Σήμερα φιλοξενώ 6 ποιήματα από 6 ποιήτριες της Κύπρου, τις οποίες εκτιμώ τόσο για τον χαρακτήρα τους όσο και για την ποίησή τους. Με τις περισσότερες από αυτές έχω συναντηθεί και έχουμε ανταλλάξει δυο- τρεις κουβέντες, ενώ με κάποιες από αυτές εκκρεμεί ένας...κυπριακός καφές!
Ποίηση και οίηση / Ειρήνη Ανδρέου
με έβρισκε η ήλιος
καθώς αγωνιζόμουνα
να φτιάξω ένα βασίλειο
λευκοί κίτρινοι μαύροι
παντού αυλές ολάνθιστες
κάμποι γιομάτοι στάρι
κανείς να μην πεινούσε
το δίκαιο σ' αυτή τη γη
τ'αδικο να νικούσε.
με έσπρωχνε με πάθος
να μην σιωπώ ούτε στιγμή
γι άλλα παιδιά να γράφω.
κι οι άνθρωποι συνάμα
να κάνω ξίφος κοφτερό
της πένας μου την λάμα
που μόλυνε την πλάση
τον κόσμο γέμιζε πληγές
και την ψυχή είχε χάσει
σαν λυσσασμένο ζώο
ξεπέρασ' ολους τους φραγμούς
αδίσταχτο,, αιμοβόρο.
για το χοντρό πετσί τους
χρήμα στις φλέβες τους κυλά
τρώνε κι οι αυλικοί τους
παίζοντας τον σωτήρα
που ξεγελά τον κάθε νιο
αχ ποίηση μου στείρα
δεν κυνηγούσα δόξα
τις νύχτες δεν κοιμόμουνα
μου λέγαν έχω λόξα
τι γίνεται στον κόσμο
μα η κοιλιά να γέμιζε
και το τομάρι μόνο.
στα ερείπια θαμένα
η μες στα σεντονάκια τους
άψυχα, ματωμένα....
στην τρίτη ηλικία
κι απ' όλα πια απηύδησα
δεν πήρα ούτε βραβεία,
σ' οίησης καλλιστεία
τους στιχους μου απαξίωσαν
σχολεία κι εκκλησία
κλικών λογοτεχνίας
βαλτοί, κριτές να μ' επαινούν
μου φαίνονται γελοία.
τον κόσμο δεν αλλάζει
μα σαν γίνεται οίηση
πολύ μ' αηδιάζει.
σαν να'μαι νομπελίστας
βροχή συγχαρητήρια
μέσα στα διαδίχτυα.
που την ψυχή τους βγάζουν
κατεστημένα πολεμούν
και δόξες δεν τους νοιάζουν.
τον κόσμο αυτό ν' αλλάξω
να ΖΗΣΩ αποφάσισα
λίγο πριν τα τινάξω.
ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ / Ιωάννα Παπαντωνίου
θα συνοδεύει τους ακροβάτες στο κενό.
Οι ακροβολιστές θα παραταχτούν γύρω από τη μυστική έξοδο.
Θα φροντίσει γι’ αυτό ο ταξιθέτης…
Η υπαίθρια σκηνή ανάμεσα στα ερείπια…
Το θηριοτροφείο καλά κρυμμένο κάτω από τα χαλάσματα.
Δεν πρέπει ν’ ακουστούν οι βρυχηθμοί των λεόντων
ούτε το κλάμα του ελέφαντα...
Τα πύρινα στεφάνια των οβίδων θα μεταφέρουν τη φλόγα.
Τι κι αν παρέμειναν οι δάδες σβηστές;
Το παιδί δεν θα πληρώσει εισιτήριο!
Αφήστε το να ισορροπεί στα κομμένα καλώδια της οικοδομής
κι ύστερα να γίνεται ζογκλέρ.
Οι νάρκες στα χέρια του…
Στους ώμους μανδύας λευκός…
Είναι ο μικρός πρίγκιπας με το γαλάζιο προσωπείο.
Για δείτε!
Μαράνθηκε το τριαντάφυλλό του…
Λίγο νερό…
Πού πήγαν όλοι;
Μετά την υπόκλιση θ’ ακουστεί το χειροκρότημα;
Εκεί που θα τελειώνει το ποίημα,
θα τ’ απαγγείλει κανείς;
σαν θα ´ρθει εκείνη η ώρα,
που η φωνή μου μακρινή
θ´ακούγεται στ´αφτιά σου,
θα ´ναι η καρδιά μου προσευχή
σαν Παναγιάς καντήλι,
να χαϊδεύει τις βραδυές
γλυκά τα όνειρά σου.
να σε ακολουθούνε,
στις δυσκολίες της ζωής
κουράγιο να σου δίνουν
κι όσες φορές σε πόνεσαν
τα αμαρτήματά μου
τόσες θα γίνω θάλασσα
τις έγνοιες σου να πνίγω.
μ´αδυναμίες χίλιες,
μα η ψυχή ολάκερη
δοσμένη στα παιδιά της.
Λέαινα μετατρέπεται,
νύχια και δόντια βγάζει
κι αλίμονον σ´όποιον σκεφτεί
λιγάκι να τα βλάψει.
σαν θα ´ρθει εκεί η η ώρα,
μόνο το σώμα θα ´ναι αλλού,
η λαχτάρα μου κοντά σου.
Πού να τολμήσει γιόκα μου
εχθρός να σε κοντέψει;
ΖΩΗ Α' /Αθηνά Τέμβριου
στάζουν το χθες και το σήμερα.
Γλαφυρές σκιές π'ανασύρονται
με τα δίχτυα της μνήμης
πότε στην άβυσσο και πότε
στα θέλγητρα τ'ουρανού.
Χάνονται κάτω απ'το φως
της σκέψης, καθώς ότι είδε
κανείς καλείται ζωή.
ένα σώμα ένα άπειρο,
όμως είναι πάντα κοντά μου
στην κάθε στιγμή...
Κάποτε ρώτησα ένα σύννεφο
γιατί κρύβει τον ήλιο,;
και αυτό μου απάντησε
να δεις την διαφορά.!
Μια σκοτεινή νύκτα
είδα ταπεινά αστέρια
να φέγγουν τόσο πολύ!
τα κοίταξα περήφανα
με νοσταλγία,
ήταν τα μάτια
των δικών μου Αγγέλων
που πάντα μου φωτίζουν το δρόμο στα ψυχρά σκοτάδια.
Ξεκινάω πλέξιμο / Μαρία Χριστοδούλου
Να σου φτιάξω κάλτσες
για το κρύο
ή σκούφο για τις βόλτες σου
πλάι στο κύμα;
Φοβάμαι μην κρυώσεις.
Άγριος ο καιρός
ο δρόμος χέρσος
κι η θάλασσα φουρτουνιασμένη.
Πάμε να ρίξουμε τους πόντους.
Κάποιες θηλιές
δυο τρεις καλούς πόντους
και πού και πού
κανέναν ανάποδο
ζέρσεϊ να είναι η πλέξη
μην δυσκολεύεσαι στο φόρεμα.
Κασκόλ θα σου φτιάξω
-πονόλαιμο είχες
τότε που μύρισε ο κάμπος της Μεσαριάς άνοιξη -
κι ένα ζευγάρι γάντια
για τα χέρια σου.
Κάηκαν τη μέρα που τράνταξες
τον Πενταδάκτυλο φωνάζοντας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Τα πλέκαμε θυμάσαι;
Πήραμε ξεχωριστά μονοπάτια
τώρα, καλέ μου πατέρα.
Βλέπεις το φως στην άκρη
της διαδρομής;
Κάνε στάση και περίμενε.
Μέχρι τότε θα μνημονεύω τις μέρες μας
και αυτές που είχαν γλέντι
και αυτές που είχαν παγωνιά.