Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Δέκα [10] Ποιήματα από Ποιητές της Κύπρου

 


 


 

ΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ ΣΠΑΝΙΩΝ ΚΟΣΜΗΜΑΤΩΝ / Λεωνίδας Γαλάζης
 
«Εσύ που ξέρεις, πες μας, τι γεύση έχει ο χρυσός;»
                                         Dante Alighieri, Θεία Κωμωδία: Καθαρτήριο,
                                        Άσμα XX, στ. 116.
 
Ήξεραν, έλεγαν, τι γεύση έχει το χρυσάφι
οι τεχνουργοί των σπάνιων κοσμημάτων.
Πόσο λεπτεπίλεπτα στον πάγκο τα εργαλεία τους
τι νευρασθενικές οι ζυγαριές ακριβείας τους!
 
Εσύ, όμως, που πάλευες με τη σκουριά
ήξερες πως τίποτα δεν πουλούσαν καθαρό
της αλχημείας οι μάστορες και των κραμάτων.
Κι οι ζυγαριές τους δεν μπορούσαν να μιλήσουν…
 
Γι’ αυτό πουλούσαν ανενόχλητοι
άνθη λωτού κι υποσχέσεις σε κάνιστρα
ως υπεράνω πάσης υποψίας τεχνουργοί.
 
Ενώ εσύ που παίδευες τα ταπεινά σου μέταλλα με τη βαριά
δεν έμαθες ποτέ την τέχνη των περιστροφών
των ελιγμών, των λήρων, των φληναφημάτων.
 
*
 
ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ / Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης
 
 
Το χεράκι του παιδιού δεν ξέρει
πως είναι χέρι· ονειρεύεται
να γίνει λουλούδι ή πουλί.
.
Το αγόρασαν για ώμο πλούσιου.
Τώρα μοιάζει ερπετό αόμματο,
τριγωνικό κεφάλι σκουληκιού,
τα μαλακά νύχια λέπια θολά,
ψαύει, αιωρείται, πίσω, έξω,
μετρά κέρματα, πιέζει κουμπιά,
με σπυριά μικρά ηφαίστεια,
ασφυκτιά σε γάντι σαλονιού,
δεν χαϊδεύει, ούτε γράφει,
ούτε λουλούδι είναι, ούτε πουλί.
.
Πεθαίνει το πλούσιο, το θάβουμε
και βλέπουμε ενεοί στο χώμα μέσα
το χεράκι του παιδιού μικρός Ηρακλής
να πνίγει δυο φίδια, λες κι εκδικείται
την απώλεια του δικού του Παραδείσου.
 
 
*
ΦΕΥΓΑΛΕΟ / Κλείτος Ιωαννίδης
 
Ο διπλανός συγκάτοικος
μόνιμα ανικανοποίητος
επίμονα ρωτούσε αν βρισκόταν
στα επεκτατικά σχέδια του Θεού.
Δεκατέσσερα χρόνια τώρα
Έρημος αποξηραμένη
εναγώνια περίμενε την εισβολή
των αδελφών υπερβορείων.
Κι ήταν η αναμονή του
καταιγίδα
βροχή
χαλάζι καταστρεπτικό.
Στα χρόνια τούτα
άνεμος δεν φάνηκε καθόλου
το χιόνι στάθηκε ακριβό.
Κι ας είπε και ξαναμίλησε
για το σωτήριον της θηλυκότητας
τον εβενό τ’ ουρανού.
Απομεσήμερο και βράδυ
σ’ ώρες χαράς αιλίνου
συχνά ακούγονταν στα χείλη του
το νυν απολύεις
αντανάκλαση αγγέλων
άνοιξη πρόωρη των άστρων.
Κι ο τόσος πόνος γιατί
στη βάση του
δεν εκτοξεύονταν οι πύραυλοι
και στον αιώνα του
απαγορεύονταν διαπλανητικά ταξίδια.
Ιστορικός άνθρωπος κι αυτός
ενσαρκωμένος
είχε στο νου βαθειά πληγή
το μαχαίρι του απείρου.
Κι όλο διαμαρτύρονταν
για το Δίωνα το Συρακούσιο
το ευ πράττειν στους οικείους του.
Από την Πλατωνόπολη
με αγάπη
γράμμα ανεπίδοτο στους τυχερούς
η θλιβερή του έγνοια.

Δανιήλ στο λάκκο των θανόντων
τον κούρασε η αναβολή
ο έλεγχος των πεπραγμένων.

Ο άνθρωπος αυτός
χρυσό μυρμήγκι του Θεού
στα σύνορα του κόσμου
δεν είχε άλλη κατοχή
παρά τον πόλεμο των λουλουδιών
την υπόσχεση της νύκτας.

Και στο στήθος
η Ελλάδα των γυναικών
μήλο πικρό αχώνευτο
πενθούσε
τριώδιο ασήκωτο
το χρώμα του νησιού του.

Έφευγε και στη φυγή του
αιθρίαζε ο χειμώνας
ερχόταν και στον ερχομό του
ανοίγανε τα βλέφαρα των φυλακών
φαινόταν ξανά ο ήλιος.
 
 
*
ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ / Γιώργος Μολέσκης

Την ποίηση, όπως και την καλή διάθεση,
μπορεί να την αντλήσεις κι απ’ το ελάχιστο,
σχεδόν από το τίποτε. Και τότε
το τίποτε αυτό θα πάρει υπόσταση
και θ’ αποκτήσει σώμα όπως στο θαύμα της Κανά.

Πολλά δε θέλει να υπάρξει η ποίηση. Τα γεγονότα
πιο συχνά τη βαραίνουν και την πνίγουν
όπως οι κάθε λογής υπολογισμοί τον έρωτα.

Αλλά όταν υπάρξει είναι μια σκάλα
που ανεβάζει σε τραπέζι με ψωμί
σε κανάτι με κρασί
ή στο κρεβάτι του έρωτα.
Δίνει ακόμη λίγη από τη γεύση της αθανασίας
καθώς η ερωτική πράξη με γυναίκα αγαπημένη
που ρίχνει το έμβρυο μέσα στη μήτρα.
 
 
 
*
 
Γράμμα στη μάνα μου / Παπαλαζάρου Νεόφυτος
 
Μάνα,
Από καιρό έλεγα να σου γράψω
Να σου  λεγα για χίλια δύο πράγματα.
Εδώ στη ξενιτειά ατέλειωτες η ώρες που σε έχω ανάγκη.
Πήρα να σε  ζωγραφίσω με το γλυκό σου πρόσωπο,
Δακρυσμένα μάτια,
Σκασμένο στα χείλη χαμόγελο
«Μάνα μαυροντυμένη”.
Μάνα,
 κλαίς ακόμα σιωπηλά κάτω από τις φωτογραφίες των δύο παιδιών σου;
Κρατάς ακόμα αδειανές τις δύο καρέκλες στο τραπέζι;
Ψέματα σου είπαν μάνα πως πώς χάθηκαν
Δεν τους ακούς;
 Κάθε βράδυ την πόρτα σου χτυπούν.
Στο σκοτάδι δεν τους βλέπεις;
Δύο αστέρια αγκαλιασμένα,
Δείχνοντας σε μας την ορθή πορεία.
 
 
*
 
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ / Νίκος Πενταράς
 
Με τις πρώτες βροχές
σκουροπράσινα φύλλα
σαν καρδιές να γυαλίζουν στο φως
κι ένα κεφάλι στην απόχρωση του ροζ
να κοιτάζει τον ήλιο κατάματα
ξεπρόβαλαν
απ’ το στήθος του βράχου.
Ήταν το τελευταίο κυκλάμινο.
Με τις πρώτες βροχές
η ακόρεστη βουλιμία των εκσκαφέων
συντρίβει τον βράχο.
Θραύσματα πληγώνουν θανάσιμα
τα σκουροπράσινα φύλλα
και το κεφάλι
στην απόχρωση του ροζ
γέρνει άψυχο στο πλάι.
Ήταν το τελευταίο κυκλάμινο.
 
 
 
*
 
Ταραμίδης Μάριος
 
«Για να δαμάσω την ψυχή
που τρέχει ιππευμένη,
βγάζω τα γυαλιά,
τα ακουμπάω μπρος μου
στο τραπέζι
και κάνω τη ζωή παστέλ.
 
Γαληνεύει το κόκκινο
και σπάει στα επί μέρους.
Χάνεται η ευκρίνεια
με το κουτσομπολίστικο ύφος
θολώνουν οι γραμμές
χάνονται οι αποστάσεις.
 
Το κοντινό μακριά
το μακριά ακόμη πιο μακριά.
 
Και μαλακώνει το πρόσωπο, η ματιά, η σκέψη
Και σβήνουν μέσα στο αβέβαιο της χαμένης γραμμής.
Του ξεθωριασμένου χρώματος…»
 
 
 
 
 
 
 
 
*
 
Παλαιοπωλείο / Γιώργος Φράγκος
 
Πέρασα βερνίκι όλες μου τις μνήμες
κόλλησα με γόμα όλες τις ρωγμές
πήρα τα σκαρπέλα, πήρα και τις λίμες
κι έχω αφήσ’ απ’ έξω όλες τις πομπές.
Παλαιοπωλείο είν’ οι μνήμες μας
καλογυαλισμένες μέσα στη ψυχή
έχουν μέσα φόδρα απ’ τις λύπες μας
μα και για σφραγίδα άλλην εποχή.
Έχω συντηρήσει τόσες αναμνήσεις
έχω βάλει λάδια κι άλλα υλικά
έχω αποβάλει τόσες αντιρρήσεις
έβγαλα τη σκόνη κι άλλα περιττά.
Έβαψα μ’ ασβέστη θύμησες ποικίλες
έβγαλα τα χόρτα τα πειρατικά
άνοιξα με φόρα της καρδιάς τις πύλες
κι άφησα να φέγγουν τα θαυμαστικά.
 
*
ΣΑΛΑΜΙΝΑ / Κυριάκος Χαραλαμπίδης

Σ’ αυτό εδώ το μέρος που καπνίζει ακόμη
απ’ το θυμό του κεραυνού του Δία
για κάτι ψυχικές υπόθεσες (ως θα ’λεγε
του Διονύσιου Σολωμού το στόμα)
στην τύρβη της ημέρας ξοδεμένες
και στην κακομοιριά της άπνοιάς τους,
εγώ ο Τεύκρος στέκομαι και να ’μαι!

Ήρθα να δω ποιος είμαι και ποιος ήμουν,
ποιοι είμαστε, ποιοι είστε και γιατί.
Ποιος άνομος θεός από τα πέρα
μας έκανε περίτριμμα της Τύχης
κι άφησε να χυθούν σ’ αυτό το κύμα
εκατομμύρια θρήνοι… Ω καλοί μου,

το Φως, που λιώνει κάτω απ’ το μαρτύριο,
και της νυκτός φτερά που δε θωρείτε
το γδέρνουν, το μαδούν και το συνθλίβουν,
βοά στην επιφάνειά του αυτή:

Βρείτε τον νου, τον νου μες στην καρδιά σας,
την κόψη του προσώπου σας γνωρίστε,
το πρόσωπό σας, φίλοι, θυμηθείτε:

Για ν’ ανασάνουν Άδωνις και Απόλλων,
Παύλος, Βαρνάβας, Αφροδίτη, Ευέλθων,
ο Νικοκρέων, ο Πνυταγόρας, ο Ευαγόρας
ο Επιφάνιος, η Αρσινόη και τ’ άλογα
που εδώ σιμά τα σκέπασ’ ένας τάφος.

Και κάθε κύμα, κάθε νόμισμα χρυσό
μες τις πλεξούδες των κυμάτων, όθε
στην άμμο τ’ απιθώνει ο Ποσειδών.

Ονήσιλε, τι καρτεράς στην πόρτα
με το κεφάλι παραμάσχαλα, τ’ Αγιάννη
και του Λευτέρη και του Βαγορή;

Ονήσιλε, δεν πρέπει,
μα το λαό, που τώρα μας ακούει,
αλλού να ψάχνεις θέατρο. Η θυμέλη
του Διονύσου, εδώ στη Σαλαμίνα,
με το δικό σου αίμα έχει τραφεί
κι έχει μ΄ αυτό γραφεί: να μη χαθεί,
να θυμηθεί, να θυμηθεί, να θυμηθεί
-μια τέτοια πόλη!- Εσέ, ν’ αναστηθεί.
 
 
*
 
ΕΚΡΗΞΗ ΚΑΡΔΙΑΣ Άθως Χατζηματθαίου
 
Σου χάρισα την καρδιά μου
ανθισμένο τριαντάφυλλο
κι εσύ τη φόρτωσες αγκάθια
σου πρόσφερα το σώμα μου
να σεργιανίσεις τους πόθους σου
στην ανθισμένη ακτή του
να βγεις απ’ την αχανή έρημό σου
που έκλεβε τα χαμογέλα των ονείρων
και εσύ το πότισες το δηλητήριο της φθοράς
τα λευκά κρίνα της νιότης
που φύτρωναν στις θηλές του γυμνού ορίζοντα
στο ρόδισμα της ανατολής
άφηναν το αποτύπωμά τους
σε μια ηλιαχτίδα που κυλούσε
στο στραγγισμένο ποτάμι του ερώτα
σαν αποδημητικά πουλιά
άνοιξαν τις φτερούγες στο ματωμένο ουρανό
και χάθηκαν πίσω απ’ το απαίσιο γέλιο της προδοσίας
που στράγγισε το αίμα απ’ τα χείλη της ζωής.

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Δέκα (10) γυναικείες ποιητικές φωνές της Κύπρου

 


 

Όνειρο άνοιξης... / Ειρήνη Ανδρέου
 
Χρόνια και χρόνια περιμένω
και ας μην ξέρω τι καρτερώ
πέφτω, σηκώνομαι μα επιμένω
κυλάει ο χρόνος σαν το νερό.
 
Σαν το ποτάμι κι εγώ στην άκρη
τα όνειρα μου με προσπερνούν
δέντρ' ανθισμένα τα καλοκαίρια
και τα φθινόπωρα φυλλοροούν..
 
Φύλλα στόν άνεμο, και πάνε
μες στο ποτάμι τα παίρν' η βροχή
κι έρχεται η άνοιξη και μου γελάνε
και ξαναρχίζω απ την αρχή.
 
Χρόνια και χρόνια περιμένω
τι περιμένω, το ξέρω θαρρώ...
κάτι άπιαστο κι' αγαπημένο
όνειρο άνοιξης αλαργινό....
 
 
 
*
 
[Θέλω να γράψω ένα ποίημα ] της Εύας Γεωργίου
 
 
Θέλω να γράψω ένα ποίημα
που να χωράει μόνο εσένα…
Να μετράει τα βήματα σου
Να ξετυλίγει ανεξιχνίαστα ίχνη
Ματωμένα πόδια ανήμπορα
να τρέχουν στις ταχύτερες διαδρομές
Χέρια αδύναμα να σφίγγουν παλμό
Καρδιά πονεμένη σε ασύστολους κτύπους
Σφραγισμένο χαμόγελο
Μαυριδερά μάτια χωμένα στις λέξεις…
Άσπρα μαλλιά κρυμμένα σε ψάθινα καπέλα
Ένα σκυφτό κεφάλι να μετράει σοκάκια
Ανύπαρκτα παπούτσια…
έτσι κι αλλιώς θυμάμαι,
ξυπόλυτο σε γνώρισα…
Λυρικός στίχος θα γίνεσαι
σε κάθε μου γιορτή
Υστερα, το πιο όμορφο τραγούδι!
Κι εγώ εδώ, να σε αφουγκράζομαι
ως τα πέρατα της Γης…
 
 
*
 
 
ΕΠΙΦΑΝΙΑ / Αγγέλα Καιμακλιώτη
 
Αθόρυβα, αθόρυβα, αθόρυβα
με αγγίζει το φως.
Φεύγει μετά, πάντα αθόρυβα.
Τι νιώθω δεν ξέρω.
Κι ούτε την αίσθηση εμπιστεύομαι.
Ασύστολα, ασύστολα, ασύστολα
με διαμελίζει το φως.
Εισχωρεί μετά, πάντα ασύστολα.
Τι μένει δεν ξέρω.
Ίσως μια επίγνωση μοίρας.
Ανεσπέρα, ανεσπέρα, ανεσπέρα
με ζεσταίνει το φως.
Λιώνει μετά, πάντα ανεσπέρα.
Για την σκιά σου δεν ξέρω.
Φυσάω και σβήνει.
 
*
Απογοήτευση / Κλεοπάτρα Μακρίδου
 
Εριχνες τα δίκτυα για ψάρια
σε άγνωστη θάλασσα
να θρέψεις τα παιδιά σου ήθελες.
Μα τα νερά ήταν μολυσμένα
και τα ψάρια νεκρά.
Ολο κι ήλπιζες πως μια μέρα
τα ψάρια θα σου έρθουν ζωντανά.
Ενώ η θάλασσα σε κοιτούσε λυπημένα
γνωρίζοντας πως τον κόρφο της
ο θάνατος έκαμε φωλιά!
 
*
[Εκεί που χύνονται οι στήμονες] της Αντριάνας Περικλέους – Ονουφρίου
 
Εκεί που χύνονται οι στήμονες
κι η μυρωδιά αντρειεύει,
ένα άνθος η ζωή που απ
την αγάπη κλέβει.
Τρέχει διαβαίνει, χάνεται.
Ξεφάντωμα οι αισθήσεις.
Η όραση τρελάθηκε, χάνεται
στον τοκετό της μέρας.
Γυμνή η όσφρηση ασπάζεται
το δάκρυ. Τραγουδά η ψυχή
ερωτικό πρελούδιο.
Αφή ηδονική, γεύση μελωδία.
Τρέχουν τα σύννεφα νέκταρ
να τρυγήσουν. Απ' του Θεού
παράθυρο να δουν την
γέννηση τους.
Κι έγινε η μελωδία όνειρο
χωμένη στο χορτάρι. Άγιο λίκνο
άσβεστο ζωής μαργαριτάρι.
Άρωμα κλέβω και σκορπώ
σε πέλαγο χειμώνα.
 
*
Το όνειρό μας  / Μαρούλλα Πανάγου
 
Πατρίδα που αφύλακτες, μένουν οι Θερμοπύλες,
Πατρίδα όπου του εχθρού, ανοίξανε τις πύλες.
Πολλοί οι εφιάλτες μας, κι εμείς τόσο ολίγοι,
σκοτάδι μόνο βρίσκεται, γύρω που μας τυλίγει,
Αδύναμο πολύ το φως και πως μπροστά να δούμε;
Μας έκλεισαν τα μάτια μας, κι οι εχθροί καραδ0κούνε
'Όλοι μαζί το “δεν ξεχνώ” θυμόμαστε και κλαίμε
με χαμηλά την κεφαλή, τα χάλια μας να λέμε .
Για πότε θα ξυπνήσουμε, κι ολόρθοι στις επάλξεις,
για να την προστατεύσουμε, απ 'όποιον την πειράξει;
Στην νάρκη μας το “φτάνει πια”, καιρός για να το πούμε
και το κεφάλι μας ψηλά, πάλι να το κρατούμε .
Αν είναι για ν' αλλάξουμε, πάλι την ιστορία
μας φτάνει πια τόσος καιρός, στην τόση απραξία
Σε ξένα χέρια φτάνει πια, να κρέμεται η πατρίδα .
Μες στην καρδιά μας, ζωντανή πάντοτε η ελπίδα
Αν είναι για ν'αλλάξουμε, καινούργια αρχή να βρούμε
να γίνουμε' όλοι μια γροθιά, πάλι ν' αντισταθούμε.
Στους ξένους η πατρίδα μας, ξένη... δεν την πονάνε ,
και θέλουν ότι απόμεινε, σαν γύπες να το φάνε
Για μας είναι κομμάτι μας, απ’ την ψυχή παρμένη
με βία την κουρσέψανε, κι ακόμα μοιρασμένη.
Φύλλο μας χρυσοπράσινο και καταπονεμένο
Το μόνο που ποθούμε εμείς, πάλι λευτερωμένο,
Βορράς και νότος άφραγοι, λεύτεροι σαν και πρώτα
κι όλοι μας να διαβαίνουμε, δικαιοσύνης πόρτα .
Να φύγουν οι παρείσακτοι, μόνους να μας αφήσουν
Σαν περιβόλι να γενείς και τα δεντρά θ'ανθίσουν .
Θα βγάλουνε νέους ανθούς, καινούργια παραπούλια
νάσαι στολίδι σαν παλιά, στον ουρανό σαν πούλια.
 
 
*
Θάλασσα / Αδελαίδα Παπαγεωργίου
 
Με καλεί η άπειρη ψυχή σου
μυστικά μηνύματα
στο αυτί των κογχυλιών
ανεβάζουν της ψυχής
τη φουσκονεριά
σκορπίζοντας μυστικά
στα κρυφά γυρίσματα
σπάζει στα βράχια η ελπίδα
μα σκιρτούν τα όνειρα
στα αεικίνητα νερά σου
χάνονται μες την λάμψη
των λευκών αφρών σου…
 
*
ΘΥΜΗΣΤΕ ΜΟΥ / Δέσπω Πηλαβάκη
 
Θυμήστε μου πώς είναι να γελάς
γάργαρα η φωνή σου να κυλάει
ρυάκι με καθάρια τα νερά
την ομορφιά κανείς να μη χαλάει
Θυμήστε μου πώς είναι η χαρά
χελιδόνι να πετά μέσα στα στήθεια
μάτια που λάμπουνε να έχουν τα παιδιά
και μέσα τους να βλέπεις την αλήθεια
Θυμήστε μου πώς είναι ο Θεός
η πίστη στην καρδιά να βασιλεύει
ο άνθρωπος να έχει ανθρωπιά
στο σφάλμα του , συγνώμη να γυρεύει
Κάποιοι σκοτώνουν τη ζωή και τη χαρά μας
και λάκκο σκάβουν να τη θάψουνε βαθειά
κόλαση κάνανε τη γη μας
και την ελπίδα μας σκοτώνουν με σπαθιά
 
 
 
 
*
Αφθονία / Αθηνά Τέμβριου
 
Έφερες τόσες πολλές καρποφόρες σκέψεις
σε ένα καλάθι, που κουβαλούσα με καμάρι.
Κάθε φορά που έσβησαν τη δίψα μου,
οι στίχοι γεννήθηκαν από κουκούτσια και σπόρους.
Τα έχω φυτέψει όλα στο δρόμο για την αγάπη
και τα δέντρα τώρα σου έδωσαν σκιά.

μετάφραση . Η πρώτη γραφή του ποιήματος είναι στην αγγλική γλώσσα
 
*
Η ταυτότητα μου / Ελένη Τυρίμου
 
Άλλο πια δεν μπορώ
Οι λέξεις με πνίγουν
Κόμπος στο λαιμό
Την ανάσα μου κόβουν
Γιατί, εσύ δεν είσαι εδώ!
Σε προσμένω πάντα
όπως τα ρούχα σου
κρεμασμένα έτοιμα
για το ζεστό σου σώμα
Όπως τα όνειρα που έκανες
σαν ήσουνα παιδί.
Δεν είσαι εδώ,
μα είσαι παντού
Θέλω να δώσω
λίγο από εσένα,
γιατί δεν ήσουν
σαν τόσους και τόσους
Ντρέπομαι, μικρή να φτάσω
στο δικό σου το μπόι
Τα όνειρά σου λευκά περιστέρια
Η τόση σου αγάπη για ζωή
στην ανόθευτη λάμψη σου
πώς να σ’ αγκαλιάσω τώρα
Με ματωμένα ρούχα
Κουρελιασμένα όνειρα
Αυτό είναι άδικο για σένα
Δεν θα τους αφήσω
να σε ντύσουν στα μέτρα τους
Αυτό να το ξέρεις!
Αυτοί που: δεν σε έζησαν
Αυτοί που δεν σε γνώρισαν
Θα πρέπει να μάθουν για σένα
Σε μια φωτογραφία σου
με ρώτησαν
Τι μου είσαι;
Τους είπα η ταυτότητα μου,
Το αίμα στην καρδιά μου
ο σφυγμός μου ,τα όνειρά μου
Το πριν, το μέλλον, το παρόν μου

Η ποίηση του Άθου Χατζηματθαίου από το Νίκο Πενταρά


Όλη η μνήμη του κόσμου χωράει μέσα στην Ποίηση. 'Η, τουλάχιστον, αυτή τη μαγική εντύπωση μάς δίνει η τέχνη της Ποίησης. Όλα όσα έχουν χαθεί κι εκείνα που θα έρθουν και θα περάσουν και θα χαθούν, θα μείνουν για πάντα μέσα στην Ποίηση. Η ευθύνη της ποίησης και των ποιητών έναντι του κόσμου είναι μεγάλη και αφορά τις ελάχιστες αντιστάσεις που μπορούμε να προβάλουμε στους πυροβολισμούς που δεχόμαστε καθημερινά για την αισθητική που μας παιδαγωγεί. Η κοινωνία έχει ανάγκη την Ποίηση και την Ποιητική πράξη. Γι’ αυτό ο ποιητής, ο γνήσιος ποιητής, πρέπει να είναι ένας αφοσιωμένος της Ποίησης και της Ζωής. Είτε τον γεμίζει χαρά, είτε τον θλίβει η Ζωή, είτε τον πάει στον Ουρανό, είτε τον κατεβάζει στην Κόλαση, αυτός πρέπει να μένει πάντα ο αφοσιωμένος της και να εκφράζει τη μυστήρια αγάπη του για τη Ζωή, μέσα από τα ποιήματά του.
Η Ποίηση είναι Λόγος Ιερός και οφείλει να Λειτουργείται από τους Ποιητές με αφοσίωση και ευλάβεια. Ο Άθως Χατζηματθαίου, ως γνήσιος και αφοσιωμένος εραστής της Ποίησης και της Ζωής, νιώθει ενδόμυχα το βάρος αυτής της ευθύνης. Προσεγγίζει με συνέπεια και αγάπη την ψυχή του κόσμου, μια ψυχή που καθημερινά ορφανεύει όλο και πιο πολύ από τη Σκέψη και το Όνειρο, που τη συντήρησαν στους αιώνες, και μαρτυρεί το είναι της.
Η ποίηση του Άθου Χατζημαθαίου προσλαμβάνει το μυστικό της ανθρώπινης φύσης και το διαθλά απειροδιάστατα στο κοσμικό κάτοπτρο. Αιωνίζει την κοσμική περιπέτεια με όρια το αιώνιο και άρρητο και το εφήμερο και φθίνον. Μεταξύ Ζωής και Θανάτου ανασταίνει ξεχασμένες αλήθειες, φωτίζει εμπνευσμένα κρύφιες διαστάσεις της καθημερινότητας και αποκαλύπτει θεσπέσιες πλευρές της προσωπικής ζωής. Είτε είναι συμβολική, είτε είναι ρεαλιστική, είτε είναι εξπρεσιονιστική ή υπερρεαλιστική, υπερβαίνει τα στεγανά των σχολών και των κριτικών και γίνεται μουσικό φθέγγεσθαι πλήρες νοήματος.
Ο Χατζημαθαίου εισδύει με πάθος και φιλοσοφική διάθεση στον ιερό συρμό των κοσμικών δρώμενων με τις βαθιά μεταφυσικές προεκτάσεις και πολιορκεί το μεγάλο γεγονός της ύπαρξης στον κόσμο, για να αναπλάσει ποιητικά τα βιώματά του. Έτσι, πάρα πολλά από τα ποιήματά του μαρτυρούν τους τραγικούς προβληματισμούς του και αναμοχλεύουν συντελεστικά τις ηχηρότερες δυνάμεις της συνείδησης. Ο ποιητής επιλέγει το σκηνικό του προσεκτικά και ταυτίζεται με τους ήρωες του, τα πρόσωπα και με τα πράγματα, όπως οι λάτρεις του διονυσιακού χορού, όπως οι μύστες και οι μυσταγωγούμενοι στα ελευσίνια μυστήρια, όπως οι στρατευμένοι ιππότες και οι θεουργοί.
Μέσα από χρώματα πολλά και ευωδιά, έχοντας την άθραυστη γλυκύτητα νεογέννητου παιδιού, η ποίηση του Άθου Χατζημαθαίου οδεύει κατ’ ευθεία στην ουσία, συγκεράζοντας ψυχική ευπάθεια και στοχαστική διάθεση. Κύρια χαρακτηριστικά της είναι η έντονη αίσθηση της ζωής και η δίψα να αγγίξει το αιματηρό βάθος των πραγμάτων και των ιδεών, να αφομοιώσει τις δύο αιώνιες αξίες τον έρωτα και τον πόνο, που ζυμώνονται με το πάθος και γίνονται στίχος. Μια ορατή ευαισθησία και μια αδιόρατη θλίψη αναδύονται μέσα από τους στίχους του. Τραγουδά με ειλικρίνεια και αυθορμησία σε όλους τους τόνους, από την τραυματισμένη τρυφερότητα ως το σφοδρό πάθος.
Εκείνο που προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση στον αναγνώστη της ποίησης του Χατζημαθαίου είναι η ασυγκράτητη ρομαντική διάθεση, η αφοπλιστική ειλικρίνεια και ο πυκνός λυρισμός. Η πηγαιότητα, επίσης, η ευαισθησία και ο πλούτος των εναλλασσόμενων εικόνων τής δίνουν περίσσια χάρη. Είναι μια ποίηση που συγκινεί μα και που, συνάμα, προβληματίζει. Μια ποίηση που προσφέρει παρηγοριά και λύτρωση μέσα στην ψυχρή, την απάνθρωπη εποχή μας.