Τώρα σέρνεσαι,
φίδι στους καλαμιώνες της καρδιάς,
στα σκοτεινά μου ερμηνεύεις
σονάτες παραμυθίας
την πήλινη μου αντοχή περιγελάς,
και μου καταλογίζεις
και της κλεμμένης λεμονιάς την τύψη.
στα σκοτεινά μου ερμηνεύεις
σονάτες παραμυθίας
την πήλινη μου αντοχή περιγελάς,
και μου καταλογίζεις
και της κλεμμένης λεμονιάς την τύψη.
Επιστρέφεις
και ο χρόνος ξανακυλά
στις ράγες του γυμνού σου
εφηβαίου,
στη στάση των ανασασμών
ακινητοποιείς το σύμπαν
με έναν ακόμη οργασμό υπογράφεις
τη νέα καταδίκη.
Σε κοιτάζω απ’ το παράθυρο
που φεύγεις,
δεν υψώνεις χέρι
κι ο δρόμος άγρια γη,
δεν κοιτάζεις πίσω
κι ο κόσμος ήπειρος χαμένη.
Γέρνω στο βρεγμένο σου σεντόνι
κι η ξαφνική σιωπή του ωκεανού
μου λέει πως
τώρα πια σε χάνω.
Μη μου μιλάτε
για ήχους ελικοπτέρων
παν’ από σώματα νεκρά
μέσα σε κήπους που ανθίζουν,
για δυνάμεις δήθεν αδίστακτες
κι άπειρα μακρινούς πολέμους.
Μιλάτε μου μόνο
για μάτια που εξακοντίζουν πόθους
μέσα στην πλήξη του πλήθους,
για κορμιά που διαγράφονται γυμνά
όταν τα λάβαρα πέφτουν,
για τις προθέσεις των χεριών,
όταν τα φώτα σβήνουν.
Βγήκαμε στον δρόμο
και πήραμε το τρένο για τη δύση,
γιατί ο ήλιος βασίλεψε πια
κι ο ορίζοντας δεν θα ροδίσει.
Ατενίζοντας για λίγο την ανατολή,
μείναμε έντρομοι
για το ταξίδι μας στη δύση.
Αναποφάσιστοι
ξεκινήσαμε για το ταξίδι μας,
το άμοιρο ταξίδι μιας μοίρας πικρής,
με τη θλίψη στην ψυχή
και την πίκρα στα χείλη…
Περπατήσαμε συντροφιά με τον ήλιο.
Κρατήσαμε ψηλά το κεφάλι.
Η μοναξιά του ονείρου
δεν μας τρομάζει.
Ξαποστάσαμε για λίγο
και συνεχίσαμε τον δρόμο μας.
Γεννηθήκαμε χτες μαζί με τον άνεμο.
Μεγαλώσαμε μαζί με το δάκρυ.
Νιώσαμε για λίγο τη βροχή
και το χιόνι να παγώνει τα χέρια μας.
Τρέξαμε για λίγο να γευτούμε τη ζωή,
μα κάπου σταματήσαμε έντρομοι.
Ζωή ταξιδεύτρα,
ζωή χωρίς όνειρα
πόσο μας πόνεσες!
(Αθήνα, 5 Ιανουάριου 1975)
Προσφυγιά
Μ’ αρέσει να μαζεύω απ’ τους ανθρώπους τις λέξεις τους
να τις πηγαίνω βόλτα με το νου μου όπου κι αν θέλω
να περιμένουν σε ουρές ταμείων
να μπαίνουν σε μονοπάτια μέσα στο δάσος που θέλεις να χαθείς και
βρίσκεις ξέφωτα
να κολυμπούν σε μαύρα νερά μιας θάλασσας που κολυμπάς μονάχος σου
να τις ξεχνάω στο σπίτι για μια μέρα
χι ύστερα να τις δίνω πίσω σ’ αυτούς που τις ξεστόμισαν.
Μ’ αρέσει να κλέβω απ’ τις λέξεις, τους ανθρώπους τους.
Σου ζαρώνω το πουκάμισο γιατί σ’ αγαπώ
και σου φωνάζω μέσ’ απ’ τη ζαφειρένια μου καρδιά
να μ’ αγαπάς κι εσύ
κι ας δείχνει ο κόσμος ξένους δάχτυλους στους δρόμους
στρίβοντας από δασύφυλλες κι έγχρωμες πολύ καλλιγραφίες.
0 έρωτάς σου ο πνιγερός γι’ αυτόν τον πνεύμονα
μονοξείδιο στις κουπαστές τα Σάββατα
πεμπάμενο και πομπευμένο
μ’ άφησε μ’ ένα
αλόγιαστο κι αλλοιωμένο άλγος.
Αρκεί μια μακρόσυρτη φωνή
το άρωμα ανθών πορτοκαλιάς
μια πρασινομάτα κοπελιά
να σε θυμίζει, Μόρφου μου.
Ένα ρυάκι με γάργαρα νερά
αγιόκλημα και γιασεμιά στη γειτονιά
και μια καλή γειτόνισσα
να κορφολογεί βασιλικό
και να μοιράζει αντίδωρο
ζεστό ψωμί κι αγάπη…
Οκτώβρης 2022
Αυλακωμένα πρόσωπα
ρυτίδες προσφυγιάς
δεμένα με τη μοίρα τους·
ανάδελφα
στους πέντε ανέμους
οδοιπόροι στο άγνωστο
με βάρκα την ελπίδα.
Φθινόπωρο 2016
Βλαστάμε σ’ αφιλόξενες πλαγιές
ανάμεσα σε πέτρες και σε σχίνα
λιοτρόπια που μας βρήκε ένα πρωί
ξεριζωμού απάνθρωπη ασχήμια.
Κάποτε σ’ εύφορες πλαγιές
ήρεμα κυλούσε η ζωή μας
πλάι σε γάργαρα νερά
μοσχοβολούσε η ύπαρξή μας.
Τώρα μάς πήραν τη χαρά
τη γύρη μας ναρκώσανε με πόνο
βλαστάρι στις καρδιές μας ακριβό
οι θύμισες π’ αφήσαμε στον δρόμο.
Κι όμως μες στων σχίνων τις σκιές
ακοίμητες φωλιάζουν οι ματιές μας
προσμένοντας του ήλιου χρυσαυγές
να μπλέξουνε στεφάνια στις γιορτές μας.
Σεπτέμβρης 1975
Στη Μυρτώ Αζίνα
Λεν το ’ξέρα πως με κοιτάζει,
δεν ήξερα πως μας κοιτάζει η αγάπη από τόσο κοντά
και μας εφάπτεται διαρκώς
με τόσο θράσος.
Πώς τολμάτε, δεσποινίς μου, πώς τολμάς!