
ό, τι με αγάπησε.                                   και ποίηση 
Πέρα απ΄  τα χρώματα                          χωρίς συνήθειες      
γυμνός                                                   και αμετανόητος.