Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

η λήθη / Καλοζώης Γιώργος



Ήρθαν όλοι επειδή τους
κάλεσα
ο συνετός με τη σωφροσύνη του
ο επιπόλαιος με τη βιασύνη του
ο προφήτης με το βουνό και
την εκκλησία του
ο ξυλουργός με τα πανύψηλα
δάση του
ο γλωσσολόγος με τα φωνήματα
τα μορφήματα και τους δεκάδες
φθόγγους του
ο τσοπάνος με το κοπάδι του
αργότερα θα διαχώριζε τους
αμνούς από τα ερίφια
με τους σκύλους του πριν να
διασταυρωθούν με τους λύκους
μπροστά απ’ αυτόν προηγούνταν
ο αποδιοπομπαίος τράγος του
τα μάλλινα ζεστά υφάσματα
ήρθαν κι η σπορά ήρθε
και τα χιλιάδες σπέρματα
και τα πουλιά με τα πετάγματά
τους και κάποια απ’ τα πουλιά
με την ανίατη γρίπη τους
ήρθαν κι οι νεκροί
με το κίτρινο χρώμα και τα
μυρμήγκια επάνω στο σώμα
τους κι αυτοί επειδή είχαν
καιρό να μιλήσουν ήταν οι πιο
κοινωνικοί
ήθελα να τους αγκαλιάσω
αλλά ήταν τόσοι πολλοί άλλοι
συνοδεύονταν απ’ τις αρρώστιες τους
άλλοι από τους δολοφόνους τους
κι η κυρία πληρότητα ήρθε
και η φίλη της η κενότητα
κι αφού μαζεύτηκαν όλοι
η ομοιότητα κι η διαφορετικότητα
φάγαμε ουρανό και γη
ήπιαμε απόσταγμα γνώσης
καπνίσαμε πίπες και καμινάδες
τζάκια και σόμπες


Ύστερα τους κέρασα
μελίσσια
χωρίς τις ιπτάμενες μέλισσες
ύστερα αφού πέρασε η
πρώτη αμηχανία
χορέψαμε με τις θύελλες και
τις καταιγίδες απ’ όλους η
θάλασσα ήταν η πιο κινητική
ύστερα τα νέφη κι οι γρήγοροι
ποταμοί τα στάσιμα νερά
ήταν συνέχεια καθισμένα
χόρεψα μ’ αυτήν που δεν
τη χόρευε κανείς με την
ασκήμια όλοι μα όλοι
φλέρταραν την ομορφιά
πρώτοι και καλύτεροι οι
πυλώνες που πηγαινοφέρνουν το
ρεύμα ενώ το χώρο
φωτορύθμιζαν οι κεραυνοί κι οι
αστραπές κι οι δυνατές
βροντές καθόριζαν την ένταση
του ήχου
Μόνο αυτή που αγαπούσα
δεν ήρθε αυτής που το
πρόσωπο ξεχνούσα σιγά σιγά
θυμόμουν τις συμπεριφορές της
τους τρόπους της όλα που ζήσαμε
μαζί τα θυμόμουν τα μούρα
με τα οποία έβαφε το στόμα της
τα μεγάλα αφρούγια αμύγδαλα
ίδια με τα μάτια της
τα σκουλαρίκια της που κρέμονταν
όπως τα τσαμπιά απ’ τα κλήματα
Μόνο αυτή που αγαπούσα
έλειπε αρκεί να τη θυμόμουν
καλύτερα και θα ’ρχόταν
όμως οι πίνακές μου
είχαν εξασθενήσει οι πίνακες μου
οι μνημοτεχνικοί
η λήθη είχε ζώσει με στέμμα
λησμονιάς το ψηλό βουνό της
αγάπης που δύσκολα αποφασίζεις
να το ανέβεις άμα το έχεις
για κάποιον λόγο κατεβεί

ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ / Καλοζώης Γιώργος


Καθώς κατέβαινα τον δρόμο
για να φτάσω στη θάλασσα
οι στροφές του χωματόδρομου
μετακινούνταν
κι ακόμα εκεί που νόμιζα πως
κατηφόριζα ανέβαινα κι οι
πεύκοι κατέβαζαν τα κλωνιά
τους εμπρός μου
Τότε άφησα τ’ αυτοκίνητο σύρθηκα
κουτρουβαλίστηκα γεμάτος
χώματα πευκοβελόνες μώλωπες
και γρατσουνιές έφτασα
σε μιαν άλλη κατάσταση
Αποσυρμένη ήταν η θάλασσα
οι ιχθύες είχαν βγάλει τις πανοπλίες
με τα λέπια άστραφταν κάτω
από τον ήλιο τεράστιες στολές
ίσες στο μέγεθος με σκηνές
Αυτός είπα είναι ο χρόνος
πριν από τον χρόνο
για τούτο δεν έχουν λάβει ακόμη
το τελειωτικό τους σχήμα τα
πράγματα
κι εκεί που ακούμπαγα στον βράχο
που ήταν σα στρώμα μαλακός
ολομόναχος περιμένοντας να έρθει
η θάλασσα είδα αυτό για το
οποίο είχα ακούσει παλιά
πως η καρδιά του καθενός
είναι κρυμμένη κάπου πάρα
πολύ μακριά από το μέρος όπου
ζει μέσα σε κάποιο πράγμα
καλά προστατευμένη σε βράχο σε
δέντρο ή μέσα στη γη
Σκυλιά θεόρατα πέρασαν από
δίπλα μου διέσχισαν την ακτή
από τη μια μέχρι την άλλη πλευρά
κρατώντας στο στόμα τους κάτι
που έμοιαζε με το φουσκωμένο
εσωτερικό μιας μπάλας
είχαν στο στόμα τους μιαν ανθρώπινη
καρδιά και την έπαιρναν
την κρατούσαν στο στόμα τους
από την αρχή τούτου του κόσμου
γρύλιζαν κι ήταν τα σώματά τους
γεμάτα πληγές από δαγκωματιές
άλουστα απ’ την αρχή του
κόσμου κι ήταν η μπόχα τους
παντελώς ανυπόφορη
γιατί και ο ομφάλιος λώρος τους
σηπόταν κρεμάμενος από την
κοιλιά τους
γεμάτος μυρμήγκια και τσιμπούρια
κάμποσες ίντσες μακρύς

ΤΟ ΣΤΗΣΙΜΟ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ / Καλοζώης Γιώργος


Αρέσουν οι κίνδυνοι
στους πολύ νέους αλλά
και σε όσους βρίσκονται
σε απόγνωση
γι’ αυτό ανέβηκα στο βουνό
η κορυφή του ήταν πασπαλισμένη
με ινδοκάρυδο κι οι σκιέρ
χαίρονταν όπως κι οι ξενοδόχοι
χωρίς κανείς τους να βλέπει
την επερχόμενη χιονοστιβάδα
των εξελίξεων
Πήρα μαζί μου όλο τον
ορειβατικό εξοπλισμό ήμουν
αλπινιστής και Σέρπα μαζί
Αγόρασα από ένα κατάστημα
με αντίκες ένα μεγάλο
καθρέφτη βενετσιάνικο
να καθρεφτίζεται ο κόσμος
επειδή είναι τα είδωλά μας
ο εαυτός μας αφού
δε θα μπορούσα να μην
κουβαλήσω στο βουνό τις
χωρίστρες μου και τα ωραία
χτενίσματα το δύσκολο δέσιμο
της γραβάτας κομπιάζει κανείς
αν δέσει πολύ σφιχτά τον κόμπο
της γραβάτας
φόρεσα τα καλά μου για να
με πάρει ο κόσμος στα σοβαρά
οι σοβαροί θα με πάρουν
στα σοβαρά οι ανόητοι
ανόητα θα σκεφτούν κι οι
επιπόλαιοι επιπόλαια
πείνασα κι άνοιξα μια κονσέρβα
κι αφού έφαγα το υπόλοιπο
βοδινό το πέταξα όπως οι
γεωργοί πετούν τους σπόρους
προς όλες τις κατευθύνσεις
για να με πλησιάσουν όσοι
δεν έχουν ανθρώπινη λαλίτσα
κι ήρθαν όντως κοντά μου τα
γρυλλίσματα και οι μουσούδες
και μου είπαν με κτηνώδη
νοήματα δείξε μας τον καθρέφτη
να δούμε ποιοι είμαστε
να δούμε τον εαυτό μας
απ’ τον οποίο ουδέποτε θα
ξεφύγουμε αλλά έστω να
δούμε τον εαυτό μας να
συμφιλιωθούμε με οτιδήποτε
είμαστε
τότε έστησα τον βενετσιάνικο
καθρέφτη κι ήρθαν πρώτα
τα ήμερα ζώα κι αφού
κοιτάχτηκαν αποχώρησαν μετά
οι λύκοι πριν οι αλεπούδες
και κάποια άλλα σαρκοβόρα
διερωτήθηκαν κατά πόσον
όλοι οι καθρέφτες είναι οι
ίδιοι γιατί υπάρχουν και οι
σπασμένοι που δείχνουν
τον κόσμο κομμάτια κι ίσως
αυτοί να είναι οι πιο αληθινοί
οι πιο αξιόπιστοι

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

ΤΑ ΑΛΟΓΑ / Καλοζώης Γιώργος


Αυτοί που ήταν καμωμένοι
απ’ την καλύτερη πάστα
έπρεπε κάθε πρωί να
καταπίνουν (όπως οι άρρωστοι τα
αμοξίλ) ένα κουκούτσι
γιαρμά με το γάλα
Πόσο καιρό σκέφτονταν να
χλιμιντρίζουν τα άλογα
να πετούν με μανία από
πάνω τους τα εξαρτήματα και
τις σέλες να ρίχνουν τους φράχτες
πόσο καιρό να τα συγκρατούμε
κι εκείνοι οι άλλοι που
είχαν το λιγδιασμένο αξίωμα
τους έλεγαν περιοριστείτε στον
προμαχώνα του σαλονιού
στήστε ολόγυρά σας
την τηλεόραση το βίντεο τα
στερεοφωνικά κάμετε έστω
αγωγές στα δικαστήρια για
ακύρωση προαγωγής συναδέλφου
ασχοληθείτε με τα κοψίδια
και τα κάρβουνα
ο γείτονας έκτισε μεγάλη
ψησταριά γιατί άραγε
πηγαίνετε και ψωνίστε
ένα ταξίδι ελαφρύνει πάντοτε
τη βαρυθυμία έχετε και
κόρη να παντρέψετε
αυτά να λένε οι γερασμένοι
ανέκαθεν
αλήτες από κούνια
τα σπίτια μας κουνιούνται
ραγίζουν οι σοβάδες
και στο κελάρι ακούγεται
κλάμα παράξενο πνιχτό
μπορεί και να ’ναι γέλιο
τη νύχτα κοιταγόμαστε (ξυπνώντας
έντρομοι) μες στον καθρέφτη
ακούμε βήματα έξω
ανάβουμε το φως της μπαλκονόπορτας
λυσσομανά ο άνεμος
η καταιγίδα ο τυφώνας
έρχεται κλαίνε τα δέντρα
σκύβοντας να προφυλαχτούνε
εξακοντίζονται τα κατοικίδια
από αόρατο χέρι
μπήκαν αφηνιασμένα τα
άλογα δεν άντεξαν άλλο
τρέχοντας μες στην κουζίνα
στο παιδικό υπνοδωμάτιο
στο καθιστικό
να υπάρξουν αυτά για
χάρη μας
κι είναι πολλά απ’ αυτά
τραυματισμένα αλλά αυτά τα
τραυματισμένα είναι τα
πιο υπερήφανα με καλπασμό
από σύννεφο και με την όρθια τρίχα


Ο ανάποδος κόσμος, Γαβριηλίδης 2000

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

ΑΝΕΛΠΙΔΗ ΑΓΑΠΗ


Αγάπη μου στην σκέψη σου, αναρριγά η καρδιά μου
συγγνώμη αν σε πόνεσα, σαν είσαι η χαρά μου 


Είσαι η χαρά κι ο πόνος μου, είσαι το βασανό μου
μα να σε βγάλω αδύνατο, αγάπη απ το μυαλό μου 


Κι αν στην ζωή εμείς ποτέ, δεν θα συναντηθούμε
Εσένα ονειρεύουμαι, τα βράδυα που κοιμούμαι 


Την πρώτη καλημέρα μου, λέω την καθε μέρα
στην σκέψη σου καθε πρωί, ναν' όμορφη η μέρα 


Σε λέω αγάπη, μα σκιά είσαι στο όνειρό μου
και βασιλιάς κατακτητής, στον κάθε λογισμό μου 


Αγάπη είσαι κι έρωτας, κι εμένα βασανίζεις
είσαι το πεπρωμένο μου, και την καρδια μ'ορίζεις 


Μακάρι να ταν δυνατό, να σμιξει το κορμί μας
να γίνομ' ένα μάτια μου, για όλη την ζωή μας 


μ'ανάμεσά μας βρίσκεται χάος που μας χωρίζει
το πεπρωμένο αγάπη μου, μον ο Θεός ορίζει

ΩΡΕΣ ΚΥΠΡΟΥ /Γιαγκουλλή Χριστούλα

Τα δικά μας ξεκληρίστηκαν.
Τα δάχτυλα ψαχουλεύουνε τα χείλη
Σφίγγοντας τ’ αστροπελέκι μιάς ανατολής
Που πέθανε.

Πικρή αντιφεγγιά
Στο πλατύφυλλο του πλατάνου
Αργοπαίζει το φεγγάρι τις θολωτές του ανταύγειες.
Τα γιασεμιά δένουν τη νεροσυρμή του ονείρου
Μες στην απροσδιόριστη ματιά της Ρωμιοσύνης.

Ξεμοναχιάζονται οι στιγμές
Και πως να τραγουδήσω
Την ανεμόδαρτη τρικυμία πως
Να την κοπάσω;

ΠΛΗΝ ΟΣΩΝ ΕΙΠΑ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας

Υπόλογος
σ’ ένα παιγνίδι
υπό το φως της εισπνοής μου - αναπνέω.
Δυστυχισμένη άποψη
η λογική εικόνα της εικόνας μας.
Πλην - όσων είπα, παρατήρησα.
Παρατήρησα την έκφραση του ύφους.
Τώρα μετρώ επίθετα
που τρέχουν στα συρτάρια.
Καλό υπόλοιπο,
αλλά - μην φεύγεις το χειμώνα.
Τα συρτάρια, είναι ακόμη ανοικτά.
Ο χειμώνας κάνει κρύο.

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας





Έκλεισα τα μάτια μου
και βρέθηκα μπροστά μου.
Κλείστηκα μέσα στα χέρια μου
και εγκλωβίστηκα στην αναπνοή σου
κι ας μην τη γνώρισα ποτέ.
Έκανα να αρνηθώ την πρόσκληση
μα τα πόδια μου
άρχισαν να δηλώνουν κουρασμένα.
Το αίμα μου
αρνήθηκε να συνεχίσει να ικανοποιεί
τις εξισώσεις της κίνησης.
Η συναυλία του λάθους έχει τελειώσει.
Τελικά το ψεύτικο είναι το αληθινό.
Κανένας δεν μου τόπε.

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας



Πριν και μετά το μετά της σιωπής
το φάντασμα του είναι.
Κομμάτια λέξεις – κομμάτια σιωπής
Όλα τα χρώματα μαζί - μαζί και το άχρωμο χρώμα
Παρατηρητής του όλου και του τίποτα
σωπαίνω στο θολό καθρέφτη
να αγγίξω τα πράγματα θολά
να ταυτιστώ μαζί τους
ώστε να δώσω τέλος στην οργή των ερωτήσεων
σκοτώνοντας το φάντασμα του είναι

ΑΙΑΝΤΕΙΟΣ ΓΕΛΩΣ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας



Κρατήσαμε τις απουσίες μας
γιατί οι παρουσίες μας
συνήθιζαν να απουσιάζουν.
Αιδήμων σιγή και αιάντειος γέλως
η κατάληξη της «παύσης».
Εις εξόφλησιν των χρεών μου
ταλαιπωρώ τη μορφή σου στη σκέψη μου
και επεξεργάζομαι τα συντρίμμια της.
Παύσατε πυρ.

ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας

Ανανεώνω
τις σιωπηρές μου συμβάσεις
διαγράφοντας τον ήχο.
Η σιωπή δεν παραφράζεται
όταν οι έννοιες
έχουν αληθινό βάθος

ΑΦΙΛΟΞΕΝΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας


Προσθέτω, λίγο ουρανό στη σκέψη μου
και ταξιδεύω - εκεί - που με ορίζω.
Κλειδώνομαι στις αφιλόξενες θάλασσες
και παρασέρνω τα κύματα στο ναό της σιωπής.
Πλήθος οι ρόλοι.
Μα το ξέρεις,
υπάρχω όσο δεν συμμετέχω στο μύθο.
Πλήθος οι ρόλοι.
Μα το ξέρω,
ο καλύτερος παρατηρητής
δεν βλέπει μόνο με τα μάτια.

ΝΑΥΑΓΩ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας

Στις γειτονιές των ματιών σου
θα σεργιανίσω πάλι το χαμόγελό μου.
Θα ακουμπήσω το φως στο κατώφλι σου
και θα μαζέψω τα χέρια μου
για να σε αγγίξω.
Ύστερα,
θα χαθώ στον ανοιξιάτικο χειμώνα μου
για να μπορώ έτσι
να συμμετέχω
στο τραγούδι της φωνής σου.

ΑΚΟΥΣΜΑΤΑ ΣΙΩΠΗΣ / Γεωργαλλίδης Ανδρέας

Ταξιδιώτης,
της ίδιας διαδρομής.
Παρατηρητής,
των ίδιων σημείων.
Χρώματα και σκιές - όλα εκεί, ανέπαφα.
Κι αυτός να κουβαλά,
τα διαφορετικά του μάτια.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Τεχνουργοί Σπανίων Κοσμημάτων / Γαλάζης Λεωνίδας



«Εσύ που ξέρεις, πες μας, τι γεύση έχει ο χρυσός;»

Dante Alignieri, θεία Κωμωδία: Καθαρτήριο,

Άσμα XX, στ. 116.



Ήξεραν, έλεγαν, τι γεύση έχει το χρυσάφι

οι τεχνουργοί των σπάνιων κοσμημάτων.

Πόσο λεπτεπίλεπτα στον πάγκο τα εργαλεία τους

τι νευρασθενικές οι ζυγαριές ακριβείας τους!



Όμως, εσύ που πάλευες με τη σκουριά

ήξερες πως τίποτα δεν πουλούσαν καθαρό

της αλχημείας οι μάστορες και των κραμάτων.

Κι οι ζυγαριές τους δεν μπορούσαν να μιλήσουν...



Γι' αυτό πουλούσαν ανενόχλητοι

άνθη λωτού κι υποσχέσεις σε κάνιστρα

ως υπεράνω πάσης υποψίας τεχνουργοί



Ενώ εσύ που παίδευες τα ταπεινά σου μέταλλα με τη βαριά

δεν έμαθες ποτέ την τέχνη των περιστροφών,

των ελιγμών, των λήρων, των φληναφημάτων.