Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Η Ανεράδα / Βασίλης Μιχαηλίδης

Η Χιώτισσα / Βασίλης Μιχαηλίδης

Η 9η Ιουλίου του 1821 (απόσπασμα) / Μιχαηλίδης Βασίλης

1. Εισαγωγή

-Αντάν αρτζιέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζι' εφυσούσαν
τζι' αρκίνησεν εις την Τουρτζιάν να κρυφοσυνεφκιάζη
τζιαι που τες τέσσερεις μερκές τα νέφη εκουβαλούσαν,
ώστι να κάμουν τον τζιαιρόν ν' αρτζιεύκη να στοιβάζη,
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι' η Τζιύπρου το κρυφόν της
μεσ' στους ανέμους τους κρυφούς είσιεν το μερτικόν της.
Τζι' αντάν εφάνην η στραπή εις του Μοριά τα μέρη
τζι' εξάπλωσεν τζι' ακούστηκεν παντού η πουμπουρκά της,
τζι' ούλα ξηλαμπρατζιήσασιν τζιαι θάλασσα τζιαι ξέρη
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι' η Τζιύπρου τα κακά της.

Μιαν νύχταν, νύχταν σιανήν, τζιαιρόν Δευτερογιούνην,
νύχταν Παρασιευκόνυχταν, που τ' άστρα μιλιούνια
ελάμπασιν που πανωθκιόν τζι' εν έυρισκες ρουθούνιν
μέσα στης Χώρας τα στενά, στης Χώρας τα καντούνια,
σιανεμιά, εν άκουες δεντρούδιν να ταράξη
μήτε του σιύλλου λάξιμον, με πετεινόν να κράξη.
Ητουν μια νύχτα μουλλωτή, μια νύχτα μουρρωμένη,
που θάρειες πως χώνεται που του Θεού την κρίσην.
Σε τέθκοιαν νύχταν σιανήν οι Τούρτζιοι βαδωμένοι
μεσ' στο Σαράγιον είχασιν μιάλον μετζιηλίσιν.




2. Ο Κκιόρ-ογλους  
 
Εγείραν τα μεσάνυχτα τζι' επήρεν το ξιφώτιν,
τζι' ο Κκιόρ-ογλους πούτουν καλή, πολλά καλ' η ψυσιή του
εξέβην πώσσω του κρυφά τζι' επήεν στον Δεσπότην,
τζι' εξύπνησέν τον τζι' έκατσεν κοντά του τζιαι λαλεί του:
"Εν' έσσω μου, Τζιυπριανέ, τ' αμάξιν μου ζεμένον,
τ' αμάξιν μου, Τζιυπριανέ, εν' έσσω αντροσιασμένον,
τζι' αν θέλης για να ποσπαστής που σίουρην κρεμμάλλαν
τζι' αν θέλης που τον θάνατον να φύης να γλυτώσης,
να πας με το χαρέμιν μου κρυφά κρυφά στην Σκάλαν,
τα κουσουλάτα εν' αννοιχτά, να πάης να τρυπώσης.

Ηρτεν του Μουσελλίμ-αγά φερμάνιν που την Πόρταν
τζι' εψές άρπα τζι' ανόρπιστα εγίνην μετζιηλίσιν,
τζι' έσιει πκιον εις το σιέριν του την μαύρην σας την σόρταν,
στο σιέριν του τον θάνατον, στο σιέριν του την κρίσην.
Να μεν αρκής, Τζιυπριανέ, να χάννης τον τζιαιρόν σου,
να πάης να φαραντζιστής αν θέλης το καλόν σου.
Πρέπει να πας, ει δε τζι' αν ου, εχάθης δίχως άλλον,
αν σ' εύρ' η μέρα το πωρνόν δα μέσα δα, εν νάσαι
νεκρός εις την κρεμμασταρκάν είτε νεκρός στον πάλλον.
Ανου να πάμεν γλήορα, τ' αμάξιν καρτερά σε!"

Εσιυψεν ο Τζιυπριανός τζι' έμεινεν νάκκον ώραν
τζι' εδκιαλοίστην νακκουρίν τζι' αννοίει τζιαι λαλεί του:
"Δεν θέλω, Κκιόρ-ογλου, εγιώ να φύω που την Χώραν,
γιατί αν φύω, το κακόν εν' να γινή περίτου.
Θέλω να μείνω, Κκιόρ-ογλου, τζι' ας πα' να με σκοτώσουν,
ας με σκοτώσουσιν εμέν τζι' οι άλλοι να γλυτώσουν.
Δεν φεύκω, Κκιόρ-ογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου
εν' να γενή θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου.
Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου;
Παρά το γαίμαν τους πολλούς εν' κάλλιον του πισκόπου."

Λαλεί του πάλ' ο Κκιόρ-ογλους: "Λυπούμαι σε, Δεσπότη,
να μεν σ' εύρη που το πωρνόν ο ήλιος μεσ' στην Χώραν,
γιατί ευτύς εν' να κοπή η τζιεφαλή σου πρώτη.
Ενας Μουρούζης τζι' έφυεν έσιει τωρά μιαν ώραν,
που κρεμαλλίστην του τεισιού τζι' εξέβην εις την στράταν,
τζιαι πα' κατά τον Λάρνακαν να μπη στα Κουσουλάτα.
Εφέραν του τζι' εφόρησεν μιαν αλλαήν, 'πο τζιείνες
τους Πίτσιλλους, συλλούριτζιην, λιμίν λιμίν, σαλάταν,
τζιαι σέρτουκα τζιαι μέρτουκα στα πόδκια του ποδίνες,
μεν τύσιη τζι' αγρωνίση τον κανένας εις την στράταν."

"Ευκαριστώ σου, Κκιόρ-ογλου," λαλεί του ο Δεσπότης.
"Θωρώ σε με καλόν γάλαν πως είσαι βυζασμένος,
μα φύε, μεν σε δουν τζιαι πουν πως γένεσαι προδότης."
Λαλεί τ': "αν μεν θέλης πολλά νάσαι ξωμακρυσμένος,
αμμάγγου πάμεν έσσω μου, να μεν μείνης δαπάνω."
"Εγιώνη θέλω, Κκιόρ-ογλου, να μείνω τζι' ας πεθάνω."
Ο Κκιόρ-ογλους εμάσιετουν να κάμη καλωσύνην,
αμμά επήεν άδικα ο κόπος του χαμένος.
Περίτου ώραν δεν είσιεν τζι' εν έπρεπεν να μείνη,
τζι' έφυεν πκιον περίλυπος τζιαι παραπονημένος.


 3. Η Προσευχή 

Η νύχτα πκιον αρκίνησεν περίτου ν' αναρκώνη,
εγίνην η ανατολή κροκότσιηνη περίτου,
άρτζιεψεν πκιον το Σάββατον να πικροξημερώννη
τζι' ακούστηκεν του ξύλενου σημάντρου η φωνή του.
Εξέβην ο Τζιυπριανός με τζιείνον τον καμόν του,
τζι' επήεν εις την εκκλησ'ιάν τζιαι βάλλει τον σταυρόν του
τζι' ήτουν όσον τζι' εκάμασιν αρκήν της λειτουργίας,
τζι' εστάθηκεν περίλυπος τζιαι σγιαν να δκιαλοίστην,
τζι' επήεν τζι' εγονάτισεν ομπρός της Παναίας
τζιαι κάτι εψουψούρισεν τζι' ευτύς εκλαμουρίστην.

Εμεινεν, δεν ετάραξεν, ούλα που να καρφώθην,
γονατιστός τζιαι πληξιμιός με σιέρκα σταυρωμένα,
αρτζιέψαν το κοινωνικόν τζιαι τότες εσηκώθην,
τζι' εστάθηκεν τζι' εφαίνουνταν ταμμάδκια του κλαμένα,
τζιαι προσκυνά τρεις τέσσερεις φορές την Παναίαν,
εθάρειες ποσιαιρετά τζιαι κόσμον τζι' εκκλησίαν.
Εσυχχωρήθην με τους λας τζι' έμπην μεσ' στάγιον Βήμαν,
εμπήκεν τζι' εκοινώνησε τζι' εξέβηκεν τζι' εστάθην,
τζι' έμοιαζεν ούλα τον νεκρόν που βάλλουν εις το μνήμαν,
εθάρειες που πάνω του το γαίμαν πως εχάθην.


 4. Η Σύλληψη  
 
Εξέβην που την εκκλησιάν με την συναπαρτζιάν του,
τζιαι Τούρτζ' ευτύς του Σαραγιού επλάστησαν ομπρός του.
Ευτύς έριψεν πάνω τους μιαν άρκαν αμμαδκιάν του
τζι' εδήθηκεν το βρύδιν του τζι' εφάνην ο θυμός του.
Εμειναν τζι' εθωρούσαν τον ομπρός τους θυμωμένον
τζι' εθάρειες το στόμαν τους πως ήτουν πουμωμένον.
Λαλεί τους: "Πκοιός σας έπεψεν πωρνόν-πωρνόν κοντά μου;
Πέτε μου το, συντύσιετε τζιαι μεν βαρυκωλιήτε,
αν εν τζι' ελυπηθήκετε, εν πέτρα η καρδκιά μου,
πέτε μου, είντα θέλετε χωρίς να μ' αντραπήτε.

"Ηρταμεν να σε πκιάσωμεν, είμαστον προσταμένοι
από τον Μουσελλίμ-αγάν τον άρκονταν της χώρας."
Λαλεί τους: "Με καλόν γάλαν αν είστε βυζασμένοι,
σταθήτε, καρτεράτε με πέντε λεφτά της ώρας."
(τζιαι πκοιός ηξέρ' ειντά 'κρυφεν που μέσα στην καρδκιάν του!)
Εξέβην πάνω βκιαστικός τζι' ενέην στον νοτάν του
τζι' άψεν λαμπάδιν τζι' έκρουσεν κάτι χαρκιά γραμμένα
τζι' ύστερα στράφην τζι' είπεν τους: "Ελάτ', αντρειωμένοι,
τώρα πώχω τα πράγματα σγιαν θέλω τελειωμένα,
επάρτε με να πάμεντε σγιαν είστε προσταμένοι.
Επάρτε με να πάμεντε ν' αδικοθανατήσω,
επάρτε με, σκοτώστε με χωρίς καμμιάν αιτίαν."
Τζι' άλλοι δεξιά τζι' άλλοι ζαβρά τζι' άλλοι ομπρός τζιαι πίσω
ευτύς ετριυρκάσαν τον τζι' επήραν τον τζι' επήαν.

[Αυτ’ η καρδιά που την κτυπάς ] / Μιχαηλίδης Βασίλης

Αυτ’ η καρδιά που την κτυπάς και θες να την ακούσεις,
αυτήν που βλέπεις και θαρρείς είν’ όργανον της Μούσης,
αχ! Πόσα, πόσα βάσανα την έχουνε δερμένη·
πόσα φαρμάκια η τύχη της την έχει ποτισμένη.
Αν ήξευρες τα μέσα της πώς έχουν καταντήσει,
θα ‘λεγες: «Είναι κρίμα πλια τέτοια καρδιά να ζήσει».
Πέρασ’ ο πρωτινός καιρός κι η πρωτινή καρδιά μου,
όπου μεθούσ’ από χαρά κι έψαλλα τ’ άσματά μου.
Βλέπεις πως είμαι ζωντανός κι εσύ θαρρείς για μένα
πως νιώθω γλύκα της ζωής κι εγώ καθώς εσένα;
Θαρρείς του κόσμου την χαρά πως νιώθει κι η ψυχή μου;
Ο κόσμος είναι κόλαση και πίκρα η ζωή μου·
ανάθεμα την τύχη μου· αχ! Τρις ανάθεμά την,
που μ’ έχει πάντα την καρδιά με βάσανα γεμάτην. [...]
Μέσα σε τέτοια τρομερή και μαύρη δυστυχία,
μέσα σε τέτοια κόλαση, σε τέτοια τυραννία [...]
Αχ! Μη ζητείς ν’ ακούσεις πλια της λύρας μου τους ήχους,
δεν είμαι πλια για ποίηση, δεν είμαι πλια για στίχους.
Εκείν’ η πρώτη μου καρδιά που είχα τότ’ εχάθη,
οι πόνοι την εσκότωσαν, την έφαγαν τα πάθη. [...]
Αυτό το μαύρο μέλλον μου είν’ Άδης εμπροστά μου,
τέτοια ζωή να ζήσω πλια δεν με βαστά η καρδιά μου.
Κάλλια για με του μολυβιού μια σφαίρα να με θάψει,
τ’ αστροπελέκι τ’ ουρανού να πέσει να με κάψει.
Να γίνω στάκτη, να χαθώ, να μην υπάρχω πλέον,
γιατ’ εκουράσθηκα να ζω, βαρέθηκα να κλαίω.

[Για τουν την θέσην που κρατώ] / Μιχαηλίδης Βασίλης

Για τουν την θέσην που κρατώ, για τουν την υστερκάν μου,
για κείν’ τα πρώτα κάλλη μου, την πρώτην ομορφκιάν μου,
πολλοί με πεθυμήσασιν, πολλοί με ρεσιστήκαν,
και ’που την Δύσην πάνω μου πολλοί ποταυριστήκαν.
Αρπάσσαν με κ’ επαίζαν με ’πό ’ναν εις άλλον χέριν.
Τούτ’ η καρδκιά τα δκιάβασεν, ένας Θεός τα ξέρει.
Που μέσα στους νεκατωμούς που γένονταν στην Δύσην,
που μέσα σ’ κείν’ τες τάραξες που δεν είχασιν στήσην,
όπκοιοι εποτυλίουνταν ανέμοι κ’ εφυσούσαν,
έρκουνταν ούλοι πάνω μου εμέν και ’ποκομπούσαν.

Ήμουν δα μέσα κ’ έπιννα την πίκραν κάθε βρύσης,
η πέτρα που φακκούσασιν τα κύμματα της Δύσης.
Το πέζεμαν των δκιαβατών, το στάμαν τους πολέμους·
ήμουν δεντρόν που στέκεται στο ρέμαν τους ανέμους.
Κι όσοι κι αν ήρταν πάνω μου ανέμοι κι αν εδώσαν,
ήτουν οι ρίζες μου βαθκιά και δεν με ξηριζώσαν.
Ερίψασιν τα φύλλα μου, ερίψαν τους αθθούς μου·
εκαταφατσελλώσαν με κ’ εκάψαν τους πολούς μου·
εσείσαν με κ’ εκλίναν με κ’ εκόψαν τα κλωνιά μου,
μ’ αππέσσω στέκεται γερή η ρίζα κ’ η καρδκιά μου.

[Κανέναν φόοον δεν έχω από τους Κυπριώτες] / Μιχαηλίδης Βασίλης

«Κανέναν φόοον δεν έχω από τους Κυπριώτες.
Θωρούν εις την Καραμανιάν πως η Τουρκιά ’ν λιμπούριν,
τέλεια κοντά π’ ακούουνται κ’ οι σκύλλ’ αντάν να ’λάξουν·
με μιαν σφυρκάν πετάσσουνται ’ποδώθθ’ έναν λιγγούριν
κι ούλους μέσα σε μιαν ώραν μπορούν να τους-ι σφάξουν.

Απού την άλλην έχουσιν κοντά τους το Μισίριν.
Αν πεις καράβκια; δεν έχουν, έν’ του αλέτρ’ αθρώποι.
[...]
Δα κάτω τούτοι έν’ πολλά, πολλά ξωμακρισμένοι,
περνούν μηνάδες κ’ εν έχουν χαπάριν ’που τα ξένα
και θέμι έν’ ’που την Τουρκιάν στενά τριυρκασμένοι.
Δα κάτω τούτ’ έν’ σαν τ’ αρνιά πών’ χώρκα μαντρισμένα.

Η κατάρα του ποιητή / Ειρήνη Ανδρέου



Κατάρα έχει ο ποιητής να ψάχνει χίλιους τρόπους
να μετατρέψει μάχεται, τα τέρατα σ΄ ανθρώπους.
Σε μια γωνιά μονάχος του με ξίφος το στυλό του
μ' αυτό ματώνει μοναχά το στήθος το δικό του.





Γδέρνει χαρτί, γδέρνει ψυχή ,αναπαμό δεν βρίσκει
μες στο σκοτάδι ψάχνει φως, ψάχνει την Θεία δίκη.
Πείτε μου που' ναι ο Θεός , τι φταίνε τα παιδάκια
και λεν πως τα αγάπησε, τα θέλει γι' αγγελάκια ;

Μόνο σαν έρθει το κακό στην πόρτα μας νοούμε
γιατί τα ξένα τα παιδιά γρήγορα τα ξεχνούμε.
Τα δύστυχα σαν ξεψυχούν τον ουρανό κοιτάζουν
Θεό δεν βλέπουν πουθενά, όσο και αν τον κράζουν.
Τ΄ακούει μόνο ο ποιητής κι η οργή του είναι μεγάλη
π΄ αντί αγάπη να' χουνε έχουν του Χάρου αγκάλη.
Στα μαύρα τα μεσάνυχτα αρπάζει το στυλό του
και κυνηγά τα τέρατα, σαν φταίξιμο δικό του.
Αν και το ξέρει μέσα του πως είναι ουτοπία,
Λερναίες Υδρες μάχεται και δίποδα θηρία,
θαρρεί πως με την ποίηση ο κόσμος θα σωθεί
κι αν όχι, το' χει τάξιμο μαζί του να χαθεί.

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Ιστορία / Τέμβριου Αθηνά


Κάποιες ψυχές είναι τυφλές
σαν πόρτες σφαλισμένες πολλές ζωές,
ατσάλι σφυρηλατημένο
στων θεών την αρχαία φωτιά.
Ήφαιστε για αυτό κουτσαίνεις
στα άδυτα του χρόνου δίχως αγάπη.
Κάποιες ψυχές τρομάζουν σαν δεν βλέπουν
την σκιά να μεγεθύνει την ύπαρξη τους
στης ψευδαίσθησης τους ατέρμονους δρόμους.
Άνθρωπε για αυτό δεν ταξιδεύεις
με την αγάπη συνοδοιπόρο.
Ορφάνεψε το φως μέσα στο σκότος σου.
Κάποιες ψυχές τον λόγο ξεγελούν
αμφισβητώντας την ιστορία,
ανολοκλήρωτες, επαναλαμβανόμενες. Κι η λεπτομέρεια
κρυμμένη σε κάποιες γραμμές που τις κούρασαν.
Θεέ ενεφύσησες εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής
για να πράξει, για τα παιδιά των παιδιών του.
Κάποιες ψυχές συνήθισαν την θυσία στον βράχο·
Δεδομένη η φωτιά τρεμοσβήνει στα ανθρώπινα μανουάλια
μέχρι ο αγέρας να την εξυψώσει με τον λυγμό του αθώου.
Ορφέα, Προμηθέα, Χριστέ καρτερεί ο ποιητής να ανατείλει ο ήλιος,
να καρπίσει η γης, να ξεχειλίσει η θάλασσα,
να γεννήσει ξανά ο άνθρωπος την Αγάπη. 


(Ήλιος και Άνεμος, Α. Τέμβριου)

Πριν γνωρίσω εσένα αγάπη μου / Λαμπής Γιάννος

Πριν γνωρίσω εσένα αγάπη μου
δεν ήξερα τι φοβόμουν περισσότερο,
την ζωή ή τον θάνατο;
Μα όταν ήρθες εσύ
ανάσανε η ψυχή μου,
μ’ έμαθες ν’ αγαπάω και τα δύο,
χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς οιμωγές
παρά μόνον με απλά πράγματα
όπως μια γλυκιά κουβέντα, ένα σφίξιμο στο χέρι,
ένα ηλιοβασίλεμα, μια ξαφνική βροχή ή ένα φιλί
κι αυτά μόνον ήταν αρκετά για να μου αλλάξουν όλο τον κόσμο
και να μάθω πως αυτοί που αγαπούν, ζουν μονάχα
όταν πεθάνουν κι αναστηθούν ξανά
μέσα στην αγκαλιά της γυναίκας που λατρεύουν

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ / Πανάγου Μαρούλλα


Τι κι αν μια πόρτα έκλεισε
Τι κι αν αυτί δεν στάθηκε
να ακροαστεί τον μονόλογό σου .
Γράψε “τέλος” και μην περιμένεις .
Μια άλλη πόρτα σε προσκαλεί
να διαβείς το κατώφλι
Καρτερεί με το χαμόγελο
ν' αγκαλιάσει τον ερχομό σου .
Ποτέ μην διακονεύεις
τα ψιχουλα αγάπης που σου πετάξανε
Αγκάλιασε την ολοκληρωμένη ευτυχία
που σε προσμένει
στο στρωμένο τραπέζι
της ανταπόκρισης.

Δώσε ----------- / Τσιαήλης Ρ. Χρίστος


Αν τα πολλά που είχες παλιά τα έχεις χάσει
Κι αισθάνεσαι βαθιά η στέρηση πώς μοιάζει
-δώσε-
Αν η καρδιά σου ματώνει συχνά
Από συμβάντα ασήμαντα, μικρά
-δώσε-
Παίρνεις ηλιοβασίλεμα τ' απόγιομα
Κι έχεις το φως περίσσιο
-δώσε-
Αν οι πολιτικοί σου μίκραναν τη μέρα
κι οι κροίσοι σου μασάνε τον αέρα
-δώσε-
Σού 'κανε η θάλασσα τη χάρη
Και στον ορμίσκο σου μύρια φρούτα αλμυρά
-δώσε-
Μυρίζουν στον κήπο σου θεσπέσια άνθη
Σαν άγιος επιτάφιος, σαν παραδείσου πύλη
-δώσε-
Σε Μήδα αφού μετενσαρκώθης
Τριγύρω σου χρυσό το σύμπαν κλώθεις
κι ας ήσουν το πρωί ένα άφραγκο ρεμάλι
-δώσε-
Ζεις κρυμμένος σε μια πόλη μικρή
Κι αρνείσαι το εισιτήριο της φυγής
Για να είσαι ο μέγας νάνος
-δώσε-
Μα ακόμη κι εσύ ο ίδιος αν χρειάζεσαι
μια χείρα βοήθειας
και απ' άγνωστα χέρια μια αγκαλιά
-δώσε-
σε έχει ρίξει κάτω η αρρώστια
κι έχει ο δρόμος σου μικράνει
Και η ανησυχία σου αβάσταχτη
-δώσε-
[τότε τα πλείστα θα πάρεις εσύ]
Ακόμη κι εκείνοι
που χωρίς μοίρα
Χωρίς ελπίδα μισή
Στου δρόμου το έρμα που σέρνονται
Στου γκρεμού το χείλος κρεμάμενοι
Αλλάζουν για πάντα
Αν εσύ τους κοιτάξεις στα μάτια
Και πεις
"Ιδού το υστέρημά μου - πάρε κι εσύ".
Χ.Ρ. Τσιαήλης

ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΣΚΛΑΒΟΣ ΠΙΑ / Παλληκαρίδης Ευαγόρας


"- Τη σκλαβιά τη βαρέθηκα,
Μάνα, κλέφτης θα γίνω.
Της σκλαβιάς δηλητήριο,
Μάνα, ως πότε θα πίνω;"
~
Κι αφού πρώτα εφίλησα
τη γλυκειά μου μανούλα,
τον ανήφορο τράβηξα
στου βουνού την κορφούλα.
~
Κι εκεί πάνω σαν βρέθηκα,
με χαρά στην καρδιά,
με λαχτάρα εφώναξα:
"-Σκλάβος δεν είμαι πια!"

ΣΑΝ ΕΛΛΗΝΑΣ / Παλληκαρίδης Ευαγόρας


Του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει.
Για να τον σπάσει πολεμά,
σε πόλεις κάμπους και βουνά,
χειμώνα, καλοκαίρι.
Έτσι κι εγώ σαν Έλληνας ζυγόν δεν υποφέρω
γι' αυτό με τ' άλλα τα παιδιά ξεκίνησα,
τη λευτεριά στην Κύπρο μας να φέρω.

Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ / Παλληκαρίδης Ευαγόρας


Σκλαβωμένη μου Κύπρος, λατρευτή μου πατρίδα
που δεμένη στενάζεις με βαριάν αλυσίδα.
Τα δεσμά τα βαριά σου σε λιγάκι θα σπάσεις
και στης μάνας Ελλάδας την αγκάλη θα φτάσεις.
Της σκλαβιάς η φουρτούνα ολοένα σε δέρνει
και τη νίκη ζητάει και γιαλός και στεριά.
Όμως νάτην, η νίκη με χαμόγελο φέρνει
σαν σε όνειρο μέσα τη γλυκιά Λευτεριά
στο κεφάλι σου, Κύπρος, με χαρά στο φορεί.

H ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ / Παλληκαρίδης Ευαγόρας


Είναι μια χώρα
μόνη ελπίδα μου
ειν' η πατρίδα μου.
Κι' αν εσκλαβώθηκε
δε μένει σκλάβα,
γιατί σαν λάβα
ανακατώθηκε.