Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φωτιάδου Αρτεμίου Ελένη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φωτιάδου Αρτεμίου Ελένη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 4 Μαρτίου 2014

Ολυμπιονίκης



Του ιδρώτα ο στέφανος στο δρόμο του θριάμβου
Ανθοβολούσαν γύρω του ειρήνης πανηγύρια
Σεμνός ο όρκος ξέφυγε απ’ του Δία το ιερό
του Φοίβου ν’ ανταμώσει τη λύρα τη χρυσή
μπροστά στο Βουλευτήριο.
Ήχο γλυκό οι σάλπιγγες γεννούν
τιμή στο μεγαλείο που γεννήθηκε
στην ΄Αλτη των ημίθεων, στη χώρα με τ’ αγάλματα.
Μπροστά του η σμίλη του Πινδάρου.
Πίσω, στα γκρεμισμένα τείχη,ένα κάλεσμα.
Σε άρμα τέθριππο η Δόξα να καλπάζει.
Αέρι σιγανό ψιθύρους σκόρπισε
και θρόισαν της ιερής ελιάς τα φύλλα.
Ελευθερώσαν στίχους επινίκιους,
κότινο πλέξανε για την αθανασία.
΄Ορθιοι πατέρας κι αδερφοί.
Φωτιά τον έκαψε η φωνή τους.
Σώμα και φλόγα γιγαντώσανε.
Δέκα πορφύρες βάφουν τα όνειρά του.
Σφίγγει το χέρι του γροθιά , ατσάλι,
θρασομανάει το πείσμα της τιμής.
Στο νου του φτάνει η νιότη τ’ άξιου πατέρα.
Πιο άξιος ο γιος, όταν το στάδιο τελειώνει.
Του Ορκίου Δία πιστός στις προσταγές
σε μια Παγκόσμια Ολυμπία.
Φως των φωτών στα χρόνια που θα έρθουν.
Σκίζει Ρομφαία τους αιώνες,
βάθρα σηκώνοντας σε νου υγιή εν σώματι υγιή.
΄Υμνος στα χείλη του το θαύμα του Ανθρώπου.



 Γ’ Βραβείο σε παγκόσμιο διαγωνισμό ποίησης με θέμα τους
Ολυμπιακούς Αγώνες, 2000

Συνοικίες





Στις συνοικίες σβήνουνε σιγά σιγά τα φώτα
Απλώνουν οι γυναίκες μια κουρασμένη μέρα να στεγνώσει
Περνούν οι σκέψεις στα μικρά τα καλντερίμια ακροβατώντας
Mισάνοιχτα παντζούρια βρίσκουν , ψυχές ανήσυχες π’ αρνήθηκαν τον ύπνο
Γλιστρούν με δόσεις μιας χαμένης ευτυχίας
Στα προσκεφάλια με κεντίδια μιας προίκας ξεχασμένης
Κιτρινισμένης απ’ του καιρού τη φλυαρία
Τότε ανοίγουν τα μισόκλειστά τους βλέφαρα οι ίσκιοι
Χαμογελούν ηδονικά μες στου καθρέφτη την απάθεια
Παραμορφώνοντας τα είδωλα μιας άλλης λογικής
Στο πορτατίφ μια τύψη περιφέρεται
Σαν πεταλούδα που γυρεύει να καεί μέσα στον κύκλο
΄Εξω σκυλιά ποδοπατούν τα ίχνη της συνήθειας
Στα υπολείμματα της μέρας αναζητούνε τη συνέχεια
Σιγά σιγά στις συνοικίες σβήνουν οι αποδράσεις
Και μια παράφρονη σελήνη χορεύει μες στην έλλειψή της
Αύριο θα ΄ναι μια μέρα βροχερή
Το είπε το δελτίο της βαθιάς υποταγής
Στα σπίτια θα κλειστούν τα μαραμένα κρίνα
Τα ξεθωριασμένα γιούλια και τα γιασεμιά
Θα βγάλουν απ’ τα μπαούλα οι κυράδες
Να στρώσουν χράμια και κιλίμια στην ανία τους
Θα βγουν κι οι νοικοκύρηδες για το βραχνά του μεροκάματου
Με τα κασκέτα τους κρυψώνες της αζήτητής τους μοίρας
Σβήνουν σιγά σιγά της μέρας ημιτελείς διαδρομές
Στις συνοικίες προβάλλει διαβατάρης ο Μορφέας με το γαλάζιο του μανδύα
Αύριο , λέει , γι’ αυτούς που ακούνε τη σιωπή των κεραυνών
Ο ήλιος απ’ τη Δύση θα προβάλει με τις ατίθασες , ξανθές του μπούκλες
Μ’ ένα ροδόχρωμο μαντίλι θ’ απλώσει νέους ορίζοντες στα πέλαγα
Ταξίδια νέα θ’ ακουμπήσει μες στις καρδιές που δε λησμόνησαν να φλέγονται



 Β΄Βραβείο στους Πανελλήνιους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης
Δελφοί ,  2009

Ο μικρός Πάμπλο




Ο μικρός Πάμπλο
Ήθελε να ζωγραφίσει
Μιαν ελιά καταμεσής του κάμπου
Ένα χελιδόνι καταμεσής της άνοιξης
‘Εναν Ιησού καταμεσής των σταυρωτών του
«΄Αφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι...»

Ο μικρός Πάμπλο
Ήθελε να έχει στην παλέτα του
Μόνο τα χρώματα π΄αγαπούσαν τα παιδιά
Μόνο τα κόκκινα που μεγαλώναν τα παιδιά
Λαχταριστά κεράσια , ολοστρόγγυλα μήλα
Φιλιά αγάπης , του ΄Ηλιου ανατολές
Μα πήρε το πινέλο
Κι έβαψε ένα μαχαίρι κοφτερό
Δίχως ψωμί και το φαγί της μάνας
Και ένα Νείλο ματωμένο
Απ΄τις πηγές ολάκερης της Γης φερμένο
Και Φαραώ πολλούς που ξύναν τις πληγές τους
Και πιότερο βουλιάζαν μες στο αίμα
Και πιότερο πεθαίναν μέσα στην παράνοια

Ο κύκλος ενός τετράγωνου έρωτα (απόσπασμα)

Αναμένοντας το θείο βέλος

To φεγγάρι ολόγιομο
Ψιθυρίζει τους πόθους των θνητών
Μες στις σκιές των αθανάτων όψεων
Μιλώντας γλώσσες απ’ όλους τους έρωτες
Που ασήμωσαν τους δρόμους ανυπεράσπιστης καρδιάς
Στη στρογγυλάδα μέσα απαλύνει
Τις αιχμές από τα βέλη διαψεύσεων
Ίσως κι αρχίσει πάλι τ΄ άλικο τριαντάφυλλο
Ν΄ ανθίζει μες στη σκέψη

Πάνω από κορυφογραμμές ανήσυχων ρυθμών
Διαγράφει το ταξίδι του
Πλοίο που δε σαλπάρει χωρίς το πρόσταγμα του πόθου
Μονάχα ρότα ακουμπά σε λογισμούς της νύχτας

Ένα καράβι ταξιδεύει μες στο χάδι του
Με φώτα που ανεβαίνουνε τη λάμψη του να φτάσουν
Με μουσικές που προσαρμόζουνε τις νότες τους στο φέγγισμά του

Σ’ ερημική ακρογιαλιά τα βότσαλα προσμένουνε τη λάμψη του
Μήπως και γίνουν άστρα μες στο όνειρο
Και η αγάπη ασπροντυμένη, με τα λυτά της τα μαλλιά
Τις ασημένιες του κλωστές μαζεύει στο σεργιάνι της
Για να υφάνει Ανέμου Έρωτα το στίχο

==============


Αλλάζοντας τη ροή του πόνου

Σε μια πανσέληνο πληγώθηκε η αγάπη
Tα δάκρυά της θρέψανε τις ασημένιες φεγγαριού πνοές
Kι αυτές, ευαίσθητες χορδές
Στο πέλαγο της λύπης πέσανε
Τα φουρτουνιασμένα λόγια ψιθυρίζοντας μ΄ έναν υγρό καημό

Σε μια πανσέληνο γυμνώθηκε η ζωή
Απ΄ τα στολίδια ενός πλανόδιου έρωτα
Που τον προσμένανε στις γειτονιές
Οι κοριτσίστικες πλεξούδες του ονείρου
Μ΄ αυτός με τις πραμάτειες του όλες λοξοδρόμησε
Αφήνοντας τα χέρια αδειανά απ΄ της Θεάς την προσφορά

Κάθε που το φεγγάρι ταξιδεύει στην πληρότητά του
Μια θλίψη λύνει τη σιωπή της
Με κρουσταλλένια δίφθογγα μικρής εξομολόγησης
Στην αύρα μέσα μιας θαλάσσιας συγχορδίας
Με μουσικές σε ύφεση καρδιάς
 ===============================

Ανακαλύπτοντας την αλήθεια του εαυτού

Στη σιωπή σου ακούμπησα τις νύχτες μου
Εσύ μια σφαίρα γεμάτη απ΄ των ταξιδιών σου θησαυρούς
Εγώ ό,τι απέμεινε από ΄να κόσμο που ΄χτισα στο μέλλον μου

Κάθε που με τυλίγει η παρουσία σου αδειάζω
Γυμνή φωνή απομένω
Δίχως σκέψεις, δίχως όνειρα
Έτσι το θέλω
Κουράστηκα να πλάθω το νερό
Ν ΄αποχρωματίζω το αίμα μου
Είναι πολύς καιρός για να τ΄ αντέξει μια ευχή
Που έρχεται μονάχα για το αύριο
Και σήμερα τι;
Σήμερα ποιος ουρανός θα μου ανοίξει τη γαλάζια ψαλμωδία του;
Ποια νύχτα θα φανεί γενναιόδωρη
Να μου χαρίσει ολάκερη την παρουσία σου;
Χωρίς τα μη , τα όχι και τα πρέπει των πολλών
Χωρίς τον βυθισμένο καημό του ενός αηδονιού
Που άλαλο κρύφτηκε στο δάσος
Κυνηγημένο από φθόνο μετριότητας

Πολλή κι απόψε η μοναξιά
Μονάχα το φως σου φλυαρεί
Και μεγαλώνει τόσο τις σκιές
Που φοβάμαι πως εγώ ακόμα πιο μικρή θα γίνω

Χαμήλωσε λίγο ακόμα επάνω απ΄την απραξία μου
Ακίνητη μένω σαν πόθος που χειροτονείται
Ανοίγω τις αισθήσεις μου όλες στα μυστήριά σου
Στην αθέατη μορφή που κρύβει η μεγαλοπρέπειά σου
Αθέατη μήπως γίνω κι εγώ απ΄ τον εαυτό μου

Πολύ με τυράννησε με την άλλη του εποχή
Καιρός θαρρώ να γεννηθεί στα συνήθη μαιευτήρια
Όπου τα χρώματα σκουριάζουν χωρίς αποχρώσεις
Οι λέξεις εννοούν αυτό που δε λένε
Οι νότες τραγουδούν το στίχο που δε μελοποιείται