Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Ὀφθαλμός δίκης / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Τό σπίτι τὄχουν μυρώσει
νήματα σάν ἐκκλησιά
οἱ περικοκλάδες, τ’ ἀναρριχητικά
τ’ ἀγριόχορτα.
Τὄχουν μυρώσει
κυκλωτικά τά δέντρα,
ἔνοικοι οἰκεῖοι
συγγενεῖς
φίλοι κι’ ἀδελφοί
τῆς φύσης.
Τά δέντρα εἰρηνεύουν
τίς ψυχές τῶν ξεριζωμένων,
ψυχές-θεατές τοῦ σπιτιοῦ
ἀπό τηλεσκοπίου,
τριάντα τόσα χρόνια
κρυμμένοι παρατηρητές
πίσω ἀπό τά ἐχθρικά φυλάκια
νά παρακολουθοῦν
σάν φυσιολάτρες μυστικοί
σάν ἕνας πελώριος ὀφθαλμός δίκης
τό χαμένο τους σπίτι.

Ἡ Ποίηση / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


Α’
               
Κι’ ἡ ποίηση
ἕνα κουτί ἀπό φίλντισι
πού καρτερεῖ
τήν Πανδώρα του

τό χρῶμα τῆς ὕπαρξης
ἀπ’ τήν ὀξείδωση τῆς θλίψης

ἕνα ταξίδι
στό λαβύρινθο τῆς μνήμης

γράφει τή ζωή
ἀντίσταση στό θάνατό της
γιά νά πληρώνει
αἰώνων τίμημα
στίς ἄγρυπνες ὧρες.

Κι’ ἡ ποίηση
ἡ ἐπιλογή τῆς μνήμης
ν’ ἀναδύεται.

Κι’ ἡ ποίηση
λιποτάκτης ἀπ’ τό ἐκκρεμές
τοῦ χρόνου, σύμμαχος τοῦ καιροῦ

εὐεργεσία τῆς στέρησης

περίσσευμα τῆς ἀγωνίας

σύντροφος τοῦ ὀνείρου
ἡ προσωπική
καί οἰκουμενική μας ἀλήθεια

Κάθε δέντρο / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Κάθε δέντρο μέ διδάσκει
νά ἰσορροπῶ στόν ὁρίζοντα

Κάθε δέντρο μέ διδάσκει
νά ριζώνω στό θάνατο

γιά νά ἐρωτεύομαι τή ζωή

Ἡ ὥριμη ἡλικία / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα




               
Χωρίς δωμάτιο
Χωρίς σκεπή καί γῆ
και δίχως παραθύρι
Ἀρκεῖ τό σῶμα σου
νά ἐνίσταται στίς χρόνιες πορεῖες
στόν ἐγκλωβισμό
στήν ἡμικατοχή τῆς πατρίδας
Ἀρκεῖς καί ἐπαρκεῖς
νά ἐνοικεῖς στό ποίημα
πού διεκδικεῖ
καί ἀπαιτεῖ τό χῶρο
τῶν προγόνων σου και τῶν παιδιῶν σου
τό χῶρο τῶν αἰώνων
ὅπου κατοίκησαν ἡ ἀ-λήθεια
τά ὁράματα
κι’ οἱ προσευχές μας

Ὁ διψασμένος / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Ἕνα βαθύ πηγάδι
ὁ Ἔρως
Σκύβω νά καθρεφτιστῶ

Ρίχνω μαντήλι
ὑγραίνεται στό δάκρυ του
Ρόδο του ρίχνω
ὁ ὕπνος του εὐωδιάζει

Σκύβω νά καθρεφτιστῶ

Πηγάδι ξεροπήγαδο
Πηγάδι ἀναβρυτάρι
Ποιός θέ ν’ ἀντλήσει τό νερό
Ποιός θέ νά σ’ ἐξαντλήσει
πού ὅποιος τό πιεῖ
δέν ξεδιψᾶ.
Κι’ ὁ διψασμένος ἔρημος;

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

ΠΕΝΤΑΠΡΑΚΤΟ (Ι, ΙΙ) / Κύρρης Κώστας

Ι

Σκοτώσαμε κρυφά τον αδελφό μας
και τον θάψαμε στην καρδιά μας, 
μες στην απόλυτη σιωπή της νύχτας. 
Προσέχομε τα βήματά μας
μη και ξυπνήσουν τον πεθαμένο. 
Αλίμονο αν υψώσει το κεφάλι 
μέσα στην ένοχη ψυχή μας. 
Αλίμονο εάν δια μέσου των συρίγγων 
της σκέψης μας επανεμφανιστεί....
Ξέρουμε πως υπάρχει, δεν πεθαίνει.
Αυτό που μας τρομάζει 
είναι η δύναμή του να επιζεί
και μέσα στις χιλιάδες σφαίρες
και μέσα στις πιο άγριες μαχαιριές 

ΙΙ

Ξέρουμε πως ανθίζει 
και νέος φυτρώνει από το αίμα, 
αυτόν ο θάνατος τον τρέφει, 
τον τρέμει ο πικροχάροντας
στα μαρμαρένια αλώνια...

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Χ / Ηλιοφώτου Ανδρεανή

Άλαλη, ανέλπιδη, έρημη,
λουσμένη στ’ ανοιξιάτικο φως
των νεκρών η πολιτεία
Μαύρα κοράκια κρώζουν παράτονα
στον ουρανό της καρδιάς,
σκορπώντας αποκαΐδια πόνου
στη χέρσα ενδοχώρα.


Κι εγώ οφειλέτης μιας ξένης ζωής
που δε μου χαρίστηκε,
δεσμώτης σ’ ένα ανέλπιδο αύριο
νιώθω «πως έχει ο θάνατος
δρόμους ανεξερεύνητους
και μια δική του δικαιοσύνη»*.

Κι όλο μελετώ στη σιωπή
με τα μάτια ψηλά
την ολόκληρη απώλεια,
κρυστάλλινο πολυέλαιο
κρεμασμένο στον ουρανό,
να διαθλά το φως της ημέρας
να σκίζει τα σκοτάδια της νύχτας
μνημονεύοντας νυχθημερόν
το μέγα Μυστήριο

Ανείπωτο κάτι ο θάνατος,
λάφυρο της αιώνιας σιωπής.
κι η σοφία της σιωπής
ένα αγύρευτο κόσμημα
μες στ’ αλαλάζοντα κύμβαλα του πλήθους.

*Στίχοι του Γ. Σεφέρη (Μυθιστόρημα ΚΑ’, Ποιήματα)

Συναυλία στο Κούριο / Χριστοφίδου- Αντωνιάδου Άνδρη

Σαν μπλέχτηκαν
οι φθόγγοι,
στάχυα κιτρινωπά,
πολιορκητές ανελέητοι
ατέλειωτου φεγγαριού
πάνω από
αρχαία ερείπια,
σε μάζεψα
κομμάτι
κομμάτι,
μέσα απ’ τις λέξεις
που αντήχησαν αμφιθεατρικές.
Στριμώχθηκες
Μέσα στις πέτρες
που κουβάλησαν
οι πρόγονοί σου
οι πρόγονοί μου
παθητικός – ή ενεργητικός; - δέκτης
εμπορίου μουσικής,
ημίθεος
απ΄ τα χειροκροτήματα.

Και σε ψάχνω
στις χαραμάδες
δίχως ήχο
στο πληθωρικό τοπίο
αρχαίου πολιτισμού, και με τρομάζουν
τα μεγάφωνα
και οι ενισχυτές
που συναντώ
ανάμεσα στους δικούς σου θεούς
ανάμεσα στους δικούς μου θεούς.

Και σε βρίσκω αναζητώντας σε.
Και σε χάνω βρίσκοντας σε.

Μη σκοτίζεσαι.
Οι θεοί δεν ξύπνησαν ακόμα.

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Λουζινιάν / Χριστοφίδου- Αντωνιάδου Άνδρη




Το έντονο φως του ήλιου θύμιζε Κύπρο
και της πήγαινε της Λουζινιάν.
Μ΄ αρέσει να ψάχνω.
Νόμιζα πως θα ΄πρεπε να ανασκαλέψω τις στάχτες.
Όλα όμως ήταν εκεί.

Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, οι Ναϊτες
και ο Γκυ ντε Λουζινιάν να αγοράζει το νησί
για εκατό χιλιάδες χρυσά νομίσματα.
Παζαρέματα βασιλιάδων! Δοσοληψίες.
Δεκαοχτώ οι ρε των Λουζινιανών.
Τριακόσια χρόνια προκάλεσαν
την ευαισθησία του Δάντη και του Τσώσερ.
Τολμηρός, ο ρε Πιέρ ο Πρώτος δε φοβάται
να αγαπήσει την Αροδαφνούσα από τη Χούλου.

Το παλάτι των Λουζινιανών δεν στέκει.
Μα περπατώ στα απομεινάρια του κάστρου που προστάτευε την πόλη.
Τη θέση των βασιλιάδων έχει πάρει η νεράϊδα Μελυζίν,
που μεταμορφωνόταν σε φίδι τα Σάββατα
και έχτισε τους πύργους της περιοχής.
Μα οι Λουζινιανοί με δέχτηκαν σαν συγγενή
που ήρθε από μακριά για επίσκεψη.
Ο σημαντικότερος δρόμος της Λουζινιάν
λέγεται οδός Κύπρου.

Λουζινιάν, Γαλλία

Τρίτη 13.8.2003

Τα δέκα(10) μεγαλύτερα φράγματα της Κύπρου (Σε χωρητικότητα)

Α/Α
ΟΝΟΜΑ
ΕΤΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ
ΠΟΤΑΜΟΣ
ΤΥΠΟΣ
ΥΨΟΣ
(Μ)
ΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
(Μ3)
1
Κούρης
1988
Κούρης
χωμάτινο
110
115.000.000
2
Ασπρόκρεμμος
1982
Ξερός Ποταμός
χωμάτινο
53
52.375.000
3
Ευρέτου
1986
Σταυρός της Ψώκας
Λιθόρριπτο
70
24.000.000
4
Κανναβιού
2005
Έζουσα
Xωμάτινο/
Λιθόρριπτο
75
18.000.000
5
Καλαβασός
1985
Βασιλικός
Λιθόρριπτο
60
17.100.000
6
Διπόταμος
1985
Πεντάσχοινος
Λιθόρριπτο
60
15.500.000
7
Λεύκαρα
1973
Συργάτης (Πεντάσχοινος)
Xωμάτινο/Λιθόρριπτο
71
13.850.000
8
Γερμασόγεια
1965
Γερμασόγεια
χωμάτινο
49
13.500.000
9
Άχνα
1987
Εξωποτάμιο φράγμα
χωμάτινο
16
6.800.000
10

ΚΟΥΚΛΙΑ
1900

χωμάτινο
6
4.545.000
Λίμνη Αγ. Λουκά
(Εμπλουτιστικό)
1964

χωμάτινο
3
4.545.000

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

[Παιδάκι ακόμα άπλαστο...] / Ευγένιος Ζήνων

Παιδάκι ακόμα άπλαστο, μεγάλος ήσουν πλάστης
μιας δόξας που εφτερούγισε σιμά μας γελαστή
κι η Νίκη η πεντάμορφη που ονειροφαντάστης, 
ακλάβα του ωραίου σου κορμιού σου έμεινε πιστή. 

Αλίανθος (απόσπασμα) / Αγγελίδου Κλαίρη

Φίλησα τα μάτια σου 
κι άστραψε μέσα μου φώς.
Κράτησα το χέρι σου ζεστό
κι οι έγνοιες έγιναν περιστέρια.

Τραγούδησα μαζί σου
στο λόφο με τις παπαρούνες
 
την ομορφιά και τη ζωή
 
γι’ αυτό σ’ αγαπώ…..
σ’ αγαπώ.

ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ / Γιαγκουλλή Χριστούλα




Συντροφιά με τους ανέμους περπατώ
Σταθμίζω εσωτερικά αντικρύσματα
Ψυχεδελικές διαστάσεις.
Σ ανομολόγητους κρουνούς πλαταίνω το κορμί μου.
Αγγίζω εμπειρίες πρωτόγνωρες
Συνειδητοποιημένες μεταστάσεις.

Η αφή σου κι η αφή μου
Διάνοιξη οφθαλμών.
Κλείνω τις παλάμες
Στη γεύση του ενός δευτερολέπτου
Στο μάτι του Θεού

Διαστέλλω τις κόρες της ψυχής μου.

ΜΟΝΩΣΗ / Γιαγκουλλή Χριστούλα



Τούτη η θάλασσα πνίγηκε στο αίμα μας
Κι απόμειναν ξέμπαρκα τα καράβια μας.
Έδυσε ο εισπράχτορας ήλιος
Κι απόμειναν κατακάθια απροσπέλαστων μελαγχολιών
Απόμειναν

Μόνωση κι υλοποίηση των αναστεναγμών μας.

Ιερουργικά / Γιαγκουλλή Χριστούλα



Για Σε
το πρώτο δάκρυ κύλησε
για Σε
Μητέρα πάναγνη
ιερουργικά αναδύθηκε
Η καρδιά στ αργαστήρι του νου.
Στην Αγία Σου Τράπεζα
θε να τεθεί το τάμα!
Στην Αγία Σου Τράπεζα
Παναγιά της Ασίνης
αναβίωσαν τα παιδικά όνειρα
στο τοπίο σου βούλιαξα

Παναγιά της Ασίνης.