Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Κυπριακά Τραγούδια (στίχοι) που ακούγονται σε γάμους: 1




ΤΟ ΡΕΣΙΝ

Α. 
Ελάτε ούλες στο νερόν, στην βρύσιν για να πάμεν
να πλύννουμεν το ρέσιν μας, στο γάμον για να φάμεν.
Ελάτε ούλες του χωρκού ν' αλέσουμεν το ρέσιν,
να φά΄ η νύφφη κι ο γαμπρός, να δούμεν αν τ' αρέση.
Πέντε μαντήλια κόκκινα κ' έναν ωραίον φέσιν,
ελάτε, κοπελλούες μου, να πλύννουμεν το ρέσιν.

 Β. 
Σαρανταπέντε γερανοί κ΄ ένας ατός στην μέσην
ελάτε, κοπελλούες μου, ν' αλέσουμεν το ρέσιν.
Να πκιάσω στράταν μακρινήν, να κόψω χίλια μίλια,
ελάτε, κοπελλούες μου, ούλες στα χερομύλια.

Γ. 
Καλώς ήρταμεν κ΄ήυραμεν τα σπίδκια τους μϊάλα
κι όπου να τρέξει 'ππόσω τους το μέλι με το γάλα.
Φέρτε 'πο κει τις σανιδκές και κάτσετε ξωγύρου
να κόψουμεν ζυμαρικά σ' υγείαν τ' ανροΰνου.
Πκιάστε ζυμάριν πάνω σας και σμίλες* και πανέριν
να κόψουμεν για να το φα' του νιόγαμπρου το ταίριν.
Εις το ζουμίν των όρνιθων ψήννουν τα μακαρούνια,
και το φαΐν τους το γλυκόν μοιάζει σαν τα λουκούμια.
Ελέτε, κοπελλούες μου, να τρίψουμεν χαλλούμια
και να παραχυονώσουμεν* τωρά τα μακαρούνια.

σμίλα = βελόνα (για το μακαρόνια είναι από χόρτο (σκλινίτζιν) που μ' αυτά κάνουν τις τρύπες στα μακαρόνια), παραχυονώσουμεν = σερβίρουμε.

==========

ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙΝ

 Α. 
Όρα καλή κι ώρα αγαθή κι ώρα ευλοημένη,
τούτ' η δουλειά π' αρκέψαμεν να βγη στερεωμένη,
'που τον αφέντην τον Χριστόν να ΄νι ευλοημένη.
Ο Ρή(γ)ας της Ανατολής κι ο Βασιλιάς της Δύσης
συββούλιον εδώκασιν συμπεθθερκόν να κάμουν.
Ο Ρήγας έβαλεν τον γυιόν κι ο Βασιλιάς την κόρην.
Σαστήκαν να πατρέψουσιν κ' είπασιν να καλέσουσιν,
κ' εβγήκαν να καλέσουσιν 'π' Ανατολήν και Δύσην.
Ο Βασιλιάς εκάλεσεν ούλον τ' αρκοντολόϊν
κι ο Ρήας εν' που κέλεσεν ούλον το φτωχολόϊν.
Ότι και στεφανώσασιν εκάτσασιν να φάσιν,
εκάτσασιν οι άρκοντες πάνω μερκάν των τάβλων*
εκάτσασιν και τους φτωχούς κάτω μερκάν των τάβλων.
Πάνω στο φαν, πάνω στο πιειν είπαν να τραουδήσουν,
και πάνω στα τραούδκια τους είπασιν να χαρίσουν.
Άλλος χαρίζει εκατόν κι άλλος διά*δκιακόσια,
κι ο τρίτος ο καλλίτερος χίλια και πεντακόσια.
Και το νεπέττιν* έππεσεν πάνω στο καλοήριν.
«Πε μας, μωρέ κολό(γ)ηρε, είντα 'χεις να χαρίσης;»
«Εγιώ φτωχόν καοηρίν, είντα' χω να χαρίσω;
Χαρίζω κάλλη του γαμπρού και ομορφιές της νύφφης,
χαρίζω και του νιόγαμπρου εννιά πύρκους λουβάριν*
και δεκαπέντε ξυλαλάν κι οχτώ μαρκαριτάριν.»
Εκεί χαμαί οι άρκοντες πκιον εμπρουμουττιστήκαν.*
«Σου ΄εν είσαι καλόηρος 'που ΄κείνους που λαλούσιν.
Είσ' ο αφέντης ο Γριστός οπού τον προσκυνούσιν.»

 Β. 

Έλα, Θεέ, κ' έλα Χριστέ, έλα και Παναΐα,
τουτ' η δουλειά π' αρκέψαμεν νά' χη την ευλοΐαν.
Α λεμονιά μου φουντωτή πού' σαι στον κατεβάτην,*
σούστου* και ρίξε τους αθθούς να γεμιστή κρεβάτιν.
Μέσ' στην αυλήν της νιόνυφης κάθουνται δκυο α(η)δόνια,
εστείλασιν και 'φέρασιν ελληνικά βελόνια.
Ερέξαν* τα βελόνια τους μ' ολόγρουσον μετάξιν
και ράβκουν τα κρεβάτιν της με χάριν και με τάξιν.
Προσέχετε τες βελονιές καλά, να μεν φανούσιν,
γιατ' ύστερα θα τες θωρούν και θα σας νεγελούσιν.*
Εκόψαν την βασιλικιάν* κ' εκάμαν την δεμάτιν,
εφτά εν' οι μονοστέφανες που ράφκουν το κρεβάτιν.
Βάρτε τους τέσσερις σταυρούς στα τέσσερα καντούνια,
να πέφτουν να κουνίζουνται σαν τα φιλικουτούνια.*
Βάτρε τους τέσσερις σταυρούς, φεγγαριν εις την μέσην,
ν' αρέση τ' αντροΰνου μας την ώραν που θα ππέση.

Γ. 

Αντρέα μου Απόστολε μ' εξήντα δκυό κανόνια
βοήθα μας να στρώσουμε της νύφης τα σεντόνια.
Φέρτε και τα μαβλούκια της, κείνα τα μεταξένα
που τά ΄καμεν η νύφη μας με χέρια κουλουρένα.*



καρκόλα = κρεβάτι, κουβέλλας = προβατίνας, σαστήκαν = ετοιμάστηκαν, τάβλων = τραπεζιών, διά = δίνει, νεπέττιν = σειρά, λουβάριν = χρυσάφι, εμπρουμουττιστήκαν = έπεσαν μπρούμυτα, καντούνια = γονιές, κατεβάτης = μεγάλο αυλάκι, σούστου = κουνίσου, ερέξαν = περάσαν, νεγελούσιν = κοροϊδεύουν, βασιλικιάν = τον βασιλικό, φιλικουτούνια = πουλιά που μοιάζουν με τρυγόνια, δεκοχτούρες, κουτρουμπέλλες = τούμπες, λιμιστίραν = σχοινί, μαβλούκια = μαξιλάρια, κουλουρένα = παχουλά σαν τ' αφράτα κουλούρια.





Η ΜΑΝΑΣΣΑ ( Η επίδειξη της προίκας)

Φωνάξετε τις νόστιμες, πέτε τους να βουρίσουν*
Μανάσσαν εν' που στήνουμεν, για να μας βοηθήσουν.
Φωνάξετε της μάνας της να φέρει τ' ανοιχτάριν,*
να ΄βρετε τα σεντόνια της τα διπλοτριπλωμένα
που τα ετριπλοδίπλωσε με τα χρυσά της χέρια.
 Άγια Μαρίνα, σύντρεξε, κι άγια* Φανερωμένη,
βοηθάτε τούτην την δουλειάν να είν' ευλοημένη.
Σύντρεξε και βοήθα τους και στείλε τους την χάριν,
κι' άγια Χρυσορρογιάτισσα* με το γρουσόν ζωνάριν.
Σύντρεξε και βοήθησε να ΄ρτουν οι καλεσμένοι,
να ΄ρτουν οι καλεσμένοι τους κανίσκια* φορτωμένοι.
Κυρά του Κύκκου*, μια είσαι, υπερδεδοξασμένη,
οπούρκονται στην χάριιν σου 'π' ούλην την οιικομένην
και λουτουρκούν την μέραν σου πισκόποι καιι γουμένοι.
Κυρά του Κύκκου, μια είσα και άλλη του Τροόδου*
κ' ένας ο Τίμιος Σταυρός*, ο Κάνναβος* τ' Ομόδου.
Συντρέξετε, βοηθάτε τους, να 'ρτουν ευλογημένοι,
να 'ρτουν κ' οι καλεσμένοι τους κανίσσια φορτωμένοι.


αρμάρκα = ντουλάπια, νιστιάν = τζάκι, εστία, βούφα = αργαλιός, καντήλες = ποτήρια, σουβάντσες = ράφια γύψινα, βουρίσουν = τρέχουν, ανοιχτάριν = κλειδί, άγια = άντε εμπρός,  Χρυσορρογιάτισσα = Παναγία η Χρυσορρογιάτισσα μοναστήρι στην Πάφο, κανίισκια = δώρα, Παναγία του Κύκκου = μεγάλο μοναστήρι της Παναγίας στην Κύπρο, Παναγία του Τροόδου = μοναστήρι της Παναγίας Τροοδίτισσας, Τίμιος Σταυρός = μοναστήρι Τιμίου Σταυρού στο χωριό Όμοδος, Κάνναβος = κομμάτι σχοινί που έδεσαν τον Χριστό στο Σταυρό,


Κυπριακά Τραγούδια (στίχοι) που ακούγονται σε γάμους: 3


ΤΟ ΓΑΜΗΛΙΟ ΓΛΕΝΤΙ

Κάμετε τόπον, άρκοντες, και κύκλον οι παπά(δ)ες
να πα' να δω τ' ανρόϋνον 'που τες αναρκωμάες.*
Την πέτραν την πελεκητήν βάλλουν την στα καντούνια,
τώρα εσμίξασιν τα δκυό σαν τα φιλικουτούνια.
Θα βκω πάνω στην αθασιάν* να κόψω ΄ναν αθάσιν,*
τ' αντρόϋνον π' αρμάσαμεν να ζήση να γεράση.
Όσ' άστρα έχει ο ουρανός κι άθθη τα στέφανά σας,
τόσα χρονιά να ζήσετε και τόσα τα καλά σας.
 Να βκώ πάνω στην τριμυθκιάν* να κόψω 'ναν τριμύθιν,
να πούμεν και του νιόγαμπρου να χαίρεται την νύφφην.
Ώρα καλή σου, νιόγαμπρε, ώρα καλή σου, γεια σου,
να χαίρεσαι την νιόνυφφην, που στέκεται κοντά σου.
Ώρα καλή σου, νιόγαμπρε, ώρα καλή σου, γειά σου,
να σου χαρίση ο Θεός τούτα τα στέφανά σου.
Νιόγαμπρε, που να χαίρεσαι, νιόγαμπρε που να ζήσης,
στον άην τάφον του Χριστού να πα' να προσκυνήσης.
Ποχαιρετώ σε, γιόγαμπρε, και φεύκω που τα 'σεναν,
και πάω εις την νιόνυφφην, τ' αμμάθκια τα μελένα.
Ώρα καλή σου, νιόνυφφη, κ' η Παναγιά μιτά σου,*
να χαίρεσαι τον άγγελον που στέκεται κοντά σου.
Εζύμωσεν ο πλάστης μου κι έκαμεν ζυμάριν,
κι εδκιάρτισέν* σου το κορμίν με το μαρκαριτάριν.
Όταν σ' εγέννα η μάνα σου, έτρεμεν, σαν το φύλλον,
κι' έκαμεν κόρην όμορφην, που 'θάμπωσεν τον ήλιο.
Ο νιόγαμπρος εν άγγελος κι η νύφφη περιστέριν,
και ήταν θέλημαν θεού για να γινούσιν ταίριν.
Έννα τσακκίσω δκυο χρυσά να κάμω μιαν πλατάνα,
νιόνυφφη, που να χαίρεσαι την ακριβήν σου μάναν.
Καράβιν εν και περπατεί, δίχως καραβοκύρην,
να σου χαρύνη ο Θεός τον ακριβόν σου κύριν.
Έτραύησα την ξισταρκάν* κι εξέβην η μητέρα,
να' ζήσ' η νύφφη κι ο γαμπρός, κουμπάρος και κουμέρα


αναρκωμάες = χαραμάδες, αραιώματα, αθασιά = αμυγδαλιά, αθάσιν = αμύγδαλο, δέντρο με μικρούς σπόρους που τρώγονται, μιτά σου = μαζί σου, εδκιάρτισεν = πασπάλισε, ξισταρκά = λαδανιά, μαειρκόν = μαγερειό, κουζίνα, τάβλα =τραπέζι, χαρτζίν = καζάνι, κουπέπια = ντολμαδάκια, κολοκάσιν = είδος μεγάλων βολβών που μοιάζουν με πατάτες που χρησιμοποιείται ευρέως στην κυπριακή κουζίνα, μπότες = κανάτια του νερού


ΟΙ ΧΟΡΟΙ

Έκοψα 'ναν μήλον ΄που πάνω στην μηλιάν
κ' έδωκα το της κάλης μου και αλλάξαμεν φιλιά.
Έσυρα το μήλον πα στα δώματά της,
εψές δεν εκεοιμήθηκα 'που τα καμώματά της.
Έσυρα το μήλον πα' στην συκαμιάν,*
κι είπεν μου εν νάρτη κείνη κι άλλη μια.
Έσυρα το μήλον πα στην τερακιάν*
κι' ένεψα της μιάλης* κι' ήρτεν η μιτσιά.*
Έσυρα το μήλον, λασμαρίν* μου φίνο, πάνω στη μηλιάν,
κι εππέσασιν τα μήλα τζι' εμείναν τα κλωνιά.
Έσυρα το μήλον κι ΄εν εκύλισε,
κι' είπουν να τη φιλήσω κι εν εκαΐλησεν.*
Έσυρα το μήλον πα στην αθασιάν*,
 κ' ηύρα μιαν κοπέλλαν άσπρην και παχειάν.
Κι  έστειλα προξένια, παν με τα κρασιά,
πάω στον Δεσπότην, βκάλλω αρμασιάν.*
Βρίσκω κι έναν γέρο που την Μεσαρκάν,*
κρατά έναν καλάθιν κι έχει μέσα αυκά.*
Φακκώ* του μιαν του γέρου, σπάζω του τ' αυκά.
Εκράτεν και μιαν βέρκαν*, πούτουν περναρκά,*
φακκά μου μιαν ΄πο πίσω και μιαν πα' στα μερκά.*
Κάμνω μιαν έτο ΄κει*, κι ίσια μέσ' στην λυμπουρκάν,*
τρυπώνω που 'κει μέσα, βκήκα μέσ' την Τηλλυρκάν.*
Κι ηύρα μιαν κοτζιάκαριν* κι έψηννεν τυρκά*
πα να την φιλήσω, φακκά μου πατσαρκάν.

*

Αγαπά με κι' αγαπώ την,
σαν τα μάδκια μου τα δκυο,
κι αν 'εν δεκτής, μανούλλα,
φέρε μου ψακήν* να πκιω.
Αγάπω την κι' αγαπά με,
ξέρει τ' ούλος ο ντουνιάς,
συνερείστε να παρτούμεν,
για να μεν γινώ φονιάς.
Αγαπώ την κι' αγαπά με,
κι' έχομεν το στο κρυφόν,
κι' αν δεκτούσιν οι γονιοί μας,
εννά κάμουμεν χωρκόν

*

Τ' αμπέλι θέλει κλάδεμαν,
να κάμη το σταφύλιν,
κι' η κορασιά κολάκιεμαν,
και φίλημα στα χείλη.
Κι' αντάν να της αθθυμηθώ,
στην γέρημήν μου στρώσην
κλαίω και ανακαλιούμε την,
ώστι να ξημερώση.
Όσ' άστρα έχει ο ουρανός,
κι' ο ποταμός βυζάκια*
τόσες βολές σε φίλησα,
που κάτω στα κανάκια.
Αγρίκουν* της π' ορκόμωννεν,*
κι έβαλλα φτιν κι' αγροίκουν,
κι' ατός μου στο κορμάκιν μου,
λαμπρόν εσυνερίκκουν.*

*

Κει πάνω στον Αμίαντον*
αγάπουν μιαν Μαρίαν
κι' έμαθεν το ο Κούκουλας*
κ' έκαμεν μ' εξορίαν.
Μαννάκιν μου και μπρε και μπρε,
εν θα 'βρης άλλον σαν κ' εμέ.
Αν θέλεις λίρες και φλουριά,
έλα μαζί μου μιαν βραδιά.





τσαερκές = καρεκλιές, συκαμιά = μουριά, τερακιά = χαρουπιά, μιάλης = μεγάλης, μιτσιά = μικρή, λασμαρίν = δενδρολίβανο, εκαΐλησεν = δέχθηκε, αθασιά = αμυγδαλιά, αρμασιάν = παντρειά, Μεσαρκά = Μεσαορία, η μεγαλύτερη πεδιάδα της Κύπρου, αυκά = αυγά, φακκώ = κτυπώ, βέρκα = βέργα, περναρκά = από ξύλο του πουρναριού, μερκά = μπούτια, κάμνω μιαν έτο 'κει = κατρακυλάω μέχρι κάτω, λυμπουρκά = μυρμηγκοφωλιά, Τηλλυρκά = Τηλλυρία, ορεινή χερσόνησος της Κύπρου στο βορειοδυτικό μέρος του νησιού, κοτζιάκαρι = γριά, τυρκά = τυριά, πατασρκά = χαστούκι, σκαλιώτικος = χορός από την περιοχή της Σκάλας, δηλ. της Λάρνακας, ψακή = δηλητήριο, βυζάκια = βότσαλα, ορκόμωννεν = έβαζε όρκους, λαμπρόν εσινερίκουν = μάλλωνε με την φωτιά, Αμίαντος = το ορυχείο του Αμιάντου στο Τροόδος, Κούκουλας = διευθυντής της Εταιρίας του Αμιάντου, κούζα = μικρή στάμνα, κκελλέ = κεφάλι.


Κυπριακά Τραγούδια (στίχοι) που ακούγονται σε γάμους:4

ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ


Η πέρτικα έχτισεν φουλιάν
που κάτω στην τρανταφυλλιάν
μπαίννει  και βγαίνει και γεννά
πασαλοήτικα αυκά
κάμνει τ' αυκά κοστέσσερα
και βράζει* τ' αυκούδκια της,
και βγάλλει τα πουλλούδκια της
και σούζει* τα φτερούδκια της
και τα γαλατερούδκια της
και ρίφκει τα τραντάψυλλα,
πότε λλία, πότε πολλά
κ' οι κορασιές τα πκιάννουσιν
στον κόρφον τους τα βάλλουσιν,
ροδόστεμμαν τα φκάλλουσιν
στην εκκλησιάν τα πέρνουσιν.
Ραντίζουν πρώτα τους αγιούς
κι ύστερον τους πνευματικούς
ύστερον νήφφην και γαμπρόν
παθθεράν με πεθερρόν

κι ύστερας ούλους που γυρόν.

βράζει = ζεσταίνει, σούζει = κουνά,


Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Ερωτικό

Νιώθω τόσα για σέν ακαι τι να πρωτογράψω...
Είσαι ο ήλιος μέσα στη νύχτα.
Είσαι η Άνοιξη μέσα στο χειμώνα.
Είσαι η ζέστη μέσα στο κρύο.
Είσαι η φλόγα μέσα στην παγωμένη μου καρδιά.
Είσαι η χαρά μέσα στη λύπη.
Είσαι το φως μέσα στο σκοτάδι.
Είσαι ο έρωτας που άφησα να μεγαλώσει μέσα μου,
που δε μ΄ αφήνει να βρω λόγια να σ΄ τον περιγράψω.....
Ίσως να φτάνει το " σ΄ αγαπώ".

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

[Οι ποιητές δεν έχουνε αργίες και ωράρια] / Πιλλάς Αντώνης

«Οι ποιητές δεν έχουνε αργίες και ωράρια
την εγγενή τους θλίψη παρακολουθεί ο χρόνος άγρυπνος
μια άλλη χαρά τους έχει από νέους επιστρατεύσει
και πάντα νέοι με έρωτα την καρτερούν
μες στους καιρούς αυτούς της εξορίας».

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Θάρθη κάποτε η ώρα 
που η βιογραφία θα τελειώσει. 
Το πληγωμένο αηδόνι
θα σφραγίσητο τέλος
σαν μαύρο κοράκι στην έντασή του.
Η κριτική θ΄ αναδιπλώνη φορτισμένη
την τοποθέτηση του ήρωα 
σε χώρους απαιδιόδοξους.
Τιι όμως; Ο ήρωας ήταν παρουσία 
η πνοή τ΄ αηδονιού που ξεψυχούσε 
μπροστά στα πληγωμένα δένδρα. 

ΚΥΠΡΟΣ



Ψυχή τη ψυχή
το περιστέρι έδωσε το αίμα του.
Ψυχή τη ψυχή
οι άνθρωποι
στη μοίρα αντιμέτωποι.

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

ΔΙΠΛΗ ΟΨΗ / Χατζηαυξέντη Μαρία

                                                    Στην πραγματικότητα δε γνωρίζουμε τίποτα γιατί η αλήθεια βρίσκεται στο βάθος της αβύσσου.

(Δημόκριτος)


Της σφίγγας το αίνιγμα έχει βρεθεί,
του Οδυσσέα η Ιθάκη έχει βρεθεί, 
μα του νομίσματος η όψη είναι διπλή.

Τι κι αν το νόμισμα που κρατώ
έχει αρχαίες όψεις;

Δεν παύει να΄ ναι κίβδηλο
βαρύ και λερωμένο.
Χέρι με χέρι λέρωσε και τα 
δικά μου χέρια. 

ΠΙΚΡΟ ΚΡΑΣΙ / Χατζηαυξέντη Μαρία

Πικρό κρασί μας βάλανε 
στο γυάλινο ποτήρι.
Άλικο χρώμα, γιορτινό,
γεμάτο αναμνήσεις.

Πικρό κρασί που ήπιαμε
όλο προιστορία,
αίμα που χύθη αλύπητα
στο χρόνου το μανδύα.
Πικρό κρασί ποτίσανε
και Τον δημιουργό μας
για να τον ξεδιψάσουνε 
καθώς Τον αμαυρώναν 

ΝΑ ΓΛΕΠΕΤΕ ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΑΣ / Αδάμου Μακρή Χριστιάνα


Μια  μάνα που τα κότσιηνα της Κύπρου τα χωρκούκια
έκαμε τζιαι εγέννησεν τέσσερα κοπελλούκια.
Εδυσκολεύτηκε πολλά ώστι να τ’αναγιώσει
γιατί εσσιήρεψεν μιτσιά τζι’η φτώσσι’ητούν καμπόση.
Πριτζιά καρκιάς, πριτζιά του νου, έδωκεν τους καμπόσα
μ’οι τρεις τους απορρίψαν τα, τη μάνα τους προδώσαν.

Κρολοηθείτε να σας πω, πώς έσσιει η ιστορία
τζι’αν σας την πω λεπτομερώς, γράφω πολλά βιβλία.
Εννά μια λλίον σύντομη, κουβέντες με ισάφιν,
ριάλλι’ αξίζουσιν πολλά, ίσια με το γρουσάφιν.

Εν’ ιστορία π’ούλλοι μας ακούμε κάθε μέρα,
μα ενν’ αρκέψω να λαλώ πριν έρτει η εσπέρα.
Το γιο της τον μονάκριβο Μαυρήν τον ελαλούσαν
τζιαι για την μαύρην του καρκιάν ούλλοι τους εμιλούσαν.

Η μάνα του ανάγιωσεν τζιαι τρεις ωραίες κόρες
μέσα σε δύσκολους τζιαιρούς, φουρτούνες μα τζιαι μπόρες.
Δαφνούν την ονομάσασιν την μιάλη που τες κόρες
τζι’ ήτουν πικρή σαν τη χολή, πικρή ούλλες τες ώρες.
Η άλλη ήτουν η Κακού, με το ωραίο μμάτιν,
μ’ όπως λαλεί τζιαι τ’όνομα, κατζίαν ήτουν γεμάτη.
Η τρίτη η μιτσόττερη, η χαμηλοθωρούσα,
ήτουν η ομορφόττερη, ήτουν η Αρετούσα.
Πάμπολλες είσιεν ομορκιές τζιαι την καρκιάν της μιάλην
τζι’ούλλος ο κόσμος θαύμαζε τα όμορφα της κάλλη.
Τζιαι τούντην κόρη τη μιτσιά τη χαμηλοθωρούσα,
που’ τουν η ομορφόττερη, που’τουν η Αρετούσα,
τούτης επροξενέψαν της άδρωπον που τα ξένα
τζι’επήρεν την στη ξενικιά να μεν θωρεί κανένα.

Άραγες πώς εβρέθηκεν η Αρετή στα πέρα
τζι’ εβρέθην ξένος άδρωπος να της περάσει βέρα;
Εν είσσιεν άραγες κοντά άντρες να την ζητήσουν
τζι’ ήβραν της ξένον άδρωπον δίχα να την ρωτήσουν;
Έννεν τυχαία που ’φυεν η Αρετή στα ξένα.
Εθέλαν το τ’ αδέρκια της, ρωτάτε με τζι’ εμένα.
Είπουν σας πως η Αρετή ήτουν ωραία νέα,
πως ούλλοι εχουμίζαν την, ούλλοι τους ως τον ένα.
Τζι’η μάνα της αγάπαν την πιο πάνω που τους άλλους.
Ήτουν παιδί καλόκροστον, ήτουν παιδί του κάλλους.
Εν είσσιεν πίκρα μέσα της, μα ούτε τζιαι κατζίαν.

Μπρος τη Δαφνούν τζιαι την Κακούν, τουτ’ ήτουν αγία.
Μα τ’ άλλα τα μιαλλύττερα της Αρετής τ’ αδέρκια
εν εκαθούνταν ήσυχα, πολλά την αζουλέφκαν.
Έτσι αποφασίσασιν τζι’ ήβρασιν τούντον τρόπο:
Την Αρετή να πέψουσιν σε ένα ξένο τόπο.

Ήβρασιν ξένον άδρωπο με πλούτη, με χωράφκια,
να δώκουσιν την Αρετή με αλλαξιάν γρουσάφκια.
Μα έπρεπε τη μάνα τους πρώτα να την καλάρουν
την κόρην που τα σσιέρκα της με τρόπον να την πάρουν.

Επήαν τζιαι στη μάνα τους να πάρουν το χαπάρι,
πως ήβραν ξένον άδρωπον την Αρετή να πάρει.
Μα τζιείνη σαν το άκουσεν ευτύς χαμαί εβρέθην.
Μασσιέριν της εμπήξασιν μες της καρκιάς τη μέσην.
Τζι’ άμαν την εποφύρασιν, αντάκωσεν το κλάμαν.
Εν εμπορούσεν να δεχτεί να κάμει τούντο πράμαν.
Τζι’ ευτύς ομπρός τους νέφανεν η χαμηλοθωρούσα,
τη μάνα της που έκλαιεν φιλά η Αρετούσα.
« Μεν μαραζώνεις μάνα μου τζιαι κρούζει η καρκιά μου.»
«Άκουσες ίντα που ’πασιν κόρη μου τα παικιά μου;»
«Άκουσα τους μανούλα μου τζιαι πόιν εν ιστήννω
με τούντον ξένον άδρωπον να πάω ’γιω να μείνω.
Σκέφτου μανούλα μου καλή πως ούλλα ενν’ αλλάξουν.
Τ’αδέρκια μου εν το σωστό που μάχουνται να πράξουν.
Ριάλλια εννά ’σσιετε πολλά για ό,τι γρειαστείτε,
που τούντη φτώσσιαν την πολλήν για πάντα εννά φκείτε.
Μεν κλαίεις άλλο μάνα μου τζιαι δωσ’ μου την εφτζιή σου.
Εφτζιές καλές, εφτζιές γρουσές να φκουν που την ψυσσιή σου.
Τζιαι μεν νομίσεις μάνα μου πως εν να σε ξηάσω.
Εν σε ξηάννω ‘γιω ποττέ, το νου μου τζιαι να χάσω.
Τζι’ αν αρρωστήσεις βαρετά τζιαι θέλεις με κοντά σου,
βάλε φωνή τζι’ εγιώ ευτύς εν να βρεθώ μιτά σου.

Έλα μανούλα μου καλή να σε ποσσιαιρετήσω
μεσ’ την αγκάλη μου εγιώ σφιχτά να σε κρατήσω.»
Το κλάμαν ελουθήκασιν ωσάν αγκαλιαστήκαν
τζιαι μέσα που τα στήθκια τους οι στεναγμοί εφκήκαν.
Αγκαλιαστήκαν το πρωί τζιαι ήβρεν τους η δύση.

Κανένας εν εκόντεφκεν να τες ηξεχωρίσει.
Μες τούτον ούλλο τον καμόν τζι’ οι πέτρες εδακρύσαν
τζιαι τζιείντα τρί’ αδέρκια της ψεύτικα την φιλήσαν.
Πως τάχα εμαραζώσασιν που φεύκει η αρφή τους
μα καταβάθος χάρηκεν η μαύρη η ψυσσιή τους.

Την Αρετήν τ’ αδέρκια της να θκιώξουν εξορτώσαν
με τρόπο σσιεηττάνικον, σαν να την ησκοτώσαν.

Ξορτώσαν που της μάνας τους τα σσιέρκα να την πάρουν
τζιαι στα ριάλλια τα πολλά ευτύς για να μουντάρουν.
Τζι’ οι τρεις τους εχαρήκασιν ππαράες πως επιάσαν
τζιαι την φτωσσιήν την μάνα τους για πάντα εξηάσαν.
Τζιείνην  που τους ανάγιωσεν με βάσανα,  με πίκρες,
τωρά την εξηάσασιν για θκυο ππαράες λίρες.
Μα ο τζιαιρός επέρασεν οι μέρες τζιαι τα γρόνια
τζιαι τα μαλλιά της μάνας τους ασπρίσαν σαν τα σσιόνια.
Του θανατά αρρώστησεν μια νύχτα του Φεβράρη
τζι’ο Χάρος εκαρτέραν την μιτά του να την πάρει.

Εζήτησεν που τον Θεό μια χάρην τελευταία:
«Θέλω τα κοπελλούκια μου να έχω για παρέα.»

Ευτύς πεζούνιν έπεψεν ο Πλάστης μου να πάρει
στα τρία κοπελλούκια της το άσσιημον χαπάριν.

«Λάμνε πεζούνιν μεν αρκείς τζιαι φέρ’ της τα παικιά της,
σ’ τούντην στερνήν την ώρα της να’ ναι δαμαί μιτά της.»

Ευτύς εκρόστην το πουλλίν τζιαι φεύκει για να πάει
πεμπάμενο που τον Θεό το μήνυμα να πάρει.
Τζιαι το πεζούνιν ήβρεν τους τζι’ ετρώαν τζι’ εγλεντούσαν
τζιαι προσοχή στο μήνυμα καθόλου εν εθκιούσαν.
Τη μάνα τους που έφευκεν μαγκόν ελυπηθήκαν
σ’ τζιείντην στερνή την ώρα της μόνη της την αφήκαν.
Τζιαι το πουλλίν επέτησεν το μήνυμα να φέρει
στη μάνα την κοτζιάκαρην που τζιείνα περιμένει.
«Εν έχουν ώρα να’ ρτουσιν τη μάνα τους να δούσιν.
Έχουσιν έννοιες σοβαρές, να φάσιν τζιαι να πιούσιν.»

Τζι’ η μάνα σαν το άκουσεν τούντο κακό μαντάτο
τα μμάκια της ετρέξασιν σαν ποταμό γεμάτο.
«Μακάρι να περνούν καλά τζιαι πάντα να γελούσιν
τζιαι με υγεία τζιαι χαρά παντοτινά να ζιούσιν.
Παρακαλώ σε Πλάστη μου με ούλλην την καρκιά μου
να μεν αφήκεις το κακό να έβρει τα παικιά μου.
Οι τρεις τους με πληγώσασιν πολλά μα εν πειράζει.
Καλά να’ ναι παντοτινά να μεν έχουν μαράζι.
Τζι’ άμαν γεράσουν τζι’ έβρει τους η ώρα του θανάτου,
καλέσει τους ο Χάροντας για να βρεθούν μιτά του,
τζιαμ’ εν να καταλάβουσιν ίντα που μου εκάμαν,
που το φαΐν εβάλασιν πιο πάνω που την μάνα.

Μ’ αλλό ’ναν πράμα σου ζητώ Θεέ μου ’γιω που Σένα.
Στείλ’ το πεζούνι Σου να πα’ ως πέρα τζιει στα ξένα.
Να’ βρει την Αρετούσα μου τζιαι να της πει να έρτει,
να’ ρτει να δει τη μάνα της που ’ν βαρετά τζιαι φεύκει.
Τζιαι ο Θεός εδέχτηκεν να κάμει τούντην χάρη
τζιαι το πεζούνιν έπεψεν το μήνυμα να πάρει.

Ωσάν την ήβρεν το πουλλίν την Αρετή στα ξένα,
ήβρεν την τζι’ επροσεύκετουν, τα μμάκια της κλαμένα.
Επαρακάλαν τον Θεό με ούλλην την ψυσσιήν της
να ’σσιει τη μάνα της καλά να μεν εν’ μανισσιή της.
Τζι’ ωσ’ άνοιξεν τα μμάκια της τζιαι είεν το πεζούνιν
ευτύς εποτυλίχτηκεν ωσάν να ’ταν σιφφούνιν.
Τζιαι πριν προλάβει το πουλλίν το στόμα του ν’ ανοίξει
τζιείνη εβασανίζετουν το δάκρυ της να πνίξει.
Γιατί ευτύς κατάλαβε τα άσσιημα μαντάτα
τζι’ αμέσως εξεκίνησεν με βήματα γεμάτα,
εις το πλευρό της μάνας της να πάει για να κάτσει
το σσιέριν της να της κραεί, ο Χάρος πριν φωνάξει.
Τζιαι που την βιασύνη της στη μάνα της να φτάσει,
εν εμπορούσε το πουλλίν τζιείνην να την προφτάσει.
«Πού είσαι μάνα μου καλή, μάνα μου γρουσαφένη;»
«Ήρτες κορούα μου καλή, κόρη μ’ αγαπημένη;»
«Εν εμπορούσα μάνα μου να μεν έρτω κοντά σου,
σ’ τούντην  στερνήν την ώρα σου να μεν είμαι μιτά σου.
Τζι’ αφού σου το ορκίστηκα πως άμαν αρρωστήσεις
κοντά σου ήτουν να βρεθώ μόλις μου το ζητήσεις.»
«Αχ κόρη μου, γρουσάφι μου, που ’σσιεις καρκιάν που λάμπει.
Μουσκομυρίζει με ανθούς που εν’ γεμάτ’ οι κάμποι!
Πάντα καλά παρακαλώ που τον Θεό να σ’ έσσιει,
αγγέλους να ’σσιει δίπλα σου, πάντα να σε προσέχει.
Ό,τι λαλεί το στόμα σου να ’ναι γλυτζιή σαν μέλι.
Γρόνια να ζήσεις με χαρά όπως ο Πλάστης θέλει.
Σίμωσε εις τα σσιείλη μου εγιώ να σε φιλήσω
για τελευταία μου φορά να σε ποσσιαιρετήσω.»
Τζιαι έσσιυψεν η Αρετή στης μάνας της το στόμα
για τον στερνόν τον ασπασμόν πριχού βρεθεί στο χώμα.
Ένα φιλί της έδωκεν στης βούκκας της τα μέρη,
ένα φιλί που ’ταν γλυτζιήν, γλυτζιήν σαν να ’τουν μέλι.
Τζι’η Αρετή με την σειρά, τη μάνα της φιλά την.
Εν η καρκιά της ξήσσιειλη, με δάκρυα γεμάτη.
Πώς εν ν’ αντέξει τον καμόν, τη μάνα της που χάννει;
Φαίνεσται της πως ταπισόν ‘να γύρει να πεθάνει.
Τζιαι πάνω σαν εψύλωσεν το δάκρυ να σφοτζιήσει
γλυτζιά της χαμογέλασεν η μάνα της πριν σβήσει.
Τζιαι σαν εχαμογέλασεν τα μμάκια της εκλείσαν,
για τελευταία τους φορά, για πάντα εκαμμήσαν.

Τα κλάματα ελούθηκεν η Αρετή σαν είεν
τη μάνα της που έφυεν, στον Άδην σαν επήεν.
Έννεν τζιαι λλίον ο καμός τη μάνα σου σαν χάννεις.
Με ποιον να κλαίεις, να γελάς, με ποιον να συντυχάνεις;

Σε ποιον τες πίκρες σου να πεις, τον πόνο σου να νιώσει,
να του ζητάς παρηορκάν τζι’ αγάπη να σου δώσει;
Εν έσσιει άλλον πα’ στη γη τούτα να σου χαρίσει.
Μόνον η μάνα που πονεί για λλόου σου να ζήσει.
Η μάνα που για τα παικιά διά τζιαι τη ζωή της.
Τζιαι ένα πράμα τους ζητά, ν’ ακούν τη συμβουλή της.
Τζι’ αν την  ακούσουσιν καλώς, γρόνια πολλά ‘ννα ζήσουν,
να ‘χουν  υγεία τζιαι χαρά, πολλά ‘ννα ευτυχήσουν.
Μ’ αν δεν της κρόνουνται, κακώς. Τζιείνα  εννά πιερώσουν,
με πόνους τζιαι με δάκρυα, τζιαμαί εν νά το νώσουν.
Τούτον εκαταλάβαν το της Αρετής τ’αδέρκια
ίντα κακόν εκάμασιν στης μάνας τους τα στήθκια.
Ωσάν εφτάσεν ο τζιαιρός ο Χάρος να τους πάρει,
τζιαι στα παικιά τους στείλασιν τούντο κακό χαπάρι,
τζιείνα ούτ’ εκοντέψασιν να τους ποσσιαιρετήσουν,
ούτ’ ένα γεια για να τους πουν  πριχού τα μμάκια κλείσουν.
Τζιαμαί  εκαταλάβασιν ίντα κακόν εκάμαν
τη μάνα τους π’ αφήκασιν να λιώσει μες το κλάμαν.

Γι’ αυτόν εγιώ παρατζιελλιάν σε ούλλους σας θα δώκω:
ΤΗ ΜΑΝΑ ΣΑΣ ΝΑ ΓΛΕΠΕΤΕ , τζιαι εν σας κάμνει κόπο.
Δώστε της  την αγάπη σας , ως έκαμεν τζιαι τζιείνη
Τζιαι τούτ’ η αγάπ’ εγιώ λαλώ μόνον καλά αφήνει.
Παράδειγμα να δώσετε τζιαι σεις εις τα παικιά σας
σ’ τζιείντην στερνή την ώρα σας, να ’ναι τζιαμαί μιτά σας.
Τζι’ ό,τι καλόν τζι’ αν κάμετε σ’ τούντην ζωή που ζιείτε
να ξέρετε που τον Θεό μόνον καλά ‘ννα βρείτε.
Σ’ ούλλους αιώνια ζωή υπόσχεται να δώσει
τζιαι ευτυχία τζιαι χαράν εννά ’χουμεν καμπόση.
Γι’αυτό ας προσπαθήσουμεν ούλλοι τωρά που ζιούμεν

μον’ το καλό να κάμνουμεν για να ευλογηθούμεν!

ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΑΔΑΜΟΥ ΜΑΚΡΗ  (ΞΥΛΟΦΑΓΟΥ)
Σημείωση Δχστη Ιστολογίου: Δεν γνωρίζουμε εάν η κα Χριστιάνα Αδάμου Μακρή από την Κοινότητα: Ξυλοφάγου ανήκει στην κατηγορία των Ποιητάρηδων. Ανακαλύψαμε το παραπάνω ποίημά της στη Κυπριακή Διάλεκτο στην σελίδα: http://www.skalatimes.com/ και θεωρήσαμε σκόπιμο να το αναρτήσουμε και στο δικό μας ιστολόγιο. Άλλα ποιήματά της δυστηχώς δεν μπορέσαμε να ανακαλύψουμε