Κώστας
Κατσώνης
Ξέγνοιαστα παίζαν τα παιδιά
μες στου χωριού τα καλντερίμια.
Δεν άκουσαν ποτέ για προσφυγιά,
για όνειρα χαμένα, για συντρίμια.
Ξέραν παιγνίδια μπόλικα
και παίζανε στις γειτονιές τους,
όλα τα ζούσαν όμορφα κι αλλιώτικα
κι ήταν ολάνοιχτες στο γέλιο οι καρδιές τους.
Έτσι κυλούσε όμορφα η ζωή
στην Κύπρο τη θαλασσοφιλημένη,
ώσπου ζηλέψαν τα παιδιά μας οι «κακοί»
τη μέρα εκείνη την καταραμένη.
Τα ξέγνοιαστα παιδάκια του σχολειού
στην προσφυγιά βρεθήκαν σκορπισμένα
στη θύελλα του άδικου χαμού
πεντάρφανα πουλιά ξεκληρισμένα.
Σαν χελιδόνια σκόρπισαν
που’ χασαν ξάφνου τη φωλιά τους,
σαν ρόδα που οι άνεμοι τα σκόρπισαν
χωρίς να
κλέψουνε την ευωδιά τους.
Μα’ χουν μιαν
απορία στη ματιά
και τους μεγάλους πάντα θα ρωτάνε :
Ποιοι, Θεέ μου,
κάναν πέτρα την καρδιά
και τα παιδιά τα θέλουν να πονάνε;
(1975)