μια σκάλα ανένδοτη στον χρόνο.
Σκαλί σκαλί λαξεύτηκε
από την Αφροδίτη
κι άνθη γεμίζανε οι χαρακιές
όπου κυλούσε ο ιδρώτας της.
Ήρθανε άνθρωποι λογιών λογιών
φέρανε δώρα, βάσανα και θάνατο
μα πιο πολύ εκείνη την ανίατη ασθένεια
-επιθυμία ανεξάντλητη-
το τελευταίο σκαλοπάτι.
Ανέβαιναν αφέντες άπληστοι
μ’ ανίερη μανία
τα άνθη καίγονταν
στο ποδοβολητό τους
μάτια δεν είχαν για να δουν
πώς ξετυλίγεται του μέλλοντος
η σκοτεινή σκιά τους.
Κι όταν δεν έμεινε ενός ανθού ελπίδα
Άδης απλώθηκε παντού
αίμα ποτίσαμε τις πέτρες και τα χώματα.
Επιδημία νάρκισσων απλώθηκε
γεμίσαμε της Περσεφόνης το καλάθι
χαθήκαμε στον ύπνο και τον κάματο
και της θεάς η εξορία
σαν όνειρο που δεν συνέβηκε
μας βρήκε όλους νηφάλιους
και αρνητές της πτώσης.
Τη ρίξανε μες στους αφρούς της θάλασσας
χωρίς μια λέμβο σωτηρίας
μες σε μπουντρούμια του βυθού
ασκείται τώρα στην υπομονή
και καταριέται ανέραστους
τους βιαστές της χώρας.
Στέκει αγέρωχη η σκάλα της
κι όσοι ακόμα αντιστέκονται
σε αινίγματα και πάθη
βρίσκουνε τόπο στη σκιά της.
Ποτίζουν τις ρίζες της σιωπής,
του μύθου και της καμένης πλάσης
οργώνουν προσευχή και ας θερίζουν άδικο
ξαποσταίνουν σ’ έναν ελεύθερο Χριστό
και λίγο γάργαρο νερό του τόπου τους.
Στην κορυφή της σκάλας
ακόμα εξατμίζονται
ίχνη μυαλού και εντιμότητας.
Κοιτάνε από ψηλά οι αφέντες
με περιέργεια και έκπληξη
όσους ακόμα επιμένουν.
Περιμένουν με αγωνία στην ουρά
ένα σκαλί ακόμη.



