Κυριακή 13 Απριλίου 2014

[Και τι θα γίνει τώρα..] /Μόντης Κώστας

Και τι θα γίνει τώρα,
θα σχίσουμε τα παλιά μας τετράδια
που ‘ταν γεμάτα χρωματιστή «Ένωση»,
θα σχίσουμε τα παλιά μας σχολικά τετράδια
που ‘ ταν γεμάτα «Ένωση» διακοσμημένη με γιασεμιά και
λεμονανθούς και μαργαρίτες,
θα σχίσουμε τα παλιά αναγνωστικά των παιδιών μας
με τις ελληνικές σημαίες,
θα πετάξουμε τ’ αγαπημένο αναμνηστικό σκουφί του Γυμνασίου
με την «Ένωση» στο γείσο,
θα πετάξουμε το χάρακά τους
και την τσάντα και τη μπάλα και το ποδήλατο
που ‘γραφαν «Ένωση»;
Αλήθεια, πέστε μου, τι θα γίνει τώρα;

Τουρκική Εισβολή ΙΙ / Μόντης Κώστας

Αυτή η κούκλα με το κομμένο χέρι
που κρεμάστηκε στο παράθυρο
του γκρεμισμένου σπιτιού
ποιο παιδάκι ήθελε ν᾽ αποχαιρετήσει,
σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ως το παράθυρο
ν᾽ ανεμίσει το χέρι και της το᾽ κοψαν;

Το πληγωμένο πουλί / Μόντης Κώστας

Ούτε πού θυμάμαι πότε και πώς

κράτησα στη χούφτα μου ένα πληγωμένο πουλί

πού είχε αφεθεί στο έλεός μου

και με κοίταζε επίμονα σαν κάπου να μ' είχε ξαναδεί,

και με κοίταζε περίλυπα

χωρίς μια τόση δα κίνηση φτερούγας,

χωρίς μια τόση δα κίνηση ποδιού.

Ούτε που θυμάμαι.

Μπορεί, μάλιστα, ποτέ να μην έγινε αυτό

κι όμως το βλέμμα του μ' ακολουθεί χρόνια τώρα,

μπορεί να μην έγινε

κι όμως το νιώθω χρόνια τώρα στη χούφτα μου

να μη χάνει ευκαιρία να με κοιτάξει

να καραδοκεί μόλις ανοίξω τη χούφτα
να με κοιτάξει.

Σε όλους εσάς / Μετόχη- Παναγιώτου Ιφιγένεια



Αν θα με θυμάστε
Να με θυμάστε μόνο με χαμόγελο
Όπως θα σας θυμούμαι κι εγώ
Αν θα με θυμάστε με δάκρυα
Τότε να μην με θυμάστε καθόλου

"Φεύγοντας" / Μετόχη- Παναγιώτου Ιφιγένεια




Φεύγοντας είπες πως δεν μπορούσες
την ερημιά μου να γεμίσεις
κι έγινες σύννεφο και χώρεσες
σ' ένα ποτάμι αναμνήσεις
Φεύγοντας είπες πως δεν μπόρεσες
να μοιραστείς τα όνειρά μου
κι εγώ ρωτούσα αν...
με συγχώρεσες που σ' έχω κλείσει στην καρδιά μου...
Πόσα στα μάτια μου δεν είδες
την τελευταία μας στιγμή
πήρες μια θάλασσα ελπίδες
κι έπνιξες μια ζωή..
"

[Το καράβι που ταξίδευε ο Θησέας] / Κράλης Μάνος

Το καράβι που ταξίδευε ο Θησέας
με τις εφτά παρθένες, τους εφτά
ξανθούς εφήβους
γύρισε πίσω με τα μαύρα του πανιά.


Δε βρήκανε το θηρίο
ο Μινώταυρος ήταν μέσα μας

Επιτάφιος του πληρώματος / Κράλης Μάνος


Those are pearls that were his eyes
(Shakespeare,
Tempest)
Διαβαίνουν στο μαύρον ύπνο τους κάτασπρα περιστέρια
φτερά των γλάρων τα πανιά, τα συντριμμένα τα καράβια
οι ραψωδίες του άνεμου, φωνές της νύχτας, του πουλιού, της καταιγίδας –
σα μουσική νυχτερινή σε ασημένιους κήπους.
Καίνε σιωπηλά στον ύπνο τους αχνά κεράκια τ’ άστρα
τα σταυρωμένα πόδια τους θα σκύψει το φεγγάρι να φιλήσει.
Κόμπο τον κόμπο το κορμί θα δέσει σαν κοράλλι
κόμπο τον κόμπο η ψυχή, φλουρί μαργαριτάρι
βαθιά βαθιά στα πέλαγα με τους νεκρούς συντρόφους
δίχως μιαν άνοιξη να ’ρθει –
                                       και δίχως του φθινόπωρου
οι μαγικοί αυλοί μες στα χρυσά τα δάση ν’ αντηχήσουν. 
– Δίχως αυγή, ωσότου το στερνό Εμβατήριο τούς ξυπνήσει.

Για μια νεκρή γυναίκα / Κράλης Μάνος

VII
ΛΑΔΙ ΚΑΙ ΧΩΜΑ
Κι αυτό το καλοκαίρι θα περάσει –Μάταια καρτερεί τον άνεμο
μαζί με το ξανθό σιτάρι ν’ ανεμίσει τα ξεχασμένα της μαλλιά.
Περνάει επάνω σαν ιαχή, σα μυθικό κυμάτισμα γιγάντιων φτερών
ηχώ στις θαλασσοσπηλιές και νοσταλγία του ναύτη...
Περνάει επάνω, κλαίει μέσα στα δάση, κι ούτε αγγίζει
 την τρύπια, δακρυσμένη της ψυχή.
Κι αυτό το καλοκαίρι θα περάσει –Η κάθε μέρα θρυμματίζει
τους μελαγχολικούς καθρέφτες των ματιών της
η κάθε μέρα γονατίζει–
Λάδι και χώμα, υδρίασπασμένη, προσευχή.
Τι καρτερεί απλώνοντας τα σκοτεινά μαλλιά σα δίχτυα
σε θάλασσα χωρίς βυθό, σκληρή σαν το γυαλί
γυμνή σα μαύρη πέτρα;

Σ΄αυτή τη μοιρασμένη Πατρίδα (απόσπασμα)

Με το Χριστό και τον Αλλάχ 
ο καθένας κάνει τους δικούς του λογαριασμούς 
και μάχεται καθώς το ξέρει και μπορεί 
να γκρεμιστεί το συρματόπλεγμα του μίσους
για επανένωση 
για μια καινούργια αρχή 


Σάββατο 12 Απριλίου 2014

[Μην πενθήσεις πατρίδα σαν κόρη ] / Κουγιάλης Θεοκλής

Μην πενθήσεις πατρίδα σαν κόρη
στων ανέμων την πύρινη λαίλαπα
αλλά πνίξε το φίδι του πόνου που
πικρά φαρμακώνει τα σπλάχνα σου
και μην πιάσεις για μας μοιρολόι
με μια γεύση οδύνης στα χείλη σου
Μην κλάψεις πατρίδα για μας
τον όρκο τηρήσαμε
το χρέος τιμήσαμε
μην κλάψεις πατρίδα για μας
Να μην έρθεις πατρίδα με χείλη
μαραμένα από το παράπονο
μην υψώσεις τον πόνο σημαία
στ’ αμνημόνευτου χρόνου το πέρασμα
και μην πιάσεις για μας μοιρολόι
με μια θλίψη να τρέμει στα μάτια σου.
   

Τελωνείο / Πάμπος Κουζάλης

-Τι έχετε να δηλώσετε;

-Λίγο αλάτι
να ξυπνάει τις πληγές
Μια σημαδούρα
για να βρίσκουν το βυθό τους
οι αναμνήσεις
Ένα χαρτοκόπτη
ν' ανοίγει δρόμο
στις άγραφες μέρες
Κι ένα ψαλίδι
για τα εγκαίνια
των νέων συνόρων

Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) είναι Έλληνας ποιητής της Κύπρου. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της Κυπριακής λογοτεχνίας.

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης γεννήθηκε στο Λευκόνοικο το 1849 (ή 1853). Γονείς του ήταν ο Χατζής Μιχαήλ Χαραλάμπους και η Αννέττα Κονόμου. Το επίθετο "Μιχαηλίδης" υιοθετήθηκε αργότερα από τον ποιητή.
Έμαθε τα πρώτα του γράμματα από το θείο του Χρύσανθο Παπακονόμου, ποιητή και ζωγράφο, στο Δάλι . Σε νεαρή ηλικία (δέκα ή δώδεκα χρονών) ο Μιχαηλίδης έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει στη Λευκωσία για να παρακολουθήσει μαθήματα αγιογραφίας. Εκεί ο νεαρός Μιχαηλίδης έζησε υπό την προστασία του θείου του, Γιάννη Οικονομίδη, αργότερα μητροπολίτη Κιτίου .

Εφηβικά Χρόνια

Κατά την παραμονή του στην Αρχιεπισκοπή της Λευκωσίας ο Μιχαηλίδης απέτυχε στην απόκτηση ανώτερης σχολικής μόρφωσης. Παράλληλα, η αγιογραφία που διδάχθηκε ο Μιχαηλίδης δεν τον οδήγησαν σε σημείο που θα μπορούσε να ασχοληθεί βιοποριστικά με την τέχνη. Ωστόσο, στην Αρχιεπισκοπή ο Μιχαηλίδης ενδέχεται να γνωρίστηκε με τον Γεώργιο Βιζυηνό, που βρισκόταν στην Κύπρο για να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ελληνική Σχολή.
Με τη χειροτόνησή του ως Μητροπολίτη Κιτίου το 1868 ο θείος έφυγε για τη Λάρνακα παίρνοντας μαζί του τον έφηβο Μιχαηλίδη. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της Λάρνακας και οι επιρροές από τους λόγιους της περιοχής έστρεψαν το ενδιαφέρον του Μιχαηλίδη προς την ποίηση. Με παρότρυνση του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θεόδουλου Κωνσταντινίδη ο Μιχαηλίδης δημοσίευσε τα πρώτα του έμμετρα κείμενα στον Πυθαγόρα της Σμύρνης το 1873.

Ενήλικη Ζωή

Το 1875, πήγε στη Νεάπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του. Η ελλιπής του μόρφωση, το ανεπαρκές ταλέντο του στη ζωγραφική και οι περιορισμένες οικονομικές του δυνατότητες καθόρισαν την εξέλιξη της προσπάθειας του Μιχαηλίδη. Μετά από δύο χρόνια συμμετείχε στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1878, με τη λήξη της Τουρκοκρατίας και την αρχή της Αγγλοκρατίας.
Το βάρος των αποτυχημένων του σπουδών κράτησαν τον Μιχαηλίδη μακρυά από τους φιλικούς του κύκλους στη Λευκωσία και στη Λάρνακα. Εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό όπου, άνεργος και άστεγος, υποχρεώθηκε να αναζητήσει στέγη στη Μητρόπολη της Λεμεσού. Την ίδια χρονιά και μέχρι το 1884 εργάστηκε ως υπάλληλος στη φαρμακευτική του Δήμοτικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Παράλληλα άρχισε να ασχολείται συστηματικότερα με την ποίηση. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Η Ασθενής Λύρα, εκδόθηκε το 1882, ενώ συνάμα ο Μιχαηλίδης δημοσίευε διάφορα πατριωτικά και σατιρικά ποιήματα στην εφημερίδα Αλήθεια.
Το 1884 ο Μιχαηλίδης έγινε επιστάτης του νοσοκομείου στο Δήμο Λεμεσού. Συνάμα άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα στην εφημερίδα Σάλπιγξ. Το 1888 δημιούργησε ένα έμμετρο παράρτημα της Σάλπιγγας, τον Διάβολο. Ωστόσο η προχειρότητα και ο επικαιρισμός του εγχειρήματος εμπόδισαν την επιβίωσή του.

Τελευταία Χρόνια

Η κατάσταση της υγείας του Μιχαηλίδη επιδεινώθηκε κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του. Το 1904 και το 1906 υποχρεώθηκε να ταξιδέψει στο εξωτερικό για λόγους υγείας. Παράλληλα, ο αλκοολισμός του και οι προστριβές με συνεργάτες του στο νοσοκομείο οδήγησαν στη μείωση του μισθού του.
Το 1910, λόγω προβλημάτων με το αλκοόλ, έχασε τη δουλειά του ως νοσοκόμος. Παρ' ολ' αυτά του δόθηκε στέγη στο Δημαρχείο της Λεμεσού και διορίστηκε στο Υγειονομείο. Παρόλη τη σωματική και ψυχική του εξαθλίωση, ο Μιχαηλίδης δεν σταμάτησε να γράφει. Το 1911 εξέδωσε τη συλλογή Ποιήματα, ενώ το 1915 ο αλκοολισμός του ποιητή ήταν πια σε προχωρημένη κατάσταση και ο Μιχαηλίδης εγκαταστάθηκε στο Πτωχοκομείο της Λεμεσού.
Με την πνευματική του διαύγεια ανέπαφη, ο Μιχαηλίδης έγραφε μέχρι την τελευταία του στιγμή. Προσπάθησε μάλιστα να συνθέσει ένα εκτενές ποίημα σχετικά με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο τελικά το ποίημα έμεινε ατελές· ο Μιχαηλίδης πέθανε στις 8 Δεκεμβρίου του 1917.

Έργα

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης έγραψε τα έργα του στην κυπριακή διάλεκτο, αλλά και στη δημοτική και την καθαρεύουσα. Τα πιο γνωστά του έργα είναι τα «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», «Η Χιώτισσα» και «Η Ανεράδα». Η συλλογή του «Ποιήματα» κυκλοφόρησε το 1911, ενώ τελευταίο του έργο θεωρείται το «Όρομαν του Ρωμιού».


ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΤΕ ΣΕΛΙΔΕΣ: 

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB%CE%B7%CF%82_%CE%9C%CE%B9%CF%87%CE%B1%CE%B7%CE%BB%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82


http://www.snhell.gr/references/quotes/writer.asp?id=215


http://konstantinosholevas.gr/o-poihths-vasilis-michaelides-kai-i-rwmhosyni/#.W3UrDyQzbIU

https://www.oanagnostis.gr/%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B9%CF%87%CE%B1%CE%B7%CE%BB%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%BE%CE%B5%CF%87%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CF%82/

Ο αμολόητος / Μιχαηλίδης Βασίλης

                                                                                                    
Έναν τζαιρόν τζαι μιαν βολάν του σώματος τα μέλη,
έτσι σγοιαν είχαν ούλλα τους αγάπην σαν το μέλιν,                                             
έκαμαν επανάστασην τζ’ αρκέψαν πάνω κάτω                                                         
να ρίψουσιν την τζεφαλήν ‘που το καπετανάτον.
Έτσι σαν εμαλλώνασιν τζ’ ήταν να σκοτωθούσιν,                                  5
αθθυμηθήκαν τους θεούς τζαι πάσιν να κριθούσιν.
Αφού τ’ αποφασίσασιν για να το κάμουν τότες,
εμπήκασιν εις την γραμμήν ούλα τούς στρατιώτες.
Βάλλουν τον αμολόητον ομπρός παϊρακτάρην                                                      
τζαι πουρουτζήν τον γείτον του να παίζει να τους πάρει                  10                  
Πκιάννουν την στράταν, φίλοι μου, κατταρκαστοί λουρκάζουν,                  
παν’ κόττα βία στους θεούς τζ΄ αρκέψαν να φωνάζουν.                                      
όι εγώ, όι εσού, πκοιος να’ σιει τα πρωτεία.
Θωρείς τζαι τζει π’ ακούουνταν ούλλους οι μαλλωμοί τους,                   15
σηκώννεται ο αμολόητος τζαι στέκει τζαι λαλεί τους:
– Πάψετε τα μαλλώματα, κάτσετε ‘νεπαμένα                                                             
τζαι βάρτε φτιν ν’ ακούσετε τα λόγια μου εμέναν.                                                     
Είντα νεκατωθήκατε ούλα τους καραόλους;                                                               
Ό,τι τζ’αν είμαι, εγιώ είμαι, εγιώ σας ‘ρίζω όλους.                                           20
Αντάν τζοιμάστε ούλλοι σας τζ’ εσείς τζ’ ο καπετάνος,                                           
εγιώ ξυπνώ τζαι στέκουμαι τζαι γλέπω σαν βαριάνος.                                          
Βαριάνος ντούρος, άφοος, ‘γρυ’ να μου πει πκοιος μπόρει,
να κάμω χίσαν μιαν τρυπώ θωρακωτόν παμπόριν.                                               
Εσείς πρέπει να στέκεστε ομπρός μου ντροπιασμένοι,                                25
γιατ’ είστε μ’ έναν φτύμμαν μου ούλλοι σας καμωμένοι.
Εγιώ ξέρω είντα τράβησα, για να’ στε σεις να ζείτε,
χωρίς εμέναν την ζωήν πού έθεν να την δείτε;
Εξύπνουν τζ’ εσηκώννουμουν σαν λιόντας θυμωμένος
τζ’ επήαινα ανακούτρουλλος, δισακκοφορτωμένος.                              30                  
τζαι δεν ετταϊνάτιζα μέ κρίσην μέ βασίλειον                                                             
παρά ‘μπηα τα μούτρα μου τζ’ έφτυννα μες στον σπήλιον,
σπήλιον πο’σιει το στόμαν του μες στα μαζιά χωσμένον,                                        
τζ΄ άφηννα το δισάτσιν μου π’ αππέξω κρεμμασμένον”.
«Μούλλωσε συ, πουκατινέ, τζαι δεν σου ππέφτουν λόγια,                    35          
τζ’ ο αρχηγός εγιώ είμαι, που κατοικώ στ’ ανώγεια».
Τότες ο αμολόητος με στόμφον τζαι θυμόν πολλύν,
γυρίζει μ’ ένα ξίππασμαν, λαλεί στην τζεφαλήν:                                                          
«Εσού, κυρία τζεφαλή, να μεν αννοίεις στόμαν
τζ’ εν είσαι ο καπετάνιος μας, φορείς τα μαύρα ακόμα.                               40
Ως που’ σαι δασερή εσύ τζαι μαυροφορημένη,
ο αρχηγός εγιώ είμαι, τζαι κάτσε ‘νεπαμένη.
Εννά΄σαι καπετάνος μας τζ’ εννά’ σιεις τα πρωτεία,                                             
αντάν αλλάξεις τζαι ντυθείς τον άσπρον σου μαντύαν.
Τώρα σιώπα, μεν λάμνεις, τζ΄εγώ σε κουμαντάρω                                        45            
τζαι όπου θέλω, ζόρολα, μιτά μου εννά σε πάρω».                                                           
Οι δικαστές εκήρυξαν την τζεφαλήν ανόητον
τζ’ εδώκασιν το δίκαιον στον μέγαν αμολόητον.
Τζ’ ο γείτος του ο πουρουτζής προς το ακροατήριον
ενθουσιώδες έκραξε βροντώδες νικητήριον.              



  •         αμολόητος: ο ακατονόμαστος, ο ανομολόγητος
  •   σγοιαν: σαν, όπως, καθώς [< ως οίον]
  •   αρκεύκω: αρχίζω
  •   παϊρακτάρης: σημαιοφόρος
  •  πουρουτζής: που παίζει τη μπουρού, ο σαλπιχτής
  •     κατταρκαστοί λουρκάζουν = περπατάνε στη σειρά, στη γραμμή
  •     κόττα βία = βιαστικά
    Αρκέψασιν έναν καβκάν τζαι μιαν φιλονικίαν,
  •  νεπαμένος: αναπαυμένος, ήσυχος
  •  βάρτε φτιν = βάλτε αυτί
  •  καράολος, καραόλος: το σαλιγκάρι [σε μας καράβολας]
  •  αντάν: όταν
  •    βαριάνος: ο φρουρός [σε μας βαρδιάνος]
  •   χίσα: επίθεση, έφοδος [τκ. hisa]
  •  ανακούτρουλλος = ξεσκούφωτος
  •   τταϊνατίζω: υπακούω – μέ… μέ.. = ούτε… ούτε
  •    μαζίν: αγκαθωτός θάμνος
  •      μουλλώνω: σωπαίνω, λουφάζω
  •    μ’ένα ξίππασμαν: ξαφνικά, απότομα
  •     εννά = θε να, πρόκειται να, θα
  •    λάμνω: προχωρώ [αρχ. ελαύνω]. Εδώ: μη μιλάς.
  •   ζόρολα: με το ζόρι, μιτά: μαζί

[Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή....] / Μιχαηλίδης Βασίλης

Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν γαι να την-ι ’ξηλείψει,
κανένας, γιατί σκέπει την ’που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!

Σφάξε μας ούλους κι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκιν,
κάμε τον κόσμον μακελλειόν και τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάκιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα κείνον τρώεται και κείνον καταλυέται.

[Ο λαός στο όρος] / Μιχαηλίδης Βασίλης

Ο λαός στο όρος, σαν πεινάσει,
γυρεύκει τίποτες να φάει,
κι ο κυνηός, για να τον πκιάσει,
στήννει την τσάκραν κει που πάει.
Βάλλει του πάνω έναν κομμάτιν
ψουμίν ξερόν να του γελάσει
του κακορίζικου στ’ αμμάτιν,
νά ’ρτει να φα’, για να τον πκιάσει.