Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Στην ομορκιάν της / Λιπέρτης Δημήτρης


Τόμου φανείς, λαμποκοπά ο τόπος,
σπαγιάζουνται τζι οι λας που σε θωρούν,
που τους αντζέλους έφυες αλώπως,
τζαι κλαίουν, το στραφείν σου καρτερούν.

Κάθε σου κλώσμαν, γέλιον τζι αμμαδκιά σου
αννοίει στράτες πό 'χουσιν κρεμμούς,
παράδεισος έν' η κορμοστασιά σου,
μμά συμπουρκά τζαι πόνους τζαι καμούς.

Ο Πλάστης έβαλεν τα δυνατά του
τζι έκαμέν σε με τόσην μαστορκάν
τζι αν σ’ άφηκεν να φύεις που κοντά του,
έν' που το σκέφτηκεν στην υστερκάν.

Τζι είπεν: στον κάτω κόσμον ας την πέψω,
για να ξηννοιάσω πκιον, να ποσπαστώ,
μέμπα τζαι ξηστρατίσω τζαι μπερτέψω
τζι εγιώ, σγοιαν τους αθθρώπους, κολαστώ.

Τζαι πόφοατζι εμείς εννά του πούμεν:
τους νόμους του για τέθκοιαν ομορκιάν
πως εν νέν' βολετόν να τους κρατούμεν,
γιατ’ έχουμεν τζαι γαίμαν τζαι καρκιάν.

Το φιλίν σου / Λιπέρτης Δημήτρης

Αν ήτουν βολετόν για να ξηχάσω
πως είμαι ζωντανός τζαι παρπατώ,
τον Πλάστην μου να τον παραμερκάσω
που πάντα μου ποκούμπιν τον κρατώ
τότες ξηχάννω τζείνον το φιλίν σου.
Αμμά τζαι φούχτα χώμαν να γινώ
μιαν τζι η ψυσή μου έν' τωρά μαζίν σου
εννά 'ν' τζαι τότες... Ενσ’ αλλησμονώ.

Τ'αμμάδκια της / Λιπέρτης Δημήτρης


Τ’ αμμάδκια σου τζι η θάλασσα εν έχουν δκιαφοράν
τζι όπκοιος τα δει τζειμέσα τζει πάει να ταξιδέψει,
ταξίδιν πον το έκαμεν καμμιάν άλλην φοράν,
γιατί μές στην παράδεισον ορπίζει να κονέψει

'Μμα τόμου μεσοπέλαα χαλάσει ο τζαιρός
πόν' να δικλήσεις να τον δεις τζαι να τα πελλετήσει
εννά του μείνει του φτωχού ορμός ποττέ γερός,
πον έσει ξέρην πκιον να δει τζι ορπίδαν ν’ αρμενίσει!

Εννά τριχομαλιάζεται, να κλαίει μανιχός του
για το ταξίδιν πο' 'καμεν τζι εστάθην ο χαμός του.
Tζι εγιώ ο κακομάζαλος που χάσσω τζαι θωρώ τα
τζαι λαμπασμένος ύστερις τζαι λαωμένος πρώτα.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Δίστιχο / Λιασίδης Παύλος

«Έχω κορμίν πολλά παλιόν, μα νουν του νέου κόσμου,
στες τρεις σιηλιάες τζι αν πλαστείς, είσαι σανότζιαιρός μου!»




Μετάφραση:



Έχω κορμί πολύ παλιό, αλλά μυαλό του νέου κόσμου,
και το τρεις χιλιάδες να γεννηθείς, θα είσαι συνομήλικος μου!

Είμαστιν γέννημαν του φου / Λιασίδης Παύλος


Εν την ι-ξέρουμεν εμείς την νύχταν μάναν μας,
με που το ψέμαν καρτερούμεν σωτηρίαν,
είμαστιν γέννημαν του φου τζαι της Ανάστασης
τζαι για να γράψουμεν τζινούρκαν ιστορίαν!

Εις την θεάν την τύχην τσίττοςεν πιστεύκουμεν
τζι ας έσει ’κόμα που φιλούν το πρόσωπόν της.
Ένε των πούτρων ομορκιά, πογιών κοτσίνισμαν,
λείπει το χάρισμαν, νάν’ κάλλος φυσικόν της!


Ένι τζι η κόρη της Αλήθκειας που γεννήσιος της,
’μμά ’ν’ αντζελόμορφη!... τζι αγέραστη στα γρόνια!
θέμα χαρίζει φως τζαι ζήσην εις τους φίλους της
τζι όι στραβάραν, φτώσειαν, πείναν τζαι κανόνια..

Ερωτικά παραπονιάρικα Κακοτυσιόν / Λιασίδης Παύλος

Ήτουν Απρίλλης μήνας τότες που σ’ αγάπησα,
μέρ’ ασυννέφκιαστη τζαι τα δεντρ’ αθθισμένα!
αχ! τζι η ζωή μας τότες έμοιαζεν αντζέλισσα,
γλήορα όμως εγινήκαν περασμένα!

Πρώμα τζι έτσ’ άξυππα εσιόνισεν ο Μάρτης μας
τζαι των χαρών μας τα πουλιά, τα καημένα,
που ’ρταν τζαι χτίσασιν φουλιές μες στα ποκλώνια μας,
εξηψυσήσαν με τα φύλλα, μαρκωμένα

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Θυμάσαι; / Λαμπής Γιάννος





 


Θυμάσαι; Τις νύχτες στο κήπο μας είχαμε πάντοτε γιορτή,


κολυμπούσαμε μέσα στα χρώματα και τα λουλούδια,


ο ουρανός κατέβαινε και μας σήκωνε στη πλάτη του,


κι εμείς στ’ απέραντο του, σχεδιάζαμε ταξίδια



Θυμάσαι; Τα σύννεφα έστυβα, τα χείλη σου να ξεδιψάσεις


κι από τ’ αστέρια έκλεβα το φως, στο δρόμο σου το σκόρπιζα


μην τυχών και στο σκότος εσύ τρομάξεις


 

Τώρα στην δική μας την αυλή, φύτρωσε χορτάρι μαύρο,


κι έχει η καρδιά, σαν δειλινό, τα πέταλα της κλείσει,


δεν κελαηδούν τ’ αηδόνια, μόνο σκούζουν ακρίδες νηστικές


που κρέμονται απ’ τα σάπια δόντια τους, βατράχων σάρκες



Στου προδομένου την αυλή, κουρνιάζει η νύχτα στ΄ αγκάθια,


κοράκια μαύρα παντρεύονται τον ήλιο  και τη βροχή,


κολυμπούν σε ένα πηγάδι αίμα, και φέρνουν στο φως


πικρό, δύσμορφο τον αμαρτωλό καρπό τους,


που πνίγει την αγάπη, με της ψευτιάς του, τις αναθυμιάσεις.

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Λεμεσός

Η πόλη μου ένας παράλιος δρόμος
γαζίες, υπαίθρια καφέ, νυχτερινοί ευκάλυπτοι
φωτογράφοι τουρίστες
διατηρητέα λήθη.

Η πόλη μου μια γυναίκα
που χουζουρεύει ανόητα
σε δανεικά σεντόνια
και κοιτάει αχόρταγα απ’ το τζάμι
στωικούς φοίνικες
και παραταγμένα καρποφόρα.

Η πόλη μου κάθε Κυριακή
πάει ποδηλατώντας στο δασάκι
κι αναπνέει για όλη τη βδομάδα.

Τα καλοκαίρια βάζει ένα καουμπόικο καπέλο
και φουστανάκι ελάχιστο
για να βρει το σώμα της που παίρνει
κάποια στιγμή φωτιά.

Δίψα

Πάνω από ένα πηγάδι
σκύβουμε κουρασμένοι σε νερό διάφανο
και γίνονται όλα αβαθή
ελαφρά και αθώα
σε ρυθμό αργοκίνητων βλεφάρων.

Άλλοτε το νερό έχει μια γεύση ματαίωσης
όπως όταν είπαμε φτου κι ελευθερία
και μας είπαν όχι, παίξτε μόνοι σας.
Ωστόσο τίποτε δεν είναι όπως παλιά
ο Νοέμβριος τώρα κρύβει καλοκαίρια
που καίνε όλες τις μνήμες
όλα τα επίτηδες αφημένα χνάρια ατυχών ερώτων.

Πάνω από το πηγάδι
η ομορφιά του κόσμου πιάνει φωτιά
αγγίζονται τόσα σώματα
και τρέμει το νερό.

Επιπλέον είναι μοναδική αυτή η ιδιότητά του
να μας ενοχοποιεί για αφωνία
ή παιδικές εξομολογήσεις.
Ακόμα.

Απογυμνωτής καλωδίων



Ο τόπος κοινός.
Ερυθρός, με βαλβίδες, κοιλίες, υγρασίες
Πάλλεται σ’ όλα τα σώματα
Έχει ρυθμό και απλότητα.
Τον ορίζουν τα πρόσωπα των άλλων
Που κουβαλάμε εκ γενετής για ν’ αγαπήσουμε.
Ως τη στιγμή που φτάνει ο έρωτας
Να κάνει τα ασήμαντα σπουδαία
Και μέγιστα τα μικρά.
Είναι μια εμπειρία έξω από μας
Καθόλα χειρωνακτική, παρόλ’ αυτά απλή
Σαν φυσική αλλαγή ονομάτων.
Όπως όταν σε είδα και γέμισε η νύχτα φως.
Κύματα ευφορίας κάλυψαν τα σκληρά υλικά
Κάθε καλό αγωγό της θλίψης. Κι εκείνη
Η πρώτη χαρά σήμανε τη ροή του αίματος για πάντα.
Έκτοτε γυρίζω με καλώδια γυμνά
Στην ακτή των ευνοημένων
Στις παρυφές του εσύ. Εκεί που το εγώ μου
Γίνεται παιδί και παίζει σχοινάκι όλο το απόγευμα.

Αποκλειστική ενασχόληση

Όταν σμιλεύεται ένα ποίημα
δε γράφεται τίποτα καινό στο νου
κανένας στίχος δε γεννιέται
ούτε μύθος
ούτε θρήνος.
Οι λέξεις που διαλέγεις μαλακώνουν
για να ζυμωθούν
για να πονούν λιγότερο.
Η θέση που ορίζεις για το ανάμεσα ή το περίπου
είναι αυθαίρετη
και η δειλία σου κάνει το «και» μεγάλο και τρανό.
Οι περιττές αναφορές ζυγώνουν
και γελούν με το χρόνο που αφιέρωσες
κυρίως για τον τίτλο.

Αύριο ίσως

Ίσως κάποτε μπορέσω
να παραβιάσω την αυτάρκεια των ενδυμάτων
και να εισέλθω πανηγυρικά
στο βαθύτερο μέσα σου. Το δέρμα
έχει πολλές εισόδους. Σαν το μυαλό.

Δε θα με νοιάζει τότε αν έβαλαν όριο
ηλικίας και πίστεων.
Θα ’ναι μια πολύ ζεστή μέρα
με φως κατ’ επιλογή
και υγρασία ρυθμιζόμενη.
Θα μπω λοιπόν ειρηνικά
με τη σιγουριά της ευτυχίας
που σημειώνει ημερομηνίες και χαρούμενα
αναρριχώμενα μοτίβα.

Σήμερα, αύριο, ποιος ξέρει. Στην άλλη ζωή
ίσως. Με φωτάκια αναμμένα
και φιλικά τραγουδάκια
ανάμεσα στα βήματα ή τις παύσεις.

Προς το παρόν θα κόψω το τσιγάρο
και θα περιμένω. Αύριο βλέπουμε.

Το γυαλί



Σπάει και κόβει τα χέρια σου
κρατάει κρύο το νερό που πίνεις
διατηρώντας τις ασφαλείς αποστάσεις ανάμεσά μας.
Δεν είναι τυχαίο που γίνονται από γυαλί
κτίρια και γραφεία
τραπέζια για φαί
και σχέσεις.

Με την κατάλληλη επεξεργασία γίνεται καθρέφτης.
Σπάει παντού και σε κόβει
κρατάει κρύο το χαμόγελο
διατηρώντας την εγωπάθεια ζωντανή
κι αποσπά την προσοχή από το μέσα μας.

Κάποτε για το γυαλί θα γράψω κάτι.

δηθεν

Ήμουν πάντα αφοσιωμένη στην κυριολεξία
μ’ εμμονή που απογυμνώνει
τις σιωπές
και θρονιάζει την αληθοφάνεια
στο τραπέζι το μεγάλο, το καλό.
Για παράδειγμα.
Αν πετά χαμηλά ένα πουλί
Λέω: πλησιάζει στη γη το φως.
Κι όταν μας απειλεί ο πόλεμος
Λέω: τρώγοντας έρχεται η όρεξη.

Υποψήφιες αγάπες ενίοτε γυρεύουν
αποδείξεις καλής θελήσεως
συγκεκριμένων προδιαγραφών.
Όσα εκατοστά χαμόγελο
τόσες προσκλήσεις για καφέ
πάρτι γενεθλίων ή Χριστουγέννων
εκδρομές με συγγενείς ή φίλους.

Θέλω να ξέρω τι εννοούν.
Ελάτε να πιούμε έναν καφέ μετά δακρύων;
Να φάμε μαζί μη βάλουμε τα κλάματα γιορτή που είναι;
Ή να καθόμαστε πολύ κοντά
να μην ακούγεται ο χρόνος;

Ήμουν πάντα μανιακή της όρασης
τόσο οικειοποιήθηκα τους οφθαλμούς των άλλων.

Στασίνος (μικρή αναφορά)

Ο Στασίνος ήταν Έλληνας αρχαίος επικός ποιητής από την Κύπρο.

Του αποδίδεται η συγγραφή του βιβλίου Κύπρια Έπη, του οποίου σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα από τον Φώτιο στη Μυριόβιβλό του. Το βιβλίο αναφέρει τα γεγονότα πριν τον Τρωικό πόλεμο μέχρι την Ιλιάδα του Ομήρου, αποδίδεται δε και στον Ηγησία, με επικρατέστερο τον Στασίνο.
Σύμφωνα με μια παράδοση, γυναίκα του ήταν η Αρσιφόνη, κόρη του Ομήρου. Ο Όμηρος, επειδή ήταν φτωχός, του έδωσε προίκα το ποίημα Κύπρια έπη. Ο Αδαμάντιος Κοραής στα Άτακτα αναφέρει ότι η Αρσιφόνη ήταν γυναίκα του Ομήρου, γνωστή επίσης ως Αρσινόη.