Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

ΚΛΕΜΜΕΝΕΣ ΛΕΜΟΝΙΕΣ / Μαλόρης Ανδρέας



Τώρα σέρνεσαι,

φίδι στους καλαμιώνες της καρδιάς,

στα σκοτεινά μου ερμηνεύεις
σονάτες παραμυθίας
την πήλινη μου αντοχή περιγελάς,

και μου καταλογίζεις
και της κλεμμένης λεμονιάς την τύψη.

ΙΝΔΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ / Μαλόρης Ανδρέας

 


Επιστρέφεις
και ο χρόνος ξανακυλά
στις ράγες του γυμνού σου
εφηβαίου,

στη στάση των ανασασμών
ακινητοποιείς το σύμπαν
με έναν ακόμη οργασμό υπογράφεις
τη νέα καταδίκη.

Σε κοιτάζω απ’ το παράθυρο
που φεύγεις,
δεν υψώνεις χέρι
κι ο δρόμος άγρια γη,
δεν κοιτάζεις πίσω
κι ο κόσμος ήπειρος χαμένη.

Γέρνω στο βρεγμένο σου σεντόνι
κι η ξαφνική σιωπή του ωκεανού
μου λέει πως
τώρα πια σε χάνω.

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ / Μαλόρης Ανδρέας

 


Μη μου μιλάτε
για ήχους ελικοπτέρων
παν’ από σώματα νεκρά
μέσα σε κήπους που ανθίζουν,

για δυνάμεις δήθεν αδίστακτες
κι άπειρα μακρινούς πολέμους.

Μιλάτε μου μόνο
για μάτια που εξακοντίζουν πόθους
μέσα στην πλήξη του πλήθους,

για κορμιά που διαγράφονται γυμνά
όταν τα λάβαρα πέφτουν,

για τις προθέσεις των χεριών,
όταν τα φώτα σβήνουν.

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ / Κατσώνη Αναστασία

 



Βγήκαμε στον δρόμο
και πήραμε το τρένο για τη δύση,
γιατί ο ήλιος βασίλεψε πια
κι ο ορίζοντας δεν θα ροδίσει.
Ατενίζοντας για λίγο την ανατολή,
μείναμε έντρομοι
για το ταξίδι μας στη δύση.
Αναποφάσιστοι
ξεκινήσαμε για το ταξίδι μας,
το άμοιρο ταξίδι μιας μοίρας πικρής,
με τη θλίψη στην ψυχή
και την πίκρα στα χείλη…

ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ / Κατσώνη Αναστασία

 


Περπατήσαμε συντροφιά με τον ήλιο.
Κρατήσαμε ψηλά το κεφάλι.
Η μοναξιά του ονείρου
δεν μας τρομάζει.
Ξαποστάσαμε για λίγο
και συνεχίσαμε τον δρόμο μας.

ΖΩΗ ΠΟΣΟ ΜΑΣ ΠΟΝΕΣΕΣ! / Κατσώνη Αναστασία

 


Γεννηθήκαμε χτες μαζί με τον άνεμο.
Μεγαλώσαμε μαζί με το δάκρυ.
Νιώσαμε για λίγο τη βροχή
και το χιόνι να παγώνει τα χέρια μας.
Τρέξαμε για λίγο να γευτούμε τη ζωή,
μα κάπου σταματήσαμε έντρομοι.
Ζωή ταξιδεύτρα,
ζωή χωρίς όνειρα
πόσο μας πόνεσες!

(Αθήνα, 5 Ιανουάριου 1975)
Προσφυγιά

Ένα οστό κι ένα ΓΙΑΤΙ; / Ανδρέου Ειρήνη


Ήταν αμούστακο παιδί
της δόλιας μάνας προσευχή
να μην το βρει ποτέ κακό.
Ήταν μονάχα ένα παιδί
όταν το ντύσαν στο χακί
μ' ένα της μάνας φυλαχτό.
Το βάλαν σ' ένα φορτηγό
ένα σφαχτάρι τρυφερό
κι ο χάρος στη στροφή.
Οι άντρες δεν είναι δειλοί
μ' Αθάνατοι κάτω απ τη γη
είπαν στο αμούστακο παιδί,
Έτσι του είπαν είν' οι άντρες
Χάρε διάλεξε και πάρε
κι η ιστορία θε να πει:
" ΑΘΑΝΑΤΟΙ κάτω απ' τη γη
πάνω οι σοφοί κι όλοι εμείς
μες στην βολή και στην σιωπή.
Οι Άντρες δεν είναι δειλοί
του΄παν δασκάλοι και σοφοί
για λευτεριά πεθαίνουν
γιατί οι άντρες οι δειλοί
δεν παν στην πρώτη τη γραμμή
μα σε καρέκλες βγαίνουν.
Μα οι ήρωες είναι "τρελοί"
πάνε στη πρώτη την γραμμή
για λευτεριά πεθαίνουν.
Κι έτσι σε όλους τους καιρούς
βλέπεις συνήθως "λογικούς"
σε θρόνους ν' ανεβαίνουν.
Μα ηταν αμούστακο παιδί
που δεν επρόλαβε φιλί
αυτό δεν το 'παν οι σοφοί.
Κι όταν της πήραν το χαμπάρι
για το νεκρό της το βλαστάρι,
σκληρό, αβάσταχτο μαντάτο
πλάνταξε η μάνα απ' το κλάμα
για το υπέρτατο το δράμα
ρίχνει ματιά στο άδειο πιάτο
που καρτερούσε στο τραπέζι
κι ένα ραδιόφωνο να παίζει
λόγια μεγάλα φουσκωμένα
για θανάτου περηφάνια
σκίζει στήθια η δόλια μάνα.
" Χαρε πάρε με κι εμένα".
Κομμάτια το ραδιόφωνο
ο χρόνος γίνεται άχρονος
σκοτείνιασε το φως της.
Το πιάτο είναι πάντα εκεί
την μάνα είπανε τρελή κι
κι Αθάνατο το γιο της.
Επίλογος
Ήταν αμούστακο παιδί
Οταν το ντυσαν στο χακί
μ' ένα της μάνας φυλαχτό.
μα όταν την πήγαν να το δει
απ' το αμούστακο παιδί
απέμεινε το φυλαχτό
ένα οστό κι ένα ΓΙΑΤΙ;
Aπό το βιβλίο : ΕΞΩ ΑΠ' ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ
Εμπνευσμένο από μια χαροκαμένη
μάνα αγνοούμενου
στον προδομένο πόλεμο του
1974 μα και των όσων ακολούθησαν

Μελοποιημένο το ακούτε εδώ

Στον Παναγιώτη Παύλου (Αγνοούμενο) / Τέμβριου Αθηνά

 

Ο Παναγιώτης ποτέ δεν επέστρεψε.
Μονάχα οι σκιές της γριάς μάνας
και των παιδιών επιστρέφουν,
τις στιγμές που οι ζώντες
ζητούν των νεκρών την αψεγάδιαστη
αγάπη, π’ ανάβει χρόνια τώρα
το γυάλινο πονεμένο καντήλι,
δίπλα στο παλιό εικονοστάσιο
και στον άδειο τάφο της μνήμης.
Τα δάκρυα στέρεψαν,
το μοιρολόι, ρέκβιεμ της σιωπής,
αντηχεί στην απουσία σαν βάλσαμο,
Στα μαύρα η σκυφτή γυναίκα.
«Ανάμεσα στους Ήχους» Αθηνά Τέμβριου

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΕΞΕΙΣ / Ονουφρίου Αναστασία

 


Μ’ αρέσει να μαζεύω απ’ τους ανθρώπους τις λέξεις τους
να τις πηγαίνω βόλτα με το νου μου όπου κι αν θέλω
να περιμένουν σε ουρές ταμείων
να μπαίνουν σε μονοπάτια μέσα στο δάσος που θέλεις να χαθείς και
βρίσκεις ξέφωτα
να κολυμπούν σε μαύρα νερά μιας θάλασσας που κολυμπάς μονάχος σου
να τις ξεχνάω στο σπίτι για μια μέρα
χι ύστερα να τις δίνω πίσω σ’ αυτούς που τις ξεστόμισαν.

Μ’ αρέσει να κλέβω απ’ τις λέξεις, τους ανθρώπους τους.

Η ΑΠΟΨΗ MOΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ

 


Σου ζαρώνω το πουκάμισο γιατί σ’ αγαπώ
και σου φωνάζω μέσ’ απ’ τη ζαφειρένια μου καρδιά
να μ’ αγαπάς κι εσύ
κι ας δείχνει ο κόσμος ξένους δάχτυλους στους δρόμους
στρίβοντας από δασύφυλλες κι έγχρωμες πολύ καλλιγραφίες.

0 έρωτάς σου ο πνιγερός γι’ αυτόν τον πνεύμονα
μονοξείδιο στις κουπαστές τα Σάββατα
πεμπάμενο και πομπευμένο
μ’ άφησε μ’ ένα
αλόγιαστο κι αλλοιωμένο άλγος.

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

ΜΟΡΦΟΥ… / Παπαδοπούλου- Περικλέους Αντιγόνη

 


Αρκεί μια μακρόσυρτη φωνή
το άρωμα ανθών πορτοκαλιάς
μια πρασινομάτα κοπελιά
να σε θυμίζει, Μόρφου μου.
Ένα ρυάκι με γάργαρα νερά
αγιόκλημα και γιασεμιά στη γειτονιά
και μια καλή γειτόνισσα
να κορφολογεί βασιλικό
και να μοιράζει αντίδωρο
ζεστό ψωμί κι αγάπη…

Οκτώβρης 2022

ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ / Παπαδοπούλου- Περικλέους Αντιγόνη

 


Αυλακωμένα πρόσωπα
ρυτίδες προσφυγιάς
δεμένα με τη μοίρα τους·
ανάδελφα
στους πέντε ανέμους
οδοιπόροι στο άγνωστο
με βάρκα την ελπίδα.

Φθινόπωρο 2016

ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ

 


Βλαστάμε σ’ αφιλόξενες πλαγιές
ανάμεσα σε πέτρες και σε σχίνα
λιοτρόπια που μας βρήκε ένα πρωί
ξεριζωμού απάνθρωπη ασχήμια.

Κάποτε σ’ εύφορες πλαγιές
ήρεμα κυλούσε η ζωή μας
πλάι σε γάργαρα νερά
μοσχοβολούσε η ύπαρξή μας.

Τώρα μάς πήραν τη χαρά
τη γύρη μας ναρκώσανε με πόνο
βλαστάρι στις καρδιές μας ακριβό
οι θύμισες π’ αφήσαμε στον δρόμο.

Κι όμως μες στων σχίνων τις σκιές
ακοίμητες φωλιάζουν οι ματιές μας
προσμένοντας του ήλιου χρυσαυγές
να μπλέξουνε στεφάνια στις γιορτές μας.

Σεπτέμβρης 1975

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024

ΧΑΙPETE ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ / Δημητρίου Δήμητρα

 



Τα στήθη ισοπεδώθηκαν σε κίνηση μπουλντόζας
στις πέτρας την απόγνωση
οπού εκυμάτιζε ολογάλανο νερό
και τ’ ακρογιάλι γεμάτο θρύψαλα
Δημοκρατίας και Κέννετυ γωνία.

ΑΓΑΠΗ / Δημητρίου Δήμητρα

 


        Στη Μυρτώ Αζίνα

Λεν το ’ξέρα πως με κοιτάζει,
δεν ήξερα πως μας κοιτάζει η αγάπη από τόσο κοντά
και μας εφάπτεται διαρκώς
με τόσο θράσος.
Πώς τολμάτε, δεσποινίς μου, πώς τολμάς!

Μυροφόρα / Δημητρίου Δήμητρα

 


Εσκάψασιν τον λάκκο τζαι για τες δκυο τους. Τις μονάκριβες. Πέντε
φορές εκάστην, υπό τα όμματα. Θαρκιέσαι πως ο Πλάστης μου εν
είσιεν ποττέ του μάθκια. Ύστερα είπαν τους να μπουν τζαι τζείνοι
μέσα.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Από μαρτυρία γυναίκας από τη Μόρφου για δύο δεκατετράχρονα κορίτσια,
τα οποία κατά την Εισβολή βιάστηκαν πέντε φορές μπροστά στα μάτια
των γονιών τους και εξέπνευσαν. Οι γονείς εξαναγκάστηκαν από τους
Τούρκους στρατιώτες να σκάψουν τον λάκκο των παιδιών τους, έπειτα
εκτελέστηκαν. Βλ. Ο Αγών, 30 Αυγούστου 1974, 4
.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

ΤΥΦΩΝΕΣ / Καρακόκκινος Ανδρέας

 


Οι τυφώνες στην εποχή τους
ξεριζώνουν δέντρα
αρπάζουν στέγες
πλημμυρίζουν τις ακτές
σηκώνουν κύματα βουνά
βουλιάζουν καράβια

Οι τυφώνες στην εποχή μας
ξεριζώνουν θεμέλια
αρπάζουν το αύριο
πλημμυρίζουν τα χέρια με αίμα
σηκώνουν συρματοπλέγματα
βουλιάζουν αθώες ψυχές.

ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ / Καρακόκκινος Ανδρέας

 


Η σκιά του φθινοπώρου
απλώθηκε
στην τσιμεντένια αυλή
της θλίψης
χωρίς δάκρυ
χωρίς αποχαιρετισμούς
σαν ακαριαία αποδοχή
του τέλους
και σαν χελιδόνι
έτοιμο να πετάξει
στην αγκαλιά
αποδημητικών ονείρων.

ΓΥΝΑΙΚΑ / Καρακόκκινος Ανδρέας

 


Η γυναίκα, δραπέτης από τα όνειρα,
ντυμένη με το καθημερινό της φόρεμα
ακροβατεί στο γέλιο και το δάκρυ,
πίνει το κρασί των θεών
παρέα με πολύχρωμα πουλιά
και ζωγραφίζει στίχους
στην πιο μακρινή θλίψη τ’ ουρανού.

Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ / Κατσώνη Αναστασία

 



Βγήκαμε στον δρόμο
και πήραμε το τρένο για τη δύση,
γιατί ο ήλιος βασίλεψε πια
κι ο ορίζοντας δεν θα ροδίσει.
Ατενίζοντας για λίγο την ανατολή,
μείναμε έντρομοι
για το ταξίδι μας στη δύση.
Αναποφάσιστοι
ξεκινήσαμε για το ταξίδι μας,
το άμοιρο ταξίδι μιας μοίρας πικρής,
με τη θλίψη στην ψυχή
και την πίκρα στα χείλη…

ΚΟΥΡΣΕΨΑΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ / Κατσώνη Αναστασία

 


Κουρσέψανε τον ήλιο!
Και σταμάτησε
να φωτίζει τη ζωή μας
στο πλακόστρωτο
που περπατούσαμε
και τρέχαμε συνάμα
να προλάβουμε
το φως του.

ΗΛΙΟΣ ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΟΣ / Κατσώνη Αναστασία

 


Πήραμε και πάλι το μονοπάτι
της ίδιας κορυφής,
λαμβάνοντας υπόψη εκείνα
τα ίδια, τα βαρετά.
Ήλιος να ροδίσει στον ορίζοντα
δεν φάνηκε σήμερα.
Ξέραμε ότι θα ζούσαμε και σήμερα
στη σκοτεινιά,
σε ήλιο αταίριαστο για μας.
Ατενίσαμε για λίγο
τον δικό μας ήλιο,
μα ποτέ δεν ανέτειλε…

(10/08/1974)
Προσφυγιά, Γ’ Γυμνάσιο Μόρφου

 

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ / Ονουφρίου Αναστασία

 


Το καλοκαίρι, αυτός μονοπωλεί την ηλιοφάνεια
κρούει την πόρτα, έπειτα κρύβεται
επιδιώκει να μείνει αφανής.
Εγώ έζησα στην πλειστόκαινο εποχή γιατρέ
δεν υπολογίσατε τη νοσηρότητα του κλίματος στα νοσήλια
ούτε το διάστημα που πενθεί κανείς.
Το να συγκεντρώνει κάποιος στάχυα ήταν δύσκολο
μετά έγινα πληβείος κι έπλεκα καλάθια
και κάποτε πέρασα ινκόγκνιτο από δω.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ / Ονουφρίου Αναστασία

 



Η χωμάτινη λεία στα παπούτσια μου
συναρμολογεί τα βήματα του πατώματος
λήθαργος θά ’ρθει
θα μπει απ’ της πόρτας την κλεμμένη απόχη
θα μείνει μαζί μας ο πόνος
λούφαξε εδώ, όπου θέλει
κατέβηκε στους οπωρώνες και στις υδάτινες λεύγες
ξεχάστηκε στη φλούδα μας
τη χαραγμένη, τη δαγκωμένη, την πεταμένη
κι ισάξιος με μυγοσκοτώστρα έλαμψε
φάρος μέσα μας.

Η ΑΠΟΨΗ MOΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ / Ονουφρίου Αναστασία

 

Σου ζαρώνω το πουκάμισο γιατί σ’ αγαπώ
και σου φωνάζω μέσ’ απ’ τη ζαφειρένια μου καρδιά
να μ’ αγαπάς κι εσύ
κι ας δείχνει ο κόσμος ξένους δάχτυλους στους δρόμους
στρίβοντας από δασύφυλλες κι έγχρωμες πολύ καλλιγραφίες.

0 έρωτάς σου ο πνιγερός γι’ αυτόν τον πνεύμονα
μονοξείδιο στις κουπαστές τα Σάββατα
πεμπάμενο και πομπευμένο
μ’ άφησε μ’ ένα
αλόγιαστο κι αλλοιωμένο άλγος.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ / Βίκτωρος Αλεξία

 


Βρόμισε σάρκα η σκόνη
και αίμα η γη,
έδαφος
με δώματα
απέθαντων.
Κάνεις δεν πεθαίνει.
Κάνεις δε ζει, όπως άρχισε να βιώνει.
Είχα να καπνίσω το ίνδαλμά μας στον ήλιο.
Βαφτίστηκα, μπογιατίστηκα και νέγρα
παραπονιόμουν για την ποιότητα της θέρμης.

Δημοσιεύτηκε στο Ποιείν  22/6/2022

ΑΝΑΣΕΣ / Βίκτωρος Αλεξία

 


Με φίλησαν οι ανάσες,
όσες φανταζόμουν από αύριο και χτες -φοβάμαι τις αγάπησα όλες,
η μνήμη μου ψυχράθηκε πια-
και απόρησα
που τόσο φρικτά
θα μπορούσα,
πριν μάθαινα μια κρίσιμη άγνοιά μου,
να ζήσω έτσι
μια ζωή
για μια ζωή,
με φτυάρια από το Κρεμλίνο,
αηδόνια που μοιρολογούν – όπως από τότε –
και ήττες
ξεπερασμένες από του Οβίδιου
το αντίστροφο πένθος
του έρωτα.

ΘΥΜΗΣΗ / Βίκτωρος Αλεξία

 


Είναι η θύμησή σου,
ίδια η λαλιά σου.
Πρόωρα άλλαξες
να ελέγχεις
τη διάβρωση και τη ροή του ανείπωτου.

Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

ΠΗΝΕΛΟΠΕΣ / Γαλανού Αλεξάνδρα

 



Οι Πηνελόπες
πέταξαν τους αργαλειούς στη θάλασσα.
Δεν υφαίνουν πια
ούτε κεντούν τα βράδια.
Κατεβαίνουν στον κήπο από το παράθυρο.
Ανοίγουν την καγκελόπορτα,
προχωρούν στην παραλία.
Κάθονται σε μπαράκια σκοτεινά,
ανοιγοκλείνουν τα μάτια και χαμογελούν
ενώ οι ναύτες τραγουδούν το «Μαραμπού».

Οι μνηστήρες, απ’ ό,τι λένε, βαρέθηκαν
τα γλέντια κι έφυγαν.
Όσο για τον Οδυσσέα,
αυτός ακόμη ταξιδεύει.

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ, ΝΙΟΒΡΗΣ 2020 / Γαλανού Αλεξάνδρα

 


Ελπίδες που ποδοπατήθηκαν
τελεσίδικα πια
σφηνώθηκαν σε μια γωνιά του μυαλού,
αίθουσα αναμονής αναμνήσεων.
Ίσως,
μια μέρα κάποτε
ο ποιητής του μέλλοντος
να τις ξυπνήσει από τον λήθαργο,
να τις ντύσει με τραγούδια λυπητερά
και να τις περπατήσει στους δρόμους της πόλης
εκεί που αλλόκοτοι επισκέπτες
χαριεντίζονται, περιεργάζονται
τα ρημαγμένα σπίτια
και ασύστολα ονειρεύονται ποιο θα διαλέξουν.

ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ / Γαλανού Αλεξάνδρα

 


Κεκλεισμένων των θυρών
το σπίτι ασφυκτιά μες στη σιωπή.
Στράβωσαν τα πορτρέτα στους τοίχους
και το δάκρυ που ξέμεινε από έρωτα παλιό
κρύφτηκε για πάντα στις πτυχές κλειστής κουρτίνας.
Μια θητεία μοναξιάς
χωρίς φύλλο πορείας
γέμισε τις ρωγμές στον τοίχο
-δεν πρόλαβε να τις κλείσει
πριν τον εγκλεισμό-
τώρα σχηματίζουν τον χάρτη
χώρας άγνωστης που υπόσχεται
ταξίδια…
Η γυναίκα κάθεται και περιμένει,
απέναντι
το βάζο με άρωμα ανθισμένης λεμονιάς,
είναι άνοιξη

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

ΜΟΥΣΙΚΗ / Τέμβριου Αθηνά

 


Ένα φύλλο πρωί πρωί με χαιρέτησε.
Ήταν το σώμα τον ισχνό μα αγέρωχο.
Η αγάπη ακόμα μου <δείξε το δρόμο.
Ο άνεμος με βαρύφερνε ‘δω και ‘κει.
Χρυσές στιγμές τον Ντεπουσσί,
πρωί πρωί οι νότες…

ΖΩΗ / Τέμβριου Αθηνά

 


Α.
Κάθε στιγμή που η γη γυρνά
γράφω ένα ποίημα,
για να επιβεβαιώνω την ύπαρξή μου,
να δικαιολογώ τη ζωή χωρίς εμένα …
Β.
Σήμερα πεθαίνουν τα γιασεμιά,
τα πλήγωσε ο κρύος νοτιάς,
τα γύμνωσε ο έρωτας,
τα σπάραξε η αγάπη…
Γ.
Ναυαγοί είμαστε
σε νησάκια του κόσμου
πριν να ανασάνουμε
άνθρωποι,
πριν να χύσουμε αίμα αθώο
σε γη, θάλασσα,
ουρανό και φωτιά.

1974 / Τέμβριου Αθηνά

 


Λήθη στους χειμώνες που περνούν
αν ζητά η καρδιά ή το παράπονο
πικρού καλοκαιριού ή ένα καράβι που αρχινά
ταξίδι στα βαθιά,
μα όλο κινά και πνίγεται
μαζί με ξένους ναυτικούς
σε ξένες θάλασσες.
Έρχεται ο χρόνος, γυρολόγος
κρυφά να εναγκαλίζεται
ώρες πικρού καλοκαιριού
και κυνηγούμε τ* όνειρο
τ’ όνειρο της λευτεριάς.
Πατρίδα πολυτάραχη το βιος
σου πάει και χάνεται.
Σε γέλασε το πράσινο σε μια γραμμή
και ορθώνεται σαν τείχος.
Βάρεσε της σκλαβιάς ο πόνος
στα χρόνια της παρηγοριάς, στα χρόνια της ελπίδας
μα η νοσταλγία της σιωπής το δρόμο σου χαράζει.