Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

Λέχος / Αλεξία Βίκτωρος


Φώλιασε η ψύχρα μες στην ευνή.
Λεπιδόπτερα σκεπάστηκαν με το χώμα.
Ο ουρανός,
σκέπη γερο-κεντουμένη.
Μες σε μια χούφτα καλλίφωνων,
σάρκες ξάπλωσαν.
Πλάι σε τιτιβίσματα, ο ήχος πάλευε να μην αλλάξει πρόσωπο.
Να παραμείνει φαιδρό.
Στην Οδό Ονείρων,
παρατηρείς:
Οι αστερισμοί ξεκαρφώθηκαν από το γαλανοσέντονο.
Προίκα άδωρη η κατοικία μες σε ανθοφόρους,
άμα η διαδρομή δεν είναι αυτή που οραματίστηκες.
Θλιμμένοι καρτερούμε χούφτες χρυσού στο περβάζι.
Το μονοπάτι δε μας ικανοποιεί...
Ακόμα και με τα αηδόνια για κτερίσματα.

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Πραματευτής άστρων / Αλεξία Βίκτωρος


Ολόφωτο σκοτάδι απλώθηκε στης σιγαλιάς τον ίσκιο.
Λιμνάζουν οι κυματισμοί αρχοντικών μετάλλων.
Λουτρό χρυσανθέμων. 
Τεντωμένος ο Αυγερινός.
Άποικος μες στην αστροφεγγιά.
Συνταξιδιώτης του ηλίου.
Πυγολαμπίδα,
ακατέβατη από το μαύρο πέπλο.
Ανένδοτε αγοραστή,
για σένα πλάστηκε ο ουρανός.
Ο ήλιος,
για σένα θυσίασε το κομπόδεμα φωτός του.
Το εμπόρευμα εξαντλήθηκε,τώρα πια.
Δεν υπάρχουν άλλα άστρα, για κατανάλωση.

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2019

BHMATA / Αθηνά Τέμβριου


Περπατά βιαστικά προς τα σύνορα ψευδαισθήσεων,
Κυνηγημένος, με τον φόβο να στάζει στο χιόνι πορφύρα,
μ’ ένα τσουβάλι αναμνήσεις στους πλατιούς ώμους.
Στο δεξί του χέρι ερείπια, σκόρπια σκόνη και πρόκες.
Στ’ άλλο ένα παιδί, με τα μάτια καρφωμένα στη γη.
Πως ν’ αντικρύσει ξανά την πατρίδα
με τον ξένο σπόρο στα σπλάχνα της;
Ο κόσμος σαν φύλλα ριγμένα στο χώμα
κι αυτός ο άνεμος, ο εξ ανατολής,
μανιασμένος συρρικνώνει τα γκρίζα περάσματα.
Τα παιδιά είναι πουλιά μαρτυρά ένα βλέμμα,
μα ο ουρανός μαβής κι αλλοπρόσαλλος
σαν τον χειμώνα, τον παραμορφωμένο Πολύφημο.
Που να κρυφτείς «Οδυσσέα»; Τα τραίνα είναι γεμάτα κορμιά,
οι οσμές θυμίζουν ακόμα πολέμους κι ολοκαυτώματα.
Οι βαριές ανάσες των υπευθύνων βρωμάνε,
δεν αχνίζουν ανοχή ή ενοχή·
σκέψεις – φίδια σέρνονται γύρω κι οδοιπορείς
με τους στρατούς ανάμεσα σε μέρα και νύχτα.
Μια διάπλατη πύλη η Άνοιξη στη θωριά της Νέμεσης
και το δάκρυ θάλασσα ελέους.
Αίμα και σώμα παιδιού! Κι η Αντιγόνη
φιγούρα που ξέβρασε το κύμα με λύσσα.
Νωπά τα απολιθώματα στους ανεμοδαρμένους βράχους,
μικραίνουν οι αποστάσεις, γοργά τα βήματα. 

Ποιητική Συλλογή: Ανάμεσα στους Ήχους

ΑΣ ΉΜΟΥΝ / Πανάγου Μαρούλλα


Να 'ημουν το τριαντάφυλο
και η δική σου μούσα
πάντοτε εκατόφυλλο
να μην φυλλοροούσα
Κάθε μου φύλλο και φιλί
εγώ να σε κερνούσα
και πάνω σε δενδρού κλαδί
για σέ να κελαϊδούσα
Σους στίχους σου η έμπνευση
Στα λόγια σου τραγούδι
στ' όνειρο η αλήθευση
στον κήπο σου λουλούδι
Για να σε ραίνω μυρωδιά
καθε πρωϊ και βράδυ
Στον έρωτά σου η καρδιά
το φώς μες στο σκοτάδι
Κάθε ευχή να έκανα
για σε πραγματικότη
Στην αγκαλιά σου να 'φθανα
Τότε στην πρώτη νειότη
Μα κι αν στο δείλη βρίσκεται ,
σαν έφηβη η καρδιά μου
για σεν'ανταποκρίνεται
και χαιρετ' έρωτά μου 

Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Γράμμα στη μάνα μου του Παπαλάζαρου Νεόφυτου (δολοφονηθείς σε ηλικία 17 ετών στην Μητρόπολη της Πάφου)


του Νεόφυτου Παπαλαζάρου

Μάνα,
Από καιρό έλεγα να σου γράψω
Να σου λεγα για χίλια δύο πράγματα.
Εδώ στη ξενιτειά ατέλειωτες η ώρες που σε έχω ανάγκη.
Πήρα να σε ζωγραφίσω με το γλυκό σου πρόσωπο,
Δακρυσμένα μάτια,
Σκασμένο στα χείλη χαμόγελο
«Μάνα μαυροντυμένη”.
Μάνα,
κλαίς ακόμα σιωπηλά κάτω από τις φωτογραφίες των δύο παιδιών σου;
Κρατάς ακόμα αδειανές τις δύο καρέκλες στο τραπέζι;
Ψέματα σου είπαν μάνα πως πώς χάθηκαν
Δεν τους ακούς;
Κάθε βράδυ την πόρτα σου χτυπούν.
Στο σκοτάδι δεν τους βλέπεις;
Δύο αστέρια αγκαλιασμένα,
Δείχνοντας σε μας την ορθή πορεία.



Δολοφονήθηκε από μέλος της ΕΟΚΑ Β μέσα στην Μητρόπολη Πάφου, 
ο 17χρονος Κυριάκος Παπαλαζάρου....

ΔΑΚΤΥΛΑ ΤΥΦΛΑ / Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης

Μόνο περήφανος ένιωθα για τα δάχτυλά μου,
σαν μετρούσαν χρήματα, χτήματα, βλήματα
κι έδειχναν τον αθώο του αιώνα για απατεώνα,
σαν υπέγραφαν πόλεμο κι έσβηναν την ειρήνη,
σαν τράβαγαν, έσπρωχναν, ένευαν ή κούρδιζαν
κι έσφιγγαν, έστριβαν, στραγγάλιζαν,
σαν έκλεβαν κι έκρυβαν τεκμήρια τόσα
και πίεζαν το κουμπί για δεινά άλλα τόσα.
.
Τότε ήρθες και πήρες τα δάχτυλά μου
απαλά και αιθέρια να τα μάθεις το πώς
να σμίγουν με τα δικά σου που καλούν,
να αγγίζουν με αύρα τη γεωγραφία της αγάπης,
να σε περιδιαβάζουν απ’ τη φτέρνα στο μέτωπο,
να δονούνται με το λίκνισμα της μέσης σου,
να απλώνουν μαγικά στο στήθος σου,
στην ακτή των χειλιών σου που με προσκαλούν.
.
Μα αυτά τα δάχτυλά μου είναι ακόμα τυφλά
αφού δεν βλέπουν το αόρατό σου, το άδηλο,
τυφλά ν’ αγγίξουν τη δροσιά της φλόγας σου,
να δουν, να πιστέψουν και να χαϊδέψουν
το μέσα σου χαμόγελο, το μέσα σου άστρο
.
ώριμος καρπός για όσους κατέχουν τη σκάλα.
.
.

Από την Ποιητική Συλλογή «ΔΙΑΔΡΟMΗ Γ’-Έρως Απείρως», 2007, Εκδόσεις ΕΝ ΤΥΠΟΙΣ, Λευκωσία

[Το κλάμα τής νύκτας] / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Το κλάμα τής νύκτας
σημάδεψε κάθε μου κύτταρο
Κάθε κομμάτι του κόσμου μου
Στην πόλη στο χωριό
στο σπίτι στη δουλειά
στο βουνό ή στη θάλασσα
με ακολουθεί αυτός ο θρήνος
τής μαυροφορεμένης
νύκτας τής ζωής μου
Περιμένοντας να ξημερώσει
φύγαν τα χρόνια
προσμένοντας του ήλιου το γέλιο
δέν βρηκα χρόνο να εκτιμήσω
το αδύνατο φώς του φεγγαριού

Το οξυγόνο / Χατζηματθαίου Άθως


Τυχαία χθες συνάντησα, ένα παλιό μου φίλο
να τριγυρνά στης μοναξιάς, τ’ αδιέξοδο σοκάκι
ξεθωριασμένο το μπλουτζίν, σκισμένο φανελάκι
απ’ το λουρί του έσερνε, με κόπο ένα σκύλο.
Η πείνα του μαστίγωνε βίαια το κορμί του,
το πρόσωπο του σκυθρωπό, ένα σωστό ναυάγιο
κουρελιασμένη η ψυχή, βλέμμα βουβό και άδειο.
Με κόπο έβγαινε βραχνή, στα χείλη φωνή του.
Για πέντε χρόνια άνεργός, χωρίς ευρώ στην τσέπη,
στους κάδους μέσα έψαχνε, τη πείνα να νικήσει
οι φίλοι του τον ξέχασαν, ποιο ώμο ν’ ακουμπήσει;
Είχε ξεχάσει από καιρό, τα πρέπει ή δεν πρέπει.
Τελειώνει μου ψιθύρισε φιλέ μου τ’ οξυγόνο.
Πού να αφήσω το σκυλί σαν φύγω, πες μου μόνο;

Περιπλανήσεις / Χατζηματθαίου Άθως

Από τη βραβευμένη ποιητική συλλογή
Υστερόγραφο 41 σονετα


Με σκοτεινό χαμόγελο ο ήλιος μάς κοιτά,
σ’ ένα παλιό χαμόσπιτο, σε τοίχο γκρεμισμένο.
Σε γκράφιτι που σώθηκε σίγουρα η μπογιά
κι έμεινε το βλέμμα του, κάπως ξεθωριασμένο.
Μια γάτα στο παράθυρο, με μάτια ανοικτά,
κρυμμένη στο πλινθόκτιστο περβάζι, να χαζεύει.
Ένα σπουργίτι αδιάκοπα, το ράμφος να κτυπά,
το τζάμι στο απέναντι, λες κάτι να γυρεύει.
Κι ο μεθυσμένος, μ’ αδειανό μπουκάλι, περπατά,
παραμιλώντας, βρίζοντας την άδικη του μοίρα.
Και μες στο παραμιλητό, δακρύζοντας πετά,
το αδειανό μπουκάλι του , σκάρτη ζωή και στείρα.
Κι η γάτα απ’ τον φόβο της τρέχει να κρυφτεί
Κι αυτός στο πεζοδρόμιο, πέφτει να κοιμηθεί.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

ΡΙΖΟΚΑΡΠΑΣΟ / Ευριπίδης Κλεόπας


Στη Νίκη Μαραγκού
Κι ο Τούρκος που τον έφεραν
από τη χώρα που ανατέλλει ο ήλιος
συγνώμη, λέει που μένω στο σπίτι σας,
συγνώμη, αυτοί με φέρανε
από τη χώρα μου, που ανατέλλει ο ήλιος.
Και η παλιά Τουρκοκύπρια γειτόνισσα
-που έμενε τώρα στο σπίτι της Αντρούλας-
έλα Αντρούλα μου, φώναξε
έλα Αντρούλα να μείνεις σπίτιν σου
και ε να φύωμεν εμείς,
έλα κόρη μου…
και μόνον ο Άγγλος
ο κλεπταποδόχος, φωνάζει
στην διπρόσωπη γλώσσα του:
get out, of my house..




Ο Καημός της προσφυγιάς της πονεμένης Ρωμιοσύνης της προδομένης Κύπρου μας Ιούλιος του 1974 / Έλλη Α. Ιωάννου





 

Το εβδομήντατέσσερα
παμπόρκα αρματώσαν
τζιαί τους Αττίλες φόρτωσαν
τζιαί μας τους παραδώσαν

Στο πέντε μίλι φκήκασι
στου Καραβά το χώμα
τίποτε εν αφήκασι
το χώμα κλαίει ακόμα

Σφάξαν τζιαί ατιμάσασιν
το κρίμα να τους εύρει
τα πλάσματα που σφάξασιν
με ππάλες τζιαί μασσιαίρι

Σαν σίφφουνας επλάκωσαν
την μάνα μας Τζερύνεια
κοπέλλες εν που σκλάβωσαν
τίποτε εν αφήνναν

Τα μαύρα ελικόπτερα
θάνατον κατεβάζαν
ούλλα πιόν ολοφάνερα
φωθκιές παντού εβάζαν

Ακόμα αλεξιπτωτιστές
στη γη μας κατεβαίνναν
άγριοι βασανιστές
που δεν καταλαβαίνναν

Αεροπλάνα Τούρτζικα
σφυρίζαν τζιαί πετούσαν
πόμπες τζιαί πόμπες ρίφκασιν
σκοτώνναν τζιαί χαλούσαν

Τζιαί τα χωρκά εκλαίασιν
μέχρι τον Κορματζίτη
τζ’ οι πόμπες διπλοππέφτασιν
σούζετουν ο πλανήτης

Ούλλοι οι μιάλοι είδαν τα
μα όμως εβωβώσαν
τα μμάθκια τους εκλείσαν τα
την πόρτα τους κλειδώσαν

Τωρά όμως εν πούβρασιν
λόγια τζιαί συντυχάννουν
μπορίσαν τζιαί σκεφτήκασιν
τζιαί τα φιρμάνια κάμνουν

Γράφουν τζιαί ξαναγράφουσι
για τα δικά μας σπίθκια
παίζουσι με τον πόνο μας
του σατανά παιχνίθκια

Ας δώκουσι τα σπίθκια τους
τζιαί τα αρκοντικά τους
αν είναι τούτο δυνατό
τζι αν το λαλεί η καρκιά τους

Τόσα χρόνια βάσανα
τα μμάθκια μας βρεμένα
για τζιείνους ούλλο χάχχανα
για τζιείνους ούλλα ξένα

Στην Λάπηθο στον Καραβά
Άη Γιώρκη, Τζιερύνεια
Βασίλεια τζιαί στα Λιβερά
φωθκιές αφταίνναν σβύνναν

Τζιαί τα χωρκά μας Πάναγρα
Μύρτου τζιαί Κοντεμένος
στην Όρκα τζιαί στο Θκιόριος
κόσμος ήτουν χαμένος

Τζιαί της Λαπήθου ο Λάρνακας
δίπλα το Αγριδάτζι
τζι ο Άγιος Ερμόλαος
το γαίμα μας αυλάτζι

Οι πόμπες εν που ππέφτασι
τζιαί Κάρμι τζιαί Τριμύθθι
που τα βουνά βογγούσασι
με τες πληγές στα στήθη

Σούζεσουν Πενταδάχτυλε
αφταίνναν τα λαμπρά σου
στερέψασιν οι βρύσες σου
ξεράναν τα δεντρά σου

Χαχομηλιές κυκλάμινα
πούταν η φορεσιά σου
τα φκιόρα σου γίναν φωθκιά
τζιαί κάψαν την καρκιάν σου

Στον Κουτσοβέντη βάλλασι
καπάλιν τα κανόνια
τζιαί τα δεντρά εκάψασι
που ζιούσαν τόσα χρόνια

Εκλέψαν τζι αφανίσασιν
λεβέντες παλληκάρκα
τζιαί στην Τουρτζιάν τα πήρασιν
κλεισμένα μες τ’ αμπάρκα

Κλαιν οι μανάδες τζιαί παιθκιά
τζι ακόμα καρτερούσιν
εν πεθαμμένοι; εν ζωντανοί;
τους μιάλους αρωτούσιν;

Μα ούλλοι εκουφάνασιν
πόνον που δεν εξέρουν
παιθκιά που δεν εχάσασιν
πίσω για να τα φέρουν

Αγιά Ειρήνη εθάψασσε
τα Φτέρυχα εθρυνήσαν
τζιαί σεν’ Ελιά εκάψασσε
τζ’ οι Μότηδες δακρύσαν

Ακόμα τζι ο Παλιόσοφος
τζιαί το Κρινί πεθθούσι
τζι ο Βαβυλάς ο έρημος
εν μαύρα που φορόυσι

Στον Άγιο Επίκτητο
τζιαί Άγιο Αμβρόση
το κάθε πλάσμα χάννετουν
να πάει να γλυτώσει

Οι πόμπες λούκκους φκάλλασι
Καζάφανι τζιαί Χάρτζια
Κλεπίνη τζιαί στον Σύσκληπο
βουρούσαν που τ’ αυλάτζια

Ήτουν χαμός τζιαί θύελλα
η μπότα του Αττίλα
το Πέλλαπαϊς κούρσεψαν
κανένας εν εμίλα

Πκιόν η Τζερύνεια έκλαιε
εφώναζεν τζι εκτύπαν
κανένας εν την άκουε
τζι ο Αττίλας εξανακτύπαν

Χάρτζια, Βουνό, Ασώματο
Θέρμια τζιαί Καλογραία
Τράπεζα τζιαί Δίκωμο
υψώσαν τζιαί σημαία

Βουρούσασιν οι δαίμονες
να κλέψουν τζιαί να σφάξουν
τζι ούλα μας τα υπάρχοντα
σαν τους πελλούς ν’ αρπάξουν

Ληστέψασιν τες εκκλησιές
τζιαί σταύλους τες εκάμαν
στους τοίχους γράψασιν βρισιές
να πνίεσαι που τον θυμόν
τζιαί που το μαύρον κλάμαν

Άλλες εκάμασιν τζαμιά
τζι άλλες κάμαν μουσεία
με είσοδο χωρίς ζημιά
στην κάθε εκκλησία

Τους τάφους των παππούδων μας
πόκουππα τους αφήκαν
εσπάσασιν τζιαί τους σταυρούς
τζιαί δέν εσεβαστήκαν

Για τούτα ούλα τα κακά
διπλά τους ανταμείψαν
τα σπίθκια μας τους δώσασιν
τες πόρτες μας ανοίξαν

Κανένας εν τους εδίκασε
τζι ουτ’ εν να τους δικάσει
π’ άκουσεν κόσμος τζιαί τουνιάς
σ’ ούλη τη γη τζιαί πλάση

Κουρσέψαν τζι ερημώσασιν
τζιαί την Τζιυρκάν την Πόλη
που το νερό της χάθηκε
ξερόν εν το περβόλι

 
Σαρίσαν τζιαί τη Μεσαρκάν

τούτον το χώμαν κλαίει

πλακώσαν κάθε της μερκάν

χωρίς να αναπνέει


Του Καρπασιού τα πλάσματα

σταυρώννουν κάθε μέρα

γιατί φυλάουν χώματα

τζιαί νύχταν τζιαί ημέρα


Τζι ούλα της Μόρφου τα χωρκά
εν μαυροφορεμένα
τα πορτοκκάλια εν πικρά
τζιαί τα δεντρά εν κλαμένα

Κάθε μερκάν του Βαρωσιού
μαύρα πουλιά τζιοιτάζουν
στου δύστυχού μας του νησιού
γυρίζουσιν τζιαί κράζουν

Γυρεύκουσιν το δίκαιον
την Τζιύπρο μας να σώσουν
τζιαί τους Αγιούς παρακαλούν
την λευτερκάν να δώσουν

3 Ποιήματα για την Κερύνεια


Στιγμές της Εισβολής 

του Κώστα Μόντη 

Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.
 
Πικρή θάλασσα της Κερύνειας
που πρέπει να αποσύρουμε πια
τους στίχους που σου γράψαμε.
 
Σκέψου να μας γίνει βραχνάς η οροσειρά της Κερύνειας
σκέψου να την κοιτάμε με τρόμο,
σκέψου να την υποψιαζόμαστε,
σκέψου να τη μισάμε!
 
Ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους Πενταδάκτυλέ μου,
ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους.

**

Ένα Σάββατο 

του Μιχάλη Κακογιάννη 

Ένα Σαββάτο, Σαββάτο την αυγή
ξεκίνησε η κραυγή
απ’ την Κερύνεια κι έφτασε
στον Πόντο και στη Σμύρνη.
 
Ματώσανε οι θάλασσες
κι οι ουρανοί γεμίσαν
κόκκινα μισοφέγγαρα
πληγές που δεν εκλείσαν
 
Και ράγισαν τα μνήματα
τα δέντρα γονατίσαν
Χριστέ μου τόσα κρίματα
τα μάτια σου πώς τα ᾽δανε
και δεν τα σταματήσαν
 
Κόκκινα μισοφέγγαρα
πληγές που δεν εκλείσαν

**

Κερύνεια 

του Νίκου Ορφανίδη 

Πόλη
με τις νεκρωμένες θάλασσες
και την κατακόρυφη θλίψη
καρτέρι
της ανερμάτιστης σιωπής
πόλη
με τα γυμνά παράθυρα
και τις λεηλατημένες πλατείες
πόλη
της απουσίας και του χαμού
εδώ
που ξαγρυπνά ο θάνατος
και σκίζεται η πίκρα οριζόντια
εδώ
που οι νεκροί
αναζητούν την τελευταία περίπτυξη
της μέρας
πόλη
των σκοτωμένων περιπλανήσεων
εδώ
η σφαγμένη σου θύμηση
μας αναθεματίζει.

3 Ποιήματα για την Αμμόχωστο


Αμμόχωστος

                                                   της Αγγέλας Καιμακλιώτη 

Για να σε λησμονήσω
ξαπλώνω στην άμμο σου
και μαζεύω φωτόνια
Ύστερα τα αλείβω
με ευλάβεια στο δέρμα μου
Μικροσκοπικά αστέρια
φυτρώνουν εντός μου
και τότε ανατέλλω
μηδενικά φορτισμένη
πανδέκτης και πανσέληνος αλλού
Μα δε σε λησμονώ
**

ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΣΤΙΣ 13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


                                                       της Νίκης Μαραγκού 
Κάθε χρόνο στις 13 Αυγούστου
τη μέρα που ο τουρκικός στρατός
μπήκε στην Αμμόχωστο
και ο Κωνσταντής οκτάχρονος
έφυγε με την οικογένεια του,
πάει και καθαρίζει την παραλία
από τα αποτσίγαρα, τα πλαστικά,
τα τενεκεδάκια, τα κουκούτσια τα γυαλιά.

**

Όνομα Πόλης

                                               του Κυριάκου Χαραλαμπίδη

Now happiest loveliest in yon lovely Earth,
Whence sprang the Idea of Beauty» into birth.
Edgar Allan Poe

ΜΗΠΩΣ μιας πόλης όνομα η Αμμόχωστο είναι ψεύτικη;
Τεχνητό χώρισμα χώρου και γη της ουτοπίας;
Χρόνος από άμμο ψιλοδουλεμένη
καθώς κοιτάζεις τους λευκούς μαστούς;
Ποιός 8α ‘λεγε το αντίθετο;
-Λησμόνησες τους πρόσφυγες
που στέκονται αντικρύ της και τη χαιρετάν.
ξέρουν να κλαίνε, την καρδιά τους να ραγίζουν
με βότσαλα της Θάλασσας, τη μηχανή τους έχουν
του αυτοκίνητου και του τρακτέρ ξεκινημένη
μετωπικά προς τα φυλάκια των Τουρκώνε,
στα τεθωρακισμένα των οχτρώνε.
Πώς ομιλείς – εσύ, δε 8α το πίστευα!-
γι’ αυτούς που είναι σαν φίλοι και αδελφοί.
Με παρεξήγησες, υποκριτή αναγνώστη.
Βλέπω μονάχα, την Αμμόχωστο ίσως, και αγαπώ
9α ζήσουμε μαζί ο θάνατος κι η ζωή,
το ξέρω, το πιστεύω, κάνω και γραμμάτιο.
Τι, δεν υπάρχει θάνατος μήτε κι οχτρός και πλάνη
γι αυτό την είπα ψεύτικη την πόλη,
την πόλη που γεννήθηκα σαράντα αιώνες τώρα.
Όμως, όταν κοιτάζω με τα κιάλια
την ανεπαίσθητη του στήθους της ρωγμή,
όταν απ’ τη μεθυστική πνοή της κρίνω πόσα
πλοία βουλιάξαν ή πετρώσανε κι ανθρώπους
βλέπω τριγύρω «να το σπίτι μου» εκφωνώντας,
τι να σου κάνω; Θλίβομαι, ακριβαίνω,
χειρίζομαι τη λέξη με βαριά καρφιά,
φωνάζω «εχθρός» αυξαίνοντας τη 8λίψη
της ουτοπίας – οι λέξεις σου με σφάζουνε
δυνάστη της Αγάπης, Κύριέ μου, τραπουλόχαρτο.
Ένυλη πλάση φέγγει γύρω στα μαλλιά σου.
Προσφέρουμε νερό, γλυκό και χάδι.
Όμως εσύ τι δίνεις, έ; Μια πόλη σου ζητάμε,
αν είναι αυτή που ζήσαμε τα ωραία μας χρόνια
ή που την παρατήσαμε στ’ αλώνια.