Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Παπαδόπουλος Θεόδωρος (βιογραφικό σημείωμα)



Ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στην Ξυλοτύμβου το 1901 και απεβίωσε στις 11-6-1971. Γιος του ιερέα Παπαπαναγιώτη Χρίστου, υπήρξε ψάλτης στην εκκλησία της κοινότητάς του. Για βιοποριστικούς λόγους άσκησε διάφορα επαγγέλματα όπως του γεωργού, του μελισσοκόμου .

Καλοκαίρης Νικόλαος (πρωτοπρεσβύτερος) (μικρή αναφορά)

Γεννήθηκε στην Ξυλοτύμβου το 1919.Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο της Κοινότητας.  Το 1960 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1966 ιερέας. Το 1974 αναχώρησε από την  Κύπρο και πήγε στην Ελλάδα όπου διορίστηκε ιερέας στις Σπέτσες και αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Τα ποιήματά του κινούνται ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο και διακρίνονται για την αγάπη που εποπνέουν. 

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

ΤΑΜΑΝ

Που την ημέραν πόπεσες, γιόκκα μου, στο κρεββάτιν, 
στους μελισσιώνες του χωριού, επίκρανεν το μέλιν, 
αρμύρισεν τζ΄ ανόστισεν του κουπαδκιού το γάλαν, 
τζαι τζηλαδούσιν τα πουλιά, τζαι φαίνεσται μ΄ εγ΄ κλάμαν. 

ΠΟΥΣΟΥΝ ΚΑΛΛΙΤΕΡΗ ΤΟΥΣ

Πόφκης μέσ΄ στ΄ απριλλόμαρτα στου κόμου το λιβάιν
πόλα- σέλα εβλάην
τζ΄ έμεινεν του σημάιν.

Τα πυχτοπρασινόχορτα, τα όμορφα λουλλούδκια 
γινήκασιλ λουβούδκια
τζ΄ εν τους παν τα τραούδκια. 

Επήαν εξεράνασιν τζ΄ ετζείνα τζ΄ οι αθοί τους, 
ανάστησεν τζ΄ η γης τους, 
πούσουγ καλλίτερή τους. 

Ένα Παιδί Ταξιδεύει

Ένα παιδί ταξιδεύει
σε λίμνη μαγική
με χάρτινη βαρκούλα
χάρτινη μουσική
χαμόγελο που φέγγει
καρδούλα που σκιρτά
μαζεύει τα όνειρά του
και φεύγει μακριά.

Σ’ ένα άσπρο συννεφάκι
θα ταξιδέψω κι εγώ
θ’ ανοίξω τα πανιά μου
στο γαλανό ουρανό
θα σκίζω τους αιθέρες
με τα χρυσά κουπιά
δε θα γυρίσω πίσω
δε θα με δεις ξανά


ερμηνεύει η Λιζέτα Καλημέρη 

Λούκυ Λούκ


Η Αριζόνα σαν καμίνι που κοχλάζει,
στους άδειους λόφους με το άλογο καλπάζει,
ρίχνει ένα νόμισμα ψηλά, πυροβολάει,
κι η σφαίρα μέσα από το κέντρο το τρυπάει.

Είναι το πρώτο το πιστόλι μες στη Δύση,
έχει μαγκιά και κάνει ό,τι του καπνίσει,
είναι λεβέντης με ψυχή, είναι σερέτης,
είναι παιδί του Φαρ Ουέστ, είναι ρεμπέτης.

Οι Ντάλτον τρέχουν μα ο Ραν Ταν Πλαν σιμώνει,
τους προλαβαίνει στη στροφή και τους δαγκώνει,
κι ο Λούκυ Λουκ σαν αστραπή τους αφοπλίζει
και κατ’ ευθείαν στο κελί τους τούς γυρίζει.

Είναι το πρώτο το πιστόλι μες στη Δύση,
έχει μαγκιά και κάνει ό,τι του καπνίσει,
έχει του λιονταριού καρδιά, είν’ από σόι,
είναι ένας φτωχός και μόνος κάου μπόι.

Οι νεκροθάφτες του ετοιμάζουνε κηδείες,
μα αυτός νικάει και πόει για νέες ιστορίες,
αχ και να ‘ρχοτανε στον τόπο μας λιγάκι
να καθαρίσει τη βρωμιά και το σαράκι.



Ερμηνεία: Λευτέρης Μουμτζής

της πόλης τα φωτάκια

Της πόλης τα φωτάκια
σαν κάρβουνα αναμμένα
σε μία μεγάλη θράκα
που καίει συνεχώς
Οι νύχτες μαγεμένες
του φεγγαριού τσουλήθρα
κι η αγάπη μας μένει
ξανά στο προσεχώς.

Έξω από την πόρτα σου
μια θάλασσα θ’ απλώσω
και θα σου κεντήσω
μια χρυσή ακρογιαλιά
με την τρύπια βάρκα μου
κρυφά θα σε σιμώσω
και θα ναυαγήσω
στη γλυκιά σου αγκαλιά.

Της πόλης τα φωτάκια
θα πάρουνε το δρόμο
και θα γενούν αστέρια
ψηλά στον ουρανό
Η πόλη θα κοιμάται
και θα έρθεις σαν αέρας
για να με ξημερώσεις
σε κόσμο μαγικό.

Μπρος στα σκαλοπάτια σου
παράσταση θα στήσω
θα’ρθουνε ορχήστρες
με τρομπόνια και βιολιά
Σαν ανάψει η γιορτή
θα πιω και θα μεθύσω
να βρω λίγο θάρρος
να σου δώσω δυο φιλιά.


Γιορτή των Αστεριών

Θα σβήσουμε τα φώτα
της πόλης των σπιτιών
θα έχουμε απόψε
γιορτή των αστεριών.

Η Πούλια θ’ αναλάβει
το μπαρ και τα ποτά
και η Μεγάλη Αρκούδα
θα φτιάχνει παγωτά.

Θα φέρουν οι πλειάδες
το φωτορυθμικό
κι ο Πολικός Αστέρας
θ’ αρχίσει το χορό.

Ο Κρόνος το τρομπόνι
στα τύμπανα ο Σκορπιός
ο Ωρίωνας στο πιάνο
κιθάρες ο Ιανός.

Θα σβήσουμε τα φώτα
της πόλης των σπιτιών
θα έχουμε απόψε
γιορτή των αστεριών.

Η Πούλια θ’ αναλάβει
το μπαρ και τα ποτά
και η Μεγάλη Αρκούδα
θα φτιάχνει παγωτά.

Η πίστα του ουρανού μας
θα γίνει φωτεινή
σαν βγαίνουν ένα-ένα
τ’ αστέρια στη σκηνή.

Θα σμίγουν γαλαξίες
με τους αστερισμούς
πεφτάστερα θα ρίχνουν
τρελούς χρωματισμούς.


Σοφία Παπάζογλου

Γυάλινη Μικρή Κουκλίτσα

Μες τα μάτια σου τα χιόνια
και κρυστάλλινα βαγόνια
μοναχά να ταξιδεύω
στα δικά σου μυστικά
ρα τα τα.

Το γκλιν γκλον της μουσικής σου
το βελούδο της ψυχής σου
του κορμιού σου το γυαλί
κι οι καθρέφτες στο κουτί σου
όλα τόσο μαγικά
ρα τα τα.

Γυάλινη μικρή κουκλίτσα
πες μου που ‘ναι το κλειδί σου
για να ‘ρθω κρυφά το βράδυ
να σε κλέψω απ’ το κελί σου
Να σου χτίσω ένα παλάτι
πιο ψηλά κι απ’ τους αιθέρες
να χορεύεις κάθε βράδυ
με κιθάρες και φλογέρες.

Αχ, μικρό μου παιγνιδάκι
στο παλιό το σαλονάκι
δε βαρέθηκες λοιπόν
τόσα χρόνια να κοιμάσαι
ξεχασμένο στη γωνιά
ρα τα τα.
θα ‘ρθω αργά που θα ‘σαι μόνη
να τινάξω όλη τη σκόνη
και θ’ ανοίξω το κουτί
τρυφερά να σε ξυπνήσω
θα ‘ναι τόσο μαγικά
ρα τα τα.



Ο Μπαμπάς μου με ρωτάει

Ο μπαμπάς μου με ρωτάει
κάθε μέρα στα κρυφά
πες μου όλη την αλήθεια
πόσα έφαγες γλυκά;

Και αρχίζω να μετράω
μα δεν ξέρω τι να πω
ένα, δύο, τρία, πέντε
ή σαράντα κι εκατό!

Μου ‘δωσε ο παππούς γκοφρέτα
κι η γιαγιά μου παγωτό
καραμέλες η νονά μου
κι η μαμά ζαχαρωτό

Έφαγα πολλά μπαμπάκα
δεν μπορώ να σου το πω
πάμε τώρα κατευθείαν
για τον οδοντογιατρό!


τραγουδά: Ελέηνη Καπηλίδου 

Το Τέρας της Κυκλοφορίας

Στην απαρχή της ιστορίας
το τέρας της κυκλοφορίας
ήταν μικρό ξανθό παιδάκι
με ένα αυτοκινητάκι

Η μάνα του, η οικονομία
του’ δινε γάλα με μανία
ώσπου σε λίγα μόνο χρόνια
του κόντυναν τα παντελόνια

Κι άρχισε να ζητάει με βία
σταθμούς βενζίνης, συνεργεία,
ασφαλιστές και τροχονόμους
γεφύρια και μεγάλους δρόμους

Έβγαλε ουρές και παρακλάδια
το μπάνιο γέμιζε με λάδια
καπνούς κι αέρια ξεφυσούσε
και τα ποδήλατα μασούσε !

Και στο κατόπιν δίχως όρους
μας καταπλάκωσε με φόρους
έτρωγε όλο το χρυσάφι
κι έφτυνε μόλυβδο και θειάφι

Και πριν τελειώσει η ιστορία
ρουφάει και την οικονομία
βρε που να πάμε να κρυφτούμε
απ’ το μικρό το τέρας μας για να σωθούμε.


ερνημεία : Μανώλης Πάππος

Για τα πα τα

Για τα πα τα
για τα πα τα
για τα πα τα τα πατα
για τα πα τα τα πατα
για τα πατα

Για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα

για τα πα τα τα πα
τα πα τα

Μια πατάτα χοντρούλα,
άσπρη και νοστιμούλα
στου μανάβη τον πάγκο
αγκαλιά μ’ ένα μάνγκο.

Κάποια μέρα κινάει
στο παζάρι να πάει
υλικά για να ψάξει
νυφικό για να ράψει

Για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα

Για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα ταπα
τα πα τα

Μια πατάτα χοντρούλα
Άσπρη και νοστιμούλα
Κάποια μέρα κινάει
Στο παζάρι να πάει

Παίρνει άσπρη κορδέλα
Μεταξένια δαντέλα
Ασημένια γοβάκια
Και ροζέ κουφετάκια

Μια πατάτα χοντρούλα
Άσπρη και νοστιμούλα
Υλικά πάει να ψάξει
Νυφικό για να ράψει

Κι είναι τόση η χαρά της
Που δεν βλέπει μπροστά της
Την κατεύθυνση χάνει
Και γλιστράει στο τηγάνι

Για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα τα πα τα
για τα πα τα.


Ελεφαντάκι

Έχω ένα μικράκι, ελεφαντάκι
τετρακόσια είκοσι κιλά
τρώει εφτά κασόνια, μακαρόνια
κι όλο κάνει τούμπες και γελά

Όταν ανεβαίνει στην τραμπάλα
με πετάει ψηλά, στον ουρανό
κι όποτε βουτάει στην πισίνα
φεύγει από μέσα το νερό !

Έχω ένα μικράκι, ελεφαντάκι
τετρακόσια είκοσι κιλά
πίνει εφτά κουβάδες, λεμονάδες
κι όλο κάνει τούμπες και γελά

Παίζουμε τ’ απόγευμα στον κήπο
τρέξιμο και μπάλα και κρυφτό
κι ύστερα στο μπάνιο μου πετάει
με την προβοσκίδα το νερό

Έχω ένα μικράκι, ελεφαντάκι
τετρακόσια είκοσι κιλά
θέλει κόπο μα, θα βρω τον τρόπο
να το πάρω κάποτε αγκαλιά.




τραγουδά ο Φοίβος Δεληβοριάς

Το Σκουλουκούιν

Έβρεξεν μες την αυλή μου
τζιε έπαιζα με τα πηλά,
τζι είδα μέσα που το χώμα θκιο ματούθκια γελαστά.
Ήταν ένα σκουλουκούι τζι ήταν όπως την κλωστήν,
ήβρεν μιαν μιτσιάν τρυπούαν
τζιε επροσπάθαν να χωστεί

Σκουλουκούιν,σκουλουκούιν πού πάεις χωρίς βρακούιν
Έμπα μέσα στη φουλιά σου
μεν πονήσεις τα λαιμά σου.

Έπιασα το που το νούρο το φιλούι το μιτσί
έπαιξα λλίο μητά του τζι έκλεισα το στο ποτσί.
Τζι ήρτεν έσσο η αρφή μου τζι
έμπηξεν τες παουρκές.
Είπεν το τζιε του τζιρού μου
τζι έδωκεν μου πατσαρκές.

Σκουλουκούιν, σκουλουκούιν
εν να σγάψω ένα λουκκούιν
μες τη λάντα να σε χώσω τον πελάν
για να γλιτώσω



ερμνηνεύει η Ελευθερία Αρβανιτάκη 

Δέκα καβουράκια

Δέκα καβουράκια
βρήκαν δέκα καραμέλες
και καθίσανε στο βράχο να τις φάνε
Μα ήρθαν τα χταπόδια τα τραβήξαν απ’ τα πόδια
και τους πήραν τα γλυκά, και στο φινάλε
έμειναν μονάχα να κοιτάν το κύμα
αχ τα καβουράκια είναι κρίμα
κι έμειναν μονάχα να κοιτάν το κύμα
αχ τα καβουράκια είναι κρίμα !!

Τρια λα ρι λα ρι λα ρι λα λοο
τρια λα ρι λα λεο
Τρια λα ρι λα ρι λα ρι λα λοο
τρια λα ρι λα ρι λα λοο

Να και μια χελώνα
που τα βλέπει να’ ναι μόνα
και τα παίρνει στη σπηλιά μες στη φωλιά της
Βγάζει απ΄τις ντουλάπες γλειφιτζούρια σοκολάτες
παγωτά γρανίτες φράουλες και τάρτες
και τα καβουράκια μας θα κάνουν πάρτι
κάτω απ’ το σπασμένο το κατάρτι
και τα καβουράκια μας θα κάνουν πάρτι
κάτω απ’ το σπασμένο το κατάρτι.



τραγουδά: Δώρος Δημοσθένους