Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις μήτε επιπρόσθετες εύφημες μνείες για
τη διαχρονική πορεία του Στέφανου
Ζυμπουλάκη μέσα από τα σκοτεινά ή φωτεινά μονοπάτια και τους δύσκαμπτους ανηφορικούς
δρόμους της ποίησης. Ο φίλος Αμμοχωστιανός ποιητής έχει διανύσει τις αποστάσεις
τους με μακρόπνοη αντοχή μαραθωνοδρόμου, άλλοτε ασθμαίνοντας εναγωνίως και
άλλοτε επωδύνως προστρέχοντας σε «Αναζητήματα»
και «Λευκές αϋπνίες» είτε
μεταπλάθοντας και ανασυνθέτοντας τον ποιητικό του ιστό με τα επιδέξια σύνεργα
και τους προσωπικούς έντεχνους τρόπους των «Μεταβολισμών»
του, για να θυμηθούμε τις τρεις πρώτες ομώνυμες ποιητικές του συλλογές,
εκδομένες στην Αμμόχωστο το 1965, 1967 και 1970 αντίστοιχα.
Μερικά από τα ποιήματα εκείνα σίγουρα θα τα έγραφε «εν φαντασία και λόγω»,
καθισμένος στον δικό του πάγκο, απέναντι από το γυάλινο κουβούκλιο του
υπεύθυνου της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αμμοχώστου και σπουδαίου μας λογοτέχνη Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη, του αιωνίως
βυθισμένου μέσα στα χαρτιά του. Αναπολώ με ακατανίκητη νοσταλγία και τους δυο
και τον νεαρό τότε βιβλιοθηκονόμο Στέφανο με απέραντη ευγνωμοσύνη, καθώς ολοπρόθυμος
μού κατέβαζε από τα ράφια βιβλία και
τόμους, για να μελετήσω επί τόπου. Τον ευχαριστώ ακόμα, που μου ξαναθύμισε σε
τέσσερα επιγραμματικά του ποιήματα τους αντίστοιχους εικαστικούς θησαυρούς του
Χριστόφορου Σάββα, του Τηλέμαχου Κάνθου, του Αδαμάντιου Διαμαντή και του Γ.
Πολ. Γεωργίου, που κοσμούσαν με μιαν πλειάδα αξιόλογων έργων τη σημαντική
πινακοθήκη της πόλης μας, στον επάνω όροφο της Βιβλιοθήκης.
Περιδιαβάζοντας ξανά με αγάπη και περισσό ενδιαφέρον τα πρωτοφανέρωτα
εκείνα γεννήματα της πηγαίας έμπνευσης και του χαρισματικού «ηδυσμένου» του
λόγου, αποφαίνομαι ανεπιφύλακτα πως η παλαιότερη σοδειά ήταν καλή και υποσχόταν
μιαν πλουσιότερη συγκομιδή από ακόμα πιο μεστωμένους καρπούς. Εκτός από τη
συγκροτημένη μελέτη του για τον ομότεχνό του Παύλο Μεράνο το 1971 και τα
πολυγραφημένα τετράτομα «Ανθολόγια
Λογοτεχνικής Κριτικής», παίρνοντας τη στράτα της προσφυγιάς, για να τον
υιοθετήσει, καθώς λέει ο ίδιος, η άλλη αγαπημένη πόλη του Ζήνωνα, ο αμητός
εμπλουτίστηκε με έξι επιπλέον βιβλία ποίησης: «Ποιήματα» (1975), «Ιστόρημα»
(1993), «Χειρ Κυρίου» (1994), «Ερωτικά της Εύης» (1996), «Λούλλα Γιάγκου Ρώσσου» (1997) και «Της πίκρας μου βιολί» (2000). Όλα
διαποτισμένα με τα νάματα ενός υπερεκχειλίζοντος λεπταίσθητου ψυχισμού, που
αναδύονται από τα βάθη μιας συγκινημένης σκέψης ή μιας στοχαστικής συγκίνησης,
για να παραπέμψουμε κατά παράφραση στη γενική αποτίμηση του αείμνηστου
Χριστόδουλου Παπαχρυσοστόμου, που είχε προλογίσει τη δεύτερη ποιητική του
συλλογή.
Μέσα από τις πολλαπλές αναγνώσεις πρόσληψης της ποίησης και της ποιητικής
του Ζυμπουλάκη και πίσω από τη λυρική σκηνογραφία της περιγραφικής αφήγησης ή
της αφηγηματικής εξιστόρησης των ευφάνταστων ποιητικών του συλλήψεων και των
ορμέμφυτων ενοραματικών του δρώμενων αποκρυπτογραφούμε τους αλληγορικούς
συμβολισμούς στο παλίμψηστο της διαστρωμάτωσής τους: η υπαρξιακή αγωνία, που
κορυφώνεται με ρυθμούς κρετσιέντο στη σφαδάζουσα καθημερινή έγνοια για τον
άνθρωπο και την τραγική του μοίρα σε έναν κόσμο αβέβαιου μέλλοντος και συνεχών
ανατροπών, η φιλοσοφική ενατένιση της ζωής και η αεικίνητη αναζήτηση του
νοήματός της στη διαιώνιση τής μετά θάνατον αθανασίας της μέσα από μια βαθιά
θρησκευτικότητα ενσυνείδητης χριστιανικής πίστης. Πέρα από την αδελφική αγάπη
για τον άνθρωπο στα σταυροδρόμια μιας συμπαντικής φιλίας, τον έρωτα της φύσης
και τη λατρεία της αιώνιας γυναίκας στα πρόσωπα της συζύγου και της μητέρας
του, είναι οι αλγεινές μνήμες της προδομένης και τουρκοπατημένης πατρίδας μαζί
με τον αθεράπευτο νόστο για τη γενέθλια πολυφίλητη πόλη του. «Οι κραδασμοί της
καρδιάς του συμφωνούν κι εναρμονίζονται με το κύλημα της ύπαρξης σε μια γη
γεμάτη ιστορία», είχε γράψει κάποτε ο G. H. Aufrère για τα νεανικά ποιητικά του
πετάγματα. Από τότε έως σήμερα αφουγκραζόμαστε τους εγκάρδιους εκείνους
αναπαλμούς και τους νοηματισμένους κραδασμούς να σμίγουν με τις κραδαίνουσες
χορδές του βιολιού του σ’ όλες τις μείζονες, τις ελάσσονες και τις χρωματικές
κλίμακες της δικής του εναρμόνιας αντιστικτικής σύνθεσης, για να μιλήσουμε
μεταφορικά με μουσικούς όρους, καθώς ταιριάζει ισάξια στον δημιουργό των
ποιητικών φθόγγων και των μουσικών ήχων. Γιατί, ακριβώς, σε τούτο το
ευτυχισμένο συνταίριασμα πάτησε και ρίζωσε η ποίηση του Στέφανου Ζυμπουλάκη κι
έδωσε απ’ τα νιοβλάσταρα εύοσμα άνθη και εύχυμους καρπούς παρά τους άγριους
ανέμους και τους σκληρούς άνυδρους καιρούς, που πλάκωσαν τους λειμώνες της
ποιητικής του ψυχής. Δεν είναι τυχαίο που ολόκληρες ποιητικές του συλλογές
μεταφράστηκαν, σημαντικοί άνθρωποι μίλησαν για την ποίησή του και ποιήματά του
έχουν μελοποιηθεί. Μήτε είναι συγκυριακοί οι τίτλοι αφενός της τελευταίας
εκδομένης ποιητικής του συλλογής και αφετέρου σε επί μέρους ποιήματα στο «Ιστόρημα», που αφιερώνει στον Νταλάρα,
για να αναφερθούμε μόνο σε ορισμένες ενδεικτικές επισημάνσεις: «Fortissimo», «Toccata», «Παραλλαγές», «Τόνοι», «Prelude».
Ωστόσο, στο παρόν σημείωμα, μέρες που έρχονται του σαραντάχρονου
αποχωρισμού του ποιητή από τη θαλασσοφίλητή του πόλη, επιλέγουμε να μοιραστούμε
μαζί του κάποιους σημαδιακούς στίχους από τα «Αμμοχωστιανά» του ποιήματα, που
απηχούν προφητικές-προορατικές φωνές για όσα γράφτηκαν πριν την εισβολή, αλλά
και εξομολογητικούς τόνους τού ακαταλάγιαστου πόθου του για επιστροφή όλα τούτα
τα δίσεκτα χρόνια του ξεριζωμού. Ως άλλος μάντης κακών με σπαραγμό προλέγει στο
ποίημά του «Η πόλη» από τα «Αναζητήματα»:
«Η πόλη / πάνω / απ’ τα ανήθικα / τ’ ατόρνευτα / της πλάκας μέρη / πλανιέται /
σαν αράχνη / [...] / Τα συρματοπλέγματα / σαν σύνορα / στον τονοδότη / του
πενταγράμμου / αποπαίρνουν / τις αλαλιασμένες φωνές / των night Clubs / να προδώσουνε / την ΠΟΛΗ». Στη δεύτερη ενότητα
της συλλογής «Χειρ Κυρίου»
ανασταίνουμε μέσα από τις «Συνομιλίες της Αμμοχώστου» την προδομένη νεκρή μας
πόλη: «Της Φαμακούστας τις ομώνυμες φωνές / τις παίρνει τ’ ακρογιάλι / οδυνηρά
χτυπάει το φάντασμα / μα κείνη ανασαίνει». Η Ιστορία, η μνήμη, η προσμονή και η
πίστη του γυρισμού αναπηδούν μέσα από το πρόσφατό του ποίημα «Ανθός
Πορτοκαλιάς», που απάγγειλε μεταξύ άλλων στις 27 Ιουνίου στην εκδήλωση «Μνήμες
Αμμοχώστου 40 χρόνια νοσταλγίας» του Σωματείου Νέα Σαλαμίνα. Παραθέτουμε τους
πρώτους στίχους, που μας ταξιδεύουν με πονεμένες νοσταλγικές θύμησες στα πιο
εμβληματικά σημεία της αγαπημένης μας πόλης: «Ανθός πορτοκαλιάς η Αμμόχωστος /
ανθός επιστροφής / με του Ακταίου τα όνειρα / στη μνήμη του Φαλήρου. / Θα
ξανάρθω αγαπημένη, θα ξανάρθω / στη Σαλαμίνια γη μου / με τις ευχές της
προσευχής / με την αγάπη του κεριού / με το φτερούγισμα τ’ Άη Νικόλα. / Μες στα
καντούνια του Σταυρού / τ’ αηδόνι ανασαίνει. / Αηδόνισμα ρυθμού / Ελληνικό
Γυμνάσιο, / Λύκειο Ελληνίδων / καθώς αηδόνια της πορτοκαλιάς / τραγούδι
επιστροφής να σιγομουρμουρίζουν».