Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Η καταδίκη εξι δολοφόνων, οικογενείας από το Μαζωτό το 1910

στάθηκε αφορμή να γραφεί 
από τον Χριστόφορο Παλαίση 
το παρακάτω ποίημα. 


Στο κάστρον τους επήρασιν κι εμείναν κρατημένοι
όταν ήλθεν η μέρα τους η προσδιορισμένη
στον Διοικητήν της Λάρνακος και εις τους συγγενείς τους
ο Αρμοστής εδήλωσεν το τέλος της ζωής τους.

Μαρτίου 2 έγραψεν πρέπει να κρεμασθώσιν
όπως επράξασιν κι αυτοί έτσι να βραβευθώσιν.
Μέσα στου κάστρου την αυλήν κρεμάλες δυο εστήσαν
η μια διπλή κι άλλη μονή και τες εκανονίσαν.

Ημέραν Τρίτην το λοιπόν εις τες 7 η ώρα
πρώτον τους τρεις προσφέρουσιν εις την κρεμάλαν δώρα.
Όταν τους ετραβήσασιν, Θεέ μου μην το δώσης
με φίλον μου μήτε εχθρόν ποτέ μην αξιώσης,

εμουγκαρολογούσασιν με μιαν φωνήν μεγάλην
σαν κλαι’ κουδέλλα για τ’ αρνίν, κατσέλλα για δαμάλιν,
αλλά τ’ αθώα πλάσματα που ’κάμαν τέτοιον χάλιν
κοιλιές με δίχως έντερα κορμιά χωρίς κεφάλιν.

Μιαν παροιμίαν τακτικά ο κόσμος συναφέρνει,
’κείνος που δίδει μάχαιραν πάλιν μάχαιραν παίρνει.
Λοιπον στον τόπον της θηλιάς όταν επλησιάσαν
μ’ έναν πανίν τα μάτια τους που πάνω τα σκεπάσαν,

εις τον λαιμόν τους το σχοινίν κατόπιν επεράσαν
και σαν αρνιά στο μακελειόν έτσι τους εκρεμάσαν.
Ο Διοικητής κι ο ιατρός κατόπιν εξετάσαν,
όταν εξεψυχήσασιν και τους εκατεβάσαν.

Εις τες 9 τους άλλους τρεις τα ίδια εκάμαν,
οι συγγενείς εφύρνουνταν απ’ έξω που το κλάμαν.
Στους συγγενείς εδώσαν τους όλους και τους εθάψαν
κι όσ’ είχαν μάναν κι αδελφήν που πανωθιόν εκλάψαν.

Τοιουτοτρόπως ένδεκα πλάσματα εχαθήκαν,
γυναίκες εχηρεύσασιν, παιδιά ορφανευθήκαν.

Επεξηγήσεις γλώσσας: 
εμουγκαρολογούσασιν (μουγκαρίζω=κλαίω γοερά)
κουδέλλα=προβατίνα
 κατσέλλα=αγελάδα
 δαμάλιν=μοσχάρι
συναφέρνω=αναφέρω, θυμίζω

 φύρνομαι=λιγοθυμώ


Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

[Tότε κι εγώ ως ποιητής....]

«Tότε κι εγώ ως ποιητής κατώτερος των άλλων
 ένα αφτέρωτον πουλλίν, χωρίς γαλάτες μάλλον.
Άρχισα κατά δύναμην την λύραν να κτυπήσω,
στον λατρευτόν μας βασιλιάν τραγούδιν να ποιήσω» 



Παλαίσης Θ. Χριστόφορος


[Αν βουληθώ να σ΄ αρνηθώ ]

Αν βουληθώ να σ΄ αρνηθώ 
ξερός απόχτιν να βρεθώ 
να μεν μπορ΄ ΄α ταράσσω 
οι πέτρες να γινούν ψουμιά 
αλλά για μεν να ΄ν χασιμιά, 
πάντα να τα λιμάσσω.

Ριόν του Χάρου με κρατεί
όταν μου συντυχάνεις,
ούλον τον νουν μου παίρνεις τον 
και την ζωήν μου χάννεις. 



Παλαίσης Θ. Χριστόφορος

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Άπτερος λύπη ( μικρό απόσπασμα ) Αγαθοκλέους Μάριος

Καθότανε στην άκρη της
και αυλάκωνε κύκλους
στους υγρούς κόκκους.
Του φώναζε 
"Τι κάνεις;"
Λες και δεν ήξερε
πως του λείπει
 και η λύπη του 
είναι χωρίς φτερά


***

Ο ΑΚΡΟΑΤΗΣ 

Τα μάτια της 
τεράστιες λίμνες
καθρέφτιζαν τα πάντα.

Κι εγώ;
Κι εγώ στην άκρη τους καθόμουνα 
ακούγοντας μια μπάντα.





Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

[Την Ελλάδα αγαπώ αλλά και σένα ] / Παλληκαρίδης Ευαγόρας

Ρώτησα τα μάτια που δακρύζουν
κάποια αλήθεια να μου πουν
κλαίνε πικρά να σ' αντικρύσουν
γιατί μπορεί να σ' αγαπούν.

Την Ελλάδα αγαπώ αλλά κι' εσένα
με έναν έρωτα μεγάλο αληθινό,
τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα
τον καθάριο της θυμίζουν ουρανό.

Ρώτησε εκείνη υπνωτισμένος
μη σε δουν γιατί σιωπούν
το συνιστούν κι' αυτά θλιμμένα
για να σου πουν πως σ' αγαπουν.

Την Ελλάδα αγαπώ αλλά κι' εσένα
με έναν έρωτα μεγάλο αληθινό,
τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα
τον καθάριο της θυμίζουν ουρανό.

Αχιλλέας Λυμπουρίδης


αναδημοσίευση από την Βικιπαίδεια

Ο Αχιλλέας Λυμπουρίδης ήταν κύπριος μουσικοσυνθέτης.
Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1917. Μετά το Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας, σπούδασε μουσική και βιολί στο Ελληνικό Ωδείο Κύπρου. Ως μουσικοσυνθέτης επικεντρώθηκε κυρίως στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι και επηρέασε αρκετά τα μουσικά δρώμενα της εποχής του. Τα τραγούδια του τα «Μαύρα Μάδκια», το «Αερούδι», η «Αππωμένη», η «Δροσούλα», το «Γιασεμί», άντεξαν στο χρόνο επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη διαχρονικότητα.
Το 1964 συνεργάστηκε με τη Λυρική Σκηνή και την Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και έδωσε συναυλίες με τραγούδια και χοροδράματά του στην Αθήνα και στον Πειραιά. Το 1969, στα πλαίσια της Β΄ Ολυμπιάδας Διεθνούς Τραγουδιού, εκτελέστηκαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο έργα του που αφορούσαν την Κύπρο. Εκεί ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι του «Μαύρα Μάδκια», που σημείωσε πανελλήνια επιτυχία.
Ο Λυμπουρίδης αγαπούσε πολύ και το θέατρο και ασχολήθηκε και με αυτό. Το 1942 ίδρυσε, μαζί με τον Φοίβο Μουσουλίδη, το πρώτο μόνιμο επαγγελματικό θέατρο στην Κύπρο, το «Λυρικό Θέατρο». Παράλληλα, έγραψε και θεατρικά έργα, ηθογραφικές κωμωδίες όπως «Ο Ττοουλής ο Ξενοχωρίτης», ενώ μετέφρασε ξένες θεατρικές επιτυχίες.
Το 1952 ίδρυσε το μηνιαίο περιοδικό έρευνας και τέχνης «Ο Φακός», ενώ παρουσίασε και συγγραφικό έργο. Έργα του η «Ιστορία της Κυπριακής Δημοσιογραφίας» (1878-1960), «Κυπριακές Θεατρικές Σελίδες» (1971), «Η Θέμις επί Αγγλοκρατίας στην Κύπρο» (1980), «Η Αγγλοκρατία στην Κύπρο» σε δύο τόμους (1985 και 1987), «Ο Τεχνολογικός Πολιτισμός στη Ζωή των Κυπρίων» (1988), και «Εξέχουσες Μορφές της Κυπριακής Ιστορίας» (1989).
Για την πολύπλευρη πολιτιστική προσφορά του, ο Αχιλλέας Λυμπουρίδης έτυχε πολλών τιμητικών διακρίσεων. Βραβεύτηκε, μεταξύ άλλων, από το Δήμο Λευκωσίας, από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και από πολλούς άλλους οργανισμούς και φορείς. Το 1997 η Κυπριακή Δημοκρατία τον τίμησε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, την ανώτατη διάκριση για το έργο και την προσφορά του στον πολιτισμό της Κύπρου. Υπηρέτησε άξια την «κυπριακή ντοπιολαλιά», αφού «πάντρεψε» κυρίως στίχους της κυπριακής διαλέκτου με την κατάλληλη μουσική σύνθεση. Το παραδοσιακό ηχόχρωμα που έδινε ο Λυμπουρίδης στις συνθέσεις του του έδωσε τον τίτλο του «πρωτοπόρου της κυπριακής έντεχνης λαϊκής μουσικής».
Πέθανε στις 20 Αυγούστου 2008 σε ηλικία 91 ετών.

H Δροσούλα του Κώστα Μόντη

Έθθα σου πω Δροσούλα σ' αγαπώ
τζι' ας κλάψουν τα γρουσά σου τα ματούδκια
τζι' ας βκαίνουσιν μισά που τον καμόν
τα παραπονεμένα σου λοούδκια

Εσούσαι τα χαράματα του φου
που μολοούσιν μέραν τζιαι ξυφώτιν
τζι' εγιώνι το σουρούπιασμα λαλώ
μα όπου τζιαι ναν' η νύχτα καρτερώ την

Εσού ξεπεταρούϊν που πετά
τζι' όσα θωρεί ομπρός του αγαπά τα
εν τζιαι δικλά ποττέ πίσω να δει
φιλιά με λοαρκάζει με μετρά τα

Εγιώ μως λοαρκάζω το φιλί
γιατ' εν τζι είμαι τζιαι γιω ξεπεταρούϊν
τζιαι μεν παραπονιέσαι τζιαι κανεί
μεν τρέμει τ' όμορφο σου το σιηλούϊν

Εσούσαι' νας αθθός της λεμονιάς
τζι' εγώνι τ' ολοτζιήτρινο λεμόνιν
εσούσαι παναϊριν π' αρκινά
τζι' εγιώνι παναϊριν που τελειώνει

Έθθα σου πω Δροσούλα σ' αγαπώ
τζι' ας κλαίσιν τα ματούδκια σου μπροστά μου
κάλλιον να κλάψουν τώρα φανερά
παρά να κλαίσιν ύστερις κρυφά μου



το ακούτε: https://www.youtube.com/watch?v=G0WLt1TlHqo

Η βρύση, Μουσική/Στίχοι: Λυμπουρίδης Αχιλλέας,

Ο λαογράφος Δρ Κυριάκος Π. Χατζηιωάννου

του κ. ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΣΤ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ 
Φιλολόγου Επιθεωρητού Μέσης Εκπαιδεύσεως

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Η ΑΝΑΣΣΑ ΚΑΙ ΟΙ ΞΗΡΟΙ ΚΑΡΠΟΙ / Αργυρού Χρήστος


Εγκύκλιο σε ύφος αυστηρό τους έστειλε η άνασσα
να μην απλώνουν τάχα χέρι στους ξηρούς καρπούς της.
Μολύβι πήρε, τράβηξε γραμμή
τη στάθμη τους σημείωσε στα μπολ του Μπάκιγχαμ.
Καιρό υποψιαζόταν πως τους καρπούς αφάνιζαν
και σαν η στάθμη έπεσε και φλούδες έμειναν στον πάτο
-είναι δύσκολο να αντισταθείς, άλλωστε
στην αλμυρή τους γλύκα και στην ανία του παλατιού -
αυτή θριαμβευτικά τους τσάκωσε τους ληστές ξηρών καρπών.
Μα η χαμηλή στάθμη τους στις κούπες,
δεν κατάλαβε;
τη δική της στάθμη τώρα θα μετρούσε.
Γερόντισσα παλιμπαιδίζει η αυτού μεγαλειότης
και τους αστυνομικούς της διατάζει
τα κουλά τους να μην ξαναπλώσουν μες στα μπολ
όπως κι αυτής η αυτοκρατορία εξάλλου
δεν άπλωσε τα χέρια της ποτέ σε ξένης γης καρπό.

ΕΠ' ΩΜΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΕ ΑΡΜ / Αργυρού Χρήστος


Οι Εύζωνες
μες στο λιοπύρι του καλοκαιριού
φόρο τιμής στον άγνωστο στρατιώτη αποτίουν
Πιο πέρα γέροντας σακάτης
με απλωμένη την παλάμη
τους διαβάτες επαιτεί.
Άγνωστος στους περαστικούς
άγνωστα και τα πάθη κι οι καημοί του
Ίσως και να πολέμησε
Ίσως και όχι
Ίσως ο πόλεμός του να 'τανε σε μια φάμπρικα
χαράκωμά του ένα καταγώγι σκοτεινό
κι οχτρός του η κακοριζικιά του
Επ' ώμου
Παρουσιάστε
Άρμ
Τους πεθαμένους πιότερο
τούτος ο τόπος γνοιάζεται
παρά τους ζωντανούς 

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

[Την Κυριακή συνηθίζαμε ...]

Την Κυριακή συνηθίζαμε να πηγαίνουμε στην Εκκλησία
Δεν μιλούσαμε
Αν μιλούσαμε στη διαδρομή γράφαμε εκατό φορές δεν θα ξαναμιλήσουμε
Την Κυριακή μας οδηγούσε στην Εκκλησία ο Δάσκαλος
Μετά τη πέτρινα χρόνια ο Δάσκαλος βαρέθηκε
Βγάλαμε τις ποδιές 
Και δεν πήγαμε ποτέ ξανά στην εκκλησία 
Τώρα ο Δάσκαλος έχει τατουάζ στα χέρια 
Σταυρούς, άγκυρες και διαόλους
Πως συνδυάζονται τούτα δεν ξέρω
Εξάλλου μεγάλωσα μόνο στα χαρτιά
Το ξέρουν οι ζωγράφοι του σώματος
Οι ζωγράφοι της ψυχής σωπάσανε

ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου

Β΄Βραβείο στους Πανελλήνιους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης Δελφοί , 2009


Στις συνοικίες σβήνουνε σιγά σιγά τα φώτα
Απλώνουν οι γυναίκες μια κουρασμένη μέρα να στεγνώσει
Περνούν οι σκέψεις στα μικρά τα καλντερίμια ακροβατώντας
Mισάνοιχτα παντζούρια βρίσκουν , ψυχές ανήσυχες π’ αρνήθηκαν τον ύπνο
Γλιστρούν με δόσεις μιας χαμένης ευτυχίας
Στα προσκεφάλια με κεντίδια μιας προίκας ξεχασμένης
Κιτρινισμένης απ’ του καιρού τη φλυαρία
Τότε ανοίγουν τα μισόκλειστά τους βλέφαρα οι ίσκιοι
Χαμογελούν ηδονικά μες στου καθρέφτη την απάθεια
Παραμορφώνοντας τα είδωλα μιας άλλης λογικής
Στο πορτατίφ μια τύψη περιφέρεται
Σαν πεταλούδα που γυρεύει να καεί μέσα στον κύκλο
΄Εξω σκυλιά ποδοπατούν τα ίχνη της συνήθειας
Στα υπολείμματα της μέρας αναζητούνε τη συνέχεια
Σιγά σιγά στις συνοικίες σβήνουν οι αποδράσεις
Και μια παράφρονη σελήνη χορεύει μες στην έλλειψή της
Αύριο θα ΄ναι μια μέρα βροχερή
Το είπε το δελτίο της βαθιάς υποταγής
Στα σπίτια θα κλειστούν τα μαραμένα κρίνα
Τα ξεθωριασμένα γιούλια και τα γιασεμιά
Θα βγάλουν απ’ τα μπαούλα οι κυράδες
Να στρώσουν χράμια και κιλίμια στην ανία τους
Θα βγουν κι οι νοικοκύρηδες για το βραχνά του μεροκάματου
Με τα κασκέτα τους κρυψώνες της αζήτητής τους μοίρας
Σβήνουν σιγά σιγά της μέρας ημιτελείς διαδρομές
Στις συνοικίες προβάλλει διαβατάρης ο Μορφέας με το γαλάζιο του μανδύα
Αύριο , λέει , γι’ αυτούς που ακούνε τη σιωπή των κεραυνών
Ο ήλιος απ’ τη Δύση θα προβάλει με τις ατίθασες , ξανθές του μπούκλες
Μ’ ένα ροδόχρωμο μαντίλι θ’ απλώσει νέους ορίζοντες στα πέλαγα
Ταξίδια νέα θ’ ακουμπήσει μες στις καρδιές που δε λησμόνησαν να φλέγονται.....
.

ΠΙΡΟΓΑ


Περιπλέω τη σκέψη σου 
με μια μικρή πιρόγα 
καμωμένη από δέρμα ηλιοκαμένης νύχτας
Ξάπλωνε ώρες κάτω από το φως σου
κι αφηνότανε σε έναν απρόσμενα καλό καιρό
Προχωρώ με χτύπο παράξενο
από ανυπόμονη καρδιά
Τραβάω όρθια κουπί
να βλέπω όλο και μακρύτερα
στο πυκνό δάσος της αγάπης που σε κρύβει
Ακουμπώ για λίγο στις ακτές
αδειάζω το εμπόρευμα του έρωτα
το ανταλλάζω με εξωτικούς καρπούς από τα μάτια σου
και φεύγω πάλι για τη θάλασσά μου
γεμάτη από τη γη και το ύδωρ που παρέδωσες