Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

Κώστας Γουλιάμος : Απανθρακωμένα σύκα


Εμείς πίνουμε φτηνό κρασί Πίσω μας ο ήλιος δίχως χάρτη
Πηγαίνει από στόμα σε στόμα Γύρω απ` το ξύλινο τραπέζι
                         – ξημερώνει
Η τρυφερότητα του θέρους Της κόρης η τρυφερή χώρα
Χρώμα τ` ουρανού
                         – ξημερώνει
Τρώμε εαρινά σύκα αρσενικής συκιάς Εδώδιμοι καρποί φουσκομαΐδες
Καθώς φεύγουν οι σφήκες Με τον ίδιο πάντα θόρυβο
                         – ξημερώνει
Στο μακρυνό μας σύμπαν Άλλοι πίνουν φλογερά φρούτα
Γύρω απ` το ξύλινο τραπέζι Πέρα μακρυά σαλεύουν όντα του δάσους
Βοσκοί γυρεύουν νερό σε πηγάδια Με το χνούδι των χόρτων στις λιθιές
Ώσπου το μάτι δοκιμάζει το φως Όπως παλιά με τους ανίδεους Ατρείδες
                         – ξημερώνει
Χαίρε θέρος της ακινησίας Βροχή του όψιμου Ιούλη στις ψυχές μας
Ασάλευτη σκιά στο κεφάλι των βοσκών Κολλημένη στη σέλα τ` αλόγου
Δεν φτάνουν τα γερατειά τους Μέχρι τους φθόγγους του αιθέρα
                        – ξημερώνει

Χαίρε δικοτυλήδονο φυτό Της αγριοσυκιάς αφράτη σάρκα
Μυρωδιά του φεγγαριού Της νήσου αμφιλεγόμενη αυγή
Χαίρε πατρίδα της αβύσσου Κι` εσύ αίνιγμα του παππού
Όταν μιλούσε στο κόκκινο κρασί Πριν ξημερώσει το άγριο όνειρο
                       – ακόμα ξημερώνει
Μέσα από εκατό φεγγάρια Τι αλήθεια θυμούνται οι νεκροί
Και τι οι σύντροφοι που κατέβασαν τη σβάστικα
Και στο καταραμένο χρηματιστήριο Πως αλυχτάνε τα σκυλιά σαν έρχονται ξένοι
Χαίρε γη σκλαβωμένη Σπίτια κλειστά σκοτεινές αυλές
Μισάνοιχτα μάτια γρυλλίσματα μανάδων κι` ευχές παιδιών
Σε τέτοια θρηνωδία δεν γίνονται γιορτές Ξεθωριάζει το θέρος στα ξεραμένα ποτάμια
Και τα ώριμα φύλλα όλα στο δρόμο Που αστράφτει ολόσωμος
Που περνάνε ξυστά τα πουλιά Που η πατρίδα χωρίζεται
Μικραίνει Συγχώρεσέ μας
                         – ακόμα ξημερώνει
Και στο ιδιότροπο λιμάνι Ακόμα να φτάσει η θάλασσα
Να φτάσει το καταραμένο καράβι Και ο διεστραμμένος τραπεζίτης
Να ορίσει την εφήμερη πραμάτεια Την εφήμερη σκόνη
Τις παράξενες έξεις των υπαλλήλων
                         – ακόμα ξημερώνει
Το βλέπουμε στο χορτάρι Στα δέντρα σαν σμίγουν στην ομίχλη
Αποκατάσταση θανάτου Πριν λήξει ο θάνατος
Και μείνουν χωρίς δουλειά οι χρηματιστές
Χωρίς ερωμένες οι δανειολήπτες
Και δεν αγοράσουν τα μαύρα αυτοκίνητα Που ταΐζαν τον Χίτλερ
                         – ακόμα ξημερώνει
Σαν οδηγούν τυφλά οι τοκογλύφοι Ψάχνοντας σπίτια
Που κάηκαν στην περσινή φωτιά Χωράφια που γίναν στάχτη
Ώσπου να νιώσουν τη μαύρη τρύπα να χύνεται σε βάθη τρομακτικά
Ανάμεσα σε φλύαρους δρόλαπες Και τα βόδια του τρικέφαλου γίγαντα

                         -Κι αν δεν ξημερώσει;
Και η φωνή μας, ω Στενύκλαρη πολίχνη Δεν συναντήσει την τέλεια δικαίωση
Και βρούμε τον ουρανό σκληρό Και σβήσει η φρόνιμη γλώσσα μας στο σύμπαν
Γιατί άγρια θεριά εκεί δικάζουν Κι` εμείς σαν κνώδαλα ξεχάσουμε τους νεκρούς
Στους αιώνες των αιώνων τον ίσκιο Ωσάν απελπισμένα σκιάχτρα της μακρινής γης

“Νύχτες του Αuschwitz“ / Γουλιάμος Κώστας


(από την ποιητική του συλλογή "Yγρό Γυαλί", Gutenberg-2020)
----------
Τι έκαναν εκείνη τη νύχτα
και την άλλη μέρα
και την άλλη νύχτα
και κάθε νύχτα
πού κρύβεσαι Hannah
πώς έσβησε το φως σου Miriam
και το σώμα σου που δεν ακούω
και οι καρποί της σελήνης
που φύτεψαν τα μάτια σου
τ΄αδιόρατα μάτια σου
στο χάος της φωτιάς
πώς έσβησαν στη λάσπη του χιονιού
πώς χάθηκε το βλέμμα σου
στο σκοτεινό καθρέφτη των άστρων
τι έκαναν εκείνο το βράδυ
και κάθε βράδι
εκείνο το πρωινό
και κάθε πρωινό
βγήκαν στον ουρανό οι ψυχές
και τα μωρά ουρλιάζουν
στην απέραντη κοιλάδα
δεν υπάρχει ουρανός
μόνο κατασχεμένα δαχτυλίδια
και άγριο χιόνι
και τα μαλλιά σου
τα μαλλιά σου μπορούν και μιλάνε
έχουν φωνή τα μαλλιά σου
και φως και αέρα
και ο αέρας μιλά
πνίγεται λαχανιασμένος
στη φωτιά
ούτε πουλί πετά μήτε και τρένο φεύγει
γιατί λείπει ο Joachim
λείπει η Hedda
και ο Simon και η Marion λείπουν
δεν άντεξαν το "μαύρο γάλα της αυγής"
και ο Celan έρημος
στ΄απόκρημνα άστρα
εκεί που ταξιδεύουν οι νεκροί
και το αίμα βουίζει
ως τα τελευταία ορυχεία
μες στα γυμνά φουγάρα
σκελετοί και μίσχοι
κι απόξω μαύρη πέτρα
μαύρος ουρανός μαύρη μέρα
πώς γίνεται
αυτό το φονικό
αυτή τη νύχτα
και την άλλη μέρα
και την άλλη νύχτα
και κάθε νύχτα

Τα εις εαυτόν / Παπαντωνίου Στέλιος


Ο άνθρωπος βρίσκεται πολλές φορές μπροστά σε ένα κενό, σε έναν τοίχο αδιαπέραστο, νιώθει ότι πρέπει να πάρει από κάπου την άκρη του νήματος και έτσι να αρχίσει σιγά σιγά να βρίσκει τον εαυτό του, να βρίσκει αυτό που έχει να πει, δεμένο σε κόμπους, που πρέπει να ξεδιαλύνει, ούτως ώστε να αρχίσει να ρέει ο λόγος.
Αυτό που περισσότερο ενδιαφέρει αυτή την περίοδο, και παλαιότερα ακόμα, είναι ο τόπος μου, από τότε που δόθηκε η ευκαιρία στην Τουρκία να καταλάβει τη μισή Κύπρο και μπορεί εύκολα να καταλάβει και την υπόλοιπη. Το πρόβλημα, όπως είναι σήμερα, δεν λύνεται, έχει ήδη παγιωθεί, και δεν είναι η συμφιλίωση με την κατάσταση που θα μας σώσει, πώς είναι δυνατόν να ζει ο άνθρωπος χωρίς ελευθερία, χωρίς τους δικούς, χωρίς τον περιβάλλοντα χώρο που αγάπησε, τα χωριά και τις πόλεις, τα σπίτια του που έχουν καταστραφεί; Αλλά αυτά ήταν η ζωή μας, ένα μεγάλο μέρος της ζωής, και σημαντικό, γιατί μέσα σ’ αυτούς τους χώρους θέσαμε τις βάσεις του εαυτού μας.
Και ο χρόνος και ο τόπος σβήνουν σιγά σιγά και διαγράφονται, μαραίνονται και αλλάζουν. Ο χρόνος φέρνει καινούργια ήθη και έθιμα, ο τόπος μας απέμεινε μισός, οι χρόνοι πλήρεις άλλων τρόπων ζωής. Να επαναφέρει τα παλιά δεν μπορεί, για να είναι σύγχρονος πρέπει να αποδεχτεί όλες αυτές τις αλλαγές, και να τις συζεύξει με τις δικές του αρχές, οπότε αρχίζουν οι συγκρούσεις μέσα μας.
Ήδη πολλοί βλέπουμε πως η καταστροφή έρχεται, έχει ήδη έρθει στο χρόνο και στον τόπο και δεν έχουμε καμιά διέξοδο, είμαστε σίγουροι πως θα πεθάνουμε πρόσφυγες, δεν θα επιστρέψουμε στις πατρογονικές εστίες, κι αυτό είναι θλιβερό. Δεν μπορεί να λέμε συνεχώς λόγια, μας κρατά από το λαιμό η Τουρκία, στερούμαστε το βασικότατο, την ελευθερία, την ελευθερία της σκέψης, την ελευθερία διακίνησης, εγκατάστασης, τα ανθρώπινα δικαιώματα, και αναγκαστικά ασχολούμαστε με άλλα, προβάλλουμε άλλες ανάγκες, άλλα προβλήματα. Κόπηκαν τα χέρια μας, κόπηκαν τα πόδια μας, έχουμε τη μισή μας καρδιά, και δυστυχώς για μας δεν οδηγείται η ζωή μας στην ανάσταση. Ζούμε ίσως μαζί με τον Χριστό τα πάθη του, όλα αυτά όμως σε μια άλλη διάσταση, κι η ψυχή βρίσκει διέξοδο όπως στην τραγωδία, «δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.»
Ζούμε μέσα στη δυστυχία μας και δυστυχία δεν είναι μόνο η μισή χαμένη πατρίδα είναι και η υπόλοιπη μισή, η οποία έχει αδικήσει κατάφωρα τους παθόντες, είτε πρόσφυγες είναι είτε αγνοούμενοι, είτε εγκλωβισμένοι. Και ζούμε την προσπάθεια του άλλου να κερδίσει, να καταφάει τον αντίπαλο, όχι συνάνθρωπο, να τον κοροϊδέψει. Νομίζει πως έχει μπροστά του ηλιθίους και πρόβατα, άλλο μεγάλο κακό.
Είναι η περίοδος που πλάθεται ο καθένας μας με τα χειρότερα υλικά, της αδικίας, της ανελευθερίας, της εκμετάλλευσης, της υποτίμησης της νοημοσύνης και της αναξιοπρέπειας. Τα πράγματα δείχνουν πως δεν αλλάζουν εύκολα, διότι της ανομίας και των συμφερόντων είναι απεριόριστα τα όρια. Ίσως να μας σώσει η εύρεση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας στη φυγή και στη γαλήνη της μοναξιάς μας.
Μα πάλι, τι κοινωνικά όντα είμαστε, και πώς ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος χωρίς τον συνάνθρωπο; Πώς ο άνθρωπος θα γίνει Άνθρωπος φιλάνθρωπος χωρίς τους άλλους;
Και μπαίνουμε πάλι στο στίβο της ζωής, και μετέχουμε στα κοινά, για να μην είμαστε οι άχρηστοι.
Κάπου όμως στα βάθη μας ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ψιθυρίζει, η πιο δυνατή πράξη είναι η ησυχία.

ΘΟΡΥΒΟΠΟΙΟΣ / Φωτιάδου Αρτεμίου Ελένη


Φτιάχνω λέξεις που κάνουν θόρυβο
Επιτέλους
Κάποιος να ενοχλήσει τις σιωπές
Κάποιος να πει όσα κυλάνε μέσα του
και όσα αντίθετα ορμάνε
Κυρίως όσα
μέχρι το στόμα φτάνουν
Όταν το βρουν κλειστό
βουλιάζουνε στα σπλάχνα
Κι ο χρόνος
το αμίλητο
το αγίνωτο
το άφθαστο
τα μετατρέπουν σε οξέα
Έτσι λιώνουν αντιστάσεις
Εξουδετερώνουν ψήγματα υπομονής
Γι’ αυτό μαστορεύω
Γι’ αυτό ξενυχτώ
Γι’ αυτό με ακούτε χωρίς να βλέπετε
με πόσο κόπο
με πόσο πόνο
βάζω κραυγές μέσα στις λέξεις
Ανεβαίνω σε θάλασσα
Κατεβαίνω σε ουρανό
Κι είναι ο κήπος μου γεμάτος γλάρους
Και τα λουλούδια κύματα ίσαμε το μπόι μου
Όσο να τα διαβώ χάνω τον λόγο και τα λόγια μου
Κτυπώ σε βράχο κι εσείς ακούτε
πώς είναι να πεθαίνει
πώς είναι ν’ ανασταίνεται
και πώς εκρήγνυται
από μοναξιά μία φωνή

ΑΠΟΥΣΙΑ / Γεωργίου Εύα


Φως φεγγαριού διάχυτο
το θολό τζάμι μαγνητίζει
Ανάβεις τελευταίο τσιγάρο
Χρόνο έγραψε η απουσία
Στου τζίτζικα το τραγούδι λύγισε,
στην πρώτη βροχή αναστήθηκε,
και σε αέναη πορεία
ουράνιου τόξου τώρα πετάει
Σε γλυκά νερά ξεχειμωνιάζει
τραγουδώντας στα διαβατάρικα πουλιά
Κήπο Εδέμ σε άγονη γη ζωγραφίζει,
αγναντεύοντας ανθεκτικά λουλούδια
Μεγάλωσε η σιωπή,
καθρεφτίζεται ο πόνος
Κιτρινισμένη γραμματική ανοίγεις
Μετανάστης πια η απουσία
και τα λίγα σ' αγαπώ
στου καιρού τον όρκο αφημένα

Τ’ αγκάθια της ζωής..... / Νικηφόρου- Θεοκλή Αντρούλλα


Μές’τη ζωή μας,συναντάς,
λογιών λογιών αγκάθκια,
γεμώσασιν οι στράτες μας,
τζι ούλλα τα μονοπάθκια.
Τα πιό μεγάλα φαίνονται,
μπορείς να πογυρίσεις,
μα τα μιτσιά τ' αόρατα,
μην τύχει τζιαί πατήσεις.
Πληγές στα πόδκια θα φανούν,
το βήμα σου θα κόψουν,
τα όνειρα σου στη ζωή,
ύπουλα θ' αντικόψουν.
Τζιαι νάσου μια τριανταφυλιά,
εβρέθηκε μπροστά μου,
τόσο μεγάλη τζι όμορφη,
κλείνει το πέρασμα μου.
Τριανταφυλλιά όμορφη,
με φκιόρα στολισμένη,
μα πάνω σ' ούλλα τα κλαδκιά,
αγκάθκια φορτωμένη.
Το σιέρι μου ποτάβρισα,
χάδι να της χαρίσω,
μα τζιήνη με ετσίμπησε,
δίχα να υπολογίσω.
Το σιέρι μου ποτάβρισα,
για να την κανακέψω,
τζι ένα τριαντάφυλλο,
κρυφά για να της κλέψω.
Αγκάθκια με τρυπήσασιν,
αίμα το σιέρι στάζει,
ο πόνος φτάνει στη καρκιά,
κρυφά αναστενάζει.
Πάνω στο στήθος έφερα,
λίγο να το μυρίσω,
η μυρωδκιά του αξέχαστη,
δεν θα την λησμονήσω.
Αγκάθινο τριαντάφυλλο,
όσες χαρές τζι αν δίνεις,
τ' αγκάθκια σου απρόσμενα,
πολλές πληγές ανοίγεις.
Αγκάθινο τριαντάφυλλο,
κάτι πάντα θυμίζεις,
κι αν πληγές σκορπάς παντού,
πάλι όμορφα μυρίζεις.
Ω πόσο μοιάζουν,
της τριανταφυλλιάς τ’ αγκάθκια,
με της ζωής τα μονοπάθκια....
που πάντα αφήνουν πίσω τους,
αγιάτρευτα σημάδκια....

ΟΛΑ ΤΑ ΖΗΣΑΜΕ / Πηλαβάκη Δέσπω


Ούτε εσύ κατάφερες
να έρθεις κοντά μου,
ούτε εγώ κατάφερα
να σε προφτάσω.
Στις αποστάσεις γράφτηκε
ο έρωτας μας
και στα δρομολόγια που γίνονταν
χωρίς εμάς.
Ας είναι….
Ταξιδέψαμε τόσο πολύ
μέσα στο όνειρο
που μπλέξαμε την αλήθεια
με τη φαντασία.
Συναντηθήκαμε τόσες φορές
στους κενούς διαδρόμους του πόθου,
που ζήσαμε πιο πολλά
από όσα ζητήσαμε.
Κι αν δεν μπορέσαμε
να απολαύσουμε ότι ποθήσαμε,
τούτο τουλάχιστον κατορθώσαμε
και είναι θαύμα.
Μεσ´του μυαλού τη θολούρα
όλα τα ζήσαμε.
Και ευτυχισμένοι
μπορούμε να φύγουμε!
ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Άννοιξε τες αγγάλες του / Χατζηγεωργίου Γιώργος



Είδουν σε που τ απόγευμα
εππέσαν οι παλμοί σου
τζιαι φαινετουν η ποστασιά
που είσιες στο κορμί σου
Έσσιηψα τζι είπα του θεού
Βάστα μακρά τον χάρο
Μα τζιείνος εκονιζετουν
λαλεί μου εννά την πάρω
Ανατρισιηλλα με επιαεν
τζιαι παλεφκα τον νου μου
να θκιωξω τους συλλοισμούς
το βάρος του καμού μου
Ξέρω το τέλος έρκεται
Τζιαι ν μας ρωτά κανέναν
Μα που χασα την μάνα μου
Ρωτάτε με τζιαι μ´έναν
Επέττεψεν ο ουρανός
χάθει το μπλε του χρώμα
εμάβρισεν τζιαι γίνηκεν
όπως της γης το χώμα
Άννοιξε τες αγγάλες του
την μάνα μου να πιάσει
βαρύ η καλοσύνη της
ξέρει με μιαν αγγάλη της
τζιαι τζιείνος ε ννα αγιάσει

Ο δικός μου μπαμπάς...



Τα λόγια είναι φτωχικά
Μπροστά σε τόσες σκέψεις...
Σε θύμησες κι αναλαμπές
Σαν θες να αγναντέψεις...
Πως είχα για ξεκίνημα
Ένα μπαμπά κολώνα...
Και στήριγμα που κράταγε
Βάρη του Παρθενώνα...
Σαν μ' είχε μες τ'αγκάλια του
Ο κόσμος μου γελούσε...
Και άκουγ'απ'τους κτύπους του
Πόσο με αγαπούσε...
Μα κύκλους κάνει η ζωή
Και ο τροχός γυρνάει...
Μα του μπαμπά μου η καρδιά
Ποτέ της δεν γερνάει...
Ωσαν εμέ στην αγκαλιά
Κρατάς κάθε παιδί μου...
Εσύ είσαι το δένδρο μας
Κι αυτά κάθε κλαδί μου...

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΜΑΝΑ / Χαμπής Αχνιώτης


Μάνα το ξέρω τρέχουσιν, μαύρα τα δάκρυα σου,
για μέναν τόσα πέρασες,
τζι΄όμως τωρά που γέρασες,
βρίσκουμε μακριά σου.
Όμως τζιαν είμαι μακρυά, μάνα μ’αγαπημένη,
την δική σου την μορφήν,
έχω την μέσα μου κρυφήν,
μες την καρκιάν χωσμένη.
Μάνα τζιαν είμαι μακρυά, τζι’η ξενιδκιά με τρώει,
τζιαι αν τον νου μου χάννω τον,
τον γιόκκα σου ξιχάννω τον,
αλλά εσέναν όϊ !!!
Για μέναν είσαι μάνα μου, σ’ορκίζουμαι στο φως μου,
από χαμέ ως την κορφή,
η ωραιόττερη μορφή,
ολόκληρου του κόσμου.
Μάνα θυμούμαι λάλες μου, στον τόπον μου ανήκω,
τζι’ούτε που το φαντάζεσουν,
τζιαμέ που με χρειάζεσουν,
να φύω να σ’αφήκω.
Για μέναν ξέρω μάνα μου, τζιαι την ζωήν χαρίζεις,
μ’άμα τον κόσμον γύρισα,
εσυνειδητοποίησα,
πόσον πολλά αξίζεις.
Μάνα μου κάμε πομονήν, τζιαι πάλε ννάρτω πίσω,
πόξω που τα ξωπόρκια σου,
θα ππέσω εις τα πόδκια σου
συγνώμην να ζητήσω.
Τζι’άμα τα σιέρκ’αννοίξω τα, τζιαι πω συχώρισέ μου,
στην αγκαλιάν μου εν να μπεις,
τζιαι ξέρω μάνα θα μου πεις,
νάσαι καλά χρυσέ μου.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

ΦΩΤΑ ΣΤΗ ΔΙΑΠΑΣΩΝ / Φωτιάδου Αρτεμίου Ελένη


Κάποτε δέντρο κάποτε πουλί
Κι η σιγανή βροχή ένα φλασκί κρασί
για τους συνοδοιπόρους
Περπατώ τινάζοντας από τα πέλματα τον χρόνο
κι ας είναι πάντα
ολισθηρό το οδόστρωμα
Καλύτερο όμως από δρόμο ανώμαλο
ή δρόμο υπό κατασκευή
Για τυχερό με λογαριάζουν κι ευτυχή
Έχω αγαπηθεί
από όσα κόπασαν μέσα μου
τον προπατορικό θρήνο
Όμως η έκφραση βυθίζεται πλέον
στη φυσική της λίμνη
Και να επινοήσω δεν μπορώ
σε τόση ομοιομορφία του βυθού
Επιθυμώ διακαώς μια επιμήκυνση
στην έμπνευση του συγγραφέα
Να γεμίσει περιστέρια η παρουσία μου
με τα κλαδιά από άλλη μια στεριά
στην κιβωτό που με αρνιέται
Σε πεδιάδα εύφορη
ελευθερώνω ζεύγη των επιθυμιών
Όσα γονιμοποιούνται στις ώρες των κατακλυσμών
αντί να βουλιάξουν
γίνονται νησιά
Κερδίζω έτσι έναν ακόμη χάρτη
Mυρίζει Λίμνη Αχερουσία
Αναπνέω με αχόρταγη τη μήτρα
Γεννιέται
θάλασσα Ερυθρά