Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

ΚΛΕΜΜΕΝΕΣ ΛΕΜΟΝΙΕΣ / Μαλόρης Ανδρέας



Τώρα σέρνεσαι,

φίδι στους καλαμιώνες της καρδιάς,

στα σκοτεινά μου ερμηνεύεις
σονάτες παραμυθίας
την πήλινη μου αντοχή περιγελάς,

και μου καταλογίζεις
και της κλεμμένης λεμονιάς την τύψη.

ΙΝΔΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ / Μαλόρης Ανδρέας

 


Επιστρέφεις
και ο χρόνος ξανακυλά
στις ράγες του γυμνού σου
εφηβαίου,

στη στάση των ανασασμών
ακινητοποιείς το σύμπαν
με έναν ακόμη οργασμό υπογράφεις
τη νέα καταδίκη.

Σε κοιτάζω απ’ το παράθυρο
που φεύγεις,
δεν υψώνεις χέρι
κι ο δρόμος άγρια γη,
δεν κοιτάζεις πίσω
κι ο κόσμος ήπειρος χαμένη.

Γέρνω στο βρεγμένο σου σεντόνι
κι η ξαφνική σιωπή του ωκεανού
μου λέει πως
τώρα πια σε χάνω.

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ / Μαλόρης Ανδρέας

 


Μη μου μιλάτε
για ήχους ελικοπτέρων
παν’ από σώματα νεκρά
μέσα σε κήπους που ανθίζουν,

για δυνάμεις δήθεν αδίστακτες
κι άπειρα μακρινούς πολέμους.

Μιλάτε μου μόνο
για μάτια που εξακοντίζουν πόθους
μέσα στην πλήξη του πλήθους,

για κορμιά που διαγράφονται γυμνά
όταν τα λάβαρα πέφτουν,

για τις προθέσεις των χεριών,
όταν τα φώτα σβήνουν.

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ / Κατσώνη Αναστασία

 



Βγήκαμε στον δρόμο
και πήραμε το τρένο για τη δύση,
γιατί ο ήλιος βασίλεψε πια
κι ο ορίζοντας δεν θα ροδίσει.
Ατενίζοντας για λίγο την ανατολή,
μείναμε έντρομοι
για το ταξίδι μας στη δύση.
Αναποφάσιστοι
ξεκινήσαμε για το ταξίδι μας,
το άμοιρο ταξίδι μιας μοίρας πικρής,
με τη θλίψη στην ψυχή
και την πίκρα στα χείλη…

ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ / Κατσώνη Αναστασία

 


Περπατήσαμε συντροφιά με τον ήλιο.
Κρατήσαμε ψηλά το κεφάλι.
Η μοναξιά του ονείρου
δεν μας τρομάζει.
Ξαποστάσαμε για λίγο
και συνεχίσαμε τον δρόμο μας.

ΖΩΗ ΠΟΣΟ ΜΑΣ ΠΟΝΕΣΕΣ! / Κατσώνη Αναστασία

 


Γεννηθήκαμε χτες μαζί με τον άνεμο.
Μεγαλώσαμε μαζί με το δάκρυ.
Νιώσαμε για λίγο τη βροχή
και το χιόνι να παγώνει τα χέρια μας.
Τρέξαμε για λίγο να γευτούμε τη ζωή,
μα κάπου σταματήσαμε έντρομοι.
Ζωή ταξιδεύτρα,
ζωή χωρίς όνειρα
πόσο μας πόνεσες!

(Αθήνα, 5 Ιανουάριου 1975)
Προσφυγιά

Ένα οστό κι ένα ΓΙΑΤΙ; / Ανδρέου Ειρήνη


Ήταν αμούστακο παιδί
της δόλιας μάνας προσευχή
να μην το βρει ποτέ κακό.
Ήταν μονάχα ένα παιδί
όταν το ντύσαν στο χακί
μ' ένα της μάνας φυλαχτό.
Το βάλαν σ' ένα φορτηγό
ένα σφαχτάρι τρυφερό
κι ο χάρος στη στροφή.
Οι άντρες δεν είναι δειλοί
μ' Αθάνατοι κάτω απ τη γη
είπαν στο αμούστακο παιδί,
Έτσι του είπαν είν' οι άντρες
Χάρε διάλεξε και πάρε
κι η ιστορία θε να πει:
" ΑΘΑΝΑΤΟΙ κάτω απ' τη γη
πάνω οι σοφοί κι όλοι εμείς
μες στην βολή και στην σιωπή.
Οι Άντρες δεν είναι δειλοί
του΄παν δασκάλοι και σοφοί
για λευτεριά πεθαίνουν
γιατί οι άντρες οι δειλοί
δεν παν στην πρώτη τη γραμμή
μα σε καρέκλες βγαίνουν.
Μα οι ήρωες είναι "τρελοί"
πάνε στη πρώτη την γραμμή
για λευτεριά πεθαίνουν.
Κι έτσι σε όλους τους καιρούς
βλέπεις συνήθως "λογικούς"
σε θρόνους ν' ανεβαίνουν.
Μα ηταν αμούστακο παιδί
που δεν επρόλαβε φιλί
αυτό δεν το 'παν οι σοφοί.
Κι όταν της πήραν το χαμπάρι
για το νεκρό της το βλαστάρι,
σκληρό, αβάσταχτο μαντάτο
πλάνταξε η μάνα απ' το κλάμα
για το υπέρτατο το δράμα
ρίχνει ματιά στο άδειο πιάτο
που καρτερούσε στο τραπέζι
κι ένα ραδιόφωνο να παίζει
λόγια μεγάλα φουσκωμένα
για θανάτου περηφάνια
σκίζει στήθια η δόλια μάνα.
" Χαρε πάρε με κι εμένα".
Κομμάτια το ραδιόφωνο
ο χρόνος γίνεται άχρονος
σκοτείνιασε το φως της.
Το πιάτο είναι πάντα εκεί
την μάνα είπανε τρελή κι
κι Αθάνατο το γιο της.
Επίλογος
Ήταν αμούστακο παιδί
Οταν το ντυσαν στο χακί
μ' ένα της μάνας φυλαχτό.
μα όταν την πήγαν να το δει
απ' το αμούστακο παιδί
απέμεινε το φυλαχτό
ένα οστό κι ένα ΓΙΑΤΙ;
Aπό το βιβλίο : ΕΞΩ ΑΠ' ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ
Εμπνευσμένο από μια χαροκαμένη
μάνα αγνοούμενου
στον προδομένο πόλεμο του
1974 μα και των όσων ακολούθησαν

Μελοποιημένο το ακούτε εδώ

Στον Παναγιώτη Παύλου (Αγνοούμενο) / Τέμβριου Αθηνά

 

Ο Παναγιώτης ποτέ δεν επέστρεψε.
Μονάχα οι σκιές της γριάς μάνας
και των παιδιών επιστρέφουν,
τις στιγμές που οι ζώντες
ζητούν των νεκρών την αψεγάδιαστη
αγάπη, π’ ανάβει χρόνια τώρα
το γυάλινο πονεμένο καντήλι,
δίπλα στο παλιό εικονοστάσιο
και στον άδειο τάφο της μνήμης.
Τα δάκρυα στέρεψαν,
το μοιρολόι, ρέκβιεμ της σιωπής,
αντηχεί στην απουσία σαν βάλσαμο,
Στα μαύρα η σκυφτή γυναίκα.
«Ανάμεσα στους Ήχους» Αθηνά Τέμβριου

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΛΕΞΕΙΣ / Ονουφρίου Αναστασία

 


Μ’ αρέσει να μαζεύω απ’ τους ανθρώπους τις λέξεις τους
να τις πηγαίνω βόλτα με το νου μου όπου κι αν θέλω
να περιμένουν σε ουρές ταμείων
να μπαίνουν σε μονοπάτια μέσα στο δάσος που θέλεις να χαθείς και
βρίσκεις ξέφωτα
να κολυμπούν σε μαύρα νερά μιας θάλασσας που κολυμπάς μονάχος σου
να τις ξεχνάω στο σπίτι για μια μέρα
χι ύστερα να τις δίνω πίσω σ’ αυτούς που τις ξεστόμισαν.

Μ’ αρέσει να κλέβω απ’ τις λέξεις, τους ανθρώπους τους.

Η ΑΠΟΨΗ MOΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ

 


Σου ζαρώνω το πουκάμισο γιατί σ’ αγαπώ
και σου φωνάζω μέσ’ απ’ τη ζαφειρένια μου καρδιά
να μ’ αγαπάς κι εσύ
κι ας δείχνει ο κόσμος ξένους δάχτυλους στους δρόμους
στρίβοντας από δασύφυλλες κι έγχρωμες πολύ καλλιγραφίες.

0 έρωτάς σου ο πνιγερός γι’ αυτόν τον πνεύμονα
μονοξείδιο στις κουπαστές τα Σάββατα
πεμπάμενο και πομπευμένο
μ’ άφησε μ’ ένα
αλόγιαστο κι αλλοιωμένο άλγος.

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

ΜΟΡΦΟΥ… / Παπαδοπούλου- Περικλέους Αντιγόνη

 


Αρκεί μια μακρόσυρτη φωνή
το άρωμα ανθών πορτοκαλιάς
μια πρασινομάτα κοπελιά
να σε θυμίζει, Μόρφου μου.
Ένα ρυάκι με γάργαρα νερά
αγιόκλημα και γιασεμιά στη γειτονιά
και μια καλή γειτόνισσα
να κορφολογεί βασιλικό
και να μοιράζει αντίδωρο
ζεστό ψωμί κι αγάπη…

Οκτώβρης 2022

ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ / Παπαδοπούλου- Περικλέους Αντιγόνη

 


Αυλακωμένα πρόσωπα
ρυτίδες προσφυγιάς
δεμένα με τη μοίρα τους·
ανάδελφα
στους πέντε ανέμους
οδοιπόροι στο άγνωστο
με βάρκα την ελπίδα.

Φθινόπωρο 2016

ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ

 


Βλαστάμε σ’ αφιλόξενες πλαγιές
ανάμεσα σε πέτρες και σε σχίνα
λιοτρόπια που μας βρήκε ένα πρωί
ξεριζωμού απάνθρωπη ασχήμια.

Κάποτε σ’ εύφορες πλαγιές
ήρεμα κυλούσε η ζωή μας
πλάι σε γάργαρα νερά
μοσχοβολούσε η ύπαρξή μας.

Τώρα μάς πήραν τη χαρά
τη γύρη μας ναρκώσανε με πόνο
βλαστάρι στις καρδιές μας ακριβό
οι θύμισες π’ αφήσαμε στον δρόμο.

Κι όμως μες στων σχίνων τις σκιές
ακοίμητες φωλιάζουν οι ματιές μας
προσμένοντας του ήλιου χρυσαυγές
να μπλέξουνε στεφάνια στις γιορτές μας.

Σεπτέμβρης 1975

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024

ΧΑΙPETE ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ / Δημητρίου Δήμητρα

 



Τα στήθη ισοπεδώθηκαν σε κίνηση μπουλντόζας
στις πέτρας την απόγνωση
οπού εκυμάτιζε ολογάλανο νερό
και τ’ ακρογιάλι γεμάτο θρύψαλα
Δημοκρατίας και Κέννετυ γωνία.

ΑΓΑΠΗ / Δημητρίου Δήμητρα

 


        Στη Μυρτώ Αζίνα

Λεν το ’ξέρα πως με κοιτάζει,
δεν ήξερα πως μας κοιτάζει η αγάπη από τόσο κοντά
και μας εφάπτεται διαρκώς
με τόσο θράσος.
Πώς τολμάτε, δεσποινίς μου, πώς τολμάς!