της Μαρούλλας Πανάγου
Δύο μέρες πρίν τα Χριστούγεννα
γίνονταν δυο φουρνιές από τα ζυμώματα. Η μια ήταν οι κουμουλιές (Τα παξημάδια) κι
η άλλη οι γεννόπιττες. Σησαμένα ψωμιά και κεντημένα από λουρίδες ζυμαριού που
έπλαθαν οι νοικοκυρές (Όπως είπε και το κριθάρι μια φορά στο σιτάρι. Εμένα με τρών
τα κτηνά μα εσέναν περιπαίζουν σσε οι γεναίτζιες ) Με το πλασμένο λοιπόν
κουλουρωτό ζυμάρι έκαναν διάφορα σχέδια όπως αστέρια, λουλούδια , δενδράκια, κ,λ,π
κι έπειτα τα βουτούσαν στο ασπρισμένο σισάμι που περιείχε μαυρόκοκκο και
αρτησιά για να δίνει όμορφη μυρωδιά στα ψωμιά. Μετά ψαλίδιζαν γύρω - γύρω το
ψωμί με το ψαλίδι που σχηματίζονταν δοντάκια. Με τον ίδιο τρόπο έφτιαχναν και
τους άρτους ή το πεντάρτι όπως λεγόταν όταν θα έκαναν γιορτή σε κάποιο άγιο……
Οι κουμουλιές ή τα παξιμάδια
γίνονταν με ξεχωριστό ζυμάρι .Πρόσθεταν μαστίχα μαχλέπι ζάχαρι και ρίζιαζαν το αλεύρι
με λάδι . Έπειτα μπορεί να το ζύμωναν και με γάλα κ.λ.π. Όταν φούσκωνε το
ζυμάρι που ήταν μαρουλλάτο (Οχι πολύ σκληρό ) το έπλαθαν σε κουλούρι το δίπλωναν
σε ζικ-ζακ και έκοβαν το κάθε δίπλωμα που σχημάτιζε μύτη. .Μετά στο σησάμι και
τα άφηναν να φουσκώσει και πάλι μέχρι να ξαναπυρώσει ο φούρνος . Σε μια ώρα
έτοιμα μοσχομυριστά τα έσπαζαν εκεί που ήταν το δίπλωμα και τα έριχναν πίσω
στον φούρνο για να ποξιμαδκιαστουν (Να ξεραθούν)
Την επομένη, παραμονή Χριστούγεννα
αρχίζουν να ανάβουν τα Χαρτζιά*(Χάλκινα καζάνια) για να χογλάσει το νερό.
Δυο -τρεις άνδρες κάνουν το χρέος
του χασάπη και σε λίγο οι στράτες του χωριού ολοκόκκινες από το αίμα των
χοίρων.
Ο σφαγμένος χοίρος τοποθετείται
στην βουκάνη* (Η σανίδα που τραβούσαν τα βόδια για το αλώνισμα)που έχει
στερεωθεί πάνω σε δυο κοφίνια, κι αρχίζουν το καθάρισμα.
Λούζουν τον χοίρο με το χογλαστό
νερό κι αρχίζουν να ξύνουν την πέτσα του, μέχρι να καθαρίσει. Ακολουθεί το
ξηντέρισμα και το μαγείρεμα του συκωτιού (Του βλαντζιού) κι εμείς πιτσιρίκια να
περιμένουμε πως και πώς, την φούσκα. Πού ήταν ένα είδος ψυχαγωγίας με τα
πενιχρά οικονομικά που διάθετε τότε ο περισσότερος κόσμος
Με την βοήθεια της στετές*
(Γιαγιάς)την καθαρίζαμε κι έπειτα με ένα ψιντρό καλάμι σαν μασούρι την
φουσκώναμε. Μέχρι που γινόταν ένα πελώριο μπαλόνι. Την δέναμε και για ολόκληρη
την μέρα ήταν το καινούργιο μας παιγνίδι.
Και τότε άρχιζε ο ρόλος και πάλι
των νοικοκυρών να ετοιμάσουν τα κρέατα. Όπως τα σαρτσιερά,(Παστά ) το λαρδί και
να κοπούν τα τσιρίντζια για τα λουκάνικα .
Τα σαρτσιερά όπως και οι τερτσιήες
ήταν το ψαχνό κρέας και τα παγίδια, που τα αλάτιζαν και τα άφηναν όλο το βράδυ
να φύγουν τα υγρά. Έπειτα, ο κουπανισμενος κόλιαντρος κανελλογαρύφαλλο και
πιπέρι τα σκέπαζαν όπως και τα ψαρούδια που ήταν το φιλέτο και τα κρέμμαζαν
στον ήλιο να στεγνώσουν ή στην νησκιά (το τζάκι) για να καπνιστούν. Το λαρδί το
αλάτιζαν με χοντρό αλάτι μόνο και το κρεμούσαν από την στέγη ή στον στύλλο που στίριζε
την νεφκά.(Η ξύλινη δοκός που κρατούσε την στέγη) για να ξεραθεί και έπαιρνε
κάπου σαράντα ημέρες. Με κανένα τρόπο δεν έπρεπε να το δει ο ήλιος αλλιώς
έπαιρνε ταγκή γεύση .
Ακολουθούσε μετά το κόψιμο για τα
τσιρίντζια (μικροκομμένα κομμάτια από κρέας και λίπος και που χρειαζόσουν
αρκετά ακονισμένα μαχαίρια μέχρι να τελειώσεις . Τα τοποθετούσαν στο σκαφίδι τα
αλάτιζαν, πάλι με χονδρό αλάτι και για μια βδομάδα τα έβαζαν στο στερκό (ξηρό )
κρασί . Μετά την τελευταία μέρα πρόσθεταν τον σχοίνο τα μπαχαρικά και τα
περνούσαν στα καθαρισμένα άντερα. Τα άντερα για μια βδομάδα βαρμένα σε χυμό από
κοιτρόμηλο(Νεράντζι) μοσχομύριζαν. Η γιαγιά έφτιαχνε τότε το φιριλλούιν που
ήταν ένας κύκλος από φρέσκο κλαδί ελιάς που έδενε την άκρη από το άντερο και
περνούσε μέσα το κρέας. Αλλιώς χρησιμοποιούσε το χερούλι ψαλιδιού.
Σαν τέλειωναν τα περνούσαν σε
σκουπόξυλα για να ξεραθούν Πριν όμως έβαζαν σε όλα ένα κλαδάκι ελιάς για να μην
τα μαγαρίσουν οι καλικάντζαροι (σκαλαπούνταροι) που έφταναν για το δωδεκάμερο .
Έφταναν την παραμονή των
Χριστουγέννων, μα πρώτα ο κουτσός που ξεκινούσε πρώτος διότι τον έπαιρνε πιο
πολύ χρόνο, η διαδρομή από τα έγκατα της γης για να φθάσει την επιφάνεια, κι
έπειτα ακολουθούσαν οι άλλοι.
Μετά οι γυναίκες έλειωναν το λίπος
που έμπαινε σε αποστυρωμένες γυάλλες και που με αυτό μαγείρευαν το φαγητό που
γινόταν πεντανόστιμο. Καμιά φορά αν δεν υπήρχε φαγητό, για μεσημεριανό εμείς τα
πιτσιρίκια αλείβαμε την φέτα το ψωμί με το λίπος κι από πάνω πασπαλισμένο με ζάχαρη
κι έτσι δεν υπήρχε πρόβλημα για την έλλειψη φαγητού .
Μετά το λίπος, έπρεπε να γίνει η
ζαλατίνα (Πηκτή) κι έπαιρνε το όνομα από τον ζελέ που σχηματιζόταν. Γινόταν από
τα αυτιά, τα ποδαράκια, το κεφάλι και ψαχνό. Το έβραζαν σε σιγανή φωτιά με
φλούδα πορτοκαλιού, καφτερή πιπεριά ολόκληρο πιπέρι και άλλα μπαχαρικά. Κι όταν
ψηνόταν το κρέας κι έβγαινε από το κόκκαλο, η γιαγιά το περιέχυνε με χυμό από
τα κυτρομηλα, το έβαζε σε πήλινα τσουκάλια και το σκέπαζε με το ζουμί Έβαζε και
το καθιερωμένο κλαδί της ελιάς κι ένα κλαδάκι δενδρολίβανο . Όταν κρύωνε
έβλεπες ότι ήταν σκεπασμένο με λίπος που το προφύλαγε να μην χαλάσει και
μπορούσε να αντέξει μέχρι και 40 ημέρες .
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς η
μάνα θα έφτιαχνε την βασιλόπιττα όπου μέσα θα έμπαινε το χρυσό φλουρί που δεν
ήταν άλλο από μισό ή ένα σελίνι κι όποιος ήταν τυχερός και το κέρδιζε πόση χαρά
ένοιωθε. Ένα ολόκληρο σελίνι ήταν τούτο και ξέρετε πόσα καλούδια μπορούσες να
αγοράσεις ; Μπορούσες με ένα γρόσι να πάρεις 4 καραμέλες με δυο γρόσια μια
μέτρια σοκολάτα ή μια τύχη που ποιός ξέρει αν δεν είχε και το τυχερό χαρτάκι
για το καραβάκι που ήταν το έπαθλο αν ήσουν ο τυχερός .
Το βράδυ της παραμονής από νωρίς η
μάνα θα έφερνε τα ελαιόκλαδα που μαζί τους παίζαμε τον αϊ Βασίλη. Ένα έθιμο που
ήρθε από το βυζάντιο και λεγόταν πυρομαντία και παιζόταν ως εξής .
Κόβαμε το φύλλο και λέγαμε
Αϊ Βασίλη βασιλιά
που' σαι πάνω στην ελιά
που πήες πέρα των περών
τζι είδες τες τύχες των τυχών
είδες τζι εμεν την τύχη μου
αν μ' αγαπά ο τάδε
Αν μ' αγαπά να παίξεις να γυρίσεις
τζιαι τον νούρον σου να σείσεις
αν μεν μ' αγαπά με να παίξεις με
να γυρίσεις
με τον νούρον σου να σείσεις
τζιαι να καείς .
Αν το φύλλο χοροπηδούσε τότε
σήμαινε ότι το ονοματισμένο πρόσωπο σε αγαπούσε, κι αν όχι τότε δεν τον ενδιέφερες
καθόλου .
Έπειτα από τα κλαδάκια της ελιάς
θα έβαζε όπως ανέφερα και πιο πάνω σε όλα τα χοιρινά τα λουκάνικα, τα
σαρτσιερα(Τα ψαχνά ) και το λαρδί για να μην τους κατουρήσει ο Αϊ Βασίλης όταν
θα κατέβαινε από τον καπνοδόχο.
Μετά η νοικοκυρά θα έβαζε το
καλύτερο τραπεζομάντηλο και θα έστρωνε το τραπέζι για να τον καλωσορίσουν.
Επάνω θα έβαζε το κολότζιην(την κολοκύθα) με το κρασί, τηγανισμένα λουκάνικα
και άλλα καλούδια. Επίσης μια κούπα από σιτάρι λάδι και το κρασί, όπως και το
πουγκί του νοικοκύρη για να τα ευλογήσει ο άγιος να έχουν καλοχρονιά και το
πουγκί να είναι ολόχρονα γεμάτο με ριάλια (χρήματα). Εκείνο το σιτάρι(τον
Βασίλη όπως το έλεγαν) το φύτευαν σε μια γλαστρουλα ρηχή και την μέρα του αγίου
Αντωνίου το έπαιρναν και το φύτευαν στο χωράφι για να έχει πλούσια σοδειά
Επίσης την παραμονή της
Πρωτοχρονιάς, οι ρεσπέρηδες (γεωργοί) έψηναν κόλλυφα και τα ανακάτευαν μαζί με
το ροάσηιερο, Τα άχυρο από ρόβι όπου το έδιναν στα βόδια τους για να φάνε, τόσο
για να ευλογηθούν, όσο και για να δείξουν τον μεγάλο τους σεβασμό για την
προσφορά των ζωντανών. Την ώρα που τους το έδιναν, έλεγαν στα βόδια, "φάτε
τζι΄ εν που τους κόπους σας", Την ίδια στιγμή πίστευαν ότι και τα ίδια τα
βόδια μιλούσαν μεταξύ τους και έλεγαν;" Φάτε να φάμεν, τζ΄ εν που τους
κόπους μας". Όμως ο διάλογος μεταξύ των βοδιών αυτών ήταν δυνατός μόνο εάν
τα βόδια ήσαν αδέλφια, ή είχαν το ίδιο χρώμα ή την ίδια ηλικία. Υπάρχουν
αρκετές παραλλαγές των διαλόγων, όσο και αυτών που λένε οι γεωργοί. Σε μερικά
χωριά το ίδιο βράδυ άναβαν κεριά πάνω στα κέρατα των βοδιών. Σε άλλα χωριά το
"κοόυσιησμαν"με κόλλυφα γινόταν και το Σάββατο μετά το Καλόν Λόον,
και σε κάποια άλλα γινόταν και την Παραμονή των Φώτων. Σε μερικά χωριά, την
αυγή της πρωτοχρονιάς έβαζαν τα βόδια και μέσα στο σπίτι για να έρτει η ευλογία-
ευλογία, και το βόδι το ιεωρούσαν ιερό και ευλογημένο ζώο. Όταν το βόδι βέλαζε
λέγαν αν υπήρχε και το να στην φωνή του σίγουρα θα έλεγε μανά
Βεαια σε πολλά σπίτια οι πάχνες των
βοδιών αποτελούσαν τμήμα του σπιτιού και πίσω από τις πάχνες βρισκόταν τα
ασιερονάρι.
Τα βράδια των δωδεκάμερων δεν
έπρεπε να βγαίνεις βράδυ έξω, πάντα να είχες σταυρό στον λαιμό σου, για να μήν
είχες κακό συναπάντημα με τους καλικάντζαρους. Αν είχες την κακοτυχία να τους
συναπαντούσες τους έβλεπες λαμπροντυμένους σαν βασιλιάδες και σε έπαιρναν μαζί
τους για γλέντι έξω στα χωράφια. Εκεί έπιναν σε χρυσοπότηρα και πιάτα
χρυσαφένια, σε μεθούσαν (υποτίθεται με γλυκό κρασί). Κι όταν ξυπνούσες το πρωί
βρισκόσουν σε μια κοπριά αντι για τα παλάτια που είχες δει κι όσο για το κρασι
ήταν από κατούρημα γαϊδάρου και τα χρυσά σκεύη ήταν τα νύχια του γάιδαρου. Έτσι
χρειαζόταν μεγάλη προσοχή. Όταν σου πρόσφεραν το κρασί και σε παρακινούσαν να
πιείς θα τους έλεγες: Μα πόθεν να πιώ ,ποδά ωξά ποδά (Απ'εδώ ή απ'εδώ) και θα
έκανες το σημείο του σταυρού. Τότε θα γίνονταν καπνός κι εσύ θα δόξαζες τον Θεό
που γλύτωσες από τα κόλπα των πονηρών καλικάντζαρων που δεν ήταν τίποτε
παραπάνω από κουτοπόνηρα διαβολάκια.
Άλλο έθιμο που μας ήρθε πολύ
αργότερα ήταν και το στόλισμα του δέντρου
Ο πατέρας το κουβαλούσε (κι αν δεν
υπήρχε ο πατέρας έπεφτε και τούτη η δουλειά στην μητέρα, που με τον σβανά (πριόνι,
έκοβε ένα κλωνάρι από πεύκο και το βάζαμε στον αρχαίο μας κούζο (κάτι σαν
πήλινος αμφορέας που ήταν προίκα από τον προ-προ- προ παππού μας και παλιά τον
χρησιμοποιούσαν για την αποθήκευση του λαδιού).
Τούτο το καθήκον ήταν για μας τα
παιδιά και το στολίζαμε με χρωματιστά μπαλόνια, κουρελάκια και βαμβάκι. Τα
κουρελάκια, μας τα προμήθευε η μοδίστρα του χωριού με αποκόμματα από τα
υφάσματα
Όταν τελειώναμε φτιάχναμε και το
ασημένιο αστέρι στην κορυφή. Όσο για τα δώρα αν υπήρχαν τα παίρναμε την
πρωτοχρονιά για να είμαστε τυχεροί ολόχρονα
Την μέρα της πρωτοχρονιάς μας
έλεγαν να μην θυμώνουμε, να μην κλαίμε και να μην τσακωνόμαστε διότι ότι έκανες
κείνη την μέρα, θα το έκανες όλο τον χρόνο .
Πρωί - πρωί φορούσαμε τα καλά μας,
που ήταν άπανα (αφόρετα ακόμα και πηγαίναμε όλο το χωριό στην εκκλησία).
Μα ανυπόμονοι εμείς τα πιτσιρίκια
και πριν να τελειώσει η λειτουργία θα τρέχαμε στον παππού, την γιαγιά, τον πατέρα
, την μάνα και την νουνά μας. Θα απαγγελλαμε το:
«Καλημερα τζιαι τα φώτα
τζιαι την πλουμηστήραν πρωτα»
Αυτό λόγω του ότι τα παλιά χρόνια,
η πρωτοχρονιά ήταν την ημέρα των φώτων
και η πλουμηστήρα ήταν το δώρο
μας(μπορεί και μερικά γρόσια) κάτι που δεν γινότανε την κάθε μέρα ) όμως σήμερα
έπρεπε, για να είμαστε τυχεροί όλο τον χρόνο.
Πλουμί λεγόταν και το κέντημα κι
όταν λέγαμε στον παππού για την πλουμηστήρα, μας έλεγε χαμογελώντας κάτω από τα
μουστάκια του. “Ατε πέτε της στετές σας (Γιαγιά σας )να σας δώκει το βελόνι να
σας πλουμίσω .
Όχι παππού πλουμιστήρα θέλουμεν
οχι πλουμιά κι έτσι με τα παρακάλια έβαζε το χέρι στην ζώστρα όπου κρυβόταν το
δερμάτινο τσεντί(Πορτοφόλι)και μας έδινε την πλουμηστήρα μας, όπου σε λίγο
κατέληγε στο συρτάρι του καφετζιή.
Την παραμονή των Φώτων οι
νοικοκυρές θα έφτιαχναν τα ξεροτήγανα , (τους λοκμάδες), Όπου θα τους έριχναν στην σκεπή για να πολογιάσουν
τους καλικάντζαρους. Επίσης μερικά τεράτσια λουκάνικα και σαν τα έριχναν έλεγαν:
Τιτσίν -τιτσίν λουκάνικο
μασιαίριν μαυρομάνικο
κομμάτιν ξεροτήανο,
να φαν η καλικάντζιαροι
να παν εις στην δουλειάν τους
Αν τα έτρωγαν οι γάτες ή οι
καλικάντζαροι ακόμα αναρωτιόμαστε διότι την άλλη μέρα εξαφανίζονταν, αλλά πού
να τολμήσουμε να πούμε τις απορίες μας που οι μεγάλοι ήξεραν πιο πολλά από μας
και τους μεγάλους έπρεπε να τους σεβόμαστε. Όσο για την δουλειά των καλικαντζάρων
όταν θα εξαφανίζονταν πριν αγιαστούν τα νερά, ήταν να αρχίσουν να πριονίζουν
και πάλι το δένδρο που κρατούσε την γη και που το είχαν παρατήσει για τα
δωδεκάμερα.
Μέχρι να ξαναγυρίσουν, η πληγή του
πριονισμένου δένδρου, έδενε κι έπρεπε να ξαναρχίσουν, μέχρι τα επόμενα
δωδεκάμερα.
Η παραμονή των φωτών είναι
νηστήσιμη διότι ο κόσμος θα έπινε το δρόσος (το αγιασμένο νερό ) που το έπαιρναν
σε μπουκάλια και με το υπόλοιπο ράντιζαν το σπίτι τα ζώα, αλλά και τα σπαρτά
για να έχουν ευλογία και καλοχρονιά.
Την ημέρα των φώτων έστρωναν το
τραπέζι με ζαλατήνα, τηγανισμένα λουκάνικα, και έβαζαν την πισσωμένη κολοκύθα
με το σπιτίσιο γλυκό κρασί ή ζηβανία και τα μικρά ποτηράκια του κρασιού. Το
σπίτι πεντακάθαρο και μετά την λειτουργία περίμεναν τον παπά με την συνοδεία
του, που αποτελείτο από τους επιτρόπους της εκκλησίας και το παιδί που κρατούσε
το κουβαδάκι με τον αγιασμό . Ο Ιερέας κρατούσε ένα μάτσο από ψιντρό βασιλικό
και στο άλλο χέρι τον θυμιατό και άγιαζε το σπίτι και τους νοικοκυραίους όπου
φιλούσαν τον σταυρό ,ενώ οι επιτρόποι ετοίμαζαν την απόδειξη για την πληρωμή
όπου όλοι
έπρεπε να πληρώνουν τα δικαιώματα
της εκκλησίας και με τα χρήματα θα πληρωνόταν ο ιερέας το μηνιάτικό του για
ολόκληρο το χρόνο.
Κι αυτί ήταν και το τέλος για τις Χριστουγεννιάτικες
γιορτές