Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαρνάβας Π. Σωτήρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαρνάβας Π. Σωτήρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

ΣΤΟΝ ΗΡΩΑ ΤΟΥ 1974

                              

                                              μνήμη  Φλουρέντζου Παύλου του Ευλαμπίου και
                                                          Αρτέμη  Κολόμβου

                                                                             από Μηλιά  Αμμοχώστου       
                                                                              
                                                           

                        Ήταν οι μέρες της μεγάλης αγωνίας
                        Ήταν ο Ιούλης των απωλειών
                        Τότε, που του χωριού μου κτύπησε η καμπάνα
                        δεν ονομάτιζε χροιές ο ραδιοσταθμός
                        Δυο στρατιώτες ακούμπησαν στο ιερό την κάσα
                        Κι έγινες ήχος
                        Κι έγινες χρόνος
                        Κι έγινες χρέος
                        Κι υπάρχεις μνήμη
                        Κι υπάρχεις τόπος
                        Κι υπάρχεις λέξεις
                        να διαβάζουμε την ιστορία ήρωα του 1974.

  

                                                                    Σωτήρης Π. Βαρνάβας

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Γαντζωμένος στα μπράτσα του πατέρα


Βαρνάβας Π. Σωτήρης

Ατέρμονη βροχή

στην καρδιά του χειμώνα
ρηχός χείμαρρος
περνούσε ξυστά πλάι στο αλώνι

εκείνο το χρόνο χάσαμε  το άλογο ,
χωμένος στη λάσπη
μέχρι το γόνατο
ο πατέρας πάσχιζε
να σύρει στο στάβλο
ξύλινο άροτρο
παγερός αγέρας
θύελλα θολώσαν τον ορίζοντα
μικροί λόφοι  λουστήκανε σκοτάδι

ορμητικό νερό
μπήκε στην αυλή
η μάνα τρομαγμένη στο κατώφλι της βεράντας
με άρπαξε απ' το μανίκι,
ένα λευκό πουκάμισο τής έμεινε στο χέρι

θερμή πνοή αποτυπώθηκε
στο παγωμένο μάγουλο

μα δυνατότερα δέθηκε στη μνήμη
η δύναμη των δώδεκα χρόνων
που μ' έσπρωξε στα λασπόνερα
κατά το πρόσωπο του πατέρα

παγιδευμένος
κινούσε αδέξια τα χέρια
σχεδιάζοντας στον αέρα
κώδικες κινδύνου

ένα γιγάντιο κύμα φόβου
πάλεψε με του νερού το θεόρατο κύμα
και των κυμάτων η πάλη
με πήγε στην αγκαλιά του πατέρα .

Το νερό τραβήχτηκε στα χαμηλά,
ξανάσμιξε με το χώμα  στο αλώνι,
ο πατέρας όργωσε ξανά το χωράφι
θημωνιές φιλούσανε  τον ουρανό
σπουργίτια φάγανε σιτάρι στις παλάμες του

οι λεύκες που φύτεψε ψηλώσανε
φυλλωσιές δροσίζουνε περαστικούς τα καλοκαίρια
το χειμώνα κορφές καλοπιάνουνε τον άνεμο

μόνο εγώ γυμνός χειμώνα καλοκαίρι
γαντζωμένος γερά στα μπράτσα του πατέρα

παλεύω ακόμα ανάμεσα στα δυο κύματα.

ΜΗΤΕΡΑ / Βαρνάβας Π. Σωτήρης

 Αμίλητη η μητέρα καθόταν στην αυλή 
πλέκοντας τη ζωή της παπαρούνες
 στάχυα και τριαντάφυλλα
  μα πιο πολύ ζωγράφιζε με τις κλωστές
 αδύνατα πουλιά με ανοιχτές φτερούγες 
και πάνω τους ο ήλιος με τις αχτίνες του 
τα χαιρετούσε, 
χαμόγελο φωλιάς είτε του ύπνου ανάσα 
δε φάνηκε στη ζωγραφιά της 
εξόν στις ανθοδέσμες του θανάτου της. 

Ήχοι μ' ακολουθούν απ' το δοξάρι του αργαλειού 
μέσα στη νύχτα 

 και στα λευκά σεντόνια που ύφαινε 
διαβάζω διαδρομές 
ονόματα σταθμών στην ούγια τους τα γεγονότα.