Θ
Μητέρα,
διαισθάνομαι πως το γράμμα μου άρχισε να διασπάται,
διαισθάνομαι
πως η συνοχή που επεδίωξα άρχισε να διασπάται,
πως η δομή που
ήλπιζα άρχισε να διασπάται
σαν τις
κουρασμένες τετράδες των μαθητικών παρελάσεων
όταν
προσεγγίζουν το τέρμα
που λεν «ουφ»
και ξεκουμπώνουν τα κολάρα
και
«επιτέλους»
και σπεύδουν
να επανέλθουν το ταχύτερο στα καθημερινά
και σπεύδουν
να επανέλθουν το ταχύτερο στα συνήθη.
Κι η αλήθεια
είναι πως τι χρειαζόταν η συνοχή,
κι η αλήθεια
είναι πως τι χρειαζόταν η δομή,
πώς θα
διασωζόταν η δομή,
πώς θ’ άντεχε
η δομή,
πώς θ’ άντεχε
η συνέπεια,
πώς θ’ άντεχε
η ακολουθία,
πώς θ’ άντεχε
ο ειρμός,
που, όπως
είπα, έρχεται ο τυχών απροειδοποίητα κι ανοίγει την πόρτα,
που έρχονται
απροειδοποίητα κι ανοίγουν την πόρτα
και μου τα
πετάν ανάκατα μέσα,
που
ξανάρχονται απροειδοποίητα και ξανανοίγουν
και διαδίδεται
η είδηση
κι έρχονται κι
άλλοι κι άλλοι
και
συνωθούνται;
Εγκαταλείπω τη
συνοχή, μητέρα,
εγκαταλείπω τη
δομή, μητέρα,
εγκαταλείπω τη
συνέπεια,
δεν μπορεί να
υπάρξει συνέπεια
έτσι που τώρα
μιλώ για λογαριασμό όλων
και τώρα για
δικό μου,
έτσι που τώρα
είμαι όλοι
και τώρα είμαι
μόνος,
έτσι που τώρα
διαχωρίζομαι πλήρως
και τώρα
ενούμαι πλήρως,
και τώρα
ταυτίζομαι πλήρως,
σαν το μικρό
τρελό κλαδί της λυγαριάς
που τη μια
στιγμή αποσπάται και λυγίζει εδώθε,
και λυγίζει
ενάντια εδώθε
μέσ’ στις
τσιριξιές και τα χειροκροτήματα των σπουργιτιών,
τριγυρισμένο
απ’ τις τσιριξιές και τα χειροκροτήματα των σπουργιτιών,
και την άλλη
στιγμή σμίγει στην κατεύθυνση των λοιπών,
και την άλλη
στιγμή σμίγει στην υπακοή τους,
σμίγει στην
ενότητά τους
και δεν
διαφωνεί
και «τ’ είχαν και τσίριζαν τα σπουργίτια;»
και «τ’ είχαν
και χειροκροτούσαν τα σπουργίτια;»,
σαν το μικρό
τρελό πουλί
που ξαφνικά
ξεκόβει και λες αλλού τραβά,
και λες
σίγουρα αλλού τραβά
και μπράβο
του,
μα ίδια
ξαφνικά ύστερα πίσω τρεχάλα να φτάξει τ’άλλα,
ύστερα πίσω
αγωνία να φτάξει τ’ άλλα,
κι εσύ δεν
ξέρεις πια
αν έστω κι απ’
αυτή τη δειλή μεταμελημένη απόπειρα
βγήκε κάτι
ή αν χειρότερα
τώρα.