Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Νοσταλγικός χρόνος


Οι πόρτες έκλεισαν,
τα παράθυρα σφραγίστηκαν,
οι κήποι ξεράθηκαν.
Φέτος το σπίτι σου
δε γέμισε μυρωδιές του Πάσχα.
Η αγάπη έπαψε να ζει
στο καταφύγιο των παιδικών μου χρόνων.
Τούτες τις Άγιες μέρες
ο χρόνος σταμάτησε
στον επιτάφιο του Χριστού.
Την Ανάσταση, τη ζούσαμε μαζί…

Στη γιορτή σου


Σήμερα θα γέμιζα την αγκαλιά σου με λουλούδια.
Θα χωνόμουν μέσα της για να μου πεις ευχαριστώ,
να με φιλήσεις μ’ αγάπη, να σε δω να γελάς.
Αντί γι’ αυτό μαρτυράω το χρόνο,
αυτόν που δεν έμελλε να ’μαστε μαζί.
Αντί γι’ αυτό ήρθα και πέταξα δυο γαρύφαλλα
σ’ ένα κομμάτι γης
αφιλόξενο, ξένο.
Θα λιώσουν κι αυτά σε λίγες μέρες
σαν τις ζωές που θάφτηκαν,
σαν τις ζωές που έμειναν να μαρτυράνε τη φθορά.

Με τη δικιά σου σκέψη


Ψάχνω δυο σου λόγια
να σκεπάσουν τη μοναξιά.
Να πείσουν τον θάνατο να μη με βρει νεκρό
και να ζω
μέχρι τη μέρα του τέλους.
Να μη σκοτώσω το χρόνο
μα να με σκοτώσει η φθορά του.
Να μην καταδεχθώ για τη δική μου ζωή
λίγο χώμα και δυο καλές κουβέντες
που θα σβήσουν στον άνεμο.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

΄ΓΡΑΦΟΥΜΕ / Κανάκης Άντης

Κάτω  από τα πεύκα 
                                 και τις χαρουπιές 
Μέσα στα αντίσκυνα 
                                με μουσική τη βροχή 
Και τον άνεμο να μπαινοβγαίνει 
                                  από τις χαραμάδες.
Γράφουμε ποιήματα 
           ν΄ ανάψουμε μια σπίθα 
           στη στάχτη των ονείρων μας. 

Ο δολοφόνος Ποιητής



Κάποιες νύχτες σκοτεινές, το φεγγάρι γυρίζει την πλάτη, 
τα παράθυρα στις γειτονιές κλείνουν με δύναμη και κρότο , 
και βάζει αυτός τα καλά του. 
Τίποτα το ιδιαίτερο δηλαδή. 
Εκείνο το ξεφτισμένο (πλέον) γαμπριάτικο κουστούμι
με το άσπρο λουλουδάκι στο πέτο και 
την σκιά στο μέρος της καρδιάς, 
μια γυναικεία σκιά που περίμενε χρόνια να δει τη σκιά της. 
Τέτοια παγωνιά δεν είχε ξανασυναντήσει πάνω του. 
Μια σκιά που έγινε φύλλο και πετούμενο.
Γύρω από το μαύρο ζωνάρι, 
ένα κοφτερό μαχαίρι, πιστόλι, πέννα και τεφτέρι. 
Πάντα έγραφε. Ήταν καλός έτσι πίστευε. 

Κείνες τις σκοτεινές νύχτες, 
που το νανούρισμα της μάνας δεν έφτανε ποτέ στα αυτιά του, 
σύχναζε στους φιδίσιους δρόμους του κήπου 
με τα κυπαρίσσια και τις γερασμένες συκιές  και σκότωνε. 
Σκότωνε απλά με μαεστρία και σεμνά. 
Χαμήλωνε τα γαλανά του μάτια. 
Κοίταζε πάντα το φίδι να σέρνεται. 
 Η πράξη του μέσα στην τιμιότητα του φόνου. 

Κείνες τις σκοτεινές νύχτες που το φεγγάρι του γύριζε την πλάτη
Αυτός έκρυβε τους αδικοχαμένους πίσω από τις λέξεις. 
Και πάντα επέλεγε μεγάλες λέξεις με πολλά γράμματα. 
Να σύρει πίσω τους,  όσους περισσότερους μπορούσε. 
Ευτυχώς,  τα γράμματα είχαν πολλές γωνίες, κρυψώνες καλές 
απόρθητες στους τυμβωρύχους.

Άφηνε  στο μέσο της κλειστής τους παλάμης ένα δικό του μικρό ποίημα, 
σαν αυτά που γράφονται κατά δεκάδες στις  μυστικές ώρες των ποιητών 
και που ποτέ δεν θα δουν την μοίρα της δόξας να επαληθεύεται
που  ποτέ δεν  θα δουν το φως του ήλιου να τα φέγγει 
παρά, ένα σκότος στο βαθύ του συρταριού. 


 Τι όμορφη που είναι η ζωή, 
όταν γελάμε και κλαίμε, 
υψώνουμε ποτήρια με μπρούσκο κρασί,
« εις την υγεία σας» λέμε...  

Μα κάποιοι υποφέρουν και στέκονται εκεί, 
στις πίσω σελίδες, 
σαν θέαμα που δίνεται 
σε άδειες κερκίδες.....

Δεν τον πιάσανε ποτέ.
Δεν έκανε τέλεια εγκλήματα, μα δεν τον συλλάβανε  ποτέ. 
Είχε  ετοιμάσει και σχετικούς λόγους. 
Θα σήκωνε το δεξί χέρι με το δείκτη υψωμένο
Θα μιλούσε με στόμφο 
Θα έλεγε μιλώντας στον εαυτό του

«Γιατί καταραμένε ποιητή, δεν σκότωσες και μένα; 
Που είναι η δύναμη της θανατερής λέξης σου;  
Ποιο είναι το μαύρο γράμμα που θα με θάψεις; 
Σε ποια γωνιά τους θα χτιστεί ο ασύλητος τάφος μου;»

Κι ύστερα θα πέσει ολάκερος στο μελάνι 
μαζί με το μαχαίρι, το πιστόλι, την πέννα και το τεφτέρι»


(βραδυνή ενασχόληση,.... με την έρμη την ποίηση)

Λάρνακα 12 Νοε 2014

Φθινόπωρο / Πενταράς Νίκος

Μας ήλθε το Φθινόπωρο χλωμό
μαδήσανε του κήπου τα λουλούδια
τα φύλλα στήσανε χορό τρελό
και των πουλιών σώπασαν  τα τραγούδια

Τον ουρανό σκεπάζει συννεφιά
και βουρκωμένος τώρα μας κοιτάζει
το δάκρυ απ’ την υγρή του τη ματιά
στη διψασμένη γη βροχούλα στάζει

Η θάλασσα με γκρίζα φορεσιά
στα βράχια με παράπονο βουίζει
και στα κλαδιά των δέντρων τα γυμνά
τ’ αγέρι μελαγχολικά σφυρίζει

 Φθινόπωρο! μια θλίψη στην καρδιά
μα τα χρυσάνθεμα που τώρα ανθίζουν
σαν μας κοιτάνε χαμογελαστά
την άνοιξη και τη χαρά θυμίζουν.


(από την ποιητική συλλογή για παιδιά "ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΜΟΥ ΞΕΚΙΝΑ", 1987)

ΔΕΚΑ ΧΑΪΚΟΥ του Νίκου Πενταρά



1.
Σαν το τριζόνι
στο σκοτάδι τριγυρνάς
τρύπιο λυχνάρι.

2.
Δυο λυχναράκια
φως στις μαύρες νύχτες σου
ήτανε μάτια.

3.
Σ’ αετού φτερά
κεντούσες μ’ αστέρια
τα όνειρά σου.

4.
Μια πεταλούδα
σε πολύχρωμο κήπο
είχες καημό.

5.
Στα περιβόλια
ξεχείλιζες με στίχους
τις άδειες στέρνες. 

6.
Σε κούφια λόγια
φουσκωμένα μπαλόνια
έκλεινες τ’ αυτιά.

7.
Όνειρα κουπιά
τσακισμένα στα βράχια
και προχωρούσες.

8.
Διαμαντόπετρα
στη βέρα του έρωτα
η πανσέληνος.

9.
Άστρων πλημμύρες
τριζόνια μες στη νύχτα
τα όνειρά σου.

10.
Λευκό λουλούδι
τη ζωή σου ρήμαξες
μέσα στη λάσπη.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Βήμα πρώτο / Παπαδόπουλος Δ. Κυριάκος


Μακριά στο σύνορο της απουσίας,
κοντά στο χάδι,
περιμένω κίνηση χεριού,
εκείνη την αδιάφορη ανάσα,
που διαπερνάει την ψυχή
και σμίγει με την ομίχλη,
στον εναγκαλισμό του Χάρου.
Ζωή ή θάνατος,
άλφα ή ωμέγα
σ’ ένα παιχνίδι έρωτος
μεθυστικού.
Μέσα σε φτερουγίσματα ψυχών
η μουσική των κυμάτων,
εκεί στην άμμο, όπου αχνάρια γεννιούνται και
σβήνουν
με τον αφρό της αιωνιότητας
και με αμέθυστους κρατήρες.
Δεν θα σου πω το παραμύθι,
οι μάγισσες έχουνε δραπετεύσει από τα μάτια σου
κι οι νεράιδες πνίγηκαν στο χρηματιστήριο.


Η ζωή μου:
Πονεμένο πέρασμα στο φως,
όταν μεγάλοι άντρες πέθαιναν
και οι μικροί γελούσαν
κι οι άγιοι πατέρες δέχονταν αργύρια
για την ταφή της δόξας.

Το σώμα μου:
Απρόσωπη μαρτυρία θαυματουργής ύλης
με νεκρική αποτύπωση του χάους,
οξυγόνο, υδρογόνο κι άνθρακας,
άτομα, μόρια, οργανικές ουσίες,
οίνος του Διονύσιου Ιησού,
το δέντρο το ελικοειδές
με τις πολλές θύμησες.

Κάλεσμα χορού / Παπαδόπουλος Δ. Κυριάκος


Πόθος τραχύς χάλασε τα τείχη,
με κόκκινο πεσμένο αμπελόφυλλο
έστειλε πρόσκληση βακχικού χορού.
Στο στόμα ήχος γλυκού κρασιού
σε βάθος ψυχής η γλύκα του θανάτου.
Πιες, πιες οίνο και ξέχνα
Με του αγέρα τη δύναμη που φυσάει στο πέρα
κερνάω κρασί στου κρίνου τα άνθη.
Ένα μπουκέτο από κύπελλα,
τόσα πολλά, όσα η γύρις
το καθένα στην υγειά σου.
Κι αν μεθύσεις με λόγια, με ποίηση,
με τραγούδι και κλάμα φλογέρας,
τι καλύτερο;
Έλα πιες, κέρνα κι εμένα.
Σε βάθος ψυχής, η γλύκα του θανάτου.

Οίνος και έρως / Παπαδόπουλος Δ. Κυριάκος


Τώρα που ο αγέρας απελπισμένος ωρύεται,
τώρα που ζαλάδες σφυροκοπάνε τα μηνίγγια,
και που φωνές φευγάτων πουλιών διαχέουν θλίψη,
η φύση εμφαντικά αλλάζει
σε κάνει να ξεχνάς την αμαρτία.
Τώρα, λοιπόν, που η ψυχή μαγεύεται
από ερωτικά μηνύματα των ανέμων
και που ιερό κρασί σιγοβράζει σε μυστικιστικά
υπόγεια,
νιώθω την παρουσία του έρωτα
μέσα από τα σφυρίγματα του αγέρα
και των δέντρων την υπόκλιση.
Αρώματα φθινοπώρου, αρώματα γης,
ροδάκινου και δυόσμου
εμφυσούνται στις απόμερες αυλάδες,
εκεί, όπου ο αναστεναγμός του έρωτα
σμίγει με το θρόισμα των πεσμένων φύλλων.

Στη γη του ήλιου


Δεν είχα μερτικό στον ήλιο
μ’ αγάπησα τη ζωή για το δείλι.
Μες στο λιγοστό φως
και τους αποκαμωμένους ανθρώπους
βρίσκει κανείς τα χρώματα,
την ουσία απ’ τα μυρωδικά του προορισμού.
Αυτά, που δεν είναι ανάγκη ν’ αγγίξεις
για να πιστέψεις,
η καρδιά ξέρει να γνέφει σαν τα συναντάς,
χορεύει στους παλμούς της αγάπης.
Για λόγια αγάπης θέλησα να μιλήσω.

Ξημέρωμα


Ο Ήλιος απάλυνε πληγές,
συγχώρεσε τους φόβους.
Τι ευλογία Θεέ μου το ξημέρωμα…
Χάθηκα μες στο φως του πρωινού,
η ψυχή μου βρήκε και πάλι ρυθμούς.
Ποτέ δεν έπαψαν τα σκοτάδια της
και γω φοβούμενος μη χαθεί
διψούσα να τη σώσω.
Δεν αναζητώ την ευτυχία,
την ψυχή μου αναζητώ.
Να πορεύομαι μαζί της ως το τέλος.
Ίσως τότε, ευτυχισμένος…

Επισκέπτες


Σκέψεις αφόρητα στριμωγμένες παντού
γεμίζουν βασανιστικά το δωμάτιο.
Κάνω να τις κάψω με το κερί που τρεμοπαίζει,
να μην αφήσω ίχνος,
να μη μάθει για μένα κανείς.
Να σκορπιστώ σαν τις λέξεις,
ν’ αλλοιωθώ σαν αποκαμωμένο καράβι
που η αλμύρα της θάλασσας τσάκισε.

Καίω μερικές, ανασαίνω!
Οι στάχτες τους όμως γεννούν άλλες.
Έρχονται και παίρνουν ψυχή απ’ την ψυχή μου,
ένα μερίδιο τους δίνω σαν παλιά οφειλή.
Δεν αφήνουν περιθώριο για τ’ αύριο.
Είναι αμείλικτες.
Mε ματαιότητα το πλάθουν ξανά,
ύστερα αποχωρούν.

Ποίηση


Πόσες φορές δε σ’ άφησα να γεννηθείς ποίηση.
Πόσες φορές σ’ έκρυψα
να μη βρεθείς αντικριστά με τη σκέψη,
από εγωισμό,
τον φόβο μην πονέσω
καθώς οι στίχοι καρφώνονται σαν πρόκες στην ψυχή.
Φόρεσα το προσωπείο της ευτυχισμένης ζωής
και σ’ απαρνήθηκα
μην καταλάβουν οι άλλοι πως οι συναντήσεις μας
εξομολογούνται όλα τα μισά της ζωής.
Μη δουν τη μυστική αλήθεια.

Τίμημα


Φοβάμαι,
που έμελλε να πορεύομαι
στα μονοπάτια των ποιητών,
να βλέπω τη ζωή μ’ άλλα μάτια
απ’ εκείνα του κόσμου.
Πονάει η κάθε μέρα, πονάει…