Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Κάλαντα Χριστουγέννων Κύπρου





Καλήν εσπέραν θα σας πω
τζιάν(κι αν) είναι ορισμός σας
Χριστού τη θεια γέννηση
να πω, να πω στ’ αρκοντικόν σας.

Χριστός γεννιέται σήμερον
εν(στην) Βηθλεέμ την πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται
μαζί, μαζί τζι’ η φύσης όλη.

Γεννιέται μες το σπήλαιον
στη φάτνη των αλόγων
ο βασιλιάς των ούρανων
τζι ο πλά τζι ο πλάστης ημών όλων.

Αντζιέλοι εις τον ουρανόν
ψάλλουν το εν υψίστοις
τζιαι να το φανερώνετε
των νυ των νυκτοβάτων πίστης.

Που την Περσίαν έρκουνται(έρχονται)
τρεις μάγοι με τα δώρα
τζι’ έναν αστέριν λαμπερόν
τους ο τους οδηγά στην χώραν.

Το Πάσκαν που `ν’ να τρώετε
εις το αρκοντικόν σας
δώστε τζιαι κανενού φτωχού
απού απού το φαγητόν σας.

Χρονιά πολλάνα ζήσετε
να `στε ευτυχισμένοι
τζιαι στο κορμίν τζιαι στην ψυσιήν
να `σα να `σαστεν πλουμισμένοι.



για να τα ακούσετε πατήστε στο σύνδεσμο:

Κυπριακά Έθιμα του Δωδεκαημέρου



της Μαρούλλας Πανάγου

Δύο μέρες πρίν τα Χριστούγεννα γίνονταν δυο φουρνιές από τα ζυμώματα. Η μια ήταν οι κουμουλιές (Τα παξημάδια) κι η άλλη οι γεννόπιττες. Σησαμένα ψωμιά και κεντημένα από λουρίδες ζυμαριού που έπλαθαν οι νοικοκυρές (Όπως είπε και το κριθάρι μια φορά στο σιτάρι. Εμένα με τρών τα κτηνά μα εσέναν περιπαίζουν σσε οι γεναίτζιες ) Με το πλασμένο λοιπόν κουλουρωτό ζυμάρι έκαναν διάφορα σχέδια όπως αστέρια, λουλούδια , δενδράκια, κ,λ,π κι έπειτα τα βουτούσαν στο ασπρισμένο σισάμι που περιείχε μαυρόκοκκο και αρτησιά για να δίνει όμορφη μυρωδιά στα ψωμιά. Μετά ψαλίδιζαν γύρω - γύρω το ψωμί με το ψαλίδι που σχηματίζονταν δοντάκια. Με τον ίδιο τρόπο έφτιαχναν και τους άρτους ή το πεντάρτι όπως λεγόταν όταν θα έκαναν γιορτή σε κάποιο άγιο……
Οι κουμουλιές ή τα παξιμάδια γίνονταν με ξεχωριστό ζυμάρι .Πρόσθεταν μαστίχα μαχλέπι ζάχαρι και ρίζιαζαν το αλεύρι με λάδι . Έπειτα μπορεί να το ζύμωναν και με γάλα κ.λ.π. Όταν φούσκωνε το ζυμάρι που ήταν μαρουλλάτο (Οχι πολύ σκληρό ) το έπλαθαν σε κουλούρι το δίπλωναν σε ζικ-ζακ και έκοβαν το κάθε δίπλωμα που σχημάτιζε μύτη. .Μετά στο σησάμι και τα άφηναν να φουσκώσει και πάλι μέχρι να ξαναπυρώσει ο φούρνος . Σε μια ώρα έτοιμα μοσχομυριστά τα έσπαζαν εκεί που ήταν το δίπλωμα και τα έριχναν πίσω στον φούρνο για να ποξιμαδκιαστουν (Να ξεραθούν)

Την επομένη, παραμονή Χριστούγεννα αρχίζουν να ανάβουν τα Χαρτζιά*(Χάλκινα καζάνια) για να χογλάσει το νερό.
Δυο -τρεις άνδρες κάνουν το χρέος του χασάπη και σε λίγο οι στράτες του χωριού ολοκόκκινες από το αίμα των χοίρων.
Ο σφαγμένος χοίρος τοποθετείται στην βουκάνη* (Η σανίδα που τραβούσαν τα βόδια για το αλώνισμα)που έχει στερεωθεί πάνω σε δυο κοφίνια, κι αρχίζουν το καθάρισμα.
Λούζουν τον χοίρο με το χογλαστό νερό κι αρχίζουν να ξύνουν την πέτσα του, μέχρι να καθαρίσει. Ακολουθεί το ξηντέρισμα και το μαγείρεμα του συκωτιού (Του βλαντζιού) κι εμείς πιτσιρίκια να περιμένουμε πως και πώς, την φούσκα. Πού ήταν ένα είδος ψυχαγωγίας με τα πενιχρά οικονομικά που διάθετε τότε ο περισσότερος κόσμος
Με την βοήθεια της στετές* (Γιαγιάς)την καθαρίζαμε κι έπειτα με ένα ψιντρό καλάμι σαν μασούρι την φουσκώναμε. Μέχρι που γινόταν ένα πελώριο μπαλόνι. Την δέναμε και για ολόκληρη την μέρα ήταν το καινούργιο μας παιγνίδι.
Και τότε άρχιζε ο ρόλος και πάλι των νοικοκυρών να ετοιμάσουν τα κρέατα. Όπως τα σαρτσιερά,(Παστά ) το λαρδί και να κοπούν τα τσιρίντζια για τα λουκάνικα .
Τα σαρτσιερά όπως και οι τερτσιήες ήταν το ψαχνό κρέας και τα παγίδια, που τα αλάτιζαν και τα άφηναν όλο το βράδυ να φύγουν τα υγρά. Έπειτα, ο κουπανισμενος κόλιαντρος κανελλογαρύφαλλο και πιπέρι τα σκέπαζαν όπως και τα ψαρούδια που ήταν το φιλέτο και τα κρέμμαζαν στον ήλιο να στεγνώσουν ή στην νησκιά (το τζάκι) για να καπνιστούν. Το λαρδί το αλάτιζαν με χοντρό αλάτι μόνο και το κρεμούσαν από την στέγη ή στον στύλλο που στίριζε την νεφκά.(Η ξύλινη δοκός που κρατούσε την στέγη) για να ξεραθεί και έπαιρνε κάπου σαράντα ημέρες. Με κανένα τρόπο δεν έπρεπε να το δει ο ήλιος αλλιώς έπαιρνε ταγκή γεύση .
Ακολουθούσε μετά το κόψιμο για τα τσιρίντζια (μικροκομμένα κομμάτια από κρέας και λίπος και που χρειαζόσουν αρκετά ακονισμένα μαχαίρια μέχρι να τελειώσεις . Τα τοποθετούσαν στο σκαφίδι τα αλάτιζαν, πάλι με χονδρό αλάτι και για μια βδομάδα τα έβαζαν στο στερκό (ξηρό ) κρασί . Μετά την τελευταία μέρα πρόσθεταν τον σχοίνο τα μπαχαρικά και τα περνούσαν στα καθαρισμένα άντερα. Τα άντερα για μια βδομάδα βαρμένα σε χυμό από κοιτρόμηλο(Νεράντζι) μοσχομύριζαν. Η γιαγιά έφτιαχνε τότε το φιριλλούιν που ήταν ένας κύκλος από φρέσκο κλαδί ελιάς που έδενε την άκρη από το άντερο και περνούσε μέσα το κρέας. Αλλιώς χρησιμοποιούσε το χερούλι ψαλιδιού.
Σαν τέλειωναν τα περνούσαν σε σκουπόξυλα για να ξεραθούν Πριν όμως έβαζαν σε όλα ένα κλαδάκι ελιάς για να μην τα μαγαρίσουν οι καλικάντζαροι (σκαλαπούνταροι) που έφταναν για το δωδεκάμερο .
Έφταναν την παραμονή των Χριστουγέννων, μα πρώτα ο κουτσός που ξεκινούσε πρώτος διότι τον έπαιρνε πιο πολύ χρόνο, η διαδρομή από τα έγκατα της γης για να φθάσει την επιφάνεια, κι έπειτα ακολουθούσαν οι άλλοι.
Μετά οι γυναίκες έλειωναν το λίπος που έμπαινε σε αποστυρωμένες γυάλλες και που με αυτό μαγείρευαν το φαγητό που γινόταν πεντανόστιμο. Καμιά φορά αν δεν υπήρχε φαγητό, για μεσημεριανό εμείς τα πιτσιρίκια αλείβαμε την φέτα το ψωμί με το λίπος κι από πάνω πασπαλισμένο με ζάχαρη κι έτσι δεν υπήρχε πρόβλημα για την έλλειψη φαγητού .
Μετά το λίπος, έπρεπε να γίνει η ζαλατίνα (Πηκτή) κι έπαιρνε το όνομα από τον ζελέ που σχηματιζόταν. Γινόταν από τα αυτιά, τα ποδαράκια, το κεφάλι και ψαχνό. Το έβραζαν σε σιγανή φωτιά με φλούδα πορτοκαλιού, καφτερή πιπεριά ολόκληρο πιπέρι και άλλα μπαχαρικά. Κι όταν ψηνόταν το κρέας κι έβγαινε από το κόκκαλο, η γιαγιά το περιέχυνε με χυμό από τα κυτρομηλα, το έβαζε σε πήλινα τσουκάλια και το σκέπαζε με το ζουμί Έβαζε και το καθιερωμένο κλαδί της ελιάς κι ένα κλαδάκι δενδρολίβανο . Όταν κρύωνε έβλεπες ότι ήταν σκεπασμένο με λίπος που το προφύλαγε να μην χαλάσει και μπορούσε να αντέξει μέχρι και 40 ημέρες .
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς η μάνα θα έφτιαχνε την βασιλόπιττα όπου μέσα θα έμπαινε το χρυσό φλουρί που δεν ήταν άλλο από μισό ή ένα σελίνι κι όποιος ήταν τυχερός και το κέρδιζε πόση χαρά ένοιωθε. Ένα ολόκληρο σελίνι ήταν τούτο και ξέρετε πόσα καλούδια μπορούσες να αγοράσεις ; Μπορούσες με ένα γρόσι να πάρεις 4 καραμέλες με δυο γρόσια μια μέτρια σοκολάτα ή μια τύχη που ποιός ξέρει αν δεν είχε και το τυχερό χαρτάκι για το καραβάκι που ήταν το έπαθλο αν ήσουν ο τυχερός .
Το βράδυ της παραμονής από νωρίς η μάνα θα έφερνε τα ελαιόκλαδα που μαζί τους παίζαμε τον αϊ Βασίλη. Ένα έθιμο που ήρθε από το βυζάντιο και λεγόταν πυρομαντία και παιζόταν ως εξής .

Κόβαμε το φύλλο και λέγαμε

Αϊ Βασίλη βασιλιά
που' σαι πάνω στην ελιά
που πήες πέρα των περών
τζι είδες τες τύχες των τυχών
είδες τζι εμεν την τύχη μου
αν μ' αγαπά ο τάδε
Αν μ' αγαπά να παίξεις να γυρίσεις
τζιαι τον νούρον σου να σείσεις
αν μεν μ' αγαπά με να παίξεις με να γυρίσεις
με τον νούρον σου να σείσεις
τζιαι να καείς .
Αν το φύλλο χοροπηδούσε τότε σήμαινε ότι το ονοματισμένο πρόσωπο σε αγαπούσε, κι αν όχι τότε δεν τον ενδιέφερες καθόλου .
Έπειτα από τα κλαδάκια της ελιάς θα έβαζε όπως ανέφερα και πιο πάνω σε όλα τα χοιρινά τα λουκάνικα, τα σαρτσιερα(Τα ψαχνά ) και το λαρδί για να μην τους κατουρήσει ο Αϊ Βασίλης όταν θα κατέβαινε από τον καπνοδόχο.
Μετά η νοικοκυρά θα έβαζε το καλύτερο τραπεζομάντηλο και θα έστρωνε το τραπέζι για να τον καλωσορίσουν. Επάνω θα έβαζε το κολότζιην(την κολοκύθα) με το κρασί, τηγανισμένα λουκάνικα και άλλα καλούδια. Επίσης μια κούπα από σιτάρι λάδι και το κρασί, όπως και το πουγκί του νοικοκύρη για να τα ευλογήσει ο άγιος να έχουν καλοχρονιά και το πουγκί να είναι ολόχρονα γεμάτο με ριάλια (χρήματα). Εκείνο το σιτάρι(τον Βασίλη όπως το έλεγαν) το φύτευαν σε μια γλαστρουλα ρηχή και την μέρα του αγίου Αντωνίου το έπαιρναν και το φύτευαν στο χωράφι για να έχει πλούσια σοδειά
Επίσης την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι ρεσπέρηδες (γεωργοί) έψηναν κόλλυφα και τα ανακάτευαν μαζί με το ροάσηιερο, Τα άχυρο από ρόβι όπου το έδιναν στα βόδια τους για να φάνε, τόσο για να ευλογηθούν, όσο και για να δείξουν τον μεγάλο τους σεβασμό για την προσφορά των ζωντανών. Την ώρα που τους το έδιναν, έλεγαν στα βόδια, "φάτε τζι΄ εν που τους κόπους σας", Την ίδια στιγμή πίστευαν ότι και τα ίδια τα βόδια μιλούσαν μεταξύ τους και έλεγαν;" Φάτε να φάμεν, τζ΄ εν που τους κόπους μας". Όμως ο διάλογος μεταξύ των βοδιών αυτών ήταν δυνατός μόνο εάν τα βόδια ήσαν αδέλφια, ή είχαν το ίδιο χρώμα ή την ίδια ηλικία. Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές των διαλόγων, όσο και αυτών που λένε οι γεωργοί. Σε μερικά χωριά το ίδιο βράδυ άναβαν κεριά πάνω στα κέρατα των βοδιών. Σε άλλα χωριά το "κοόυσιησμαν"με κόλλυφα γινόταν και το Σάββατο μετά το Καλόν Λόον, και σε κάποια άλλα γινόταν και την Παραμονή των Φώτων. Σε μερικά χωριά, την αυγή της πρωτοχρονιάς έβαζαν τα βόδια και μέσα στο σπίτι για να έρτει η ευλογία- ευλογία, και το βόδι το ιεωρούσαν ιερό και ευλογημένο ζώο. Όταν το βόδι βέλαζε λέγαν αν υπήρχε και το να στην φωνή του σίγουρα θα έλεγε μανά
Βεαια σε πολλά σπίτια οι πάχνες των βοδιών αποτελούσαν τμήμα του σπιτιού και πίσω από τις πάχνες βρισκόταν τα ασιερονάρι.
Τα βράδια των δωδεκάμερων δεν έπρεπε να βγαίνεις βράδυ έξω, πάντα να είχες σταυρό στον λαιμό σου, για να μήν είχες κακό συναπάντημα με τους καλικάντζαρους. Αν είχες την κακοτυχία να τους συναπαντούσες τους έβλεπες λαμπροντυμένους σαν βασιλιάδες και σε έπαιρναν μαζί τους για γλέντι έξω στα χωράφια. Εκεί έπιναν σε χρυσοπότηρα και πιάτα χρυσαφένια, σε μεθούσαν (υποτίθεται με γλυκό κρασί). Κι όταν ξυπνούσες το πρωί βρισκόσουν σε μια κοπριά αντι για τα παλάτια που είχες δει κι όσο για το κρασι ήταν από κατούρημα γαϊδάρου και τα χρυσά σκεύη ήταν τα νύχια του γάιδαρου. Έτσι χρειαζόταν μεγάλη προσοχή. Όταν σου πρόσφεραν το κρασί και σε παρακινούσαν να πιείς θα τους έλεγες: Μα πόθεν να πιώ ,ποδά ωξά ποδά (Απ'εδώ ή απ'εδώ) και θα έκανες το σημείο του σταυρού. Τότε θα γίνονταν καπνός κι εσύ θα δόξαζες τον Θεό που γλύτωσες από τα κόλπα των πονηρών καλικάντζαρων που δεν ήταν τίποτε παραπάνω από κουτοπόνηρα διαβολάκια.
Άλλο έθιμο που μας ήρθε πολύ αργότερα ήταν και το στόλισμα του δέντρου
Ο πατέρας το κουβαλούσε (κι αν δεν υπήρχε ο πατέρας έπεφτε και τούτη η δουλειά στην μητέρα, που με τον σβανά (πριόνι, έκοβε ένα κλωνάρι από πεύκο και το βάζαμε στον αρχαίο μας κούζο (κάτι σαν πήλινος αμφορέας που ήταν προίκα από τον προ-προ- προ παππού μας και παλιά τον χρησιμοποιούσαν για την αποθήκευση του λαδιού).
Τούτο το καθήκον ήταν για μας τα παιδιά και το στολίζαμε με χρωματιστά μπαλόνια, κουρελάκια και βαμβάκι. Τα κουρελάκια, μας τα προμήθευε η μοδίστρα του χωριού με αποκόμματα από τα υφάσματα
Όταν τελειώναμε φτιάχναμε και το ασημένιο αστέρι στην κορυφή. Όσο για τα δώρα αν υπήρχαν τα παίρναμε την πρωτοχρονιά για να είμαστε τυχεροί ολόχρονα
Την μέρα της πρωτοχρονιάς μας έλεγαν να μην θυμώνουμε, να μην κλαίμε και να μην τσακωνόμαστε διότι ότι έκανες κείνη την μέρα, θα το έκανες όλο τον χρόνο .
Πρωί - πρωί φορούσαμε τα καλά μας, που ήταν άπανα (αφόρετα ακόμα και πηγαίναμε όλο το χωριό στην εκκλησία).
Μα ανυπόμονοι εμείς τα πιτσιρίκια και πριν να τελειώσει η λειτουργία θα τρέχαμε στον παππού, την γιαγιά, τον πατέρα , την μάνα και την νουνά μας. Θα απαγγελλαμε το:

«Καλημερα τζιαι τα φώτα
τζιαι την πλουμηστήραν πρωτα»

Αυτό λόγω του ότι τα παλιά χρόνια, η πρωτοχρονιά ήταν την ημέρα των φώτων
και η πλουμηστήρα ήταν το δώρο μας(μπορεί και μερικά γρόσια) κάτι που δεν γινότανε την κάθε μέρα ) όμως σήμερα έπρεπε, για να είμαστε τυχεροί όλο τον χρόνο.
Πλουμί λεγόταν και το κέντημα κι όταν λέγαμε στον παππού για την πλουμηστήρα, μας έλεγε χαμογελώντας κάτω από τα μουστάκια του. “Ατε πέτε της στετές σας (Γιαγιά σας )να σας δώκει το βελόνι να σας πλουμίσω .
Όχι παππού πλουμιστήρα θέλουμεν οχι πλουμιά κι έτσι με τα παρακάλια έβαζε το χέρι στην ζώστρα όπου κρυβόταν το δερμάτινο τσεντί(Πορτοφόλι)και μας έδινε την πλουμηστήρα μας, όπου σε λίγο κατέληγε στο συρτάρι του καφετζιή.

Την παραμονή των Φώτων οι νοικοκυρές θα έφτιαχναν τα ξεροτήγανα , (τους λοκμάδες),  Όπου θα τους έριχναν στην σκεπή για να πολογιάσουν τους καλικάντζαρους. Επίσης μερικά τεράτσια λουκάνικα και σαν τα έριχναν έλεγαν:

Τιτσίν -τιτσίν λουκάνικο
μασιαίριν μαυρομάνικο
κομμάτιν ξεροτήανο,
να φαν η καλικάντζιαροι
να παν εις στην δουλειάν τους

Αν τα έτρωγαν οι γάτες ή οι καλικάντζαροι ακόμα αναρωτιόμαστε διότι την άλλη μέρα εξαφανίζονταν, αλλά πού να τολμήσουμε να πούμε τις απορίες μας που οι μεγάλοι ήξεραν πιο πολλά από μας και τους μεγάλους έπρεπε να τους σεβόμαστε. Όσο για την δουλειά των καλικαντζάρων όταν θα εξαφανίζονταν πριν αγιαστούν τα νερά, ήταν να αρχίσουν να πριονίζουν και πάλι το δένδρο που κρατούσε την γη και που το είχαν παρατήσει για τα δωδεκάμερα.
Μέχρι να ξαναγυρίσουν, η πληγή του πριονισμένου δένδρου, έδενε κι έπρεπε να ξαναρχίσουν, μέχρι τα επόμενα δωδεκάμερα.
Η παραμονή των φωτών είναι νηστήσιμη διότι ο κόσμος θα έπινε το δρόσος (το αγιασμένο νερό ) που το έπαιρναν σε μπουκάλια και με το υπόλοιπο ράντιζαν το σπίτι τα ζώα, αλλά και τα σπαρτά για να έχουν ευλογία και καλοχρονιά.
Την ημέρα των φώτων έστρωναν το τραπέζι με ζαλατήνα, τηγανισμένα λουκάνικα, και έβαζαν την πισσωμένη κολοκύθα με το σπιτίσιο γλυκό κρασί ή ζηβανία και τα μικρά ποτηράκια του κρασιού. Το σπίτι πεντακάθαρο και μετά την λειτουργία περίμεναν τον παπά με την συνοδεία του, που αποτελείτο από τους επιτρόπους της εκκλησίας και το παιδί που κρατούσε το κουβαδάκι με τον αγιασμό . Ο Ιερέας κρατούσε ένα μάτσο από ψιντρό βασιλικό και στο άλλο χέρι τον θυμιατό και άγιαζε το σπίτι και τους νοικοκυραίους όπου φιλούσαν τον σταυρό ,ενώ οι επιτρόποι ετοίμαζαν την απόδειξη για την πληρωμή όπου όλοι
έπρεπε να πληρώνουν τα δικαιώματα της εκκλησίας και με τα χρήματα θα πληρωνόταν ο ιερέας το μηνιάτικό του για ολόκληρο το χρόνο.

Κι αυτί ήταν και το τέλος για τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές

Χριστούγεννα της Ειρήνης Ανδρέου

Χριστούγεννα και πάλι! Τρανή γιορτή!
Το "επί γης ειρήνη ακούγεται ξανά"
μα είναι δυστυχώς για άλλη μια φορά
μελωδία μεν γλυκιά αυταπάτη δε πικρή....
Μια καταισχύνη για της γής τους δυνατούς
που σαν νέοι Ηρώδεις διατάζουν την σφαγή.
Πόλεμος, πείνα, συμφέρον, ψυχρή λογική
κατατρέχουν, αφανίζουν χιλιάδες χριστούς
Χριστούγεννα ξανά! Άγια τρανή γιορτή
μα ποιος το μύνημα μπορεί να νιώσει...
Τράπουλα, φαγοπότι κι υποκρισία τόση,
για διασκέδαση φτηνή, μια ακόμη αφορμή.
Χριστούγεννα! Και χτες και τώρα κι αύριο...
τρανή γιορτή μα παρεξηγημένη...
Το μύνημα της πάντα μύνημα θα μένει
κι ο κόσμος γύρω ένα θέαμα μακάβριο...

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Τα Τσιαττιστά ...μια έρευνα /Μελέτη του Γιώργου Σοφοκλέους

Τα Τσιαττιστά αποτελούν ένα από τα πιο ζωντανά κομμάτια της Κυπριακής λαϊκής ποιητικής δημιουργίας. Πρόκειται για αυτοσχέδια ποιητικά δημιουργήματα στιγμιαίας έμπνευσης, ως επί το πλείστον διαγωνιστικού χαρακτήρα. Γι’ αυτό ονομάζονται και τσιαττιστά του παλιωμάτου. Αυτός που τσιαττίζει, (συν)ταιριάζει στίχους με ενιαίο νόημα και περιεχόμενο σε έμμετρο δεκαπεντασύλλαβο. 
Εκτός από τα τσιαττιστά του παλιωμάτου, υπάρχουν κι άλλα είδη, υποκατηγορίες θα μπορούσαμε να τις αποκαλέσουμε, όπως τα ερωτικά, κοινωνικά, βουκολικά, ακόμη και πολιτικού περιεχομένου. Τα αυτοσχέδια αυτά ποιητικά δημιουργήματα αποκαλούνται και τραγούδια γιατί οι ποιητάρηδες τα λένε τραγουδιστά με τη συνοδεία μουσικής (βιολί και λαούτο). 
Η πιο συνηθισμένη φόρμα που χρησιμοποιείται για το τσιάττισμα στους ποιητικούς διαγωνισμούς είναι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος σε δύο ομοιοκατάληκτους στίχους. Πολλές φορές όμως οι ποιητάρηδες χρησιμοποιούν και ένα έως δυο ακόμη στίχους, σε δεκαπεντασύλλαβο, οκτασύλλαβο, εξασύλλαβο, ακόμη και εννιασύλαβο. Στους επίσημους διαγωνισμούς επεκράτησε τελικά, το δίστιχο. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι η ομιλουμένη κυπριακή τοπική διάλεκτος. 
Για να διαγωνιστεί κάποιος στα τσιαττιστά πρέπει να είναι καλός ποιητάρης, να έχει την ικανότητα πολύ γρήγορης σύνθεσης στοίχων και ταυτόχρονα την οξυδέρκεια να απαντά με αμεσότητα στον αντίπαλο του, παρασύροντας τον σε θεματολόγιο της δικής του επιλογής. Συχνά-πυκνά οι τσιαττιστάες απειλούν ο ένας τον άλλον, χλευάζουν και διασύρουν τους αντιπάλους τους, υπερτονίζοντας τις δικές τους ικανότητες ή χαρίσματα. 
Αρέσκονται δε να αυτοπροβάλλονται ως «δάσκαλοι» και αήττητοι ποιητάρηδες. Τα τσιαττιστά έχουν έντονα κοινωνικό χαρακτήρα επειδή ακριβώς υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στους ποιητάρηδες και το ακροατήριο που μόνο στη περίπτωση των διαγωνισμών είναι «παθητικό». Σε όλες τις άλλες, διασκεδάσεις, γιορτές, γάμους, πανηγύρια, πολύ συχνά συμμετέχει στο τσιάττισμα, είτε δίνοντας το θέμα, είτε με ερωταπαντήσεις. Ως εκ τούτου τα τσιαττιστά αποτελούν ένα ισχυρό συνεκτικό κοινωνικό κρίκο αφού συμβάλλουν στην ψυχαγωγία και επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους κάθε ηλικίας, προσθέτοντας ποιότητα και χρώμα στις διάφορες εκδηλώσεις. 
Παράλληλα, σε προσωπικό επίπεδο, το άτομο που θέλει να ασχοληθεί με το τσιάττισμα, πέραν του πηγαίου ταλέντου, που κι αυτό καλλιεργείται με την άσκηση, πρέπει να φροντίσει από μόνο του να αναπτύξει και ορισμένες δεξιότητες όπως καλά αντανακλαστικά, ετοιμότητα, αποστήθιση – απομνημόνευση στίχων, εμπλουτισμό του λεξιλογίου του, πλούσια φαντασία, ικανοποιητικές γενικές γνώσεις, άριστη γνώση της κυπριακής διαλέκτου, της λαϊκής ποίησης και της προϊστορίας (παλαιότερους ποιητάρηδες και το έργο τους). 


ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ 

Η λαϊκή ποίηση στη Κύπρο έχει διανύσει μια πολύ μεγάλη πορεία μέσα στον χρόνο, περνώντας από διάφορα στάδια και διακυμάνσεις. Τα Τσιαττιστά ως αναπόσπαστο τμήμα της λαϊκής ποίησης δέχτηκαν αρκετές επιδράσεις, διατήρησαν όμως και πολλά στοιχεία από την αρχική τους μορφή. Παλιότερα, ήταν διαδεδομένα σ’ ολόκληρη την Κύπρο, γνώρισαν όμως ιδιαίτερη άνθιση στην περιοχή των Κοκκινοχωριών. Τα τελευταία χρόνια έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από το υπόλοιπο νησί, διατηρούν όμως μέρος της παλιάς τους αίγλης, στα Κοκκινοχώρια καθώς και σε μεμονωμένες κοινότητες της επαρχίας Λάρνακας. Απομεινάρια λαϊκής ποίησης και τσιαττιστών μπορεί να ανιχνεύσει κανείς σε ορισμένες κοινότητες ακόμη στις άλλες επαρχίες.

Εξετάζοντας αυτή την πορεία θα πρέπει να προστρέξουμε σε ιστορικές πηγές καθώς και στην προφορική παράδοση προκειμένου να προσδιορίσουμε τις καταβολές, τις ρίζες αλλά και τις μορφές των επιδράσεων. Θρύλοι και παραδόσεις υποστηρίζουν πως κοιτίδα της λαϊκής ποίησης είναι η περιοχή των Κοκκινοχωριών. Πάντως, ίδιοι οι ποιητάρηδες φρόντιζαν με ζήλο αυτή την παράδοση και σε κάθε ευκαιρία είτε πρόβαλλαν την περιοχή ως γεννήτρα μεγάλων ποιητών, είτε αυτοπροβάλλονταν οι ίδιοι ως φορείς και συνεχιστές της αρχαίας παράδοσης, ή ως απόγονοι μεγάλων ποιητών.

Οι πρώτες αναφορές για ποιητικούς διαγωνισμούς συναντώνται στον Όμηρο (Ιλιάδα) και τον Ησίοδο (Έργα και Ημέραι). Στην Κύπρο ως πρώτοι ποιητές αναφέρονται ο Κινύρας (12 π. Χ. αι.) βασιλιάς στην Παλαίπαφο και αρχιερέας στο ναό της Αφροδίτης και ο Στασίνος (7 π. Χ. αι.) ο οποίος έγραψε τα Κύπρια Έπη κατά το πρότυπο της Οδύσσειας. Ο Στασίνος εθεωρείτο από πολλούς αρχαίους συγγραφείς ως γαμπρός του Ομήρου ενώ κατά την αρχαιότητα η Κύπρος παρουσιαζόταν ως γενέτειρα του Ομήρου. Αυτήν την διεκδίκηση, από την αρχαία Σαλαμίνα βασικά, ήρθε αργότερα (2ος αι.. μ.Χ.) να την στηρίξει ιστορικά ο Παυσανίας. Συγκεκριμένα στο βιβλίο του «Τα Φωκικά» κεφ. 24, αναφέρεται σε μια επιγραφή-χρησμό που είδε κατά την επίσκεψη του στους Δελφούς. Σ’ αυτήν ήταν καταγραμμένη μια παλαιά προφητεία του ιερέα Εύκλου σύμφωνα με την οποία στη Κύπρο θα γεννιόταν ο μεγαλύτερος αοιδός όλων των εποχών, σε μια αγροτική περιοχή δυτικά της Σαλαμίνας: 

«Και τοτ’ εν ειναλίη Κύπρω μέγας έσσετ’ αοιδός 
ον τε Θεμιστώ τέξει επ’ αγρού δια γυναικών 
νόσφι πολυκτεάνοιο πολύκειλιτον Σαλαμίνος. 
Κύπρον δε προλιπών διερός θ’ υπό κύμασιν αρθείς. 
Ελλάδος ευρυχώρου μούνος κακά πρώτος αείσας 
έσσεται αθάνατος και αγήραος ήματα πάντα». 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 

«Και τότε στη θαλασσινή την Κύπρο θα γεννηθεί ο μεγάλος αοιδός 
θα τον γεννήσει η θεία Θεμιστώ σε αγρό μοναχικό 
μακριά από την πυκνοκατοικημένη Σαλαμίνα. 
Κι αυτός αφήνοντας την Κύπρο θα κινήσει πάνω στα κύματα 
για τη Μεγάλη Ελλάδα, της μοίρας τα κακά γραφτά να τραγουδήσει, πρώτος αυτός 
κι αθάνατος κι αγέραστος θα μείνει στους αιώνες». 

Πληροφορίες για ποιητικούς διαγωνισμούς υπάρχουν σε δεκάδες αρχαία κείμενα τα περισσότερα από τα οποία είναι αναφορές για ποιητικούς διαγωνισμούς σε θρησκευτικές γιορτές όπως τα Πύθια, τα Μεγάλα Διονύσια κ.α. Στην Κύπρο συνέβαινε κάτι ανάλογο στα Αφροδίσια, την μεγάλη θρησκευτική γιορτή προς τιμή της θεάς Αφροδίτης. Επειδή στα κυπριακά ήθη και έθιμα διατηρήθηκαν αρκετά κατάλοιπα της γιορτής αυτής μετουσιωμένα βεβαίως και προσαρμοσμένα στους κανόνες και την ηθική της νέας θρησκείας, θα μπορούσε να πει κανείς ότι συμβαίνει κάτι ανάλογο και με την γιορτή του Κατακλυσμού σήμερα. 
Στα νεότερα χρόνια (από τα τέλη του 19ου αι.) η γιορτή του Κατακλυσμού αναβιώνει με μεγάλη επιτυχία στη Λάρνακα, με αθρόα συμμετοχή του κοινού, από όλες τις ελεύθερες περιοχές του νησιού. Τα τελευταία χρόνια επανήλθαν και ορισμένοι Τουρκοκύπριοι οι οποίοι συμμετέχουν στις εκδηλώσεις. 

Παλαιότερα, η τέχνη του «ταιριάσματος» λέξεων και στίχων δεν ήταν πρακτική που αναδεικνυόταν μόνο στη διάρκεια ποιητικών διαγωνισμών. Ενόσω η κυπριακή ντοπιολαλιά ήταν σε ευρεία χρήση, αρκετοί κάτοικοι του νησιού, ακόμα και την απλή καλημέρα που αντάλλαζαν, την έλεγαν τραγουδιστά. Οι πιο επιδέξιοι από αυτούς συμμετείχαν στη συνέχεια σε γιορτές και πανηγύρια και αναδεικνύονταν στους διαγωνισμούς. Αυτούς που ξεχώρισαν λίγο - πολύ τους γνωρίζουμε είτε μέσα από το έντυπο υλικό, είτε από μαρτυρίες νεότερων. Η μεγάλη όμως μάζα του πληθυσμού παραμένει ουσιαστικά στην αθέατη πλευρά της ιστορίας. Είναι άλλωστε πρακτικά αδύνατο να καταγραφούν τα στιχουργήματα τόσων χιλιάδων ανθρώπων. 

Μέσα στα πλαίσια της παρούσας έρευνας, αλλά και παλαιότερων, καταγράψαμε μαρτυρίες ηλικιωμένων σύμφωνα με τις οποίες στα πιο παλιά χρόνια ο έμμετρος στίχος, το τσιάττισμα και το τραγούδι, ήταν σε καθημερινή χρήση. Ακόμα και σήμερα αρκετοί Κύπριοι συνεχίζουν αυτή την παράδοση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πολλοί ηλικιωμένοι, όπως η εκατοχρονίτισσα γιαγιά Άννα Χαραλάμπους από το Παραλίμνι όπου καθ’ όλη την διάρκεια μιας πρόσφατης συνέντευξης σε ότι κι αν την ρωτούσαμε, ότι θέμα κι αν ανοίγαμε, μας απαντούσε μ’ ένα τσιαττιστό. 

Για τη Βυζαντινή περίοδο (395μ.Χ.-1191μ.Χ.) δεν υπάρχουν στοιχεία που να αναφέρονται σε επώνυμους Κύπριους ποιητές. Κυριαρχούσαν τα ακριτικά τραγούδια αφηγηματικού χαρακτήρα σε ύφος και περιεχόμενο ηρωικό, μέχρι υπερβολής, τα οποία εξυμνούσαν τα κατορθώματα και την παλικαριά των Ακριτών όπως αυτά του Διγενή τζαι του Χάροντα που διασώζονται σε διάφορες παραλλαγές, Τα τέσσερα παλληκάρια κ.α. Γνωρίζουμε από ιστορικές μαρτυρίες ότι αυτή την περίοδο υπήρχαν ανώνυμοι ποιητάρηδες που απάγγελλαν και τραγουδούσαν σε γιορτές και πανηγύρια, κυρίως ακριτικά καθώς και θρησκευτικά άσματα σε μια γλώσσα ανάμικτη, κυπριακή διάλεκτο και ευαγγελική. 
Κατά τη Φραγκοκρατία (αρχές 13ου έως τα μέσα του 16ου αι.) επικρατέστερα ήταν τα δημοτικά τραγούδια με περιεχόμενο κοινωνικό και ερωτικό όπως για παράδειγμα η Αροδαφνούσα, Ο πραματευτής κ.α. Οι ποιητάρηδες αυτής της περιόδου αντλούν το ρεπερτόριο τους από την παράδοση, συχνά όμως δημιουργούν και δικά τους. Κάποια απ’ αυτά τα προσωπικά δημιουργήματα πέρασαν μέσα από τη διαδικασία της ανάπλασης από στόμα σε στόμα και έγιναν δημοτικά. Σ’ αυτή την περίοδο συντελείται μια πολύ σημαντική αλλαγή που καθορίζει πλέον και διαμορφώνει την τελική φόρμα της κυπριακής λαϊκής ποίησης και κατ΄ επέκταση και των τσιαττιστών. Καθιερώνεται η ομοιοκαταληξία και οριστικοποιείται το μέτρο. Βεβαίως διατηρείται ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος ως η βάση της κυπριακής λαϊκής ποίησης αλλά κοντά σ’ αυτό προστίθενται κι άλλα όπως το «λόγιο τετράστιχο». Το λόγιο τετράστιχο, λέγεται «λιπέρτικο τετράστιχο» γιατί ο πρώτος που το καθιέρωσε ήταν ο λόγιος διαλεκτικός ποιητής Δημήτρης Λιπέρτης (1866- 1937) και στη συνέχεια τον μιμήθηκαν πολλοί επώνυμοι ποιητάρηδες. Η τελική φόρμα διαμορφώνεται ανάλογα με τις ανάγκες ή τους τρόπους έκφρασης του ποιητή. 

«Ο ποιητής της σήμμερον για να ‘χει την αξίαν 
πρέπει να έχει έννοιαν και ομοιοκαταληξίαν». 

Σύμφωνα με τους μελετητές από το 1878 έως το 1935 κυκλοφόρησαν στην Κύπρο περί τις 700 ποιητικές φυλλάδες (ο Ν. Γ. Κυριαζής αναφέρει τον αριθμό 668 και ο Κ. Γ. Γιαγκουλλής 698). Σχεδόν σε όλες τις φυλλάδες οι δημιουργοί τους φρόντιζαν να διατυπώσουν με έμμετρο στίχο απειλές για τους επίδοξους αντιγραφείς ενώ κατά κανόνα πρόβαλλαν με έντονο τρόπο το όνομα και την καταγωγή τους σε μια εμφανή προσπάθεια να γίνουν ευρέως γνωστοί. 

Τον ποιητήν αν θέλετε να μάθετε εν πρώτοις, 
Ανδρέας ονομάζουμαι κι είμαι Αραδιππιώτης. 

Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατάκτησης του νησιού (1571- 1878) οι προσωπικές συνθέσεις των ποιητάρηδων άρχισαν να κερδίζουν έδαφος σε βάρος των δημοτικών τραγουδιών, αφού φρόντιζαν οι ίδιοι να μνημονεύεται το όνομα τους στις προσωπικές τους δημιουργίες χωρίς βέβαια αυτό να γίνεται πάντα κατορθωτό. Αυτή η τάση για αναφορά στο όνομα του δημιουργού λαϊκής ποίησης οριστικοποιείται τέλη του 19ου αι. με την έλευση της τυπογραφίας στη Κύπρο (1878). Ο ανώνυμος δημιουργός αποκτά όνομα και αναγνώριση. Οι ποιητάρηδες προχωρούν στην έκδοση των στιχουργημάτων τους σε πρόχειρες φυλλάδες τις οποίες πωλούν οι ίδιοι σε γάμους, γιορτές και πανηγύρια, τραγουδώντας αποσπάσματα από τα ποιήματα τους. Η αλλαγή αυτή από την μια βοήθησε στη ραγδαία ανάπτυξη και προώθηση της λαϊκής ποίησης στο ευρύτερο κοινό, από την άλλη όμως έθεσε οριστικά τέλος στη εξέλιξη της δημοτικής ποίησης, αφού ο κάθε δημιουργός διεκδικούσε στο εξής τα πνευματικά του δικαιώματα, την πατρότητα και του τελευταίου δίστιχου που συνέθετε. 

«Δεν επιτρέπω κανενός να το ανατυπώσει 
τζι όποιος τον νόμον παραβεί στο φρέσκο θα τρυπώσει».

 Σ’ αυτή την χρονική περίοδο παράλληλα με την εξάπλωση της ποιητάρικης φυλλάδας, τα Τσιαττιστά γνώρισαν μεγάλη άνθιση. Δεκάδες επώνυμοι τσιαττιστάδες εμφανίστηκαν κυρίως στα Κοκκινοχώρια και την επαρχία Λάρνακας, είχαμε όμως και μερικούς σημαντικούς τσιαττιστάδες από τις άλλες επαρχίες όπως για παράδειγμα στην Κερύνεια και την Πάφο. Μεγάλη συμβολή σ’ αυτή την ανοδική πορεία είχε η αναβίωση της γιορτής του Κατακλυσμού και η επίσημη επαναφορά των ποιητικών διαγωνισμών. Πρωτεργάτης και πρωτοπόρος σ’ αυτή την εξέλιξη ήταν ο Δήμος Λάρνακας ο οποίος πρώτος ανάλαβε τα ηνία της αναβίωσης συμβάλλοντας στην αναβάθμιση της και βεβαίως στη συνέχεια ακολούθησαν κι άλλοι. Από το 1935 έως το 1976 παρατηρήθηκε μια κάμψη στην κυκλοφορία των φυλλάδων (κυκλοφόρησαν περίπου 400). Κατά την δεκαετία του 1980 επήλθε το οριστικό τέλος αφού ο τελευταίος των ποιητάρηδων, Ανδρέας Μαππούρας από την Αραδίππου λίγα χρόνια πριν τον θάνατο του (1997) είχε πάψει να κυκλοφορεί φυλλάδες. 

Στις μέρες μας, όπως και προηγουμένως στην μακραίωνη πορεία της, η λαϊκή ποίηση δέχτηκε ποικίλες επιδράσεις από την σύγχρονη πραγματικότητα με αποτέλεσμα να παρουσιάζει μια φθίνουσα πορεία. Η απότομη αλλαγή του τρόπου ζωής των Κυπρίων, οι βαθιές κοινωνικές τομές με κύρια χαρακτηριστικά την αστικοποίηση και τον εκμοντερνισμό, αλλά και ο αδόκιμος παραμερισμός και περιθωριοποίηση της τοπικής διαλέκτου με την αντικατάσταση της από την Πανελλήνια δημοτική, είναι αιτίες που συντελούν στο μαρασμό της λαϊκής ποίησης, και αν δε ληφθούν έγκαιρα μέτρα θα οδηγήσουν στην εξαφάνιση της. 

Γιώργος Σοφοκλέους
 Δημοσιογράφος - Ερευνητής
 Μελέτη για το Δήμο Λάρνακας


Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

«Η Λάρνακα του Πουρίνου» Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Σωκράτη Τ. Αντωνιάδη







".........Πρόκειται για ιστορίες με ξεχωριστό χιούμορ ενός σύγχρονου θυμόσοφου της Λάρνακας, του Χριστάκη Κτωρίδη, γνώστου στους συμπολίτες του ως Πουρίνου. Σε κάθε ιστορία ακολουθούν πληροφορίες για τη Λάρνακα και τους ανθρώπους της των 70 πρώτων χρόνων του 20ού αιώνα."

Σωκράτης Τ. Αντωνιάδης.







Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Δέστε τα μάτια σας



Δέστε τα μάτια σας μπροστά από το τον ήλιο
Να δείτε εκείνο το μέρος του σκοταδιού που ακτινοβολεί
Και θα ΄ναι σαν να πεθαίνει το φως
Όπως η πυγολαμπίδα στο στόμα της νυχτερίδας.

Δέστε τα μάτια σας, είναι μεγάλος ο θρήνος των καλών ανθρώπων
Σαν στέκονται βουβοί πάνω από το μνήμα της πατρίδας
Με το σάβανο κατάλευκο σαν τη σημαία της διαύγειας
Με το φέρετρο σπιτικό που υποθηκεύτηκε στο θλιμμένο μέλλοντα.

Δέστε τα μάτια σας, και μη σκεφτείτε τη νύχτα
Είναι η περιπέτεια ενός στίχου στο φεγγαρόφωτο
Είναι ο μαύρος λίθος στη πλάτη ενός πολιτικάντη
Είναι ο εκφυλισμός των δακρύων.

Δέστε τα μάτια, η αγχόνη αυτή θ΄ απαλύνει τον πόνο της μέρας
Οι εποχές θα ξεμακρύνουν από τις ζωές μας, κενοί οι χρόνοι
Κι ο εφιάλτης,
Ο εφιάλτης θα σταθεί απέναντι στους τριακόσιους στη γνωστή σύναξη των ανικάνων
Τέλος,
μεσάνυχτα θα στηθεί ο γνωστός αδριάνας της ιστορικής λήθης.

Τις Κυριακές του χειμώνα


Τις Κυριακές του χειμώνα
πετάω το σώμα μου 
απ’ τα πλεκτά του ρούχα.
Οι κόμποι γίνονται ένα δοχείο διαδρομής
και μοτίβα διαλεκτών υαλικών
ιταλικής προέλευσης, κατά προτίμηση.
Παραδίδεται το σώμα
σε μια καταδικαστέα νοσταλγία
κι αναζητά τον χρόνο,
τον χρόνο που ήταν πάντα λίγος.
Τις Δευτέρες, ως δια μαγείας
το σώμα επανέρχεται οικειοθελώς
μου ψιθυρίζει αναγεννημένο
τα χατίρια της άνοιξης…
Ευγνώμων, προσδοκώ.


Τιμοθέου Ανδρέας

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Η καταδίκη εξι δολοφόνων, οικογενείας από το Μαζωτό το 1910

στάθηκε αφορμή να γραφεί 
από τον Χριστόφορο Παλαίση 
το παρακάτω ποίημα. 


Στο κάστρον τους επήρασιν κι εμείναν κρατημένοι
όταν ήλθεν η μέρα τους η προσδιορισμένη
στον Διοικητήν της Λάρνακος και εις τους συγγενείς τους
ο Αρμοστής εδήλωσεν το τέλος της ζωής τους.

Μαρτίου 2 έγραψεν πρέπει να κρεμασθώσιν
όπως επράξασιν κι αυτοί έτσι να βραβευθώσιν.
Μέσα στου κάστρου την αυλήν κρεμάλες δυο εστήσαν
η μια διπλή κι άλλη μονή και τες εκανονίσαν.

Ημέραν Τρίτην το λοιπόν εις τες 7 η ώρα
πρώτον τους τρεις προσφέρουσιν εις την κρεμάλαν δώρα.
Όταν τους ετραβήσασιν, Θεέ μου μην το δώσης
με φίλον μου μήτε εχθρόν ποτέ μην αξιώσης,

εμουγκαρολογούσασιν με μιαν φωνήν μεγάλην
σαν κλαι’ κουδέλλα για τ’ αρνίν, κατσέλλα για δαμάλιν,
αλλά τ’ αθώα πλάσματα που ’κάμαν τέτοιον χάλιν
κοιλιές με δίχως έντερα κορμιά χωρίς κεφάλιν.

Μιαν παροιμίαν τακτικά ο κόσμος συναφέρνει,
’κείνος που δίδει μάχαιραν πάλιν μάχαιραν παίρνει.
Λοιπον στον τόπον της θηλιάς όταν επλησιάσαν
μ’ έναν πανίν τα μάτια τους που πάνω τα σκεπάσαν,

εις τον λαιμόν τους το σχοινίν κατόπιν επεράσαν
και σαν αρνιά στο μακελειόν έτσι τους εκρεμάσαν.
Ο Διοικητής κι ο ιατρός κατόπιν εξετάσαν,
όταν εξεψυχήσασιν και τους εκατεβάσαν.

Εις τες 9 τους άλλους τρεις τα ίδια εκάμαν,
οι συγγενείς εφύρνουνταν απ’ έξω που το κλάμαν.
Στους συγγενείς εδώσαν τους όλους και τους εθάψαν
κι όσ’ είχαν μάναν κι αδελφήν που πανωθιόν εκλάψαν.

Τοιουτοτρόπως ένδεκα πλάσματα εχαθήκαν,
γυναίκες εχηρεύσασιν, παιδιά ορφανευθήκαν.

Επεξηγήσεις γλώσσας: 
εμουγκαρολογούσασιν (μουγκαρίζω=κλαίω γοερά)
κουδέλλα=προβατίνα
 κατσέλλα=αγελάδα
 δαμάλιν=μοσχάρι
συναφέρνω=αναφέρω, θυμίζω

 φύρνομαι=λιγοθυμώ


Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

[Tότε κι εγώ ως ποιητής....]

«Tότε κι εγώ ως ποιητής κατώτερος των άλλων
 ένα αφτέρωτον πουλλίν, χωρίς γαλάτες μάλλον.
Άρχισα κατά δύναμην την λύραν να κτυπήσω,
στον λατρευτόν μας βασιλιάν τραγούδιν να ποιήσω» 



Παλαίσης Θ. Χριστόφορος


[Αν βουληθώ να σ΄ αρνηθώ ]

Αν βουληθώ να σ΄ αρνηθώ 
ξερός απόχτιν να βρεθώ 
να μεν μπορ΄ ΄α ταράσσω 
οι πέτρες να γινούν ψουμιά 
αλλά για μεν να ΄ν χασιμιά, 
πάντα να τα λιμάσσω.

Ριόν του Χάρου με κρατεί
όταν μου συντυχάνεις,
ούλον τον νουν μου παίρνεις τον 
και την ζωήν μου χάννεις. 



Παλαίσης Θ. Χριστόφορος

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Άπτερος λύπη ( μικρό απόσπασμα ) Αγαθοκλέους Μάριος

Καθότανε στην άκρη της
και αυλάκωνε κύκλους
στους υγρούς κόκκους.
Του φώναζε 
"Τι κάνεις;"
Λες και δεν ήξερε
πως του λείπει
 και η λύπη του 
είναι χωρίς φτερά


***

Ο ΑΚΡΟΑΤΗΣ 

Τα μάτια της 
τεράστιες λίμνες
καθρέφτιζαν τα πάντα.

Κι εγώ;
Κι εγώ στην άκρη τους καθόμουνα 
ακούγοντας μια μπάντα.





Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

[Την Ελλάδα αγαπώ αλλά και σένα ] / Παλληκαρίδης Ευαγόρας

Ρώτησα τα μάτια που δακρύζουν
κάποια αλήθεια να μου πουν
κλαίνε πικρά να σ' αντικρύσουν
γιατί μπορεί να σ' αγαπούν.

Την Ελλάδα αγαπώ αλλά κι' εσένα
με έναν έρωτα μεγάλο αληθινό,
τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα
τον καθάριο της θυμίζουν ουρανό.

Ρώτησε εκείνη υπνωτισμένος
μη σε δουν γιατί σιωπούν
το συνιστούν κι' αυτά θλιμμένα
για να σου πουν πως σ' αγαπουν.

Την Ελλάδα αγαπώ αλλά κι' εσένα
με έναν έρωτα μεγάλο αληθινό,
τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα
τον καθάριο της θυμίζουν ουρανό.

Αχιλλέας Λυμπουρίδης


αναδημοσίευση από την Βικιπαίδεια

Ο Αχιλλέας Λυμπουρίδης ήταν κύπριος μουσικοσυνθέτης.
Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1917. Μετά το Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας, σπούδασε μουσική και βιολί στο Ελληνικό Ωδείο Κύπρου. Ως μουσικοσυνθέτης επικεντρώθηκε κυρίως στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι και επηρέασε αρκετά τα μουσικά δρώμενα της εποχής του. Τα τραγούδια του τα «Μαύρα Μάδκια», το «Αερούδι», η «Αππωμένη», η «Δροσούλα», το «Γιασεμί», άντεξαν στο χρόνο επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη διαχρονικότητα.
Το 1964 συνεργάστηκε με τη Λυρική Σκηνή και την Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και έδωσε συναυλίες με τραγούδια και χοροδράματά του στην Αθήνα και στον Πειραιά. Το 1969, στα πλαίσια της Β΄ Ολυμπιάδας Διεθνούς Τραγουδιού, εκτελέστηκαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο έργα του που αφορούσαν την Κύπρο. Εκεί ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι του «Μαύρα Μάδκια», που σημείωσε πανελλήνια επιτυχία.
Ο Λυμπουρίδης αγαπούσε πολύ και το θέατρο και ασχολήθηκε και με αυτό. Το 1942 ίδρυσε, μαζί με τον Φοίβο Μουσουλίδη, το πρώτο μόνιμο επαγγελματικό θέατρο στην Κύπρο, το «Λυρικό Θέατρο». Παράλληλα, έγραψε και θεατρικά έργα, ηθογραφικές κωμωδίες όπως «Ο Ττοουλής ο Ξενοχωρίτης», ενώ μετέφρασε ξένες θεατρικές επιτυχίες.
Το 1952 ίδρυσε το μηνιαίο περιοδικό έρευνας και τέχνης «Ο Φακός», ενώ παρουσίασε και συγγραφικό έργο. Έργα του η «Ιστορία της Κυπριακής Δημοσιογραφίας» (1878-1960), «Κυπριακές Θεατρικές Σελίδες» (1971), «Η Θέμις επί Αγγλοκρατίας στην Κύπρο» (1980), «Η Αγγλοκρατία στην Κύπρο» σε δύο τόμους (1985 και 1987), «Ο Τεχνολογικός Πολιτισμός στη Ζωή των Κυπρίων» (1988), και «Εξέχουσες Μορφές της Κυπριακής Ιστορίας» (1989).
Για την πολύπλευρη πολιτιστική προσφορά του, ο Αχιλλέας Λυμπουρίδης έτυχε πολλών τιμητικών διακρίσεων. Βραβεύτηκε, μεταξύ άλλων, από το Δήμο Λευκωσίας, από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και από πολλούς άλλους οργανισμούς και φορείς. Το 1997 η Κυπριακή Δημοκρατία τον τίμησε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, την ανώτατη διάκριση για το έργο και την προσφορά του στον πολιτισμό της Κύπρου. Υπηρέτησε άξια την «κυπριακή ντοπιολαλιά», αφού «πάντρεψε» κυρίως στίχους της κυπριακής διαλέκτου με την κατάλληλη μουσική σύνθεση. Το παραδοσιακό ηχόχρωμα που έδινε ο Λυμπουρίδης στις συνθέσεις του του έδωσε τον τίτλο του «πρωτοπόρου της κυπριακής έντεχνης λαϊκής μουσικής».
Πέθανε στις 20 Αυγούστου 2008 σε ηλικία 91 ετών.