Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΑΛΟΓΟ / Χαραλαμπίδης Κυριάκος


Κάποιες φορές με βλέπουνε καβάλα στ' άλογό μου
επάνω από τον ουρανό της Λευκωσία.
Τρέξε να δεις, μου λέγουνε. Κι εγώ δε βλέπω.

Όμως μια μέρα σαν κι αυτή - παράξενο! - είδα
τούτο που λέγανε. Και μη νομίσεις
πως σου μιλώ για πήγασους και τα τοιαύτα.
’λογο ήτανε γερό και στιβαρό
χωρίς φτερά και μ' ένα χαλινάρι
χοντρό σαν το χαλάζι - εγώ που ουδέποτε
σ' άλογο ανέβηκα και να καλπάζω.

Κάνω να χαιρετήσω από τη γη μου
τον ουρανόσταλτο εαυτό μου - τέτοιος βλάκας
στην οικουμένη άλλος δε γεννήθηκε.
Γιατί ο πού μ' άλογο περήφανο άγρευε
το χώρο πάνωθέ μου, αγριοπέταλη έρχινε
ματιά και χαλασμένη. συντρομάχτηκα.

Όσο τα πάνω μου να πάρω, ν' ασηκώσω
λίγο την όψη μου και την ψυχή μου
ξανακυκλώνει με και μ' αγγελόσκιαζε
σειώντας σακί σαν κνούτο
που 'χε φεγγάρι μέσα του ή φουσκωμένον ήλιο

Αλλά κι εγώ τους άλλους παραβλέποντας
πού τον επευφημούσαν με μαντίλια
κι αρνιά παχυμερά και κροταλήματα
παίρνω απ' του βάλτου ένα καλάμι και το κάνω
σάμπως σε γιόστρα - φοβερό κοντάρι -
κι όπως με πλεύριζε τρυπώ τ' ασκί
γκρεμίζω τ' άλογό του.

Αν ήσουν μάνα κι έβλεπες θα σπαρταρούσες
τον ήλιο που ξεφούσκωνε θρηνώντας
και τον παλικαρά σου που χωρίς
εκείνο τ' άλογό του το 'βαζε στα πόδια.

Όμως τον πρόλαβα μπροστά στο βασιλιά
και μια και δυό τον ξετελειώνω - να μη λένε
ότι με βλέπουνε καβάλα στ' άλογό μου
επάνω από τον ουρανό της Λευκωσίας.

Από τα τείχη της Λευκωσίας (2) / Χαραλαμπίδης Κυριάκος

Αυτή ‘ναι η μοίρα των αγνοουμένων
τέκνων της δυστυχούς πατρίδας, να τους βλέπεις
ωσάν σε πανελλήνιους αγώνες πίσω
από τ’ άρματα μέρες εννιά και χρόνια εννιά
μες στο Δημόσιο Κήπο, στα κομμένα
δέντρα του Απόλλωνα, στα αίματα λουσμένους
και να κατατροπώνουν την ψυχή τους
σκοτάδια, η ψυχή τους στραγγισμένη
απ’ τ’ ανελέητο μίσος των αλόγων
κι η μαύρη ράχη του βουνού θλίψη ζωσμένη
κι οι ολόδικοί τους ν’ απελευθερώνουν
εικόνες απ’ το Σύμπαν — ο νεκρός του είναι
ο Κόσμος όλος, το κλειδί και το θεμέλιο,
το πιο αγαπητερό περπάτημα και διώμα,
το πρόσωπο κι η λάμψη του μες στα λουλούδια,
θέλουν να του φωνάξουν ν’ ανεβεί
μαζί τους πάνω στων τειχών τη ντάπια—
πλην δεν ακούει κανείς, όλα είναι μαύρα
ωσάν την πρώτη μέρα της δημιουργίας,
τα σύγνεφα τα γέρικα βαραίνουν
στον ανελέητο χτύπο της καρδιάς.

Το άλογο, ο αμαξάς κι εγώ / Χαραλαμπίδης Κυριάκος

Ένα παιδί, περίπου σαν τη Δάφνη,
στο δυο φτεράκια του είχε «Θέλω τον πατέρα μου».
Αλλο παιδί κουτσαίνοντας ή σκουντουφλώντας
σε σκαλοπάτι - μάλλον σε λακκούβα –
στη φτέρνα του πατέρα του καλύτερα.
Γυναίκες ήρθανε γι’ ανταλλαγή δακρύων·
στο μέτωπό τους ίδρωτας σε κόμπους.
Ο ουλαμός, ας πούμε την ομάδα,
έφτασε το πρωί από την Ελλάδα
μαζί με πόλεις ξακουστές από τον πέμπτο
αιώνα στο νησί για μια πορεία
εφτά χιλιάδων χρόνων τετρακόσιων
μέτρων χωρίς εμπόδια - προηγείτο
αμάξι των Σωμάτων Ασφαλείας.
Σαν ξόδιν έμοιαζε, σαν λογική της μοναξιάς,
εικόνα του Λουΐτζι Πιραντέλο,
που ζήτησε να είναι στην κηδεία του
μονάχα τ’ άλογο, ο αμαξάς και αυτός.
Ας πούμε πως κι εμείς «παραβρεθήκαμε»
στο πεζοδρόμιο την ώρα που περνούσαν.
Εγώ, η αλήθεια συγκινήθηκα, πλην όμως
ο πλαϊνός μου κύριος χασκογέλασε.
Αμήχανα κι ο τρίτος κοντοστάθηκε-
η περιέργεια λίγη, τι να κάνεις
μια τέτοια φτωχική πορεία…
Χάσαμε τον καιρό και τα λεπτά μας.
Καλύτερα λοιπόν που δεν επήγα.
Ποτέ η διαίσθησίς μου δεν με πρόδωσε.

Το τελευταίο λεωφορείο / Χαραλαμπίδης Κυριάκος



Πώς να χωρέσει ένα λεωφορείο
τα πιο μεγάλα ονόματα της οικουμένης,
το Γιώργο, τον Αντρέα, το Γιάννη, τον Κωστή,
ποιον να πρωτοδιαλέξεις, δάκρυ που ν' αγγίζει
το λίγο φως στα μάτια του Θεού;

Και όταν έφτασε το τελευταίο λεωφορείο
κι οι πολυόμματοι γονιοί κοιτούσαν
ν' αναστηθούν μαζί με τα παιδιά τους,
άκουγες κλάμα κι οδυρμό, που ξεκινώντας
από τον πρώτο κύκλο καταλήγει
σε σπιτικήν αυλή
∙ εκεί τα ζώα
το θρήνο συνεχίζαν με μουγκανητά
χτυπώντας τις οπλές τους απελπιστικά.

Το τελευταίο λεωφορείο
∙ και να που μπαίνει
στο χώρο κουβαλώντας σώματα πολλά.
Κατάμεστο σημαίες
∙ με την πτυχή τους
αγγίζουν τις μεσίστιες φωτογραφίες.

Μην είδατε το γιο μου; Σας θυμίζει κάτι;
Αυτή 'ναι η κόρη του τριώ χρονώ και την κρατεί.
Ευρούλα τ' όνομά της; Δεν τον είδατε;

Το τελευταίο λεωφορείο
∙ και τι δεν έχει!
Κουτιά που όταν τ' ανοίξεις τα πετάς
σ' εκείνους που είναι χωρίς δέμα
–παίρνουν το χαρτί
σαν επενδύτη της ψυχής, κι αφού καρφώσουν
μια λίμνη αίματος στον τόπο που πεζέψαν,
μαδάνε τα ξαφτέρουγά της όλα.

Γλυκό του κουταλιού / Χαραλαμπίδης Κυριάκος

Να ιδώ ποιος είμαι ζύγωσα και πούθε
το χώμα μου κρατά. Μπήκα και στάθηκα
στο σπίτι τ' αλμυρό, σιμά σε λάκκο.


Μια μαντιλοδεμένη μου 'φερε νερό,
μου πρόσφερε γλυκό· ευχαριστώ την. 


Έκοψε και καρπούς από τον Κήπο
του ποθητού σπιτιού μου, φρούτα λαμπερά
ό,τι λογής, διάχυτα με χείλη
πραγματικά και μέλη εμποτισμένα
στην καλοσύνη της χαράς αντιδωρήματα. 


Της είπα ευχαριστώ, αναθάρρησα και ζήτησα
το σπίτι μου να ιδώ, αν επιτρέπεται. 


«Και βέβαια επιτρέπεται», μου λέει·
«μπορείς να 'ρθεις και στην κρεβατοκάμαρα».
Μπαίνω, θωρώ τη μάνα μου στον τοίχο 
να με κοιτάει από 'να κάδρο. Αφήνω
την εντροπή και γύρεψα να πάρω
τη μάνα μου ο δόλιος απ' την Τροία.
 

«Πάρτηνε», λέει αυτή σαν καλογέλαστη,
«τι να την κάνω τώρα πια που ξέρω;
Να πούμε την αλήθεια, τη νομίσαμε
ηθοποιό με κείνη την κοτσίδα
και τα λουλούδια γύρω της και με τη χάρη
που την ομπρέλα της κρατεί».


Άξιζε βέβαια να προσθέσει και το χέρι
που γαντοφορεμένο, ραδινό*
σε καναπέ ακουμπούσε· αλλά τι περιμένεις;


Σάμπως γνωρίζει πόσοι αιώνες κύλησαν
ίσαμε που να φτάσουμε στη σύνταξη
γλυκό του κουταλιού; μεγάλο θέμα. 


Πάλι καλά που μ' άφησε και μπήκα
στο σπίτι μου το πατρικό η γυναίκα.
Μη συνεχίσουμε άλλο και αγριέψει.
Το μόνο που εύχομαι: από καιρού εις καιρό
να 'χω την άδειά της να ξανάβλεπα
την όψη τη γλυκιά του ποθητού μου. 


 ραδινό: λεπτό και ευλύγιστο, λυγερό

Στα στέφανα της κόρης του / Χαραλαμπίδης Κυριάκος

Είχε τρακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν
και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής.

Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί.

Κατά την τελετή του μυστηρίου
δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.
Μπήκε απ΄το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε
πίσω από μια κολόνα και καμάρωνε.
Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του
το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.
Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού
και τον αφήκανε στην ησυχία του.

Τελειώνει ο γάμος και να χαίρεστε τα στέφανα.
Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν
καθένας στ΄αυτοκίνητό του, χάνονται.

Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτος
στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός
παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.

Παιδί με μια φωτογραφία / Χαραλαμπίδης Κυριάκος



Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι
με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά
και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε.

Ο κόσμος γύρω του πολύς
∙ κι αυτό
είχε στα μάτια του μικρή φωτογραφία,
στους ώμους του μεγάλη και αντίστροφα

στα μάτια του μεγάλη, στους ώμους πιο μικρή,
στο χέρι του ακόμα πιο μικρή.

Ήταν ανάμεσα σε κόσμο με συνθήματα
και την κρατούσε ανάποδα
∙ μου κακοφάνη.

Κοντά του πάω περνώντας πινακίδες
αγαπημένων είτε αψίδες και φωνές
που 'χαν παγώσει και δε σάλευε καμιά.

Έμοιαζε του πατέρα του η φωτογραφία.
Του τηνε γύρισα ίσια κι είδα πάλι
τον αγνοούμενο με το κεφάλι κάτω.

Όπως ο ρήγας, ο βαλές κι η ντάμα
ανάποδα ιδωμένοι βρίσκονται ίσια,
έτσι κι αυτός ο άντρας ιδωμένος ίσια
γυρίζει ανάποδα και σε κοιτάζει.

Ακρόπρωρο Ιουλίου / Χαραλαμπίδης Κυριάκος


Ελευθερία με τα πουλιά στα χέρια,
με ράμφη και φτερά, κοιτά τον αέρα,
μετρά τις τρύπες του κορμιού της, έχει
στον ώμο τη λαχτάρα, στις πατούνες
καβούρια πέντε κι ευνοικό χαμόγελο.
Αυτή απελπίζεται, χωρίς να τρέμει
τη σφαίρα που τρυπάει μάγουλο, ψυχή,
κι είναι βεβαία, σαν άστρο και φωνή,
πως αν περάσουν πάλι χίλια χρόνια,
ξάφνου στιγμή, κι ανάψει το τσακμάκι,
θα δει τη σπίθα του θαυμάσιου κόσμου

Η παράδοση της Κερυνειας / Χαραλαμπίδης Κυριάκος



Αλλ´ ο Gian Mudazzo, όστις ήτο διοικητής, 
πτοηθείς εκ της συμφοράς της Λευκωσίας, 
χαμερπώς ηνέωξε τας πύλας εις τον πασάν της Κιλικίας.

Α.Μ. GRAZIANI

Τα λάθη των αρχόντων και οι δειλίες των…
Αυτός ο Gian Maria Mudazzo – άδε όνομα! –
διοικητής, πτοηθείς, ηνέωξε κάστρο της Κυρήνειας.
Ήθελε να προλάβει επιστολήν
του Εξοχοτάτου και του Εκλαμπροτάτου,
μάντευε δε το περιεχόμενό της:
«Οι της Αμμοχώστου
υπερευχαριστούντες διά γενναιοψυχίαν
των Κυρηνείας… έργα
γενναίων ιπποτών».

Μη δεν γνωρίζαν οι αθεόφοβοι Βενέτοι
πως μ᾽ άλλον τρόπον γράφονταν από τον Τούρκο
πασά οι επιστολές; Πώς μ᾽ ένα χωρικό επάνω σε μουλάρι
στέλλει σε δίσκο εκ Λευκωσίας την κεφαλήν
του εξοχατάτου Νικολάου Δανδόλου
και φθάνει στην Αμμόχωστο παρακινώντας
να παραδώσουν φιλικά την πόλη, να μην πάθουν
οίαν η Λευκωσία συμφοράν;

Κι από την άλλη στέλλει προς Κυρήνειαν
εφ᾽ ίππου στρατηγόν τον Παύλον Δελ Γουάστον
εκείνον τον αλύτρωτο, αλυσίδετον,
φέροντα δύο κεφαλάς και επιστολήν
παρόμοιαν μ᾽ εκείνην την της Αμμοχώστου.
Διπλό λοιπόν κακό τους πρόσμενεν αυτούς.

Κι ας λένε οι Βαγλιόνης-Βραγαδίνος
τα της αναμφιβόλου των της Κυρηνείας
ανδρείας και πίστεως· τα παίρνει βερεσέ.

Τάχα κι εκείνοι δεν τους ξεγελούσαν
με τέτοια λόγια, μες τη συφορά τους
δεν ήθελαν να πείσουν τον εαυτό τους
για την καρτερικότητα των άλλων
τη γενναιοψυχία και τα λοιπά;

Ο Μουσταφά Πασάς επιστολές με έργα.
Οι δυο αρχηγοί επιστολές με λόγια.

Αν η ανδρεία είν᾽ το κομμένο του κεφάλι
ο Gian Maria Mudazzo δεν πτοείται·
το θέλει στιβαρό στους ώμους να πατά.
Κι ας μην τον ξέρει πια μηδέ ο Θεός.

Τα πτώματα όλων των γενναίων της ιστορίας
δεν κάνουν έστω ζωντανό ένα γύφτο.
Γι᾽ αυτό και θα τη δώσει την Κερύνεια.

Μη κι η Αμμόχωστος που δεν επαραδόθη
δεν έπεσε; Και τι να γίνηκε ο γενναίος
εκείνος στρατηγός, ο Μαρκαντώνιο;
Για τη Γαληνοτάτη Βενετία
και τ᾽ ανοιχτό ευαγγέλιο τ᾽ Άγιου Μάρκου
το σώμα του άχερα γεμίσαν. Δε ζηλεύω.

Καλύτερα το κάστρο να βιαστώ
να παραδώσω στον πασά της Κιλικίας
πριν λάβουμε το γράμμα π᾽ ανιμένουμε.
Όποιος φυλάγει το μισό βασίλειό του
το χάνει ευτυχώς πολιτισμένα.

Τέτοια ο Mudazzo – εχ! τι να σου κάνει
ένας κοπρίτης Βενετσιάνος, ένας ξένος

που δεν αγάπησε ποτέ τον τόπο.

Η αρχή ενός ειδυλλίου / Χαραλαμπίδης Κυριάκος

  

Είχα γυρίσει το κεφάλι ανάστροφα και κοίταζα
τον ουρανό με τ’ άστρα ματωμένα.
Άγγιζε ο λίθος ο πελεκημένος
τη Ζώνη σου, τα μάτια σου ατημέλητα
ισιώναν την απείθαρχή μου ανάσα.
Φραγκοσυκιές, αρχή των αιωνίων.

Τώρα που βρίσκομαι κοντά σου, πόλη σιδερένια,
καλό είναι να σου δώσω κάτι δανεικά
που πριν σαράντα χρόνια πήρα από τα χέρια σου.

Πόλη με το φεγγάρι στα μαλλιά σου,
τον ήλιο ξέσκεπο, την ευωδιά ντυμένη
τα κρόσσια του Μαγιού, τη θάλασσα πλατάνι.

Εσένα θέλω, σένα λαχταρώ,
εσύ που κάποτε ήσουν άσπρο μεσοφόρι,
κι αργότερα, στου δολοφονημένου προέδρου τη γωνία,
ακίνητο κουφάρι, πατημένη θάλασσα.

Όταν η μέρα κλίνει προς το μέρος μου,
δικιά μου γίνεσαι για πάντα – μα τι τ’ όφελος;
Σε τριγυρίζει τώρα συρματόπλεγμα.
Ολάκερη μια πόλη μες στο κρατητήριο.
Να μένεις έτσι εκεί να μη σαλεύεις.
Χωρίς ψωμί, νερό, χωρίς ειδήσεις.
Τα ρουχαλάκια του μωρού σε μια ταράτσα
πλένει η βροχή και σιδερώνει ο άνεμος.

Άκου με τώρα, γιατί πια δεν θα μιλήσω:
Σε λίγα χρόνια συ θ’ αποδοθείς
στην κυριότητα όλων συ θα περιπέσεις.
Νόμιμοι κάτοχοι κτημάτων και οικιών,
περιβολιών, ανεμομύλων και θαλάσσης,
η κεντρική πλατεία, η αγορά,
ο Δήμος όλος με την μπάντα του και ο Κήπος
θέλουν γυρίσει πάλι προς το μέρος σου.
Και συ χαρούμενη για τα καθέκαστα θ’ αφήσεις
τον ξεχασμένο σου έρωτα στην τύχη.

Δεν φτάνει, πόλη των παλιών βημάτων μου, η ακμή σου
ίσαμε της θωριάς μου το κερκέλι.
Τραβάω πιο πέρα, δεν έχει ουρανό.
Σφίγγω τ’ αστέρια, έχουν άρτιο φως.
Αρπάζω μια δικράνα και ανεμίζω
τ’ άχυρα της ζωής μου σ’ άδειες πόλεις.
Ο κόσμος είναι επικερδές επάγγελμα.
Η φύση μου είναι βέβαια ν’ αποτύχω.

Ασπράδι ολούθε, μέρα σαραντάπηχη
κυκλώνει τώρα τον εχθρό σου εμένα.

Ξέρω πως λιώνεις μέσα στο μαρτύριο∙
μια πόλη και να γίνεσαι φανταστική…
Δεν σε κοιτάνε μάτια, δεν σε σκάβουν άνθρωποι,
δεν σ’ αναθρέφουν ρόδα κι άταχτα παιδιά.

Πολλοί γεμάτοι ελπίδα και ρηχά αισιόδοξοι,
όταν θα πάμε πίσω, λένε, να κοπιάσετε.
Προχθές ακόμα γερο-πρόσφυγας μού λέει:
«Στην παλιογειτονιά μου δεν γυρίζω,
εκεί έχει φασαρία και αλητόπαιδα.
 Όταν θα πάμε πίσω στην Αμμόχωστο,
κανόνισα και βρήκα σπίτι αλλού∙
ανήκει σ’ ένα κύριο που απόθανε».

Θάνατοι πόσοι, πόση ελπίδα για το γυρισμό…
Εμείς οι δυο, το βλέπω, ακόμα δεν τελειώσαμε.

Επιτάφιος πόλις / Χαραλαμπίδης Κυριάκος


Ο Μύρης βγήκε από τον τάφο,
καθάρισε το πρόσωπο, τα χέρια
από τον ρύπο της ψυχής – ήρθε κρατώντας
το θαλασσί σκοτάδι της ημέρας.

Θωρούσε την αφρούγια  σκιά της πόλης
ζωσμένη το κορμί – κυπαρισσένιο
και πλαγιαστό σε θήκη και λουσμένο
στο φως των θαμαστών πορτοκαλιών.

Άνοιξη θα ήτο, έαρ· πώς εξηγείται
αλλιώτικα το φύλλωμα των δέντρων,
τ’ αγνώριστο κερί στο πρόσωπό της
και τα τσουγκρίσματα των ποτηριών.

Όλα δοσμένα στην υγειά της και, τολμώ
να ειπώ, στην έγερσή της, αν ο Μύρης
δεν έβρισκε τον δρόμο προς τον τάφο –
ο Μύρης, που σχεδόν τον λησμονήσαμε.

Της αγάπης / Χαραλαμπίδης Κυριάκος


Αθθοφορούσα μου τζυρά που το φιλίν σου τρέμει
άμαν το σούζει ο άνεμος τζι αρπάσσουν το οι αντζέλοι.

Αθθοφορούσα μου τζυρά που το φιλίν σου ξέρει
ότι το σούζει ο άνεμος τζαι τρέμω μεν τζαι τρέμει.

Είσαι του φέγγους η κορφή, της καλλονής η μάνα,
μ’ εσέ θροφίζεται η καρδιά το μέλι και το γάλα.

Κάλλος ψυχής στο πρόσωπο και στη φωνή σου αγγέλοι
με ροδοκάλια  πτερυγάν κι εγώ τι μ’ ανιμένει;

Αιγιαλούσα / Χαραλαμπίδης Κυριάκος

Στον Γιώργο Χριστοδούλου από την Αιγιαλούσα


Ι

Πλήθος θαλάσσης• θάλασσα πλημμύρισε
τον ουρανό με κέντημα χρυσό.
Γλωσσολαλία• ρινισμένα τα κουδούνια,
καθένα στο δικό του πλάγιο ήχο.
Νομίσματα θαμμένα βασιλέων
που γνώρισαν τον αίνο σκιαμαχούν
με τα βελάσματα του χόρτου. Πέτρα ήμερη
κατέχει τους γήλοφους και κατέρχεται
προς το αγίασμα τ’ Αγίου Θερίσου.
Μα του πελάου ο κάμπος –άγνωστο διατί-
Χοχλά θανάτου θειάφι κι άγρια διαρπαγή.

 2

« Το σπίτι μας εμάυρισε, δεν ξέραμε από πού
ερχόμαστε, πού πάμε, τριγυρίζαμε
σαν τα φαντάσματα, μια λέξη δεν σταυρώναμε,
τα μάτια δεν θωρούσε ο ένας τα’ αλλουνού.
Κι η κόρη μου είπεν μου: «Μάνα, εν κρίμαν
να κλαίεις τους ζωντανούς, γιατί –ακούεις;-
εν ζωντανοί, δεν γίνεται να ν΄πεθαμένοι,
ειδάλλως πρέπει να χαθεί τέλεια τούτος ο κόσμος » .
Εγέλουν την εγώ ( κρυφά της έκλαια ),
την τύχην της εσκέφτουμουν και τούτης.
Ύστερα έπεψε ο Θεός και τους δυό γιούς μου
μαζί με τον γαμπρόν μου απολύσαν τους.
Όμως τον αδερφότχνον μου τον καθηγητήν
-έναν τον είχαν οι γονιοί του- και τους άλλους
που πιάσαν μες στον καφενέν, ‘κόμα κρατούν τους.
Δεν είδα, η αλήθεια, τα παιδιά μου
αλλ’ άκουσα στο ράδιον τη φωνή τους.
Γλυκότερο δεν άκουσα μες στη ζωή μου ήχο,
που ο κάλλιος θα τον ζήλευε βιολάρης.




.....


Δ υο μέρες πριν να φύγουμε ήρτε κείνος
που θα στρογγυλοκάθονταν στο σπίτι.
Γυρεύει το κλειδί. Του λέω: «Εγώ κλειδί
δεν έχω και δεν έχει το χωριό μας.
Εμείς ξεκλείδωτα είχαμε τα σπίτια
γιατί κανένας δεν καταδεχόταν
να μπει μέσα στου άλλου την αυλή».
Δεν είπε τίποτα, έφυγε, ξανάρτε
την άλλη μέρα. Του είπα: «Έλα πιάσε
τούτο το πιάτο, φώναξε τον σκύλο
να του το δώσεις να σε συνηθίσει,
για να μην κλαίει το κτηνόν μας όταν
θα ’χουμε φύγει». Το έπιασε, του φώναξε,
όμως ο σκύλος του ’δειξε τα δόντια.

Χαμαί το πιάτο. Κίνησε να φύγει.
Του λέω: «Μίαν χάριν από σένα˙
έπαρε ως αύριον ’πομονήν στ’ ανάθεμαν να πάμεν
κι ύστερα να ’ρτεις να ’μπεις μες στο σπίτι».

Την άλλη μέρα έδεσα τον σκύλο
να μην μας ακλουθά, το πλάσμαν του Θεού.
Του έβαλα φαΐ, νερό κι εμπήκαμε
ο άντρας μου κι εγώ στο φορτηγό.

Γραμμή / Χαραλαμπίδης Κυριάκος


Μαζεύονται οι κουκκίδες τ' αχνοσκόταδου, καμπάνα στάζει.
φωνή του κρυολογημένου μουεζίνη
γλιστρώντας στη γωνία ξεφεύγει από την πάροδο.
Λαχανιασμένοι σμίγουν οι ήχοι σ' ένα μακρινό φιλί.

Βγαίνει καπνός από τη στέγη φοινικιάς,
πουλιά πετιούνται μια στιγμή στον αέρα
να φέρουν δίχτυα και κορδέλες.

Έχουν πολλή δουλειά να κάνουν σήμερα.
Σκαρφαλωμένο στον ιστό της έμορφης σημαίας
ένα πουλί ξεντύνεται.

Το κόκκινο του ερημίτη φεγγαριού
τους βλέπει φυτρωμένο στ' αμμοσάκουλα.
Η κίτρινη ξοδιάζεται σημαία παρέκει
με μπόλικο άσπρο αλάτι γύρω της.

Χορευτικά μπαλόνια χύνονται άξαφνα, και πυρ.
Βγαίνει καπνός από πουλιά που κείτονται στον ουρανό.

Οι εχθροί σιμώνουν για να πάρουν τους νεκρούς τους.
Προσφέρονται τσιγάρα και γλυκά.


Οκτώβρης 1979

Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

ΣΕ ΚΛΙΜΑΚΑ ΕΛΑΣΣΩΝΑ 100 ΧΑΪΚΟΥ: Ποιητική Συλλογή της Μυριάνθης Παναγιώτου - Παπαονησιφόρου εκδοθείσα το έτος 2015

ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ


Της νύχτας ήχοι
Μαζί μου ξαγρυπνάνε
Άκου! Τριζόνι
* *
Το νυχτοπούλι
Έκλεισε τις πόρτες του
Νύχτα ή μέρα;
* *
Μικρό φεγγάρι
Μες τα κλαδιά του δέντρου
Αποκοιμήθη
* *
Τραγούδα νύχτα
Να κοιμίσω το παιδί
Που μ’ αγρυπνάει

ΕΡΩΤΙΚΑ


Όταν σωπαίνεις
Ουρανοί χαμογελούν
Βαθειά τα μάτια
* *
Να ‘μουν αγέρας
Στα φύλλα της καρδιάς σου
Να ξαποσταίνω
* *
Να ‘σουν θάλασσα
Κι εγώ το βοτσαλάκι
Στην αμμουδιά σου
* *
Να ‘σουν ποτάμι
Κι εγώ μες τα νερά σου
Το αποκλάδι
* *
Η ανάσα σου
Το χνώτο της Άνοιξης
Μες το χειμώνα
* *
Αστέρια λάμπουν
Μες το βαθύ σκοτάδι
Είναι τα μάτια σου;