Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

ΛΥΚΟΦΩΣ / Χαραλαμπίδης Άγις

 


Το ταξίδι του ήλιου τελειώνει όπου να ’ναι ·
παρηγοριά ωστόσο το λυκόφως·
δίνει ανάσα, δίνει ελπίδα
ποιος ξέρει
ό,τι δεν πρόλαβες
έχεις ακόμα καιρό
υπάρχει το λυκόφως.
Ένα πολύτιμο δώρο του ήλιου
ένα χαμόγελο απ’ το χρόνο
μια καλησπέρα στη νύχτα
που αναπόφευκτα πλησιάζει.

ΑΓΩΝΙΑ ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ / Χαραλαμπίδης Άγις

 


Κι εσύ εκεί!
Ν’ αγναντεύεις το βαθύ πέλαγος
περισυλλέγοντας θρυμματισμένα αισθήματα
προσπαθώντας να συναρμολογήσεις
τα σκορπισμένα κομμάτια της ιστορίας
να ξανακτίσεις ομφάλιους λώρους
κι αετώματα σε ρημαγμένους Παρθενώνες.

Εκεί!
Να περιμένεις το καράβι να γυρίσει και πάλι
από κείνο το ταξίδι
των δυόμιση χιλιάδων χρόνων·
τόση αγωνία βυθισμένη στο όνειρο…

Φλεβάρης 2008

ΑΔΙΕΞΟΔΟ / Χαραλαμπίδης Άγις

 


Τα δάκρυα της
μιλούν όλες τις γλώσσες·
της δυστυχίας, της αγωνίας,
της απόγνωσης, της απελπισίας·
όλες τις γλώσσες·

της καρδιάς
της αλληλεγγύης
της ελπίδας·

τα ματαιωμένα της όνειρα
σε όλες τις γλώσσες
με πικρία και πόνο
εκπέμπουν αγάπη.

Νοέμβρης 2012

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΣΑΚΟΣ / Γιώργος Μολέσκης

 

ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΣΑΚΟΣ
II

Κάθε μέρα συνεχίζω ένα ταξίδι στον κόσμο.
Ταξιδεύω με αεροπλάνα, πλοία, τρένα, λεωφορεία,
μπαίνω σε θέατρα, βλέπω παραστάσεις,
ακούω συναυλίες,
τρώω εθνικά φαγητά σε παλιά εστιατόρια,
επισκέπτομαι τόπους που δεν θα ξαναδώ ποτέ,
περπατώ σε δρόμους που δεν θα ξαναπεράσω,
επισκέπτομαι εκθέσεις και μουσεία,
συναντώ φίλους που έφυγαν μακριά
και άλλους που έφυγαν για πάντα,
συναντώ ξένους ανθρώπους…

Συνεχίζω κάθε μέρα αυτό το ταξίδι.

Τα εισιτήρια όλα πληρωμένα,
όλα τα αρώματα κι όλες οι γεύσεις δοκιμασμένα,
τα χρώματα κι οι μουσικές καταγραμμένα
σ’ έναν δίσκο που παίζει διαρκώς
και με κρατά ξάγρυπνο
να περπατώ πάνω σ’ αυτό το άνισο
και ταλαιπωρημένο σώμα του κόσμου.

Όλα είναι παρόντα στην κάθε μου μέρα,
που την ανεβαίνω
ως ένας Οδυσσέας ή ένας Λεοπόλδος Μπλουμ
και γυρίζω φορτωμένος τις νύχτες
στο σπίτι μου και στη ζωή μου…

VI

Στις αποσκευές μου εκατοντάδες επιστολές
γραμμένες σε πόλεις και χώρες του κόσμου
που ήρθαν και με βρήκαν σε τόπους
που όλο ξεμακραίνουν,
με το μελάνι τους να ξεθωριάζει σαν τις μνήμες
κι όμως να κρατούν ακόμη
κάτι από τα χρώματα και τις αρχιτεκτονικές,
κάτι από τις γεύσεις και τ’ αρώματα άλλων τόπων,
από τα χαμόγελα κι από τους ήχους της φωνής
ανθρώπων που όλο φεύγουν.

Συναντήσεις, φιλίες, εξομολογήσεις
με τόσους που χάθηκαν στις στράτες του κόσμου
κι άλλους που έκαναν πανιά
για τη σκοτεινή θάλασσα στην άλλη όχθη.

Μπερδεύονται στη μνήμη μου
άνθρωποι που ήρθαν και που έφυγαν,
άνθρωποι που ήταν και δεν είναι.

Άλλες φορές μπερδεύονται οι νεκροί κι οι ζωντανοί
κι αρχίζουν να επαναλαμβάνουν ιστορίες
που συνέβησαν κάποτε,
συγχύζοντας το πού και το πότε,
ιστορίες μισοξεχασμένες που περιμένουν ένα τέλος.

Κάποτε χάνεται η αρχή, κάποτε μακροτραβά το τέλος
κι όλο περιμένουμε την τελευταία ιστορία
για τη μέρα εκείνη που έπεσε στον κλήρο,
που βάρεσε πιο πολύ στη ζυγαριά απ’ όλες τις άλλες.

 

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

Λυκόσκυλα : Ποιητική Συλλογή της Αγγέλας Καιμακλιώτη (2 ποιήματα)


ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Σκυφτοί κομπάρσοι εξόριστοι λιχνίζουνε στ’ αλώνι,
κοιμίζουν το γλυκό ψωμί σε μάλλινο σεντόνι.
Χρόνους σε χέρι μητριάς υπομονής ζυμάρι,
βορά στα φαύλα στόματα σουλτάνου μακελάρη.

Αιμορραγούν τα σώσπιτα στου χρόνου το μαντάλι
βουνά σκυφτά και προσκυνούν του ξένου το κεφάλι.
Πεύκα γονατιστά φιλούν αρχαία παραλία,
χαράτσι, λύτρα δεν ξεχνώ σε χώρα εναλία.

Είναι που έμεινε σκυφτό το προδομένο σώμα,
είναι που φανερώθηκαν μικροί θεοί από χώμα.
Μια γκρίζα ναρκοθέτηση πικρή εμφύλια ζώνη,
σκιώδη τα λημέρια τους και πολεμούσαν μόνοι.

Υπάρχει ένα κομμάτι γης το βλέμμα να φυτεύεις
και να βλασταίνει η πίκρα σου σαν πάψεις να πιστεύεις.
Υπόκλιση φανατική, τυφλή στις περιστάσεις,
αλισβερίσι Ανατολής γίναν οι καταστάσεις.

Υπάρχει άραγε ουρανός αν θέλεις να πετάξεις,
σαν ένας μύστης του καιρού το νήμα του ν’ αδράξεις;
Χτυπούν καμπάνες μυστικά στου Μαχαιρά τα όρη,
μακάρι να τις άκουγαν, αθάνατε Γρηγόρη.

^^

ΛΥΚΟΣΚΥΛΑ

Σωσίβιο ήτανε πιστεύω οι αισθήσεις τους.
Εκείνες με γλιτώσανε.
Σαν έτρεχαν οι σκύλοι προς το μέρος μου,
(με τα σαγόνια και τα σάλια)

είδανε άραγε το γαλανό που μάρκαρε τις χούφτες μου;
Διέκριναν το κίτρινο της ακακίας στα μαλλιά μου;
(Από θαλασσινό μεθύσι επέστρεφα.)

Οσμίστηκαν τα εκρηκτικά που είχα φορέσει στον λαιμό
Είδαν το ναρκοπέδιο στα μάτια μου;
Άκουσαν την πατρίδα
που μέσα μου αλυχτούσε;
(Ένα σκυλί αδέσποτο κι αυτή.)

Πάντως το ρύγχος τους ακούμπησαν στα πόδια μου.
Μύρισαν κάθε ίχνος που περπάτησα,
υγρές σπηλιές και κάμπους ανθισμένους.
Μα εκείνο που με έσωσε θαρρώ, ήταν η γεύση
(η κορωνίδα των αισθήσεων).

Η γεύση, ναι.
Είναι γνωστό πως τα σκυλιά μισούν την πίκρα.
Δεν την αντέχουν.
Η πίκρα μ’ έσωσε, καθώς πικρό το αίμα
της πικρής φυλής μου.