Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πετρίδης Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πετρίδης Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Ταξίδι - εμπύρετη έφεση / Ανδρέας Πετρίδης


Πεύκο της απαντοχής
το νοερό ακρογιάλι,
προσμένοντας χρόνια εκατό
πότε επιτέλους να σαλπάρει –

μα η μοίρα του είναι μονάχα αυτή
να ταξιδεύει με βαθιές ρίζες
σε υπόγεια νερά … Έτσι καθώς
με το λυχνάρι μια ζωή
ή κάτω απ’ την ηλεκτρική λάμπα
σαλπάρουμε κι εμείς,
σε θάλασσα άσπρο χαρτί
γράφοντας πάντα μια νωπή ρότα.

Ταξίδι – εμπύρετη έφεση
ψυχών που άλλα γυρεύουν,
έσχατη επιθυμία της φτέρνας
που αισθάνεται ν’ αγγίζει το τέρμα.
Μ’ αφού οι δρόμοι είναι κλειστοί
κι ο περίπλους φέρνει στο ίδιο σημείο –

δέχεται το πεύκο τη μοίρα του
απαλύνοντάς την
στο κύμα στον άνεμο
ρίχνοντας σπόρους,
παρόμοια όπως
δέντρο φυτεύεις σαν κουραστείς
κι ο ποιητής ετοιμάζεται
για τον επόμενο στίχο.

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Επεισόδιο (1974) του Ανδρέα Πετρίδη



Απότομος χειμώνας μπήκε
στον ουρανό μας φέτος ξαφνικά,
προτού προλάβει να πατήσει η φτέρνα
του ανέτοιμου ποδιού
πάνω από φύλλα σκόρπια
φθινοπωρινά.

Ευαίσθητη η ψυχή
και θέλει χρόνο,
λίγο προαύλι
ανάμεσα στο πέταγμα και τη φωλιά,
για να μπορέσει δίχως φόβο να περάσει
από το ένα στο άλλο κλαρί.

Παράξενος αλήθεια φέτος
αυτός ο χειμώνας
που ενέσκηψε στις ακτές,
πίσω του αφήνοντας νεκρούς τους γλάρους
και στης λευκότητας τη δαντέλα
το μελάνι από χίλιες σουπιές.

Κυριακή 1 Μαΐου 2016

Τρεις νύξεις για τη ζωή του Ανδρέα Πετρίδη


 α.


Γέννηση μικρού παιδιού
σε κλίνη με ρούχινο θόλο,
κάπνισμα γύρω ελιόφυλλου
και φως αυγερινό στον φεγγίτη...

Τώρα ανοιχτός κι ολόφωτος
ο ναός της ζωής
κι ο νεωκόρος ανάβει λαμπάδες,
ο κτύπος της καρδιάς
τα σκαλοπάτια ν' ανέβει.
Τώρα κι οι μοίρες βγαίνουν
από το γνώριμο παραμύθι
με καλάθια στα χέρια.,
τα δέντρα κι ο ήλιος παραπίσω
το μερτικό του διαχωρίζουν...

Και λίγο πιο πέρα
απ' το ανοιχτό παράθυρο στο βάθος,
αλόγου οπλές να σβήνουν -
και σκιά φευγαλέα που μόλις
παίρνει το μάτι
να χάνεται, βέβαιη πως
θα ξαναγυρίσει... 

  

β.


Ώρα μεσημεριού ο ήλιος
στη μέση τ' ουρανού
ζυγιάζει το βάρος της γης.
Δεξιά η δύση, ζερβά η ανατολή
μισά ελιόδεντρα στη μια
μισά στην άλλη,
τόσα πρόβατα απ' εδώ τόσα απ' εκεί...
Μα πιο χαμηλά
άλλοι τον κόσμο διαφεντεύουν νόμοι
κι αλλιώτικα μοιράζουν τη σοδειά τους,
τον βίο μετρώντας μ' άπληστο μάτι.

Στο φαράγγι μόνο πιο κάτω
σαν κατεβαίνουνε καμιά φορά
- μ' άγγιγμα ξάφνου ριγηλό στο δέρμα -
παίρνει το μάτι τους σπηλιές στον βράχο
κι από βαριές άχρονες στάλες
μισοφαγωμένα οστά...
Ανεβαίνουν τότε μουδιασμένοι
στη γνώριμη ρουτίνα επάνω
που τώρα τρέχει βιαστικά -
με του ήλιου ξέφρενο να φεύγει τον δίσκο
τα δέντρα με καρπούς μόλις ανθίσουν,
και το χνούδι να γίνεται
ως το πρωί γενειάδα. 


  γ.


Φυσάει ένας αγέρας
στην αυλή απόψε
πεισματικά την πόρτα σειώντας,
αποτραβιέται και πάλι ορμά
φοβερίζοντας στον γυάλινο φεγγίτη
αναλαμπές από χλωμό λυχνάρι...

Νύχτα βαθειά - κανένας
δεν ανοίγει στ' ακρινά σπίτια,
δεν ξέρεις τί φέρνει τέτοια ώρα
δίχως ξύλα στη φωτιά
χωρίς ένα σκύλο
να τρέξει να ψάξει.

Ας μείνει τραβηγμένος λοιπόν ο σύρτης
ως αύριο που θα χαράξει η μέρα.
Εκεί τουλάχιστον μέσα στο φως
στο βέβαιο περίγραμμα των πραγμάτων,
άς έλθει οποιοσδήποτε
κι ό,τι θέλει άς ζητήσει -
όχι εν λευκώ,
μα εκεί μπροστά στα μάτια
των ανθισμένων μυγδαλιών,
που μόνο αν είναι δίκαιο
θα συγκατανεύσουν.

ΝΟΣΤΟΣ του Ανδρέα Πετρίδη


   
Του ποτάμιου που αγάπησα, μια στάλα-
σώμα σουπιάς χρωμάτιζε το νερό
στη θάλασσα δίνοντας δικό του χρώμα.
Άσπρο χαρτί τα χιονισμένα βράδια
νοσταλγικά παράδερνε ζητώντας
μ' άγρυπνο βλέμμα τον χαμένο στίχο.
Σαν χελιδόνι σπάθιζε
τον ουρανό και τον χρόνο
ακροπατώντας στα κοιμισμένα
κεφάλια των γνώριμων βουνών...

Μπροστά μου τότε η ξερολιθιά,
τα κυκλάμινα στα φυτεμένα βράχια
κι η μούλα που γέμιζε με κλειστά μάτια
νερό τ' αυλάκι.

Ώσπου όλα θολώνουν και πάλι
από ένα δάκρυ όλο αλμυράδα,
σε μια σοφίτα ξενική κάπου
μ' εύθυμα φώτα στων σπιτιών τα παράθυρα
και γελαστούς ανθώνες στους δρόμους.