Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Πρόλογος / Γλαύκος Αλιθέρσης

Γύρω μου ανύψωσα βουνά και μέσα έχω κλειστεί.
Σπουδάζω μες στη μοναξιά τη γνώρα του εαυτού μου,
και μελετώ τ’ ανήφορα του μυστικού καημού μου.
Άνθρωποι, ξέρω, οι δρόμοι σας για `μένα είναι κλειστοί.

Πάνω απ’ τους κόκκινους γκρεμούς στο διάστημα της μέρας,
βλέπω να γράφουν στο άπειρο, κύκλους αργούς οι αετοί,
κι όταν βραδιάζει ξεκινούν οι λύκοι θαρρετοί,
κι ακούω ουρλιάσματα βραχνά, μηνύματα φοβέρας.

Κι έμαθα εδώ πως ο αετός τ’ αφτέρουγα του τα πουλιά
στον ήλιο αγνάντια το πρωί τα στήνει, να γνωρίσει
τα γνήσια, κι όποιο δεν μπορεί το φως του να αντικρίσει
χωρίς οίκτο γκρεμνίζεται απ’ την ψηλή φωλιά.

[Άσε οι σοφοί να πνίγονται] / Αλιθέρσης Γλαύκος

Άσε οι σοφοί να πνίγονται στα σκοτεινά βιβλία,
και μη θαρρείς ότι η μωρή σοφία τούς ωφελεί.
Τόσα ποτάμια χύνονται στη στείρα κι αιωνία
θάλασσα. ―Πες μου, το νερό το ’καναν πιο πολύ;

Το τραγούδι των στρατών του Μ. Αλεξάνδρου / Αλιθέρσης Γλαύκος


Νύχτα, κυλούνε τα θολά νερά του Γάγγη
και των εχθρών καίνε οι φωτιές αντίκρυ. Ξαγρυπνούμε.
σκεφτόμαστε ποια τάχα βία και ποια ανάγκη
στην άγνωστη Ιντική μας σπρώχνει να διαβούμε.
Οι Γαίτες, Μαίδοι, Τριβαλλοί και γύρου
στη χώρα μας λαοί ξολοθρεφτήκαν
απ' την φωτιά και την αιχμή του μαύρου μας σιδήρου
Μα αυτοί είναι τόσο μακριά... Ποτέ δεν μπήκαν
για να ασεβήσουν στους θεούς μας ή στα σπίτια
μας ν' ατιμάσουν ή να καταστρέψουν
τ' αμπέλια, τα σιτάρια μας, τ' αραποσίτια...
Ω Αλέξανδρε... Διστάζουμε να πάμε εμπρός, μα δείλια
δεν είναι το σαράκι που μας τρώει...

............................................................

- Εκεί βρίσκονται τ' άσπρα μας σπιτάκια
κι οι γωνιές κι οι μορφές οι αγαπημένες,
που βλέπουνε τους βραδυνούς και φωτεινούς ορίζοντες
κι αργά μιλούν για μας συλλογισμένες...
Κι οι γιοί μας, τόσα ακούγοντας, με πλάνο
βλέμμα ρεμβό ξεχνιούνται αφηρημένοι.
Τώρα θάναι έφηβοι ωραίοι, με θλίψη
των μενεξέδων στα μαλλιά στεφανωμένοι...
Γύρισε πίσω... Μη νομίσεις δείλια
πως είναι το σαράκι που μας τρώει,

Και στο λιβάδι των σκιών, τ' όλο ασφοδείλια
οδήγα μας! δε θ' ακουστεί ούτ' ένα μοιρολόϊ
'Οπως νικούν, και να πεθαίνουν ξέρουν οι ηρώοι,
Μα ώ θάλασσα, ώ βουνά νοσταλγημένα
κι ώ φως του ήλιου αβρό κι' ευλογημένο
κι ώ λαχτάρα της γης όπου μ' εγέννα,
μακριά σας να πεθάνω είναι γραμμένο.

Φασούρι / Αλιθέρσης Γλαύκος


Όταν κατάκοπος θα μπαίνεις στο βαθύ ελαιώνα, 
θ’ αναστενάξεις λυτρωμένος από το λιοπύρι∙
θ’ ακούεις πώς κλαίει ερωτικά η περίπαθη* τρυγόνα,
και θα χαρείς στων τζιτζικιών το εύθυμο πανηγύρι.

Η ταπεινή κυρά θα σε δεχτεί με καλοσύνη, 
κι οι αγρότες θα ’ρτουν τον απλό να πουν χαιρετισμό τους,
και θα μιλήσουν για της γης την ευφορία, με ειρήνη 
και τυφλή πίστη στον Θεό, βάνοντας το σταυρό τους.

Κι άμα στη ρίζα μιας πυκνής ελιάς στρωθεί τραπέζι, 
απ’ το πηγάδι κρύο νερό θα σύρει η θυγατέρα, 
κι ένας βοσκός περαστικός θ’ αρχίσει να μας παίζει
με τα κουδούνια των αρνιών που τρέμουν στον αέρα.

Και στρέφοντας το βλέμμα σου στ’ αγροτικό το σπίτι,
(πέρασε η ώρα γρήγορα!) θα το ’βρεις φωτισμένο
απ’ το γλυκύτερο το φως, του ίδιου αποσπερίτη, 
μπρος στο παραθυράκι του ανάερα* ζυγισμένο!

Κι όταν θα φεύγουμε, θα ιδείς, την ώρα που βραδιάζει,
απ’ τη φωλιά της κι η σοφή γλαύκα* να βγαίνει, 
και στ’ ακροδρόμι ασάλευτη, πολλή ώρα να κοιτάζει
το φως που σβει, ρομαντικά συλλογισμένη…



επεξηγήσεις

* περιπαθής: που διακατέχεται από έντονο πάθος
* ανάερα: που στέκεται στον αέρα, δίνοντας την εντύπωση 
του αιθέριου, του άυλου

* γλαύκα, η: κουκουβάγια

Τα σονέτα της Εύας / Αλιθέρσης Γλαύκος


 ΙΧ

Να πλημμυρά μας έτσι η αγάπη η αιώνια:
στην άφθαρτή της φλόγα να εξαγνίζει
κάθε μας κρίμα, και να μας γεμίζει
με την πνοή του Θεού, που στα αγνά χρόνια

τα παιδικά μάς φύλαε. Κι έτσι αιώνια 
το σπίτι μας κακό να μη γνωρίζει, 
κι ολόχαρο να μας καληνωρίζει*
κάθε άνοιξη τα πρώτα χελιδόνια.

Και μέσα στη λευκή του τη γαλήνη,
ν’ ανθίζει η μυστική σου καλοσύνη, 
σα μια λαμπάδα μπρος σ’ ένα Ιερό,

και να ’ρχεσαι κοντά μου φέρνοντάς μου, 
σαν ευλογία το φως σου το ιλαρό, 
να φωτίζει τα βάθη της καρδιάς μου.



* καληνωρίζω: (εδώ) καλωσορίζω

Προορισμός τοπίου / Αλιθέρσης Γλαύκος


Ποια εντύπωση! 
 Ψηλά δέντρα και κλώνοι
χοντροί και το τρικύμισμα των φύλλων.
Ριπές ανέμου παγωμένου∙ μέρες
του χίλια κι εννιακόσια τόσα…Μάρτιος; 
Δεν θυμούμαι ακριβώς… Σκαλίσαμε όμως
σε κορμούς δέντρων ημερομηνίες
κι ονόματα προσώπων.
 – Τι να εγίναν;

Σαν τέτοια κρύα ριπή, σαν τέτοιο δέος 
στη μνήμη, που η φυγή τού χρόνου αφήνει
κενό –και πόσο εμείς λαφριοί κι αερένιοι…

Ω, ευτυχία του βάρους! Ω χρυσέ ήλιε!
Ρίζα της γυμνής πέτρας, που κι η σαύρα
μακάρια ακινητεί… 

 Αγαπώ το χώμα!

Γλαύκος Αλιθέρσης (βιογραφικά στοιχεία )

Ο Γλαύκος Αλιθέρσης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μιχάλη Χατζηδημητρίου) γεννήθηκε στη Λεμεσό. Μαθητής ακόμη πήρε μέρος εθελοντικά στους Βαλκανικούς πολέμους, το καλοκαίρι του 1913. . Αμέσως μετά την ολοκλή-ρωση των εγκύκλιων σπουδών του στο Παγκύπριο Γυμνάσιο (1915) από όπου δεν αποφοίτησε, ενώ παράλληλα φοίτησε στη Γυμναστική Ακαδημία, από όπου πήρε δίπλωμα γυμναστή το 1917, και από το 1917 ως το 1919 στην Αμερικανική Ακαδημία της Λάρνακας. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του πέρασε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια ως καθηγητής Φυσικής Αγωγής στο Αβερώφειο Γυμνάσιο.
Το 1919 διορίσθηκε καθηγητής σωματικής αγωγής  στο Αβερώφειο Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας. Εκεί έζησε, υπηρετώντας  στα κοινοτικά σχολεία, ώς το 1963, οπότε και επέστρεψε στην Κύπρο. Παντρεύτηκε την Εύα Ζαφειροπούλου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Στη γενέτειρά του επέστρεψε το 1963, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε με δημοσιεύσεις στίχων στην εφημερίδα της Λεμεσού "Αλήθεια" και το 1919 πραγματοποίησε την έκδοση της ποιητικής συλλογής "Γαλανά δαχτυλιδάκια". Ήταν μέλος του ποιητικού Συλλόγου των "Δέκα" και συνεργάστηκε με αλεξανδρινά και κυπριακά έντυπα όπως τα "Αυγή", "Κυπριακά Γράμματα", "Πνευματική Κύπρος".  Ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο, το διήγημα, τη λογοτεχνική μετάφραση και την κριτική. Αναφέρονται ενδεικτικά οι μελέτες του για τον Καβάφη, το Λιπέρτη, το Νικολαΐδη και το Μιχαηλίδη.

Πηγές:

  1.  Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)
  2. Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας 

Έργα του: 

Α΄. ΠΟΙΗΣΗ

1. Γαλανά Δακτυλιδάκια, Κύπρος, 1919.
2. Κρινάκια του Γιαλού, Κύπρος, 1921, Β’ έκδ. 1924.
3. Οι Οραματισμοί του Εωσφόρου και άλλα ποιήματα, Κύπρος, 1923.
4. Απλή Προσφορά, Κύπρος, 1929.
5. Θερισμοί και Οργώματα, Αλεξάνδρεια, 1939.
6. Μυστικός Δείπνος, Αλεξάνδρεια, 1944, Β’ έκδ. Κύπρος, 1956.
7. Μαθηματικά Τετράδεια, Αλεξάνδρεια, 1957.
8. Αρμογή Αιώνων και Στιγμών, Λεμεσός, 1965.


Β. ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

1. Ο Γυμνός Άνθρωπος, Κύπρος, 1924.
2. Αράχνες, Αλεξάνδεια, 1936.


Γ΄. ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ

1. Ο Πύργος της Βαβέλ, Κύπρος, 1924.
2.  Αροδαφνούσα, Αλεξάνδεια, 1936.


Δ΄. ΜΕΛΕΤΕΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ
1. Δ. Θ. Λιπέρτης, Αλεξάνδρεια, 1934.
2. Το πρόβλημα του Καβάφη, Αλεξάνδρεια, 1934.
3. Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Αλεξάνδρεια, 1938.
4. Βασίλης Μιχαηλίδης, Αλεξάνδρεια, 1957.
5. Νίκος Νικολαΐδης, Αλεξάνδρεια, 1958.
6. Σωτήρης Σκίπης, Αλεξάνδρεια, 1960.
7. Μιλτιάδης Μαλακάσης, Αλεξάνδρεια, 1961.
8. Νίκος Σαντορινιός, 1965.


Ε΄. ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

1. Ρ. Μπρουκ, Άπαντα. Κύπρος, 1925.
2. Αγγική Ανθολογία, Κύπρος, 1925.
3. Μεταφράσεις, Λευκωσία, 1946.


Πηγή: Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Κρινάκια του γιαλού του Γλαύκου Αλιθέρση

Έρωτας δένει τις καρδιές μαςς ταίρια, ως περιστέρια
μα εμέ χειμώνας μέσα μου ο αταίριαστος αλιά!
Κι έρχεσ΄ Εσύ η Τρισεύγενη με τα κρινένια χέρια 
να μου στολίσεις, άνοιξη, τα μαύρα μου μαλιά. 


Κρινάκια του γιαλού, 1921

Ηγησώ / Γλαύκος Αλιθέρσης



Παρθένα, που σε γλίτωσε απ’ του Χάρου
τα χέρια και σ’ ανάστησεν η σμίλη
στην όψη του κατάλευκου μαρμάρου,
να ζεις κάποιον υπέρτατον Απρίλη,

σύψυχα τέτοια τύχη, αλήθεια, χάρου!
Γιατί ο καλός, που σ’ όνειρα σού εμίλει,
κι α δεν ήρθε, στο πείσμα του κουρσάρου
Θανάτου που σε πήρε, του λαού θρύλοι,

τ’ όνομά σου, αθάνατο να μείνει
έκαναν στη ζωή ώσπου ο καλλιτέχνης
σε ανάστησε στα Ηλύσια της Τέχνης.

Και σύμβολο σ’ ατέρμονη γαλήνη
καρτεράς (ω, η αιώνια απαντοχή σου!)
τον εκλεχτό που πόθησε η ψυχή σου.

Ποιητική Συλλογή: Γαλανά δαχτυλιδάχια, 1919

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

H MANA ΓΗ / Νικολαίδης Νικίας


Η Μάνα Γη μας καρτερεί
μια μέρα θλιβερή να μας κοιμήσει
να φέρει άλλους κόσμους, πιο καλούς
που θα γεννήσει.
Να τους ευχηθεί Ειρήνη και Γαλήνη,
γιατί ανάξιοι φανήκαμε εμείς,
που δεν είχαμε Αγάπη, Προκοπή
και σβήσαμε το βίο μας με
μπόλικη ντροπή.
Θα’ ναι μέρες χαράς ευλογημένες.
Θα’ ναι μέρες άνοιξης ανθισμένες.
Θα γεμίσει ο αγέρας με μύριες ευωδιές.
Θα γεμίσουν οι ουρανοί με γελαστούς
Χαρταετούς
Κι’ η Φύση όλη, θα’ βρει τη καλή της ώρα.
ΝΙΚΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

Νικολαίδης Νικίας ( μικρή αναφορά)

Γεννήθηκε το 1934 στη Λευκωσία. Σπούδασε στη δραματική σχολή Πέλου Κατσέλη, στην Αθήνα. Είναι ένας εκ των δημιουργών των θεατρικών συγκροτημάτων «Ελεύθερο Θέατρο», «Λαϊκή Σκηνή» και «Θίασος Γέλιου». Υπήρξε βασικό στέλεχος του Ο.Θ.Α.Κ. Οργανισμού Θεατρικής Αναπτύξεως Κύπρου. Συνεργάστηκε  με το ΡΙΚ τόσο στη τηλεόραση όσο και στο ραδιόφωνο.

Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

Η Λάρνακα του Πουρίνου: Παρουσίαση του βιβλίου του συγγραφέα Σωκράτη Αντωνιάδη την 18η Μαίου 2017




Η ΑΘΕΑΤΗ ΟΨΗ / Πενταράς Νίκος


Χρόνια μετά
είπα να επισκεφθώ
την αθέατη όψη 
όπου είναι βαθιά ριζωμένα
στην εγκατάλειψη
 τα θυμωμένα δέντρα
της προδομένης μοίρας μου.
Κοιτώ τριγύρω
και το καθετί
μου θυμίζει ό,τι αγάπησα
μα τώρα μου λείπει.
Φέρνω στη σκέψη μου
τα κογχύλια όνειρα
τα παρατημένα
στις δαντέλλες ακρογιαλιές
τ’ απολιθώματα λόγια
όσων μας παραπλάνησαν
τα θαμμένα
στον κόρφο των βουνών
και μαζεύω
τα κομμάτια της ψυχής μου
που δεν λέει να κοπάσει.
Τα κρεμώ στα κλαδιά των δέντρων
και κρατώ ενός λεπτού σιγή
σ’ ένδειξη αγανάχτησης
για τη χρόνια αδιαφορία
προς την αθέατη όψη.
Ν.Π.

Απόψε αποφάσισα να κάνω στην άκρη / Γεωργίου Εύα

Απόψε αποφάσισα να κάνω στην άκρη
όλα τα γιατί,
όλα τα μπορεί
όλα τα πιθανά… 
Θα έρθουν μπροστά όλα τα λυτρωτικά!
Η ώρα λοιπόν να συμβιβαστώ μαζί σου!
0,τι ακριβώς προστάζεις…
Επιτέλους να πάρεις την μόνιμη θεση που σου αξίζει…
Θα μπορώ από εδώ κι μπρός
να σε κοιτάζω ίσια στα μάτια
να σου μιλάω ευθεια στην καρδιά…
Απο την πρώτη Καλημέρα μέχρι την
τελευταία μου Καληνύχτα
Ξέρω πώς νιώθεις…
Ξέρω πόσο πολύ σε αδίκησα…
Τελευταία , σε στρίμωξα πολύ
Όλα τα όχι σου, τα έκανα ναι…
Μου έλεγες δεν αντέχεις κι εγώ σε έσερνα…
Με ρωτούσες πού σε οδηγώ ,
κι εγώ σου έλεγα, απλά προχώρα…
Σε τραβούσα με βία να γίνουν πιο γοργά τα βήματά σου …
Σου έβαζα χίλια δυο να σκεφτείς, αγνοώντας αν είναι μέρα , νύχτα
γιορτή η καθημερινή
Αρκεί να ησουν μόνιμα παρών...
Από τον παράδεισο , σε οδήγησα στην κόλαση…
Απόψε σε είδα για πρώτη φορά να καταρρέεις και τρόμαξα...
Με προειδοποίησες αλλά δεν έβλεπα, δεν άκουγα …
εξάλλου ήμουνα πολύ μακριά
Ήρθε λοιπον η δικιά σου ώρα,
έστω με λίγη καθυστέρηση
Ναι….
Γερνάει ο χρόνος...
Φύγαμε!!!!

Δέν / Κυπριανού Ντίνος

Δέν
βλέπω το φώς , μα δέν σκοτίζομαι .
δέν κοιτάω ανθρώπους , τους ακούω μόνο
δέν βλέπω χρώμα , δέν βλέπω πρόσωπα
δέν βλέπω εικόνες...
δέν
βλέπω το φώς ,
τον ήλιο τον αισθάνομαι , με ζεσταίνει
τραγούδια δέν χρειάζεται να δώ , τα ακούω '''''
το πόνο τον αισθάνθηκα δέν τον είδα <<
Ακούω προσβολές , ευτυχώς δέν βλέπω τα στόματα
το
φώς θα με τύφλωνε
βλέπω
εφιάλτες καί είδα πώς μοιάζουν οι άνθρωποι
... ένα μακρύ ξύλο και μιά πατάτα για κεφάλι ..
Καί
βλέπω όνειρα , και είδα σε αυτά αγαπημένα μου πρόσωπα .
Κυπριανού Κ.