Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

ΤΑ ΔΑΣΗ / Μαρίνα Αρμεύτη



Πάντα με τρομάζουν τα δάση
Λες και στις φυλλωσιές
Κατοικούσε η θλίψη
Η ακινησία τους μου θύμιζε
Το θάνατο
Κι οι χαρακιές μες στους κορμούς
Ήταν οι μαχαιριές των χρόνων
Που τα έθρεψαν
Τις νύχτες δεν κοιτάζουν τα δάση
Τα μάτια που ανίχνευσαν
Τα μουρμουρητά των γυναικών
Που παγιδεύτηκαν σ’ ένα τόπο
Και ’βγαλαν ρίζες και κλαδιά
Άβολα να χορεύουν τις Κυριακές
Στα πανηγύρια

Εμένα μη μου δώσετε τα δάση
Μονάχα μια σκιά να ξαποστάσω.

«Άνθρωποι Χαμένοι» του Τάσου Αριστοτέλους



Πόσοι άνθρωποι χαμένοι
που τους χάσαν οι πολέμοι
πόσοι άνθρωποι στη γη
δεν αντίκρισαν αυγή.
Πόσοι άνθρωποι χαμένοι
παραμύθια φορτωμένοι
πάντα έχουν μια πληγή
ανοιχτή μες στη ψυχή.
Επειδή πάντα επιπλέουν οι φελλοί
και τον κόσμο κυβερνάνε οι τρελλοί.
Πόσοι άνθρωποι τι κρίμα;
πουληθήκανε στο χρήμα
προσκυνήσανε Θεούς
μες στου μίσους τους ναούς.
Πόσοι άνθρωποι το ψέμα
πλήρωσαν μ’ αθώο αίμα
κάθε λόξα στρατηγών
τόσων άρρωστων μυαλών.
Επειδή πάντα επιπλέουν οι φελλοί
και τον κόσμο κυβερνάνε οι τρελλοί.

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

Τικ- τακ / Αριστοτέλους Λουίζα


Δεν ξέρω πως να εξηγήσω όλα αυτά που μ’ ενοχλούν.
Πρώτα είναι οι σημειώσεις μου που δεν βρίσκονται στο ίδιο σημείο που τις άφησα.
Το ξυπνητήρι που ξέχασε να χτυπήσει.
Η μυρωδιά του καπνού και το απαίσιο τασάκι στο τραπέζι.
Ύστερα από λίγο όμως η κατάστασή μου επιδεινώνεται και μ΄ενοχλούν όλα.
Η ακαταστασία στο μπάνιο, η αταξία στο γραφείο, το πάτωμα που έπιασε σκόνη.
Κι όμως, αυτό που μ’ ενοχλεί παραπάνω απ’ όλα, είναι ο ήχος του ρολογιού.
Αυτό το αθώο τικ - τακ δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα πένθιμο εμβατήριο.
Κι είναι γι’ αυτό κατασκευασμένο, για να μας το υπενθυμίζει κάθε δευτερόλεπτο,
όμως τόσο ιδιοφυές ώστε να μην δημιουργεί την παραμικρή υποψία.
Κι αν καμιά φορά γελάστηκες και νόμισες πως ο χρόνος δεν μας εκδικείται,
για ρώτα όλες εκείνες τις στιγμές που πέρασαν από δίπλα σου,
πόσο ευχάριστα έπαιρναν μαζί τους την ώρα που έφευγαν λιγάκι απ’ τη ζωή σου.
Και πάνω που ξεχάστηκα…
Τικ - τακ.
Τικ - τακ.

Εγκατάλειψη / Αριστοδήμου Βάσος




Κορμιά στον καναπέ παραδομένα

Δύο τσαϊκά στο πάτωμα πεσμένα

Σκούριασε το νοικοκυριό στου Ντίμη

Κούφιος ο χρόνος δίχως μνήμη



Τα χέρια στο στομάχι σταυρωμένα

Πορτραίτα η σκόνη αφηρημένα

Κεριά! Πώς λιώσαν οι ευχές να ζήσεις

Σε βάθος σκοτεινό γιαλού οι αισθήσεις


Δώσε, Θεέ, στον ύπνο τη γαλήνη

Τάμα ελιάς γονατιστό το χωριό δίνει.

Ψηλά, λεμόνι, κολυμπά η σελήνη.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

ΜΑΥΡΗ ΕΠΈΤΕΙΟΣ / Πανάγου Μαρούλλα


Θρηνεί ακόμα
η Κύπρος στην σκλαβιά της
Ζητά λευτεριά
Η επέτειος
μαύρη, βαραίνει καρδιές
στενάζουν μάνες
Χαμένα παιδιά
πεθαμένη ελπίδα
για ναν’ ζωντανά
Εσείς δυνατοί
αποστρέφοντας βλέμμα
στην αδικία
Ως πότε; ρωτά
μοιρασμενη να ειναι ;
Γιατί σιωπή;

Χρήστος Αργυρού (Βιογραφικό σημείωμα)


O Χρήστος Αργυρού γεννήθηκε το 1972 στη Γιαλούσα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει, επίσης, κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Birmingham στην Ελληνική Αρχαιολογία, με ειδίκευση στη βυζαντινή τέχνη, και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στις Επιστήμες της Αγωγής. 



Ποιητικές συλλογές:

  • «Κατάδυση στο χρόνο» (2008, Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη) 
  • «Ο κήπος των θλιμμένων ποιημάτων» (2015) 
Μυθιστόρημα: 


  • «Ο Άνθρωπος του Βασιλέως» (2009). 

ΠΕΤΡΕΣ / Χρήστος Αργυρού






Θα ’ταν δεν θα ’ταν είκοσι χρονών
σαν με το φουστάνι της το μουσταρδί και με τα τσόκαρά της
έφυγε μεσοκαλόκαιρα.

Τριάντα χρόνια ύστερα από τότε
στο σπίτι της, προίκα του κυρού της, επιστρέφει.
Όχι κυρά του, μα επισκέπτρια μόλις πέντε λεπτών.
Κοιτά τους τοίχους, τα παράθυρα, τα ερμάρια
ίδια από τότες κι ίχνη απ’ τα χρώματά τους στέκουν ξασπρισμένα.
Χαϊδεύει απαλά το ξύλο, τον σουβά, το σκουριασμένο κάγκελο, την πέτρα.
Στέκεται και μιλά στες κάμαρες,
οσμίζεται τες μυρουδιές,
των δέντρων τους κορμούς φιλά.

Στο τέλος φορτώνει πέτρες και τις πάει στο νότο.
«Ας εν’ τζαι πέτρες» σκέφτεται.
Με αυτές στολίζει την αυλή της στον συνοικισμό,
φκιόρα φυτεύει ανάμεσό τους,
καμώνεται πως είναι πάλι πίσω.


Μάρτιος 2014

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ / Αντωνίου Αρτέμης



Πρόσωπο χαραγμένο ρυτίδες

κι όλες τοξεύαν ουρανό

Χέρια ζευγαρωμένα περιστέρια

Χαμόγελο γιορτή σε παρεκκλήσι

ανήμερα Λαμπρής

Ήταν ένας ορθόδοξος παπάς

μέλισσα στο περβόλι του Χριστού.

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

Προσκυνώ τα πάθη σου νησί μου:Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Κωνσταντινίδη εκδοθείσα το έτος 1993









Κυπριακά Τραγούδια (στίχοι) που ακούγονται σε γάμους: 4 (Μετά τη πρώτη νύχτα του ζευγαριού)



Η πέρτικα έχτισεν φουλιάν
που κάτω στην τρανταφυλλιάν
μπαίννει  και βγαίνει και γεννά
πασαλοήτικα αυκά
κάμνει τ' αυκά κοστέσσερα
και βράζει* τ' αυκούδκια της,
και βγάλλει τα πουλλούδκια της 
και σούζει* τα φτερούδκια της
και τα γαλατερούδκια της
και ρίφκει τα τραντάψυλλα,
πότε λλία, πότε πολλά
κ' οι κορασιές τα πκιάννουσιν 
στον κόρφον τους τα βάλλουσιν,
ροδόστεμμαν τα φκάλλουσιν
στην εκκλησιάν τα πέρνουσιν.
Ραντίζουν πρώτα τους αγιούς
κι ύστερον τους πνευματικούς 
ύστερον νήφφην και γαμπρόν
παθθεράν με πεθερρόν
κι ύστερας ούλους που γυρόν. 


Επεξηγήσεις: βράζει = ζεσταίνει, σούζει = κουνά,

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Τέσσερις Θρήνοι για την Κύπρο από την Ποιητική Συλλογή: Προσκυνώ τα πάθη σου νησί μου του Ανδρέα Κωνσταντινίδη εκδοθείσα το έτος 1993









Κυπριακά Τραγούδια (στίχοι) που ακούγονται σε γάμους: 3 (Το γλέντι του γάμου, Οι χοροί)

ΤΟ ΓΛΕΝΤΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ




Κάμετε τόπον, άρκοντες, και κύκλον οι παπά(δ)ες
να πα' να δω τ' ανρόϋνον 'που τες αναρκωμάες.*
Την πέτραν την πελεκητήν βάλλουν την στα καντούνια,
τώρα εσμίξασιν τα δκυό σαν τα φιλικουτούνια.
Θα βκω πάνω στην αθασιάν* να κόψω ΄ναν αθάσιν,*
τ' αντρόϋνον π' αρμάσαμεν να ζήση να γεράση.
Όσ' άστρα έχει ο ουρανός κι άθθη τα στέφανά σας,
τόσα χρονιά να ζήσετε και τόσα τα καλά σας.
Να βκώ πάνω στην τριμυθκιάν* να κόψω 'ναν τριμύθιν,
να πούμεν και του νιόγαμπρου να χαίρεται την νύφφην.
Ώρα καλή σου, νιόγαμπρε, ώρα καλή σου, γεια σου,
να χαίρεσαι την νιόνυφφην, που στέκεται κοντά σου.
Ώρα καλή σου, νιόγαμπρε, ώρα καλή σου, γειά σου,
να σου χαρίση ο Θεός τούτα τα στέφανά σου.
Νιόγαμπρε, που να χαίρεσαι, νιόγαμπρε που να ζήσης,
στον άην τάφον του Χριστού να πα' να προσκυνήσης.
Ποχαιρετώ σε, γιόγαμπρε, και φεύκω που τα 'σεναν,
και πάω εις την νιόνυφφην, τ' αμμάθκια τα μελένα.
Ώρα καλή σου, νιόνυφφη, κ' η Παναγιά μιτά σου,*
να χαίρεσαι τον άγγελον που στέκεται κοντά σου.
Εζύμωσεν ο πλάστης μου κι έκαμεν ζυμάριν,
κι εδκιάρτισέν* σου το κορμίν με το μαρκαριτάριν.
Όταν σ' εγέννα η μάνα σου, έτρεμεν, σαν το φύλλον,
κι' έκαμεν κόρην όμορφην, που 'θάμπωσεν τον ήλιο.
Ο νιόγαμπρος εν άγγελος κι η νύφφη περιστέριν,
και ήταν θέλημαν θεού για να γινούσιν ταίριν.
Έννα τσακκίσω δκυο χρυσά να κάμω μιαν πλατάνα,
νιόνυφφη, που να χαίρεσαι την ακριβήν σου μάναν.
Καράβιν εν και περπατεί, δίχως καραβοκύρην,
να σου χαρύνη ο Θεός τον ακριβόν σου κύριν.
Έτραύησα την ξισταρκάν* κι εξέβην η μητέρα,
να' ζήσ' η νύφφη κι ο γαμπρός, κουμπάρος και κουμέρα.


ΟΙ ΧΟΡΟΙ

1. Το μήλον

Έκοψα 'ναν μήλον ΄που πάνω στην μηλιάν
κ' έδωκα το της κάλης μου και αλλάξαμεν φιλιά.
Έσυρα το μήλον πα στα δώματά της,
εψές δεν εκεοιμήθηκα 'που τα καμώματά της.
Έσυρα το μήλον πα' στην συκαμιάν,*
κι είπεν μου εν νάρτη κείνη κι άλλη μια.
Έσυρα το μήλον πα στην τερακιάν*
κι' ένεψα της μιάλης* κι' ήρτεν η μιτσιά.*
Έσυρα το μήλον, λασμαρίν* μου φίνο, πάνω στη μηλιάν,
κι εππέσασιν τα μήλα τζι' εμείναν τα κλωνιά.
Έσυρα το μήλον κι ΄εν εκύλισε,
κι' είπουν να τη φιλήσω κι εν εκαΐλησεν.*
Έσυρα το μήλον πα στην αθασιάν*,
κ' ηύρα μιαν κοπέλλαν άσπρην και παχειάν.
Κι  έστειλα προξένια, παν με τα κρασιά,
πάω στον Δεσπότην, βκάλλω αρμασιάν.*
Βρίσκω κι έναν γέρο που την Μεσαρκάν,*
κρατά έναν καλάθιν κι έχει μέσα αυκά.*
Φακκώ* του μιαν του γέρου, σπάζω του τ' αυκά.
Εκράτεν και μιαν βέρκαν*, πούτουν περναρκά,*
φακκά μου μιαν ΄πο πίσω και μιαν πα' στα μερκά.*
Κάμνω μιαν έτο ΄κει*, κι ίσια μέσ' στην λυμπουρκάν,*
τρυπώνω που 'κει μέσα, βκήκα μέσ' την Τηλλυρκάν.*
Κι ηύρα μιαν κοτζιάκαριν* κι έψηννεν τυρκά*
πα να την φιλήσω, φακκά μου πατσαρκάν.


2.  «Συρτός», ο «Πολίτικος» και ο «Σκαλιώτικος»* με τους παρακάτω  στίχους:

Αγαπά με κι' αγαπώ την,
σαν τα μάδκια μου τα δκυο,
κι αν 'εν δεκτής, μανούλλα,
φέρε μου ψακήν* να πκιω.
Αγάπω την κι' αγαπά με,
ξέρει τ' ούλος ο ντουνιάς,
συνερείστε να παρτούμεν,
για να μεν γινώ φονιάς.
Αγαπώ την κι' αγαπά με,
κι' έχομεν το στο κρυφόν,
κι' αν δεκτούσιν οι γονιοί μας,
εννά κάμουμεν χωρκόν.



3. Μπάλλος

Τ' αμπέλι θέλει κλάδεμαν,
να κάμη το σταφύλιν,
κι' η κορασιά κολάκιεμαν,
και φίλημα στα χείλη.
Κι' αντάν να της αθθυμηθώ,
στην γέρημήν μου στρώσην
κλαίω και ανακαλιούμε την,
ώστι να ξημερώση.
Όσ' άστρα έχει ο ουρανός,
κι' ο ποταμός βυζάκια*
τόσες βολές σε φίλησα,
που κάτω στα κανάκια.
Αγρίκουν* της π' ορκόμωννεν,*
κι έβαλλα φτιν κι' αγροίκουν,
κι' ατός μου στο κορμάκιν μου,
λαμπρόν εσυνερίκκουν.*


4. Ζειμπέκικος

Κει πάνω στον Αμίαντον*
αγάπουν μιαν Μαρίαν
κι' έμαθεν το ο Κούκουλας*
κ' έκαμεν μ' εξορίαν.
Μαννάκιν μου και μπρε και μπρε,
εν θα 'βρης άλλον σαν κ' εμέ.
Αν θέλεις λίρες και φλουριά,
έλα μαζί μου μιαν βραδιά.


Επεξηγήσεις:

τσαερκές = καρεκλιές, 
συκαμιά = μουριά, 
τερακιά = χαρουπιά,
 μιάλης = μεγάλης, 
μιτσιά = μικρή, 
λασμαρίν = δενδρολίβανο, 
εκαΐλησεν = δέχθηκε, 
αθασιά = αμυγδαλιά, 
αρμασιάν = παντρειά, 
Μεσαρκά = Μεσαορία, η μεγαλύτερη πεδιάδα της Κύπρου, 
αυκά = αυγά, 
φακκώ = κτυπώ, 
βέρκα = βέργα, 
περναρκά = από ξύλο του πουρναριού, 
μερκά = μπούτια, 
κάμνω μιαν έτο 'κει = κατρακυλάω μέχρι κάτω, 
λυμπουρκά = μυρμηγκοφωλιά, 
Τηλλυρκά = Τηλλυρία, ορεινή χερσόνησος της Κύπρου στο βορειοδυτικό μέρος του νησιού, κοτζιάκαρι = γριά, 
τυρκά = τυριά, 
πατασρκά = χαστούκι, 
σκαλιώτικος = χορός από την περιοχή της Σκάλας, δηλ. της Λάρνακας, 
ψακή = δηλητήριο, 
βυζάκια = βότσαλα, 
ορκόμωννεν = έβαζε όρκους, 
λαμπρόν εσινερίκουν = μάλλωνε με την φωτιά, 
Αμίαντος = το ορυχείο του Αμιάντου στο Τροόδος, 
Κούκουλας = διευθυντής της Εταιρίας του Αμιάντου, 
κούζα = μικρή στάμνα, κκελλέ = κεφάλι.