Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Με τόσα ψέματα

Μ’ έντυσαν οι Μοίρες μου
με τραγούδια και μ’ ευχές
και την πόρτα μου άνοιξαν
να φύγω, να `ρθω, να σε βρω.
Κι ήρθαν πέντε ποταμοί
να μου πλύνουν το κορμί
κι ήρθανε και δυο πουλιά
να μου μάθουν το φιλί.



Κάτω στους πέντε ποταμούς,
κάτω στους πέντε δρόμους,
είδα τους φεγγαρόλουστους
τους μικρούς σου ώμους.



Μα τ’ άγγιγμά μου αρνήθηκες,
μαύρη σιωπή εντύθηκες
κι άπλωσα τα χέρια μου
κι έμεινα στην ερημιά.



Με τόσα ψέματα που ντύθηκαν
οι λέξεις
πώς να σου πω το σ’ αγαπώ
να το πιστέψεις...!



Πήγα κι ήπια το νερό
απ’ την πηγή της λήθης
που σβήνει τα θυμίσματα
κι όλους τους πόνους σβήνει.



Μα πιο βαθιά μου χάραξε
τη θύμηση στον πόνο
κι έμεινα πάντα να ζητώ
ένα φιλί σου μόνο.



Με τόσα ψέματα που ντύθηκαν
οι λέξεις
πώς να σου πω το σ’ αγαπώ
να το πιστέψεις...!



Με τόσα ψέματα που ντύθηκαν
οι λέξεις
πώς να σου πω το σ’ αγαπώ,
Πώς να πιστέψεις!!!

Μαύρη πεταλούδα

Αχ πως μικραίνει η απόσταση κάτω απ’ το φύλλο που πέφτει
Αχ πως ο χρόνος σηκώνεται και φανερώνεται άδειος
Πίσω, πίσω απ’ τη σιωπή πνιγμένο πλοίο νεκρό αντίο στην κουπαστή
Πίσω, πίσω απ’ τη φωνή αδειάζει η σκέψη και ακούει τη λέξη να ηχορραγεί


Μαύρη πεταλούδα παράξενη
μέσα στην ομίχλη διάφανη
Όποιος δε σε βλέπει ξεχνά
Και όποιος δεν θυμάται
μαύρο θάνατο κοιμάται


Αχ πως ηχούν τα βήματα μέσα στο άδειο τοπίο
Αχ πως φυτρώνει στο χώμα γεμάτο χρώματα τραγούδι


Κι όταν το ποίημα ανοίγει μια χαράδρα πίσω απ’ τα κάδρα της γιορτής
Βγαίνει πάνω απ’ τις χαρές πάνω απ’ τις σφαγές μας
πεταλούδα με τη φτερούγα να αιμορραγεί


Μαύρη πεταλούδα...

Ήταν ανάγκη;

Μαλακωδώς εφησυχασθείς επί μακρόν
ο καλλιτέχνης επανεξετάζει την κατάσταση
πριν ξεχαστεί εκ νέου.



Τα γόνατά μου κάνουν χρίτσι χρίτσι.
Μεγαλώνω.
Το χάνω κάθε χρόνο το παιχνίδι
με το χρόνο.



Μετακόμιζα θυμάμαι μ’ ένα αμάξι
Τώρα όλα τα ζητώ για να ’ μαι εντάξει.
όλα δικά μου κι όλα σ’ άλλους τα χρωστώ
και τα πληρώνω.



Ήταν ανάγκη; Ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα;
Όλα μου μοιάζαν παντοτινά, παντοτινά, παντοτινά.



Ασπρίζουν τα μαλλιά μου κάθε μέρα.
Μεγαλώνω.
Τα ίδια είχε πάθει κι ο μπαμπάς μου σ’ άλλο χρόνο.



Τα παιδιά με λένε κύριο Αλκίνοο.
Με ενοχλεί μα τελευταίως το καταπίνω.
Θα `ρθει σε λίγο η καρδιά και τα νεφρά και να μην πίνω..
Αααααα....



Ήταν ανάγκη; Ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα;
Όλα μου μοιάζαν παντοτινά, παντοτινά, παντοτινά.




Αυριανό ραμολιμέντο μου συγχώρα
τη σπατάλη
συγχώρα με την ώρα που θα δίνεις
τη σκυτάλη.



Πόσο αφελής θα μοιάζω στα δικά σου μάτια
σαν θα σου κόβουν το τσιγάρο και τ’ αλάτια.
Η αθανασία με ξεγέλασε μου πήρε
το κεφάλι.



Ήταν ανάγκη; Ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα;
Όλα μου μοιάζαν παντοτινά, παντοτινά, παντοτινά.



Όταν θα λέω
"πώς χάθηκαν όλα στο κάθε μέρα
Κανείς δε ζει να τον θαυμάζω.
Ξένος στον αδυσώπητο χαβά της ανθρωπότητας,
ο Χατζιδάκις μοιάζει στην προϊστορία
κι αντικατάσταση δεν έγινε καμία",
χρόνια μετά τις κηδείες των παλιών,
όταν δε θα μπορώ να γράψω ούτε τ’ όνομά μου, ,
τα τραγουδάκια που άφησα για αργότερα
θα με κοιτούν να φεύγω
και θα γκρινιάζουν
σαν γέροι που δεν έζησαν.
Τότε θα ξέρω πως:



Ήταν ανάγκη; Ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα;
Όλα μου μοιάζαν παντοτινά, παντοτινά, παντοτινά.



Ο γερο Γλάυκος διάβασε σε έναν τοίχο
ο χρόνος ο πανδαμάτωρ
κι έκλαψε σαν παιδί.
Και ήταν παιδί.

Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ


Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω
τραγούδι άγνωστο κι αγέννητη σιωπή
Πίσω απ’ τα μάτια, πίσω απ’ της ζωής το βέλο
κρύβεσαι σαν βροχή που στέγνωσε, το ξέρω
νεροποντή που περιμένω μια ζωή
Γιατί δεν έρχεσαι


Μια καταιγίδα θέλω να `ρθει να ουρλιάξει
όσα δεν είπαμε από φόβο ή ντροπή
στα σωθικά μας και στα μάτια μας να ψάξει
κάθε μας λέξη μυστική να την πετάξει
μέχρι τον ήλιο ν’ ανεβεί και να τον κάψει
Γιατί δεν έρχεσαι
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω

Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν νυχτώνει
όταν κρατιέμαι σαν χερούλι απ’ το ποτό
απ’ το ποτό της φαντασίας μου που με λιώνει
κάθε γουλιά του καίει σαν πάγος και σαν χιόνι
κι ανατινάζει του μυαλου μου το βυθό
Γιατί δεν έρχεσαι

Μια καταιγίδα θέλω να `ρθει να μας πνίξει
σ’ ένα τραγούδι που δεν έγραψε κανείς
Ο, τι δε γίναμε ποτέ να μην το δείξει
Να `ναι γιορτή, την αγκαλιά της να ανοίξει
στην ανημπόρια της χαμένης μας ζωής
Γιατί δεν έρχεσαι
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω


Απ’ της ψυχής μου το ιερό
ως της ζωής μου το μπουρδέλο
χτίσε μια γέφυρα να πάω και να `ρθω
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ, ποτέ όταν σε θέλω
κλείσε τα μάτια μου και έλα να σε δω
Γιατί δεν έρχεσαι
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω

Απόγευμα στο δέντρο

Ο κόσμος ξεμακραίνει
ωραία στιγμή μου ξένη
Βαθαίνουν τα πηγάδια
ζωή μου που `σαι άδεια


Ο κόσμος ξεμακραίνει, είναι βράδυ
ωραία στιγμή μου ξένη, στάσου λίγο
Βαθαίνουν τα πηγάδια, το φεγγάρι
ζωή μου που `σαι άδεια, γέλα λίγο αν μ’ αγαπάς


Ο κόσμος ξεμακραίνει, είναι βράδυ, μη μιλάς
ωραία στιγμή μου ξένη, στάσου λίγο αν μ’ αγαπάς
Βαθαίνουν τα πηγάδια, το φεγγάρι οταν κοιτάς
ζωή μου που `σαι άδεια, γέλα λίγο αν μ’ αγαπάς


Ανθίζουνε τ’ αστέρια, όνειρό μου,
όταν περνάς
δωσ’ μου τα δυο σου χέρια
και τον κόσμο αν μ’ αγαπάς

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Σπορά

Νερό και χώμα παίρνει, λάσπη δροσερή
πλάθει θεούς και τους φυτεύει στην αυλή του
Ποτίζει αγάλματα με αίμα και κρασί
για να πνιγούν
και για ν’ ανθίσουν


Κόβει απ’ τον ώμο ένα κομμάτι μοναξιά
πλάθει άλλη μια να ‘χουν οι μοναξιές παρέα
Μες στη γιορτή και στη φωτιά
όλα μοιραία
κι όλα ανοιχτά


Σπέρνει μια χούφτα χώμα στη σκαμμένη γη
Κομμάτια θρύψαλα ριγμένη η μορφή του
Ποτάμι στρώνει από γυαλί
να κοιταχτούν
οι ουρανοί του

Πατρίδα

Λοιπόν αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει,
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός.
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός.
 
Mα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν.
Ήμουν εγώ στη φωτιά κι ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά.


Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη φυλή και τη ράτσα
προδομένη από μέσα απ’τους πιο πατριώτες
να `χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με το όπλο στο στόμα
τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα τη Βουλή.
Κάτω από ένα τραπέζι, το θυμάμαι σαν τώρα,
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ.
"Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν,
τι ωραία που πέφτουν....".


Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απ’ τη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα 27 του στα δύο τον κόψανε οι Ναζί.
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σ’ άδειο ξενοδοχείο
αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάνε στης πλατείας τη γιορτή.
Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια, πεταμένα στη γη.
Είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική.


Εδώ στην άσχημη πόλη που απ’ την ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπα ζητάει
Ολυμπιάδες
κι η χώρα ένα γραφείο τελετών.
Θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ.
Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι
κι απ’ την Ομόνοια να πετάν’ δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
στο παράθυρο εικόνισμα άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό.
Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα.
Έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας, η καημένη,
ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή.


Δε θέλω ο εαυτός μου να `ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν, θα `ταν αγέννητη η γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου.
Με τρομάζεις εσύ.
Με τρομάζεις, ακόμα, οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα Του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
προσεύχεσαι και σκοτώνεις
τραυλίζεις ύμνους οργής
Έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς τον μέσα σου ξένο.
Κι όχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω.

Ο Προσκυνητής

Τα βουνά περνάω
και τις θάλασσες περνώ
Κάποιον αγαπάω
Δυο ευχές κρατάω
και δυο τάματα κρατώ
Περπατώ και πάω


Κάποιος είπε πως η αγάπη
σ’ ένα αστέρι κατοικεί
αύριο βράδυ θα `μαι εκεί
Κάποιος είπε πως ο έρωτας
για μια στιγμή κρατά
αύριο βράδυ θα `ναι αργά


Στα πουλιά μιλάω
και στα δέντρα τραγουδώ
Κάποιον αγαπάω
Κι όταν τραγουδάω
προσευχές παραμιλώ
περπατώ και πάω


Κάποιος είπε πως ο δρόμος
είναι η φλέβα της φωτιάς
ψυχή μου πάντα να κυλάς
Κάποιος είπε πως ταξίδι
είναι μόνο η προσευχή
καρδιά μου να `σαι ζωντανή


Κάποιος είπε πως η αγάπη
σ’ ένα αστέρι κατοικεί
αύριο βράδυ θα `μαι εκεί
Κάποιος είπε πως ο έρωτας
για μια στιγμή κρατά
αύριο βράδυ θα `ναι αργά

Ο Άγιος Υάκινθος

Ο Άγιος Υάκινθος ξυπνάει τα μεσημέρια
παίρνει την Κρήτη στα φτερά, τον έρωτα στα χέρια
κατηφορίζει το βουνό το μονοπάτι πέρνει
και ο ήλιος μόλις τον κοιτά χαμογελά και γέρνει


Ο Άγιος Υάκινθος ανοίγει παραθύρια
σμίγει τα στήθια τα κορμιά και χτίζει τα γιοφύρια
ν’ αγαπηθούν οι άνθρωποι να ομορφήνει ο κόσμος
ν’ ανθίσει ο βασιλικός η ρίγανη κι ο δυόσμος


Ο Άγιος Υάκινθος ξυπνάει στον Ψηλορήτη
να `ρχότανε να πέρναγε κι απ `το δικό σου σπίτι
να σου `φερνε να σου `λεγε των δέντρων τον έρωτά του
να ξύπναγες απ’ την αρχή να `ρχόσουνα κοντά του....

Στην αγορά του κόσμου

Χαμένος μες στο πουθενά
δε θα βρεθώ ποτέ ξανά
στην πρώτη μου πατρίδα.

 

Έψαξα μέσα μου βαθιά
κι είδα μονάχα ερημιά
και πουθενά δε σε είδα.



Άσε με πάλι να σε δω,
έλα για λίγο φως μου
κι ύστερα φύγε κι ας χαθώ
στην αγορά του κόσμου.



Πουλάω σ’ άδεια μαγαζιά
δυο παραμύθια, δυο φιλιά
κι όλα τα όνειρά μου.



Σ’ αυτόν τον κόσμο τον καλό
χαρίζω, ψάχνω και ζητώ
και κλέβω τη χαρά μου.



Άσε με πάλι να σε δω,
έλα για λίγο φως μου
κι ύστερα φύγε κι ας χαθώ
στην αγορά του κόσμου.

Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Λούλα μου, Μαρούλα μου

Εψές η νύκτα ’σιόνιζεν,
Λούλλα μου, Μαρούλλα μου
τζαι τα πουλιά μαρκώσαν.
Τζ’ εγιώνι μεσ’ τ’ αγκάλια σου,
Λούλλα μου, Μαρούλλα μου
κρυότην εν ένωσα.



Εψές η νύκτα μια ήτουν, Λούλλα μου...
τζαι πόψε δκυό γινήκαν.
Τζ’ εν οι καμοί σου μουζουρού, Λούλλα μου...
τζ’ εξηφανερωθήκαν.



Νωστά π’ αγαπηθήκαμεν, Λούλλα μου...
έππεφτα τζ’ εν εκάμμουν.
Τζ’ ελάλουν: Παναΐα μου! Λούλλα μου...
οι άλλοι πώς βαστάγνουν!



Εις τον γυρόν της θάλασσας, Λούλλα μου...
να πα’ να ορκιστούμεν.
Τζ’ ωσπόσ’ η θάλασσα νερόν, Λούλλα μου...
να μεν ποχωριστούμεν.

Κόκκινη τριανταφυλλιά μου

Κόκκινη τριανταφυλλιά μου
και ψουμίν μου χάσικον
κι έλα κλούθα μου να πάμεν, φως μου
κι αν σε `φήσω εν’ άδικον

Κόκκινη τριανταφυλλιά μου
έβκα απ’ έξω στο στενόν
να μου δώσει η μυρωδκιά σου, φως μου
να μου γιάνει τον καμόν



Κρέμμασ’ τα μαλλιά σου κάτω
κι άφησ’ τα να κρεμμούνται
να σσεπάσουν τα βυζιά σου, φως μου
κι ίσια που να φαίνουνται



Κρέμμασ’ τα μαλλιά σου κάτω
κι άφησ’ τα έτσι κρεμμαστά
κι έλα κλούθα μου να πάμεν, φως μου
κι η καρκιά μου εν βαστά



Κόκκινη τριανταφυλλιά μου
πόψε να `χεις αννοιχτά
να `ρτώ κει να σε ποτίσω, φως μου
ίσια τα μεσάνυχτα

η βράκα

Α, σαράντα πήχες δίμιτο, σαράντα πήχες δίμιτο
σου φτιάξανε μια βράκα, σου φτιάξανε μια βράκα
Α, και σειέσαι και λυγίζεσαι και σειέσαι και λυγίζεσαι
και περπατάς στη στράτα και περπατάς στη στράτα



Η όμορφη σου βράκα που κάνει τρίκι-τράκα
και ποιος θα σου την πλύνει τη βράκα σου στη λίμνη
και ποιος θα την απλώσει στον ήλιο να στεγνώσει
και ποιος θ’ ανάψει σίδερο να σου την σιδερώσει
την όμορφη σου βράκα που κάνει τρίκι-τράκα



Α, όταν σε βλέπω κι έρχεσαι,όταν σε βλέπω κι έρχεσαι
’πο την μεγάλη στράτα ,’πο την μεγάλη στράτα
Α, με γιαλιστά ποδήματα,με γιαλιστά ποδήματα
και την καινούργια βράκα και προκαλείς στην στράτα



Την όμορφη σου βράκα που κάνει τρίκι-τράκα
και ποιος θα σου την πλύνει τη βράκα σου στη λίμνη
και ποιος θα την απλώσει στον ήλιο να στεγνώσει
και ποιος θ’ ανάψει σίδερο να σου την σιδερώσει
την όμορφη σου βράκα που κάνει τρίκι-τράκα

Αντρονίκη

Εμαθετέ τι εγίνην στα μέρη της Ελλάς
Ντύθην η Αντρονίκη ρούχα Ευρωπαϊκά
Φορεί τα παντελόνια τσε πάει στον καφενέ
Τον καφετζήν προστάζει καφέ και ναργελέ
Ζητά τσε ενα τραπέζι τσε μιαν μάτσαν χαρτιά
τσι αρκίνησεν να παίζει μ’ έναν παλλήκαραν



Δυο φίλοι τ’ αδερφού της που την γνωρίζασιν
Πάσιν εις τον Βαγγέλη, τσι του το ειπασιν
τρεξε Βαγγελη τρεξε κατω στον καφενέ
Να δεις την Αντρονικην που πίνει ναργελέ



Βαγγέλης σαν τ’ ακούει πολλά θημώθηκεν
πιάννει τσε `ναν μασιέριν τσι αναρματώθηκεν
Κρίμας σε Αντρονικη, κρίμας στο μπόι σου
Εντρόπιασες κι εμένα τσι ούλλον το σόι σου
άφες με ρε Βαγγέλη να παίξω τα χαρτιά
με τουτο το παλληκάριν αφούς με άγαπα
Τραβά τσε το μασιέριν απο την θήκην του
τσι έκοψεν τον λαιμόν της της Αντρονίκης του



Όταν την επερνούσαν από τον καφενέ
έσπαζαν τα φλυτζάνια που πίννασιν καφέν
τσι όταν την επαιρνούσαν απο τα σπίθκια της
μικροί μεγάλοι κλάψαν τα μαύρα φρύδια της
και όταν την κάτεβάσαν μεσά στο μνήμα της
δυο φίλοι του άδελφου της είχαν το κρίμαν της

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

ΠΟΙΗΤΟΓΕΝΕΣΗ


Όταν το χάδι ενός στίχου
Φθάνει από το δέρμα
Στα βάθη της ψυχής
Προκαλώντας σεισμικές δονήσεις
Στις ευαίσθητες περιοχές
Που πάλλονται και γονιμοποιούνται
Ποίηση είναι τελικά
Η οργασμιαία έκρηξη των λέξεων
Επί του γυμνού σώματος της πανσελήνου

Τις λέξεις να τις χαϊδεύεις
Στα γεννητικά τους όργανα
Για να μπορείς μέσα από τη στύση τους
Να συγγράφεις οργασμούς