Κυριακή 5 Απριλίου 2020

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΝΕΡΟ* της Αδελαΐδας Παπαγεωργίου


ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΑ


Η μαμά του Χριστάκη  εδώ και ένα χρόνο είναι πολύ άρρωστη, πριν λίγο καιρό όμως η κατάσταση της επιδεινώθηκε είναι ανήμπορη στο κρεββάτι και ψήνεται στον πυρετό.
Ο γιατρός που ήρθε και την εξέτασε κατάλαβε ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα  για την μαμά του.
-          Είναι πολύ σπάνια αρρώστια και δεν υπάρχει θεραπεία, είπε ο γιατρός, εγώ  έκανα ότι μπορούσα, τώρα  μόνο ένα θαύμα μπορεί να την  βοηθήσει.
 Αυτό βέβαια το είπε χαμηλόφωνα στον πατέρα, για να μην ακούσει το παιδί, όμως τα αυτιά του Χριστάκη  άκουσαν πολύ καλά, τι είπε ο γιατρός.
Ο μπαμπάς του Χριστάκη, σαν το άκουσε, πήγε και κάθισε συννεφιασμένος έξω στο μπαλκόνι, γιατί δεν ήθελε να δει ο μικρός τα δάκρυα του. Την Μαργαρίτα την γυναίκα του την αγάπησε μόλις την είδε, παντρεύτηκαν αμέσως και σε ένα χρόνο γεννήθηκε ο Χρίστος, η αλλιώς Χριστάκης όπως τον φωνάζουν χαϊδευτικά. Η αγάπη γέμιζε το μικρό τους σπίτι και ήταν πολύ ευτυχισμένοι.

Πέρυσι η μαμά, άρχισε να χάνει βάρος, να κουράζεται εύκολα, και να βήχει παράξενα. Έφτασε να αδυνατίσει τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, μόνο ξάπλωνε όλη μέρα,στο κρεβάτι. Παρ όλους τους φρικτούς της πόνους, προσπαθούσε να χαμογελά στο μικρό αγόρι της,που έκανε τα πάντα να την διασκεδάζει με τα καμώματα του. Ο μπαμπάς του, ήταν υποχρεωμένος να μένει όλη μέρα σπίτι για να την φροντίζει με αποτέλεσμα να χάσει και τη δουλειά του. Έτσι, λίγο λίγο τα τρόφιμα μέσα στο σπίτι άρχισαν να λιγοστεύουν και ο πατέρας πολλές φορές  πήγαινε εργάτης στα χωράφια για ένα ξεροκόμματο και τότε ο μικρός Χριστάκης μόνος του φρόντιζε  την μανούλα του.
<<Είσαι ένας άγγελος >> του έλεγε με τη σβησμένη φωνή της η μαμά του και του χάιδευε τα  ξανθά του μαλλιά.

Ο Χριστάκηςπροχτές μόλις, έγινε εννιά χρονών. Με την αρρώστια της μητέρας, δεν γιόρτασαν τα φετινά του γενέθλια, δεν τον ένοιαζε όμως,το μόνο δώρο που ήθελε πραγματικά ήταν  να γίνει καλά η μητέρα του.
<<Ένα θαύμα, έτσι είπε ο γιατρός>>σκεφτόταν το βράδυ σαν ξάπλωσε στο κρεβάτι του.Τι είναι το θαύμα και πού μπορώ να το βρω άραγε, έλεγε μουσκεύοντας με δάκρια το μαξιλάρι του. Θα έδινα τα πάντα για να κάνω την μητερούλα μου καλά, θα έδινα τα πάντα, έλεγε και ξανάλεγε μέσα στα αναφιλητά του.
- Τι θα έδινες δηλαδή; άκουσε μια φωνούλα στο αυτί του.Τι έχεις εσύ που να μπορείς να ανταλλάξεις για ένα θαύμα;
- Τι έγινε, ποια μου μιλά, δεν βλέπω κανένα, ποιαείσαι; πετάχτηκε από το στρώμα του ο Χριστάκης, και μη βλέποντας κάποιον σκέφτηκε μήπως ονειρευόταν.
- Εδώ είμαι, μπροστά σου, άκουσε πάλι την ίδια φωνή να του λέει.
ΩΩ!!! έκανε ο Χριστάκης, και τότε είδε μπροστά του να  φτερουγίζει μια μικρή άσπρη πεταλούδα. Το αγόρι άπλωσε το χέρι του και η πεταλούδα κάθισε στην παλάμη του.
-               Τώρα με βλέπεις, είπε η πεταλούδα.
-                Σε βλέπω, όμως τώρα που σε βλέπω καλύτερα  δεν είσαι ακριβώς μια κανονική πεταλούδα, αναφώνησε ο Χριστάκης.
-               Ε,αυτό έλειψε να είμαι κανονική, αν και δεν κατάλαβα τι εννοείς κανονική, του είπε. Αν ήμουν μιασυνηθισμένη πεταλούδα όπως λες, δεν θα μιλούσα, και δεν θα βρισκόμουν εδώ, γιατί το βράδυ οι πεταλούδες κοιμούνται.
Τώρα ας συστηθούμε κανονικά, συνέχισε, εγώ είμαι η Θαυμάσια, και είμαι μια Νεράιδα  από τη Θαυματοχώρα.
-               Θαυμάσια από την  Θαυματοχώρα, επανέλαβε σαν ηχώ το αγόρι.
-               Ναι και εσύ είσαι ο Χρίστος και παρακάλεσες για ένα θαύμα, είπε η πεταλούδα, που δεν ήταν ακριβώς πεταλούδα. Ήταν μια μικροσκοπική νεράιδα με διάφανα φτερά και τόσο μικρή όσο μια οδοντογλυφίδα. Φορούσε ένα αραχνούφαντο άσπρο φόρεμα  και στο κεφάλι είχε δυο χρυσές  κεραίες .
-               Χαίρω πολύ, είπε ο Χριστάκης σαστισμένος. Δεν ήξερα ότι υπάρχουν στα αλήθεια  νεράιδες .Εσύ δηλαδή τώρα,μπορείς να μου δώσεις ένα θαύμα;
-               Εύχομαι να μπορέσω, είπε εκείνη με την αστεία της φωνούλα και ύστερα συμπλήρωσε.
-        Αυτό θα είναι η πρώτη μου αποστολή. Βλέπειςμόλις έκλεισα δώδεκα χρονών και πρέπει να ωριμάσω, καθώς μου λένε όλοι στο σπίτι. Να σταματήσω δηλαδή τις τρέλες και να πάρω στα σοβαρά τον ρόλο μου σαν Νεράιδα, να βοηθώ δηλαδή τους ανθρώπους να βρίσκουν το δικό τους  θαύμα.
-               Μα αυτό είναι θαυμάσιο, φώναξε εκείνος με ενθουσιασμό. Ξέρεις άκουσα το γιατρό που είπε στον μπαμπά μου ότι για να γίνει καλά η μαμά μου, χρειάζεται ένα θαύμα.
-               Το ξέρω, και αν θέλεις να ξέρεις, για αυτό με έστειλαν  εδώ για  να σε βοηθήσω. Δεν μπορώ όμως να σου  δώσω εγώ,το θαύμα . Εγώ απλά θα σε συνοδέψω και θα σε βοηθήσω όσο μπορώ να το βρεις. Όμως εσύ,τι θα μου δώσεις για αντάλλαγμα;
-               Ότι θέλεις, είπε το αγόρι. Μπορώ,αν θέλεις να σου δώσω όλα τα παιχνίδια μου.
-               Τι να τα κάνω, είπε εκείνη, εγώ είμαι μεγάλη για παιχνίδια και εξάλλου δεν μου αρέσουν τα δικά σου αγορίστικα παιχνίδια, γιατί εγώ,όπως βλέπεις είμαι κορίτσι.
-               Μπορώ να σου δώσω,τα βιβλία μου, πρότεινε ξανά εκείνος, όμως το είπε με βαριά καρδιά, γιατί αγαπούσε τα  λιγοστά βιβλία του, πιο πολύ ακόμα και από τα παιχνίδια του. Τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε, γιατί δεν είχε χρήματα τώρα, να αγοράσει άλλα και ήταν η καλύτερη του συντροφιά όλες τις ώρες. Όμως για την υγεία  της μανούλας μου χαλάλι, σκέφτηκε.
-               Όχι δεν θέλω ούτε τα βιβλία σου, απάντησε αμέσως εκείνη .Έχω πολλά δικά μου στο σπίτι και ακόμη να τα διαβάσω γιατί είμαι και λίγο τεμπέλα με το διάβασμα,ομολόγησε.
-               Δεν νομίζω να έχω κάτι άλλο δικό μου να σου δώσω, είπε το αγόρι λυπημένο. Πες μου λοιπόν τι θέλεις;
-               Τα μαλλιά σου, είπε η Νεράιδα, έχεις τόσο όμορφα και μακριά μαλλιά. Ναι θέλω τα  ξανθά σγουρά μαλλιά σου,επανέλαβε με σιγουριά.
-               Τα μαλλιά μου; ψέλλισε εκείνος με απορία.
-               Ναι τα μαλλιά σου, επανέλαβε εκείνη, δεν με βλέπεις πως δεν έχω μαλλιά;
-               Ε, να σου πω την αλήθεια, ούτε που ξέρω πως πρέπει να είσαι, ούτε καν πως είναι οι Νεράιδες, γιατί δεν έχω ξαναδεί, της είπε και την κοίταξε προσεκτικότερα.
-                Ναι πράγματι δεν έχεις μαλλιά, αλλά ούτε οι συνηθισμένες πεταλούδες νομίζω πως έχουν μαλλιά ,πρόσθεσε.
-               Αν με ξαναπείςσυνηθισμένη πεταλούδα, σε παρατάω και φεύγω, του  είπε εκείνη,θυμωμένη.
-               ….Όμως στα παραμύθια μουόλες οι Νεράιδες έχουν μακριά μαλλιά, συμπλήρωσεεκείνος. Ορίστε, της είπε θιγμένος, δεν με άφησες να συμπληρώσω την φράση μου, μου φαίνεσαι κυρία Νεράιδα ότι βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα.
-               Δεσποινίς παρακαλώ δεσποινίς, και μόλις έκλεισα δώδεκα χρονών, προχθές ήταν τα γενέθλια μου, είπε εκείνη.
-               Αλήθεια; και τα δικά μου γενέθλια ήταν προχθές, είπε ο Χριστάκης, και εγώ έγινα εννιά χρονών.
-               Βλέπεις, είσαι μικρότερος μου, και πρέπει να με ακούς, γιατί εγώ είμαι τρία χρόνια μεγαλύτερη σου. Και θα σου πω μάλιστα και γιατί είμαι εδώ. Βλέπεις, εσύ έκανες μια ευχή, να βρεις ένα θαύμα για τη μητέρα σου και εγώ έκανα μια ευχή, να αποκτήσω επιτέλους και επίσημα το σκήπτρο της Νεράιδας. Φαίνεται ότι κάπου μπλέχτηκαν οι ευχές μας, γι’ αυτό  με έστειλαν σε σένα, εξήγησε εκείνη.
-               Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Χριστάκης, για εξήγησε μου το καλύτερα, σε παρακαλώ.
-               Μα είναι απλό, συνέχισε να φλυαρεί η Νεράιδα. Για να αποκτήσω το επίσημο σκήπτρο  της Νεράιδας πρέπει να επιτύχω στην πρώτη μου αποστολή. Αυτό γίνεται σε όλες τις νεράιδες όταν κλείσουν τα δώδεκα τους χρόνια. Επειδή η Ευχή σου, έγινε την ίδια στιγμή με την δική μου, φαίνεται ότι αποφάσισαν να με στείλουν να βοηθήσω εσένα.Βέβαια, δεν ξέρω ακόμα τι και πως, αλλά θα προσπαθήσω να τα καταφέρω.
-               Δηλαδή, δεν ξέρεις πώς να με βοηθήσεις; ψιθύρισε ο Χριστάκης.  Αν δεν ξέρεις, πως θα μου βρεις το θαύμα που χρειάζομαι; την ρώτησε.
-               Αν δεν με θέλεις, φεύγω και θα πάω αλλού, δεν ανέχομαι να με αμφισβητεί ένα μικρό παιδί, είπε η πεισμωμένη η  Νεράιδα.
-               Όχι, όχι χίλια συγνώμη κυρία Θαυματουργή μου, να πω την αλήθεια, είσαι η μόνη που έχω αυτή την στιγμή να με βοηθήσει, και σε παρακαλώ μείνε, είπε παρακαλεστά το αγόρι.
-               Θαυμάσια,αυτό είναι το όνομα μου παρακαλώ, αν και τώρα που το ανάφερες μου άρεσε και το Θαυματουργή σαν όνομα.Λοιπόν, θα μείνω αν μου υποσχεθείς να μου δώσεις τα όμορφα μαλλάκια σου, γιατί  είναι το όνειρο μου να αποκτήσω μαλλιά.Στη χώρα μας είναι όλες σαν εμένα, όμως εγώ γνώρισα και άλλες νεράιδες που έχουν όμορφα μακριά μεταξένια μαλλιά, σαν τα δικά σου. Θα μου τα δώσεις αν σε βοηθήσω, λοιπόν; τον ρώτησε, με την λαχτάρα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της.
-               Και εσύ θα μου δώσεις ένα θαύμα, θα με βοηθήσεις να βρω ένα θαύμα, για να γίνει καλά η μητέρα μου; την ρώτησε και εκείνος με την σειρά του.
-               Φυσικά και θα σε βοηθήσω, θα σε πάρω μαζί μου στη Θαυματοχώρα και θα ρωτήσουμε την γιαγιά μου την Πανθαύμαστη, που τα ξέρει όλα, αυτή σίγουρα θα ξέρει τι και πως, υποσχέθηκε εκείνη.
-               Εντάξει, λοιπόν τότε και εγώ θα σου δώσω τα μαλλιά μου για αντάλλαγμα, είπε εκείνος.
-                Σύμφωνοι, όμως τώρα πρέπει να γίνεις και εσύ σαν εμένα για να μπορέσουμε να πάμε στην Θαυματοχώρα μου.Έτοιμοι να φύγουμε, είπε η παράξενη Νεραιδοπεταλούδα και άγγιξε με τις χρυσές κεραίες της το μέτωπο τουΧριστάκη και σε μια στιγμή μόνο, εκείνος έγινε το ίδιο  μικρός όσο εκείνη, με δυο γαλάζια φτερά στη πλάτη του.
-       Δώσε μου το χέρι σου και κλείσε τα μάτια σου του είπε η Νεράιδα,κλείσε τα μάτια και αφέσου, ξανάπε.
Το αγόρι έκλεισε σφικτά τα μάτια και αφέθηκε, κρατώντας σφικτά από το χέρι την Νεράιδα, ένοιωθε να περνά σαν μέσα από κάποιο τούνελ, όμως δεν τολμούσε να ανοίξει τα μάτια του.
Κάποια στιγμή ένοιωσε να προσγειώνεται κάπου.
-               Τώρα μπορείς να ανοίξεις τα μάτια σου, άκουσε τη φωνή της Θαυμάσιας.

Ο Χριστάκης, άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε προσεκτικά γύρω του. Ήταν μέσα σε κάτι διάφανο σεμενεξεδί χρώμα, δεν κατάλαβε τι ήταν ακριβώς, όμως μύριζε πολύ όμορφα. Άπλωσε τα χέρια του και ψηλάφισε τα λεπτά τοιχώματα του παράξενου σπιτιού. Δεν ήταν σπίτι, ήταν ένα τεράστιο λουλούδι, και αυτός βρισκόταν μέσα σε αυτό!
-               Που βρίσκομαι ακριβώς; ρώτησε την Θαυμάσια.
-               Βρίσκεσαι στο σπίτι μου, έλα να σου γνωρίσω την οικογένεια μου  του είπε, και τότε είδε ότι δεν ήταν μόνοι εκεί μέσα.
-                Αυτή είναι η μητέρα μου, αυτός o μπαμπάς μου και αυτές είναι  οι μικρότερες αδελφές μου Θάλεια και Μάσια.  Η Θάλεια τραγούδα πολύ όμορφα και η Μάσια όλο τρώει. Και από εδώ είναι η γιαγιά μου η Πανθαύμαστη, που είναι η μεγαλύτερη σε ηλικία από όλες τις Νεράιδες της Θαυματοχώρας, έκανε τις συστάσεις η Θαυμάσια.
-               Χαίρω πολύ είπε το αγόρι, και τους έσφιξε το χέρι.Δεν ξεχώριζαν σχεδόν ο ένας από τον άλλο. Τα πρόσωπα τους ήταν σχεδόν τα ίδια, ακόμα και η γιαγιά της είχε ένα όμορφο νεανικό πρόσωπο.
-               Στην Θαυματοχώραεμείς δεν γερνούμε, αλλά μεγαλώνουν τα φτερά και οι κεραίες μας εξήγησε η Θαυμαστή σαν να  κατάλαβε τις σκέψεις του . Η γιαγιά της που ήταν η μεγαλύτερη, πράγματι είχε πολύ μεγάλα άσπρα φτερά, και μεγάλες χρυσές κεραίες, αντίθετα οι αδελφές της είχαν πολύ μικρότερα φτερά και μικροσκοπικές κεραίες.
-               Γιαγιούλα, είπε η Θαυμάσια και χώθηκε στην αγκαλιά της, η μαμά του Χριστάκη είναι πολύ άρρωστη, και θέλουμε τη βοήθεια σου, η μαμά του χρειάζεται ένα θαύμα, για να ζήσει, της εξήγησε.
-               Το ξέρω, το ξέρω, είπε εκείνη και κοίταξε το αγόρι βαθιά στα μάτια, λέγοντας του με αργή φωνή.
-               Για να γίνει ένα θαύμα στον κόσμο σου, πρέπει κι εσύ να παλέψεις και να αγωνιστείς. Σου τονίζω ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο, είσαι άραγε έτοιμος γι’ αυτό;
-               Δεν θέλω να χάσω την μανούλα μου την αγαπώ πάρα πολύ, είναι ότι πολυτιμότερο έχω, είπε ο Χριστάκης. Και επίσης δεν θέλω να βλέπω τον πατέρα μου να κλαίει, γι’ αυτό είμαι έτοιμος να παλέψω και να αγωνιστώ για να βρω ένα θαύμα. Πέστε μου μόνο τι να κάνω, συμπλήρωσε.
-               Λοιπόν, έλα μαζί μου, ας βγούμε έξω από εδώ και θα σου δείξω, είπε εκείνη και βγήκε από το λουλουδόσπιτο.
Ο Χριστάκηςβγαίνοντας έξω,έμεινε άφωνος. Μια ατέλειωτη πεδιάδα γεμάτη λουλουδόσπιτα, παραταγμένα σε διάφορα χρώματα, κόκκινα, γαλάζια, μενεξεδιά, κίτρινα. Κάθε γειτονιά είχε διαφορετικά λουλούδια, και γύρω του ήταν όλα τα λουλούδια στο ίδιο χρώμα.
-Είσαι στη γειτονιά των μενεξέδων, του εξήγησε  η φίλη του η  Νεράιδα, κάθε γειτονιά  παίρνει το όνομα της ανάλογα με τα λουλούδια της. Η διπλανή γειτονιά με το κόκκινο είναι η γειτονιά των Παπαρούνων,  η κίτρινη των ηλιοτροπίων και η άσπρη των κρίνων.
Θα αφήσεις τις γειτονιές και να με αφήσεις να κάνω τη δουλειά μου;την διέκοψε η γιαγιά με την αργή αλλά αυστηρή φωνή της.
-               Έλα μαζί μου μικρούλη, του είπε, και πιο πέρα σε ένα πανύψηλο λουλούδι με κίτρινο χρώμα, που ξεχώριζε απ’ όλα τα άλλα.Κάτι ψιθύρισε, και στάθηκε κάτω από το τεράστιο κεφάλι του λουλουδιού, περιμένοντας και εκείνο έγειρε το κεφάλι του και γραπώθηκε πάνω στο κεφάλι της γιαγιάς σαν βεντούζα.
Το βλέπεις εκείνο εκεί πέρα μακριά, μίλησεσαν υπνωτισμένη η γιαγιά και έδειξε με το δάχτυλο της στο βάθος του ορίζοντα. Εκεί είναι το γυάλινο βουνό, πρέπει να πας εκεί και αν καταφέρεις να το ανεβείς, θα βρεις μια πηγή. Θα περιμένεις μέχρι το φεγγάρι γίνει ολοστρόγγυλο, και τότε, όσο πιο γρήγορα μπορείς ,θα μαζέψεις σε ένα μπουκαλάκι, λίγο από το μαγικό νερό της πηγής. Τρείς σταγόνες χρειάζεται να πιει η μητέρα σου και θα γίνει τελείως καλά, όμως δεν είναι τόσο εύκολογιατί την πηγή την φυλάνε δύοδράκοι που κοιμούνται μόνο την ώρα που το φεγγάρι είναι Πανσέληνος.

Αυτά με πληροφόρησε το Θαυμαστό Λουλούδι που τα ξέρει όλα, είπε η γιαγιά, όταν έφυγε από το κεφάλι της το λουλούδι. Η Θαυμαστή θα σε συνοδέψει και θα σε ενημερώνει και αν καταφέρει να σε βοηθήσει, τότε θα πάρει και αυτή το σκήπτρο της Νεράιδας.Ακούστε με τώρα καλά. Φεύγοντας από εδώ θα πάτε στον σιδερά. Θα σας δώσει σιδερένιες φτερούγες, γιατί το ταξίδι είναι μακρύ, ο καιρός απρόβλεπτος, και χρειάζεστε γερά φτερά να αντέχουν. Έλα μικρή μου να σε αποχαιρετήσω, είπε στη Θαυμάσια και εκείνη  πήγε κοντά στη γιαγιά της και ένωσαν μαζί  τις κεραίες τους. Μια αστραπή ακούστηκε και μια λάμψη και ήταν σαν να πέρασε ηλεκτρισμός από τις κεραίες της μιας στην άλλη.
-               Σε ευχαριστώ γιαγιούλα, σε ευχαριστώ τόσο πολύ, της είπε  η Θαυμάσια και την φίλησε.
-               Χρησιμοποίησε τις γνώσεις σου για το καλό, της είπε η γιαγιά, και τους αποχαιρέτησε, δίνοντας τους μια τελευταία παραγγελιά.
-               Πάρτε και αυτό το αμάραντο λουλούδι είπε η γιαγιά, μέχρι να γυρίσετε θα πίνετε από αυτό φρέσκο νέκταρ για να έχετε δυνάμεις και έδωσε στη Θαυμάσια ένα  τόσο δα μικροσκοπικό λουλουδάκι.
-               Να ξεκινήσετε τώρα με την ανατολή του ήλιου, και να θυμάστε πως όταν συμπληρωθούν δυο πανσέληνοι πρέπει να είστε πίσω,είπε η γιαγιά και χώθηκε πάλι μέσα στο μενεξεδίλουλουδόσπιτο της.

Ο ήλιος άρχισε να ξεπροβάλλει και τα λουλουδόσπιτα άνοιγαν τα κεφαλάκια τους να δεχτούν τα ζεστά του χάδια. Οι πεταλούδες ένοικοι, έβγαιναν από τα πέταλα των λουλουδιών και  άρχιζαν τις εργασίες τους και  το αγόρι θαύμαζε τις μυριάδες πεταλούδες νεράιδες με φτερά όλων των χρωμάτων, να γεμίζουν τον ουρανό. Ύστερα, με τη Θαυμάσια, επισκέφτηκαν τον σιδερά Νεραιδο-Πεταλούδο,και πέρασε από πάνω από τα φτερά τους ένα σιδερένιο μαλακό δίχτυ, για να προστατέψει τα δικά τους.

Οι δυο φίλοι,άρχισαν να πετούν στη κατεύθυνση που τους έδειξε η γιαγιά. Ο Χριστάκης δεν χόρταινε να βλέπει από ψηλά, την πλάση σαν ένα πανηγύρι χρωμάτων, λιβάδια με πολύχρωμα λουλουδόσπιτα, κόκκινα βουνά πασπαλισμένα με κρυσταλλική ζάχαρη, το φαγητό που αρέσει στις πεταλούδες, ρυάκια που έρρεαν μέλι και πηγές που ανάβλυζαν γάλα. Και ο αέρας ήταν τόσο μυρωμένος, που δεν χόρταιναν να τον αναπνέουν.
Πετούσαν όλο και ψηλότερα, και ο ήλιος γινόταν όλο και πιο ζεστός. Σε κάποια στιγμή η Θαυμάσια προσγειώθηκε πάνω σε ένα τεράστιο δέντρο και οΧριστάκης την ακολούθησε
Σε λίγο η ζέστη έγινε αφόρητη και κάθισαν στον ίσκιο ενός δέντρου να ξεκουραστούν και να δροσιστούν λίγο.Έβγαλε από την τσέπη της το λουλούδι και ρούφηξε το γλυκό του νέκταρ.
-               Έλα και εσύ τώρα, είπε και του το έδωσε.
-               Ο Χριστάκης δοκίμασε λίγο, διστακτικά στην αρχή, ύστερα του άρεσε και  έπινε έπινε και δεν τελείωνε, παρ’ όλο που το λουλούδι ήταν πολύ μικρό.
-               Είναι πολύ ωραίο αυτό το νέκταρ, είπε στο τέλος και  νόμιζα ότι δεν θα με αρκούσε, αλλά με ξεδίψασε και μου έδωσε δύναμή.
-               Είναι μαγικό λουλούδι, δεν μαραίνεται, δεν αδειάζει ποτέ και το χρησιμοποιούμε μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όπως τώρα είπε η Θαυμάσια. 
-               Ε τότε μπορείτε σας παρακαλώ να μου δώσετε και εμένα λίγο, γιατί διψώ πάρα πολύ  και δεν μπορώ να πετάξω μέχρι το ποτάμι, επειδή χτύπησα την φτερούγα μου, ακούστηκε μια μελωδική φωνούλα.
Κοίταξαν παραξενευμένα εκεί που ακουγόταν η φωνή. Πάνω σε ένα χοντρό κλαδί, μέσα σε μια φωλιά ήταν ένα μικρό  πουλί  με γκρίζα φτερά  και  τους κοιτούσε.
-               Τι πουλί είσαι εσύ,  ρώτησε το αγόρι.Έχω δει αρκετά πουλιά στο τόπο μου, αλλά σαν εσένα κανένα.
-               Είμαι το μελωδικό Αηδόνι, συστήθηκε  εκείνο και συνέχισε. Παλιά είμαστε αμέτρητα όμωςτώρα μείναμε πολύ λίγα στον κόσμο. Παλιά οι άνθρωποι μας αγαπούσαν πολύ, μας προστάτευαν και δεν μας ενοχλούσαν, όμως μετά άρχισαν να βαριούνται το τραγούδι μας, γιατί έφτιαξαν άλλα πουλιά μεταλλικά πιο όμορφα από εμάς, που τραγουδούσαν ασταμάτητα. Και αργότερα επειδή δεν μας χρειάζονταν, μας έβρισκαν ενοχλητικά και άρχισαν να μας κυνηγούν με πέτρες, με ξύλα και να δηλητηριάζουν τις πηγές που πίναμε νερό.Και εμείς, όσα επιβιώσαμε από το κυνηγητό, τα μαζέψαμε  φύγαμε και ήρθαμε εδώ σε αυτή τη  Χώρα όπου υπάρχει αγάπη,ειρήνη, δικαιοσύνη. Η μαμά μου λέει ότι εδώ θα καταλήξουν όλα τα πουλιά σε κάποια στιγμή, αφού οι άνθρωποι δεν εκτιμούν την προσφορά μας.
-               Τι κρίμα, εύχομαι να μην γίνει ποτέ αυτό, όμως έλα  τώρα πιες, είπεο Χριστάκης , και του πρότεινε το λουλούδι.
Το αηδόνι ήπιε λαίμαργα μέχρι που ξεδίψασε.
Σε λίγο ήρθε και η μαμά Αηδόνα, και το πουλάκι της εξήγησε τι έγινε.
-               Αχ!  σας ευχαριστώ πάρα πολύ για το καλό που  κάνατε στο μικρό μου,δεν θα το ξεχάσω ποτέ, τους είπε, και αν ποτέ με χρειαστείτε  μου και φωνάξετε με και θα έρθω, να σας βοηθήσω τους είπε εκείνη με ευγνωμοσύνη.

Ο Χριστάκης και η νεράιδα Θαυμάσια, ξεκίνησαν με καινούριες δυνάμεις για το μακρινό τους ταξίδι.Πετούσαν πετούσαν μέχρι που νύχτωσε. Τα αστέρια έλαμπαν στον ουρανό και το φεγγάρι που έμοιαζε σαν μια ασημένια φετούλα πεπόνι τους παρακολουθούσε από ψηλά. Ξεκουράστηκαν πάλι για λίγο, και άρχισαν το πέταγμα τους μόλις άρχισε να ανατέλλει ο ήλιος. Η μέρα όμως δεν ήταν όμως ηλιόλουστη όπως η προηγούμενη.Μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν απειλητικά στον ουρανό και  προμήνυε καταιγίδα.
-               Θα βρέξει, είπε η Νεράιδα, ας πετάξουμε γρήγορα να βρούμε καταφύγιο.εκείπέρα σε εκείνα τα βουναλάκια, θα βρούμε κάποια σπηλιά να τρυπώσουμε.
Αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα της, και άρχισαν να πέφτουν χοντρές στάλες πάνω τους, πέταξαν  όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς εκεί που έδειξε η Θαυμάσια και  εντόπισαν το στόμιο μιας σπηλιάς. Όρμησαν ανακουφισμένοι μέσα, και τίναξαν τα φτερά τους να στεγνώσουν.
-               Μούσκεμα γίναμε θα μείνουμε εδώ μέχρι να περάσει η μπόρα, είπε η Νεράιδα.
Μόλις όμως μπήκαν στη σπηλιά άκουσαν τον  βρυχηθμό ενός λιονταριού, και αμέσωςπέταξαν τρομαγμένα πάνω στη οροφή της ταράτσας.
-               Μη φοβάστε,άκουσαν τη λυπημένη  φωνή ενός λιονταριού, δεν θα σας πειράξω, μόνο αν μπορείτε βοηθήστε με, γιατί μπήκε ένα μεγάλο αγκάθι στο πόδι μου και δεν αντέχω τον πόνο.

Ο Χριστάκης πέταξε κοντά του.Πραγματικά ένα μεγάλο αγκάθι, ήταν μπηγμένο στο πόδι του λιονταριού.Τοτράβηξε προσεκτικά, και με πολλή δυσκολία κατάφερε και το έβγαλε.Το λιοντάρι ανακουφισμένο σηκώθηκε πάνω και τους ευχαρίστησε.
-               Είμαι ο Λιονταρίνος και  αν τυχόν με χρειαστείτε ποτέ, φωνάξετε με και αμέσως θα έρθω να σας βοηθήσω, τους είπε.

Οι δυο φίλοι έμειναν εκεί, μοιράστηκαν το νέκταρ από το αμάραντο λουλούδι τους,και όταν επιτέλους κόπασε η νεροποντή, βγήκαν έξω,αποχαιρέτισαν το λιοντάρι και τίναξαν τα φτερά τους κατά εκεί που τους έδειξε η γιαγιά Πανθαύμαστη. Πετούσαν  και το γυάλινο βουνό ήταν μια μακρινή κουκκίδα στο βάθος του ορίζοντα. Το φεγγάρι τώρα έγινε μισό, και ακόμη είχαν πολύ δρόμο μέχρι να φτάσουν.Σε κάποια στιγμή, ενώ πετούσαν, είδαν ένα γεράκι να κάνει βουτιά και να αρπάζει ένα ζωάκι από ένα δέντρο. Εκείνο  στρίγκλιζε φωνάζοντας βοήθεια και κουνούσε απελπισμένο τα χέρια και τα πόδια του.Χωρίς να το σκεφτούν και οι δυο, όρμησαν καταπάνω του και το τράβηξαν από τα νύχια του αετού. Ο Χριστάκης στη προσπάθεια του, έγδαρε τα χέρια του, και άφθονο αίμα έτρεχε από την ανοικτή πληγή.

Μόλις άρπαξαν το ζωάκι, έτρεξαν σε μια κουφάλα του δέντρου και κρύφτηκαν να γλυτώσουν. Το γεράκι, γυρόφερνε θυμωμένο και κτυπούσε θυμωμένα  το ράμφος του πάνω στο δέντρογια πολλή ώρα μέχρι που βαρέθηκε και τους άφησε.
-               Ουφ, επιτέλους κατάφερα και τον ξεφορτώθηκα, μίλησε τότε το  ζωάκι.Ήταν ένα μαιμουδάκι με χαριτωμένο αστείο πρόσωπο.
-               Δεν χρειαζόταν καν να επεμβείτε εσείς, συνέχισε,μιλώντας με πολλή αυτοπεποίθηση, μόνος μου πιάστηκα στα νύχια του, γιατί ήθελα να δοκιμάσω  να πετάξω. Είχα σκοπό να πηδήξω μόνος μου όταν θα έφτανε πολύ ψηλά στον ουρανό.
Ο Χριστάκης κοιτάχτηκε με νόημα με την Θαυμάσια.
-               Εκείνο το γεράκι είναι ακόμη έξω, είπε η Θαυμάσια βγάζοντας το κεφάλι της από την κουφάλα και είσαι ελεύθερο να επαναλάβεις το ηρωικό σου τόλμημα. Αν θέλεις μάλιστα του φωνάζω και θα σε βοηθήσω  να βγεις έξω και να αρπαχτείς από τα νύχια του. Και αμέσως άρχισε να φωνάζει.
-               Ε κύριε Γεράκι, κύριε Γεράκιιιι
-               Σους μη φωνάζεις , φώναξε αμέσως το μαιμουδάκι , θα το φέρεις πάλι πίσω με τις φωνές σου.
-               Είπα και εγώ, πως ήσουν τόσο  γενναίος, είπε επιτιμητικά η Θαυμάσια. Εμείς αχάριστο πλάσμα,κινδυνέψαμε να  γλυτώσουμε το τομάρι σου  και εσύ κομπάζεις για τους δήθεν ηρωισμούς σου. Δες και τον φίλο μου από εδώ πως έγινε για χάρι σου και ούτε ένα ευχαριστώ δεν ακούσαμε!
-               Συγνώμη, έχεις δίκαιο, σας ευχαριστώ πάρα πολύ που με σώσατε, ομολόγησε ντροπιασμένο το μαιμουδάκι. Στάσου μια στιγμή να δω τι μπορώ να κάνω για το χέρι σου είπε και αφού εξέτασε την κατάσταση έξω, και είδε ότι το γεράκι δεν ήταν εκεί, πήδηξε έξω από την κουφάλα.Σε λίγο επέστρεψε με μερικά φύλλα, και τα έβαλε πάνω στη πληγή του Χριστάκη.
-               Αυτό το βότανο θα βοηθήσει την πληγή σου να κλείσει πολύ γρήγορα, του είπε.
-               Είμαι ο Μικές, τους συστήθηκε μετά, και είμαι το πιο έξυπνο και τολμηρό μαιμουδάκι , σε ολόκληρο το σύμπαν, παινεύτηκε.
-               Εγώ είμαι ο Χριστάκης,και είμαι ένα συνηθισμένο αγόρι που θέλει να βρει ένα θαύμα για τη μαμά του, συστήθηκε το αγόρι.
-               Και εγώ,είμαι η Νεράιδα Θαυμάσια, και δεν χωνεύω τους φαφλατάδες, είπε η Νεράιδα.
-               Κοίτα, νοιώθω πολύ καλύτερα με το χέρι μου και σε ευχαριστώ,είπε ο Χριστάκης, όμως δεν έχουμε χρόνο,πρέπει να φύγουμε αμέσως.
-               Με παίρνετε κι εμένα μαζί σας, θα είμαι πολύ φρόνιμος ρώτησε δειλά το μαιμουδάκι .
-               Μα πως θα σε πάρουμε είπε ο Χριστάκης, εμείς έχουμε φτερά, και βιαζόμαστε τρομερά και εσύ θα μας καθυστερήσεις.
-               Αυτό είναι κάτι που λύνεται εύκολα, είπε η Θαυμάσια.  Και μην ξεχνάς ότι  εσύ πριν λίγο ήσουν ένα κανονικό αγόρι, πρόσθεσε. Τώρα, θα είσαι το πρώτο μαιμουδάκι που θα αποκτήσεις φτερά,είπε στον Μικέ και άγγιξε το μέτωπο του με τις χρυσές κεραίες της
-               Γιούπι, φώναζε  σε λίγο ο Μικέςπου απόκτησε ένα ζευγάρι κόκκινα φτερά και ενθουσιασμένος  πετούσε σαν τρελός πάνω κάτω. Στα αλήθεια πετάω, που είσαι μάνα να με καμαρώσεις , που είστε αδέλφια μου να δείτε τον Μικέ σας, που είσαι παππού μου, να δεις τον ένδοξο Μικέ στις δόξες του, φώναζε.
-               Αν είναι να κατεβάσεις όλο το γενεαλογικό σου δέντρο, για να δει τις δόξες σου, θα μείνουμε εδώ είπε η Θαυμάσια,και πέταξε πρώτη στον ουρανό. Πέταγαν όλοι μαζί ,και έκαναν χάζι με τον Μικέ που έβγαζε κραυγές ενθουσιασμού και έκανε τούμπες στον αέρα.

Πέταγαν όλη  τη μέρα και όλη τη νύκτα. Ψηλά στον ουρανό  το φεγγάρι κόντευε να γίνει ολοστρόγγυλο.
-               Αύριο θα έχουμε πανσέληνο, βιαστείτε, είπε ο Χριστάκης και έβαλε όλες του τις δυνάμεις να καλύψει την απόσταση που τους χώριζε από το γυάλινο βουνό. Ξημέρωσε και πετούσαν, μέχρι που το γυάλινο βουνό πρόβαλε επιβλητικό και αφιλόξενο μπροστά τους. Μια τεράστια γυάλινη σκάλα ξεκινούσε από τους πρόποδες και έφτανε μέχρι την κορυφή.  Όλη η περιοχή ολόγυρα ήταν κατάξερη, γεμάτη άγριες πέτρες και γυαλιά  και οι ακτίνες του ήλιου που έπεφταν πάνω στους καθρέφτες του βουνού έκαναν τόσο μεγάλο αντικατοπτρισμό που αν κόντευες έστω και λίγο θα τυφλωνόσουν.
-               Και τώρα, τι κάνουμε είπε ό Χριστάκης, στενοχωρημένος, να ανεβούμε τώρα πάνω είναι αδύνατο θα τυφλωθούμε, από την άλλη αν αργήσουμε, θα χάσουμε την πανσέληνο, και δεν θα προλάβουμε.
-               Κάτι θα σκεφτούμε είπε η Θαυμάσια, και έπεσε σε περισυλλογή.
-               Το βρήκα, φώναξε τότε ο Μικές, το μόνο που θέλω είναι μια φωτιά.
-                Αυτό είναι εύκολο είπε το αγόρι, εγώ έμαθα από τον πατέρα μου να ανάβω φωτιά με τις πέτρες. Και διάλεξε δυο πέτρες από χάμω και άρχισε να τις τρίβει.

Πραγματικά, σε λίγο από το τρίψιμο,έγινε ένας σπινθήρας και πήρε φωτιά. Ο Μικές άρπαξε τρία κομμάτια γυαλί από χάμω, και τα έβαλε μπροστά στο σπινθήρα μέχρι που μαύρισε η επιφάνια τους.
-               Ορίστε αυτό θα είναι η ασπίδα μας από τον ήλιο, είπε θριαμβευτικά. Θα τα βάλουμε μπροστά στα μάτια μας και θα προχωρήσουμε ανενόχλητοι.
-               Είσαι θησαυρός, του είπε η Θαυμάσια, και ο Μικές κόρδωσε σαν παγώνι.
-               Ελάτε λοιπόν μην χάνουμε καιρό, είπε ο Χριστάκης και  άρχισε πρώτος να ανεβαίνει τα γυάλινα σκαλιά έχοντας μπροστά στα μάτια του το μαυρισμένο κάλυπτρο και πίσω του ακολουθούσαν οι άλλοι. Νύχτωσε όταν έφτασαν στην κορυφή και έπρεπε να κρυφτούν  κάπου, μέχρις ότου να γινόταν η πανσέληνος. Το φεγγάρι φώτιζε ολόκληρο το βουνό που έλαμπε ολόκληρο σαν να ήταν φωτισμένο με χίλια φώτα.

Πάνω στην κορυφή του βουνού, υπήρχαν μόνο μερικά γυάλινα δέντρα με παράξενους  κόκκινους και πράσινους  καρπούς. Η λίμνη έλαμπε στο φως του φεγγαριού και το νερό της ήταν ατάραχο. Στις άκρες της λίμνης πηγαινοέρχοντανδυο φοβεροί δράκοι, οι φύλακες του Μαγικού Νερού.  Οι τρεις φίλοι, κρύφτηκαν πίσω από τα παράξενα δέντρα.
-               Κοίτα, είπε η Θαυμάσια, συμπληρώνεται η πανσέληνος, σε λίγο οι δράκοι θα πέσουν για ύπνο και θα έχεις μόνο μερικά δευτερόλεπτα, να γεμίσεις το μπουκαλάκι σου νερό.
-               Αχ δυστυχία μου, είπε εκείνος τρομοκρατημένος, ξέχασα το μπουκαλάκι που μου δώσατε στο σπίτι  σου. Από την ανακατωσούρα,ξέχασα το πιο βασικό, κάναμε τόσο μακρινό  ταξίδι και τώρα δεν έχουμε που να βάλουμε το μαγικό νερό, πρόσθεσε και άρχισε να κλαίει.
-               Μην κλαις είπε η Θαυμάσια, ότι έγινε έγινε, κάτι θα σκεφτούμε και θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς της.<< Χρησιμοποίησε τις γνώσεις σου για το καλό>>.
-               Το βρήκα φώναξε θριαμβευτικά, το αμάραντο λουλούδι θα μας χρησιμέψει να βάλουμε το μαγικό νερό μέσα. Πάρτο γρήγορα και τρέξε,  του είπε βάζοντας το στο χέρι του, να έκλεισαν κιόλας τα μάτια τους οι δράκοι.

Και πραγματικά,μόλις ολοκληρώθηκε η Πανσέληνος, οι δράκοι έκλεισαν τα μάτια τους και ξάπλωσαν φαρδιοί πλατιοί κάτω στο έδαφος,  και άρχισαν να ροχαλίζουν δυνατά. Ο ύπνος τους διαρκούσε μόνο ένα λεπτό,αυτό το λεπτό  όμως ήταν αρκετό για τους δράκους να κοιμηθούν και να αντέξουν μέχρι την επόμενη πανσέληνο.

Ο Χριστάκης δεν περίμενε δεύτερη φορά, άρπαξε το αμάραντο λουλούδι και έτρεξε με όλη του την  δύναμη στη λίμνη,γέμισε γρήγορα το λουλούδι με το νερό και έκανε να φύγει.  Το νερό της λίμνης φαινόταν τόσο δροσερό και εκείνος διψασμένος  έσκυψε να πιει λίγο. Εκείνη την ώρα οι δράκοι άνοιξαν τα μάτια τους και τον είδαν.  Εκείνος αμέσως έτρεξε και πρόλαβε να βγει από το νερό, αλλά δεν μπορούσε να πετάξει, γιατί τα φτερά του βάρυναν από το νερό. Άρχισε να τρέχει προς τους φίλους του, αλλά πίσω του οι δράκοι έτρεχαν με απλωμένα χέρια ώσπου κατάφεραν να τον γραπώσουν. Ο ένας δράκος τον πήρε από τον γιακά και τον σήκωσε μπροστά στα μάτια του για να τον δει καλύτερα. Αλλά  ξαφνικά μέσα σε αυτή την ανακατωσούρα, ακούστηκε ένα σφύριγμα και αμέσως μετά ένα γλυκύτατο κελάηδημα γέμισε την ατμόσφαιρα.Οι Δράκοι, σταμάτησαν σαστισμένοι και γύρισαν τα κεφάλια τους να δουν από πού έβγαινε αυτή η ουράνια μελωδία και σε λίγο χαλάρωσαν, έκλεισαν τα μάτια τους και άρχισαν να κοιμούνται του καλού καιρού. Ένα πουλί πέταξε  σαν σαΐταάρπαξε  τοαγόριμέσα από το χέρι του δράκου, και πέταξε πάνω στο δέντρο που κρύφτηκαν ο Μικές και η Θαυμάσια,τους άρπαξε κι εκείνους  και πέταξε μακριά από το γυάλινο βουνό.
-               Αηδόνι μου γλυκό,μας έσωσες φώναξε ο Χριστάκης συγκινημένος, όταν είδε πως το πουλί δεν ήταν άλλο από την μαμά του αηδονιού και τον ρώτησε  πως βρέθηκε εκεί.
-               Εγώ τον κάλεσα, ομολόγησε η Θαυμάσια. Μόλις σε άρπαξε ο Δράκος, θυμήθηκα που μας είπε όταν το χρειαστούμε να του σφυρίξουμεκαι ήρθεαμέσως να μας βοηθήσει όπως μας υποσχέθηκε.
Όλοι ευχαρίστησαν το αηδόνι για την πολύτιμη βοήθεια του, και αυτό τους πρότεινε να τους μεταφέρει πάνω στην πλάτη του μέχρι την φωλιά του.
-               Γιούπι, φώναξε ο Μικές, και κάθισε πάνω στο λαιμό του πουλιού ενθουσιασμένος.  Τι καλά ,να  έχουμε το δικό μας αεροπλάνο!  Που είσαι μάνα μου να δεις τον γιο σου πιλότο! Πού είσαστε αδέλφια μου να δείτε τον Μικέ αεροπόρο! Πού είσαι παππού μου ένδοξε, να δεις τον εγγόνο σου στις δόξες του.
Το αηδόνι, που κατάλαβε για τον καυχησιάρη τον Μικέ, ανασήκωσε λίγο την πλάτη του και ο Μικές βρέθηκε στο έδαφος
-               Ε σιγά αυτό  που έκανες δεν είναι δίκαιο του είπε, δεν είναι σωστό να είσαι τόσο αγενής σε μας, που σώσαμε το μικρό σου.
-               Το μικρό μου το  έσωσαν οι φίλοι σου και  όχι εσύ καυχησιάρη, όμως με έκανες και γέλασα με τα καμώματα σου, του είπε και όταν ο Μικές κάθισε ήσυχος το αηδόνι τους μετέφερε μέχρι τη φωλιά του.
-               Εδώ σας αφήνω, τους είπε, εύχομαι η μαμά σου να γίνει  πολύ σύντομα καλά,ευχήθηκε στο αγόρι.
Αποχαιρετίστηκαν σαν καλοί φίλοι, και πέταξαν μακριά προς την Χώρα των Θαυμάτων. Έπιναν τώρα νέκταρ από τα λουλούδια που έβρισκαν στο δρόμο τους, μιας και το αμάραντο λουλούδι είχε τώρα άλλο φορτίο. Ο Μικές σε κάποια στιγμή ξέκοψε από τους άλλους βρήκε ένα κλωνί και κρεμάστηκε από πάνω του κάνοντας τούμπες. Ο Χριστάκης και η Θαυμάσια ξεκουράζονταν, όταν σε κάποια στιγμή άκουσαν τις φωνές του Μικέ. Εκεί που χαριεντιζόταν αμέριμνος, ένας τεράστιος αρουραίος, τον άρπαξε και ετοιμαζόταν να τον φάει.
-               Εμείς είμαστε μικροί, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, ψιθύρισε η Θαυμάσια, αν ήταν όμως εδώ το λιοντάρι θα μπορούσε να τον σώσει.
Μα δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια της, και ακούστηκε ένας τρομερός  βρυχηθμός. Ο αρουραίος  τρομαγμένος, άφησε τον Μικέ να πέσει στο έδαφος, και έτρεξε να κρυφτεί στη φωλιά του.
Καλό μου λιοντάρι, σε ευχαριστούμε είπαν οι δυο φίλοι γεμάτοι ευγνωμοσύνη, στον φίλο τους που ήρθε αμέσως στο κάλεσμα τους.
-Σιγά καλέ, εγώ ήμουν έτοιμος να τακτοποιήσω τον κακό αρουραίο, καυχήθηκε ο Μικές, ήταν ζήτημα χρόνου, και μας διέκοψε ο απαίσιος βρυχηθμός σου, κύριε Λιοντάρι.
Το λιοντάρι, έτρεξε πάνω του και τον γράπωσε με άγρια διάθεση με τα νύχια του.
-               Τους αχάριστους , εγώ τους κάνω μια χαψιά, τόσο αξίζουν, είπε με άγριο ύφος.
-               Μα εγώ δεν….εγώ πάνω που θα σου έλεγα πως το έλεγα στα αστεία και πως σε ευχαριστώ πάρα μα πάρα πολύ, ψιθύρισε ο Μικές και στραβοκατάπιε.
-               Είσαι σίγουρος, τον ρώτησε το Λιοντάρι, και τον κοίταξε αγριεμένος.
-               Με συγχωρείς Μεγαλειότατε κύριε, κύριε Λιονταρίνο μου, ένα μικρό αστειάκι έκανα, είπε εκείνος τρομοκρατημένος.
-               Με αυτά τα αστειάκια που κάνεις μπορεί καμιά φορά να καταλήξεις στο στομάχι κάποιου,  του είπε το λιοντάρι, τον άφησε χάμω και ύστερα τους ανέβασε στην πλάτη του και τους πήρε  μέχρι την φωλιά του. Εκεί γνώρισαν την κυρία λιονταρίνα και το πανέμορφο μικρό του. Η φωλιά του λιονταριού ήταν στην καρδιά ενός τροπικού δάσους και έμοιαζε σαν παράδεισος, γεμάτος δέντρα με διάφορα φρούτα, και ζώα κάθε λογής μικρά και μεγάλα. Ο Μικές έπιασε φιλίες με τα μαιμουδάκια του δάσους και  γνωρίστηκε με μια χαριτωμένη μαιμουδίτσα την Λίλη.
-               Νομίζω πως εδώ το ταξίδι μου σταματά, τους εκμυστηρεύτηκε στο τέλος, θέλω να μείνω εδώ για πάντα με την Λίλη, να κάνω το σπίτι και την οικογένεια μουκαι με τον φίλο μου από εδώ ,κανείς δεν θα τολμά να μας πειράξει.
-                Δεν μπορείς να μείνεις έτσι όμως, έλα εδώ κατεργαράκο Μικέ να σε ξανακάνω μαιμουδάκι. είπε η Θαυμάσια και ακούμπησε τις χρυσές κεραίες της στο μέτωπο του. Αμέσως ο Μικές ξανάγινε ένα κανονικόμαιμουδάκι. και χαρούμενος πλησίασε τη Λίλη,και της ζήτησε να γίνει γυναίκα του.
Έγινε λοιπόν ένας γάμος τρικούβερτος, και όλα τα ζώα του δάσους ήταν καλεσμένα, κάλεσαν και το αηδόνι και κελαηδούσε συνέχεια για χάρη τους .
Ο φίλοι μετά, αποχαιρέτισαν με βαριά καρδιά, τον Μικέ. Ήταν τόσο ευχάριστο το ταξίδι μαζί του, όμως ήξεραν ότι εκεί θα ήταν ευτυχισμένος με τη Λίλη την σύντροφο του .
Σε λίγο πέταξαν πάνω από το δάσος και κατευθύνθηκαν προς την Θαυματοχώρα αλλά υπήρχε  πολλή  ξηρασία στο δρόμο, και δεν έβρισκαν τίποτα ούτε και ένα  λουλούδι, να ρουφήξουν το νέκταρ του.
-               Τι να κάνουμε, σκεφτόταν  η Θαυμάσια, θα πεθάνουμε από την δίψα αν δεν βρούμε κάτι να πιούμε.Ο Ήλιος έκαιγε τόσο πολύ, και δεν υπήρχε τίποτα στο δρόμο για να ξεδιψάσουν.
-               Νομίζω πως δεν θα αντέξω για πολύ, ψιθύρισε ο Χριστάκης, θέλω να πιώ λίγο νερό.
-       Ούτε κι εγώ, ψιθύρισε εξαντλημένη η Θαυμάσια, έκλεισε τα μάτια της και θυμήθηκε τους γονείς τις αδελφές και την γιαγιά της.
<<Την γνώση σου χρησιμοποίησε  για το καλό>>, ήρθαν τα λόγια της γιαγιάς. Τι καλό να έβγαινε αν χρησιμοποιούσε όσα ήξερε, σκέφτηκε απελπισμένη, μήπως θα μπορούσε να έφερνε νέκταρ, ή νερό ή βροχή;
-               Βροχή, μα ναι το βρήκα, ξεφώνισε χαρούμενη.Πέταξε πιο ψηλά στον ουρανό τραβώντας μαζί της τον Χριστάκη, έφτασε σε ένα συννεφάκι και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί.

Εκείνο σφίχτηκε, ξανασφίχτηκε σαν σφουγγάρι, μέχρι που άρχισαν να πέφτουν στάλες βροχής από πάνω του.Οι δυο φίλοι άνοιξαν τα διψασμένα τους στόματα και ρουφούσαν και ρουφούσαν άπληστα τις σταγόνες, μέχρι που ξεδίψασαν.
Καλό μου σύννεφο σε ευχαριστούμε, του είπαν με ευγνωμοσύνηκαι με καινούριες δυνάμεις,  έφτασαν επιτέλους στην Θαυματοχώρα.
Έφτασαν την ώρα που η οικογένεια της Θαυμάσιας έπαιρνε το δείπνο της.Μόλις τους είδαν έπεσαν πάνω τους με χαρές αγκαλιάζοντας τους και φιλώντας τους. Κάθισαν μαζί τους και έφαγαν τα νόστιμα φαγητά που ετοίμασε η μαμά της γεμιστά με κρίνα, πιλάφι διακοσμημένο με ιβίσκους και στο τέλος γλυκές τάρτες πασπαλισμένες με παπαρουνόσκονη.

Ύστερα, αφού έφαγαν και ήπιαν φρέσκο νέκταρ και πήραν δυνάμεις, κάθισαν όλοι και περίμεναν την Θαυμάσια να τους διηγηθεί τις περιπέτειες τους. Η γιαγιά Πανθαύμαστη άκουε και κουνούσε με ευχαρίστηση το κεφάλι της
-               Μπράβο Θαυμάσια μου, της είπε στο τέλος, ανάλαβες και έφερες σε πέρας την αποστολή σου και βοήθησες τον μικρό μας φίλο να πάρει το μαγικό νερό για την μητέρα του.  Σου αξίζει το σκήπτρο της Νεράιδας, το κέρδισες με την αξία σου.
-               Χωρίς την βοήθεια της, στ’ αλήθεια δεν θα μπορούσα ποτέ να πάρω το μαγικό νερό, ομολόγησε ο Χριστάκης.Σας ευχαριστώ όλους από τα βάθη της καρδιάς μου για την βοήθεια σας μα πρέπει να φύγω, είπε και κοίταξε στον ουρανό να δει σε τι φάση βρισκόταν το φεγγάρι μα ήταν μια ασέληνη νύκτα, και το φεγγάρι ήταν κρυμμένο στα σύννεφα.
-               Δεν ξέρω πότε θα γίνει πανσέληνος, ψιθύρισε το αγόρι,άραγε  θα είναι απόψε ή θα γίνει αύριο. Αν είναι απόψε, δεν θα προλάβω να πάω το νερό στη μανούλα μου. Και όλες αυτές τις μέρες ξεχάστηκα να υπολογίσω. Έκανα τόσο ταξίδι και πάλι φάνηκα επιπόλαιος είπε και άρχισε να κλαίει και να κλαίει, και τα δάκρυα του έτρεχαν ποτάμι.
-               Μην κλαις και θα πλημμυρίσεις το λουλουδόσπιτο μας είπε ο πατέρας της Θαυμάσιας και παρακάλεσε την μητέρα του  να φέρει κάτω το φεγγάρι να το ρωτήσουν.
Χωρίς να μιλήσει η γιαγιά, γέμισε μια γυάλινη κούπα νερό, και έριξε μέσα νέκταρ και πέταλα από μυρωμένα τριαντάφυλλα και γιασεμιά. Μετά ψιθύρισε μερικά λόγια, κοίταξε ψηλά στον ουρανό και κάλεσε το φεγγάρι με ένα τραγούδι.
Φεγγαράκι παινεμένο, φεγγαράκι μου λαμπρό
Έλα εδώ σε περιμένω, κατέβα εδώ για να σε δω
Έτοιμο μπανάκι σου έχω , με καθάριο μυρωμένο  το νερό
Έλα εδώ σε περιμένω, λαχταρώ για να σε δω
Τραγουδούσε με αργή και γλυκιά φωνή . Όσο τραγουδούσε η γιαγιά,το αεράκι έπαιρνε τις νότες του τραγουδιού και τις έκανε μια ανεμόσκαλα που έφτασε πάνω ψηλά στον ουρανό,και μπήκε μέσα στα σύννεφα.
-               Ποιος τόλμησε να με ενοχλήσει, τη στιγμή που κάνω την συννεφοθεραπεία μου , ακούστηκε μια ενοχλημένη φωνή και πρόβαλε το φεγγάρι πίσω από τα σύννεφα.Ορίστε, τι θέλεις ρώτησε τη γιαγιά και ύστερα σαν είδε το καθάριο νερό με τα ροδοπέταλα, χώθηκε ευχαριστημένο μέσα στην γυάλινη μπανιέρα.Αμέσως το νερό έγινε ολοκόκκινο, ενώ το φεγγάρι πήρε ένα όμορφο χρυσαφένιο χρώμα.
-               Αχ, αναστέναξε με ευχαρίστηση,δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο από ένα μπάνιο με αρωματικά είναι ότι πρέπει για τα αρθριτικά μου. Όταν γίνομαι πανσέληνος, όπως μόλις τώρα με πονάνε όλα μου τα φεγγαροκοκκαλάκια μου .
-       Αχ γιατί το έκανες αυτό, τώρα  δεν θα μπορέσω να βοηθήσω τη μανούλα μου να γίνει καλά, είπε το αγόρι και ξανάρχισε το κλάμα.
-               Μα τι έκαμα, ρώτησε σαστισμένο το φεγγάρι,επειδή έχω αρθριτικά, είναι κακό;
-               Εγώ πρέπει να είμαι κοντά στη μαμά μου την ώρα που γίνεσαι Πανσέληνος,για να της στάξω τρεις σταγόνες από το μαγικό νερό, εξήγησε ο Χριστάκης ενώ έκλαιγε ταυτόχρονα. Πήγα μέχρι το γυάλινο βουνό, κινδύνεψα να με πιάσουν οι δράκοι, παραλίγο να πεθάνω από τη δίψα, και τώρα όλα αυτά για μια στιγμή πήγαν χαμένα.
Το φεγγάρι, έμεινε σκεφτικό μέσα στην μπανιέρα, όταν ξαφνικά έλαμψε ολόκληρο.
-               Το σκέφτηκα και το βρήκα, είπε χαρούμενο, ακόμα δεν έστειλα κάτω στη γη τις φεγγαροακτίδες τις κόρες μου, γιατί τις άφησα να παίζουν κρυφτούλι  με τα σύννεφα. Θα φωνάξω την Λαμπερή, την μικρότερη να σε πάρει μαζί της και έτσι δεν θα καθυστερήσεις καθόλου.
Κάλεσε λοιπόν τις κόρες του και στη στιγμή  όλες οι λαμπερές φεγγαροακτίδες κατέβηκαν σαν αστραπή και χόρευαν μπροστά στον πατέρα τους.
Εκείνος διάλεξε την Λαμπερή της έδωσε οδηγίες και εκείνη  πλησίασε πασπάλισε το αγόρι με μπόλικη φεγγαρόσκονη  και παρακάλεσε τον αέρα να τους μεταφέρει αμέσως στη γη.
Ο αέρας φούσκωσε τα μάγουλα του και φύσηξε με όλη του την δύναμη και ένα δυνατό κύμα αέρα τους σήκωσε ψηλά  τους παρέσυρεστη γη και σε ελάχιστο χρόνο βρέθηκαν στο σπίτι του Χριστάκη μέσα στο δωμάτιο της μητέρας του.Ο πατέρας κοιμόταν εξαντλημένος στη πολυθρόνα στο προσκέφαλο της. Η μητέρα,ήταν κατάχλομη στο κρεβάτι της και η αναπνοή της ήταν αδύναμη πολύ αδύναμη, έτοιμη να σταματήσει από στιγμή σε στιγμή.
Βιάσου του ψιθύρισε η φεγγαροακτίδα, έχεις μόνο λίγα δευτερόλεπτα.

Ο Χριστάκης χωρίς δεύτερη σκέψη πλησίασε,πήρε το αμάραντο λουλούδι και έσταξε μέσα στο στόμα της μητέρας του τρείς σταγόνες από το μαγικό νερό.
Εκείνη ευθύς αναστέναξε, μισάνοιξε τα μάτια της,και κάθισε στο κρεβάτι της.Ο Χριστάκης πέταξε στο ταβάνι, για να μην τον δει και από εκεί παρακολουθούσε.
-               Κάτι έγινε, είπε τον άντρα της που ξύπνησε κι εκείνος και την έβλεπε με απορία, νοιώθω καλύτερα και πεινώ  πάρα πολύ.
Ο μπαμπάς του άνοιξε τα μάτια του,νομίζοντας  πως ξυπνούσε από ένα κακό όνειρο και την αγκάλιασε με λατρεία.
-               Αγάπη μου, ξύπνησες είσαι καλά; την ρωτούσε και την φιλούσε με χαρά. Έγινε θαύμα,δεν εξηγείτε αλλιώς, γιατί εδώ και δεκαπέντε μέρες,δεν άνοιξες καθόλου τα μάτια σου, μόνο καιγόσουν στον πυρετό και παραμιλούσες.
-               Δεν θυμούμαι τίποτα από αυτά είπε η μητέρα, μόνο πριν λίγο είδα στο όνειρο  μου μια πεταλούδα με γαλάζια φτερά, και το πρόσωπο της πεταλούδας ήταν το ίδιο με του Χριστάκη μας. Αλήθεια πόσο πεθύμησα το παιδί μας, του είπε και ζήτησε να τον δει.
-               Αγάπη μου είναι νύκτα τώρα, και είναι κρίμα να τον ξυπνήσουμε, αύριο σαν ξημερώσει θα τον δεις. τώρα θα σου φέρω κάτι να φας ,και να φέρεις τις δυνάμεις σου, είπε ο πατέρας.
-               Ναι πεινώ τόσο πολύ, είπε η μαμά του, μπορώ να φάω τον κόσμο όλο με την πείνα που έχω.
-               <<Ούφ, ευτυχώς>> σκέφτηκε ο Χριστάκης ανακουφισμένος και πέταξε αμέσως μέχρι το δωμάτιο του.<<Φαντάσου να πάνε στο δωμάτιο μου και να μην με βρουν>>
-               Και πως θα μείνω έτσι σαν πεταλούδα; Σίγουρα η Θαυμάσια θα με ξέχασε. Δυστυχία μου, τώρα θα μείνω για πάντα έτσι, μουρμούρισε και άρχισαν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια του.
-               Είσαι το πιο κλαψιάρικο αγόρι, που γνώρισα, ακούστηκε η γνωστή φωνή της Θαυμάσιας. Μα καλά έτσι θα σε άφηνα; είπε.  Και εξάλλου είναι και το άλλο, που από ότι βλέπω το ξέχασες κιόλας, πρόσθεσε με κάπως αυστηρή φωνή.
-               Τι είναι;ρώτησε ο Χριστάκης ανακουφισμένος φανερά που την είδε. Έλα Θαυμάσια μου, κάνε με πάλι κανονικό αγόρι σε παρακαλώ.
-               Ξέχασες την υπόσχεση σου Χριστάκη, και εγώ την θέλω, είπε εκείνη.
-               Την υπόσχεση μου; ρώτησε ο Χριστάκης, αλλά αμέσως μετά θυμήθηκε.
-               Αχ ξέχασα, θέλεις τα μαλλιά μου, μουρμούρισε, και αυτό είναι πολύ  δίκαιο, έλα λοιπόν να σου τα δώσω. Και παίρνοντας ένα ψαλίδι  άρχισε να  κόβει τα όμορφα σγουρά του μαλλιά. Ύστερα τα μάζεψε μετά όλα μαζί, τα έδεσε όλα μαζί και της τα έδωσε.
-               Ορίστε λοιπόν, τα μαλλιά μου της είπε. Και θέλω να σου πω ένα μεγάλο, ένα πολύ πολύ μεγάλο ευχαριστώ για την βοήθεια σου. Αυτά που σου δίνω είναι πολύ λίγα σε αντάλλαγμα με αυτό που πήρα εγώ. Η μητέρα μου έγινε καλά και  είναι ο  πιο πολύτιμος θησαυρός που έχω, της είπε.
-               Αυτό να το θυμάσαι πάντα, μικρέ μου φίλε, η οικογένεια μας είναι πάνω από όλα. Και εγώ από τώρα δεν θα είμαι μια φαλακρή νεράιδα, θα είμαι μια όμορφη νεράιδα με ξανθά μεταξένια μαλλιά. Και  αμέσως πήρε μια τούφα από τα μαλλιά του και τα έβαλε πάνω στο κεφάλι της. Πραγματικά το αποτέλεσμα ήταν πολύ εντυπωσιακό, της πήγαιναν πάρα πολύ και αυτή καμάρωνε και όλο κοίταζε τον εαυτό της στον καθρέπτη και δεν χόρταινε να θαυμάζει τα ωραία μακριά μαλλιά της
-               Με τα υπόλοιπα θα στολίσω και τις αδελφές και την μανούλα μου, ακόμα και την γιαγιά μου την Πανθαύμαστη είπε. Τώρα πρέπει να σε αποχαιρετίσω του είπε, όμως χάρηκα πάρα πολύ που σε γνώρισα γιατί είσαι καλό παιδί και σου άξιζε η βοήθεια μας.
-               Θα σε ξαναδώ καλή μου φίλη, τη ρώτησε με λαχτάρα ο Χριστάκης
-               Ποιος ξέρει, είπε η Θαυμάσια, τα θαύματα γίνονται εκεί που δεν το περιμένεις. Αντίο μικρέ μου φίλε, και σε ευχαριστώ. Μου έκανες και εσύ πολύ καλό και σε ευχαριστώ γιατί  μαζί σου ωρίμασα και πέρασα τις εξετάσεις μου είπε δείχνοντας του το σκήπτρο της. Τώρα πια, τέρμα οι επιπολαιότητες, θα προσπαθήσω να γίνω μια φρόνιμη και συνετή Νεράιδα αφιερωμένη να βοηθώ τον κόσμο που χρειάζεται να βοήθεια. Λοιπόν σε αφήνω τώρα, δεν θα σε ξεχάσω ποτέ, Χριστάκη,  του είπε και πέταξε μακριά.
-               Ούτε εγώ, και σε ευχαριστώ πολύ της  φώναξε ο Χριστάκης.
Σαν έφυγε η Νεράιδα,οΧριστάκης ήταν εξαντλημένος, το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να κοιμηθεί. Τα βλέφαρα του βάρυναν και σε λίγο κοιμόταν βαθιά. Κάπου στο όνειρο του έβλεπε πολλές νεραιδούλες με μακριά ξανθά μαλλιά σαν τα δικά του, να χορεύουν σε ένα κάμπο με πολύχρωμα λουλούδια με τη ατμόσφαιρα λουσμένη με χρυσαφένια φεγγαρόσκονη. Και όλοι χόρευαν χαρούμενα  χόρευαν και τραγουδούσαν.
-               Αγόρι μου γλυκό, ξύπνα να σε χαρώ, άκουσε μια γλυκιά φωνή να τον σκουντά.
-               Μαμά, έγινες καλά, φώναξε ο Χριστάκης και αγκάλιασε σφικτά την μανούλα του.
-               Ναι Χριστάκη μου. Ψες νόμιζα πως ήταν η τελευταία μου νύκτα ήμουν τόσο εξαντλημένη από την αρρώστια, δεν ήθελα  όμως να πεθάνω,δεν ήθελα να σας  δώσω αυτή την λύπη. Προσευχόμουν να γίνει ένα θαύμα και ξαφνικά σαν  σε όνειροείδα μια πεταλούδα με γαλάζια φτερά να μου στάζει στο στόμα τρεις σταγόνες. Κάθε σταγόνα που μου έβαζε, μου έδινε την υγεία και την δύναμη μου. Και αυτή η πεταλούδα σου έμοιαζε πολύ Χριστάκη μου,σαν να ήσουν εσύ,  μικρέ μου  αγαπημένε μου άγγελε .
-               Ήταν όνειρο μαμά, είπε ο Χριστάκης και χαμογέλασε. Από την άλλη, μπορεί να έγινε και θαύμα, συμπλήρωσε με ένα πονηρό ύφος, σημασία έχει που τώρα είσαι εντελώς καλά.
-               Ναι αγόρι μου γλυκό, αυτό έχει σημασία. Και ύστερα, χάιδεψε το κεφάλι του παιδιού της.
-               Τι έγινε αγόρι μου, που πήγαν τα ωραία μαλλάκια σου; Τον ρώτησε.
-               Άστο μαμά, αυτό θα σου το εξηγήσω μια άλλη φορά,εξάλλου μαλλιά είναι και θα μεγαλώσουν γρήγορα, τώρα έλα να βγούμε έξω στην αυλή, να χαρούμε τον ήλιο, της είπε και την τράβηξε έξω στην αυλή.
Η μέρα ήταν πανέμορφη, ο ήλιος έλαμπε ήδη ψηλά στο ουρανό. Πίσω από κάτι συννεφάκια ο Χριστάκης διέκρινε το φεγγάρι που τους χαιρετούσε διακριτικά και του χαμογέλασε συνωμοτικά.Ήξερε ότι έκανε μια Νεράιδα ευτυχισμένη, δίνοντας της τα μαλλιά του.Την φανταζόταν να χορεύει ακροπατώντας στις στέγες των λουλουδόσπιτων με τα μακριά μαλλιά της να ανεμίζουν. Σκέφτηκε το μελωδικό αηδόνι, τον Λιονταρίνο, ακόμα και τον φαφλατά τον Μικέ τους φίλους του, και χαμογέλασε ευτυχισμένος.
 Αγκάλιασε την μαμά του και αναστέναξε με ευχαρίστηση. Όλα θα ήταν μια χαρά από εδώ και μπρος. Τώρα θα μπορούσαν να ζήσουν όχι απλώς καλά, αλλά  από δω και πέρα , πολύ - πολύ καλύτερα.


* Έλαβε Αριστείον στον 10ου Παγκόσμιου Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ (Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας προς τιμή του Λογοτέχνη Γιάννη Γαρπόζη)