Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Κυπριακά Τραγούδια (στίχοι) που ακούγονται σε γάμους: 3 (Το γλέντι του γάμου, Οι χοροί)

ΤΟ ΓΛΕΝΤΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ




Κάμετε τόπον, άρκοντες, και κύκλον οι παπά(δ)ες
να πα' να δω τ' ανρόϋνον 'που τες αναρκωμάες.*
Την πέτραν την πελεκητήν βάλλουν την στα καντούνια,
τώρα εσμίξασιν τα δκυό σαν τα φιλικουτούνια.
Θα βκω πάνω στην αθασιάν* να κόψω ΄ναν αθάσιν,*
τ' αντρόϋνον π' αρμάσαμεν να ζήση να γεράση.
Όσ' άστρα έχει ο ουρανός κι άθθη τα στέφανά σας,
τόσα χρονιά να ζήσετε και τόσα τα καλά σας.
Να βκώ πάνω στην τριμυθκιάν* να κόψω 'ναν τριμύθιν,
να πούμεν και του νιόγαμπρου να χαίρεται την νύφφην.
Ώρα καλή σου, νιόγαμπρε, ώρα καλή σου, γεια σου,
να χαίρεσαι την νιόνυφφην, που στέκεται κοντά σου.
Ώρα καλή σου, νιόγαμπρε, ώρα καλή σου, γειά σου,
να σου χαρίση ο Θεός τούτα τα στέφανά σου.
Νιόγαμπρε, που να χαίρεσαι, νιόγαμπρε που να ζήσης,
στον άην τάφον του Χριστού να πα' να προσκυνήσης.
Ποχαιρετώ σε, γιόγαμπρε, και φεύκω που τα 'σεναν,
και πάω εις την νιόνυφφην, τ' αμμάθκια τα μελένα.
Ώρα καλή σου, νιόνυφφη, κ' η Παναγιά μιτά σου,*
να χαίρεσαι τον άγγελον που στέκεται κοντά σου.
Εζύμωσεν ο πλάστης μου κι έκαμεν ζυμάριν,
κι εδκιάρτισέν* σου το κορμίν με το μαρκαριτάριν.
Όταν σ' εγέννα η μάνα σου, έτρεμεν, σαν το φύλλον,
κι' έκαμεν κόρην όμορφην, που 'θάμπωσεν τον ήλιο.
Ο νιόγαμπρος εν άγγελος κι η νύφφη περιστέριν,
και ήταν θέλημαν θεού για να γινούσιν ταίριν.
Έννα τσακκίσω δκυο χρυσά να κάμω μιαν πλατάνα,
νιόνυφφη, που να χαίρεσαι την ακριβήν σου μάναν.
Καράβιν εν και περπατεί, δίχως καραβοκύρην,
να σου χαρύνη ο Θεός τον ακριβόν σου κύριν.
Έτραύησα την ξισταρκάν* κι εξέβην η μητέρα,
να' ζήσ' η νύφφη κι ο γαμπρός, κουμπάρος και κουμέρα.


ΟΙ ΧΟΡΟΙ

1. Το μήλον

Έκοψα 'ναν μήλον ΄που πάνω στην μηλιάν
κ' έδωκα το της κάλης μου και αλλάξαμεν φιλιά.
Έσυρα το μήλον πα στα δώματά της,
εψές δεν εκεοιμήθηκα 'που τα καμώματά της.
Έσυρα το μήλον πα' στην συκαμιάν,*
κι είπεν μου εν νάρτη κείνη κι άλλη μια.
Έσυρα το μήλον πα στην τερακιάν*
κι' ένεψα της μιάλης* κι' ήρτεν η μιτσιά.*
Έσυρα το μήλον, λασμαρίν* μου φίνο, πάνω στη μηλιάν,
κι εππέσασιν τα μήλα τζι' εμείναν τα κλωνιά.
Έσυρα το μήλον κι ΄εν εκύλισε,
κι' είπουν να τη φιλήσω κι εν εκαΐλησεν.*
Έσυρα το μήλον πα στην αθασιάν*,
κ' ηύρα μιαν κοπέλλαν άσπρην και παχειάν.
Κι  έστειλα προξένια, παν με τα κρασιά,
πάω στον Δεσπότην, βκάλλω αρμασιάν.*
Βρίσκω κι έναν γέρο που την Μεσαρκάν,*
κρατά έναν καλάθιν κι έχει μέσα αυκά.*
Φακκώ* του μιαν του γέρου, σπάζω του τ' αυκά.
Εκράτεν και μιαν βέρκαν*, πούτουν περναρκά,*
φακκά μου μιαν ΄πο πίσω και μιαν πα' στα μερκά.*
Κάμνω μιαν έτο ΄κει*, κι ίσια μέσ' στην λυμπουρκάν,*
τρυπώνω που 'κει μέσα, βκήκα μέσ' την Τηλλυρκάν.*
Κι ηύρα μιαν κοτζιάκαριν* κι έψηννεν τυρκά*
πα να την φιλήσω, φακκά μου πατσαρκάν.


2.  «Συρτός», ο «Πολίτικος» και ο «Σκαλιώτικος»* με τους παρακάτω  στίχους:

Αγαπά με κι' αγαπώ την,
σαν τα μάδκια μου τα δκυο,
κι αν 'εν δεκτής, μανούλλα,
φέρε μου ψακήν* να πκιω.
Αγάπω την κι' αγαπά με,
ξέρει τ' ούλος ο ντουνιάς,
συνερείστε να παρτούμεν,
για να μεν γινώ φονιάς.
Αγαπώ την κι' αγαπά με,
κι' έχομεν το στο κρυφόν,
κι' αν δεκτούσιν οι γονιοί μας,
εννά κάμουμεν χωρκόν.



3. Μπάλλος

Τ' αμπέλι θέλει κλάδεμαν,
να κάμη το σταφύλιν,
κι' η κορασιά κολάκιεμαν,
και φίλημα στα χείλη.
Κι' αντάν να της αθθυμηθώ,
στην γέρημήν μου στρώσην
κλαίω και ανακαλιούμε την,
ώστι να ξημερώση.
Όσ' άστρα έχει ο ουρανός,
κι' ο ποταμός βυζάκια*
τόσες βολές σε φίλησα,
που κάτω στα κανάκια.
Αγρίκουν* της π' ορκόμωννεν,*
κι έβαλλα φτιν κι' αγροίκουν,
κι' ατός μου στο κορμάκιν μου,
λαμπρόν εσυνερίκκουν.*


4. Ζειμπέκικος

Κει πάνω στον Αμίαντον*
αγάπουν μιαν Μαρίαν
κι' έμαθεν το ο Κούκουλας*
κ' έκαμεν μ' εξορίαν.
Μαννάκιν μου και μπρε και μπρε,
εν θα 'βρης άλλον σαν κ' εμέ.
Αν θέλεις λίρες και φλουριά,
έλα μαζί μου μιαν βραδιά.


Επεξηγήσεις:

τσαερκές = καρεκλιές, 
συκαμιά = μουριά, 
τερακιά = χαρουπιά,
 μιάλης = μεγάλης, 
μιτσιά = μικρή, 
λασμαρίν = δενδρολίβανο, 
εκαΐλησεν = δέχθηκε, 
αθασιά = αμυγδαλιά, 
αρμασιάν = παντρειά, 
Μεσαρκά = Μεσαορία, η μεγαλύτερη πεδιάδα της Κύπρου, 
αυκά = αυγά, 
φακκώ = κτυπώ, 
βέρκα = βέργα, 
περναρκά = από ξύλο του πουρναριού, 
μερκά = μπούτια, 
κάμνω μιαν έτο 'κει = κατρακυλάω μέχρι κάτω, 
λυμπουρκά = μυρμηγκοφωλιά, 
Τηλλυρκά = Τηλλυρία, ορεινή χερσόνησος της Κύπρου στο βορειοδυτικό μέρος του νησιού, κοτζιάκαρι = γριά, 
τυρκά = τυριά, 
πατασρκά = χαστούκι, 
σκαλιώτικος = χορός από την περιοχή της Σκάλας, δηλ. της Λάρνακας, 
ψακή = δηλητήριο, 
βυζάκια = βότσαλα, 
ορκόμωννεν = έβαζε όρκους, 
λαμπρόν εσινερίκουν = μάλλωνε με την φωτιά, 
Αμίαντος = το ορυχείο του Αμιάντου στο Τροόδος, 
Κούκουλας = διευθυντής της Εταιρίας του Αμιάντου, 
κούζα = μικρή στάμνα, κκελλέ = κεφάλι.


Κυπριακά Τραγούδια (στίχοι) που ακούγονται σε γάμους: 2 (Στολισμός Νύφης και γαμπρού)


Ο ΣΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ


1.

Άγια* στολίστε την καλά την μαρκαριταρένην,
απού την έχ' η μάνα της κάθε οκτώ λου(σ)μένην
κι απού την έχει ο κύρης της μέσ' στα γρουσά χωσμένην.
Φωνάξετε της μάνας της να ΄ρτη να την ιζώση
και να της βάλη την ευκήν και να την παραδώση.
Α ΄δε* καμούς που έχουσιν οι κάμποι και τα όρη
όταν αποχωρίζεται η μάνα 'που την κόρη.


2.

Φωνάξετε της μάνας μου ευκήν να μου χαρίση,
το γάλαν που με βύζαξεν να μου το χαλαλίση.
Αφέντη μου και μάνα μου, μεγάλον τ' όνομάν σας,
χαλάλιν να μου κάμετε το βυζανάγιωμά σας.

3.

Μεν* κλαίεις νύφφη, μεν κλαίεις και δεν θα ρέξεις* πέρα,
η μάνα σου εν' δαχαμαί, θωρείς την κάθε μέρα.
Σήμμερ' αλλάσσει ο ουρανός, σήμμερ' αλλάσσ' η μέρα,
σήμμερα στεφανώνουμε ατόν και περιστέραν.
Μεν καμαρώνεις, νιόνυφφη, και χάνεις την ωχράν* σου,
να πάης με το ταίριν σου να χτίσης την φουλιάν σου.
Σήμερα πέντε ποταμοί στέκουν σταματημένοι,
κ' η μονοκόρη του σπιδκιού στέκει καμαρωμένη.
Η Παναγία κι ο Χριστός νά ΄ρτουν να βοηθήσουν,
το φόρεμα της νιόνυφφης να της το ευλοήσουν.
Χτενίστε τα μαλλάκια της να βκάλουν 'ποχτενίδκια,
και πέρτε τα του χρυσοχού να κάμη δαχτυλίδκια.

3.

Ελάτε δα και δέτε την, κι αν έχη άλλην πέτε,
εν σαν τον ήλιον τον γρουσόν την ώραν που γεννιέται.


άγια = άντε εμπρός, α 'δε = για δες, μεν = μην, ρέξεις = περάσεις, ωχράν = χρώμα, γιαλλίν = καθρέφτης





*****



Ο ΣΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΑΜΠΡΟΥ

1.


Σήμμερα εν Κυριακή ευλοημένη μέρα,
ξυρίζουν και τον νιόγαμπρον με την πολλήν μανιέραν.
Παρπέρη, τα ξουράφκια σου καλά να τ' ακονίσης
και ξύρισε τον νιόγαμπρον, να μην τον τυρανήσης.
Παρπέρη, τα ξουράφκια σου να τα μαλαματώσης,
για να ξουρίσεις τον γαμπρόν, να μεν τον αιματώσης.
Παρπέρη, ξύριζε καλά, σύρνε κομμάτιν χέριν,
κι εν ώρα πόννα σμίξουσιν με τ' ακριβόν του ταίριν.
Ελάτε ούλοι γύρω του τώρα που θα τον ντύσουν
και φέρετε κολώνιες να τον μοσκομυρίσουν.

2.


Άγια στολίστε τον γαμπρόν και σάστε τα μαλιά του
γιατ' εννά τον παντρέψουμε ένι με την χαράν του.
Στολίστε το, στολίστε το τ' όμορφον παλληκάριν,
που βρίσκεται στην μέσην μας, σαν ήλιος, σαν φεγγάριν.
Σ' εσέναν πρέπει νιόγαμπρε, ρολόιν με καδέναν,
γιατ' είσαι 'που ψηλήν γενιάν και που μεγάλον γαίμαν.
Κι εσέναν πρέπει, νιόγαμπρε, ρεπούπλικον καππέλλον,
που δκιάλεξες κι αγάπησες το άθθος των κοπέλλων.
Αλλάξετέ τον με χαρές τον νιόγαμπρον, κοπέλλια,
και δώστε του 'που μιαν ευκήν νά ΄χη χαρές και γέλια.
Αλλάξετέ τον γλήορα, σύρνετε νάκκον* χέριν
κ' εν' ώρα που θ' ανταμωθή με το γλυκόν του ταίριν.
Φωνάξετε της μάνας του νά 'ρθη να τον ιζώση
και να του δώση την ευκήν, να μεν το μετανοιώση.
Πάνω στο κεφαλάγκαθθον κάθεται το σγαρτίλιν*
να του χαρίση ο Θεός την μάνα και τον κύριν.
Στολίστε τον τον νιόγαμπρον με την πολλήν την βιάσιν,
κι η νιόνυφφη τον καρτερά στην εκκλησιάν να πάσιν.
Απόστολε Αντρέα μου, που ΄σαι στο περιγιάλιν,
βοήθα και του νιόγαμπρου να βάλη το στεφάνιν.



επεξηγήσεις: προσιαστή = σουρωτή, βάκλα = φουφούλα, κόξα = μέση, κάτσες = κάλτσες, ποδίνες = μπότες, νάκκον = λίγο, σγαρτίλιν = καρδερίνα, άππαρος = άλογο, ιχράμια = χράμια υφαντά.

Κωνσταντινίδης Ανδρέας (βιογραφικό


Ο ποιητής και το Φεγγάρι: Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Αντωνίου (απόσπασμα) εκδοθείσα το 2012


Στον Ουρανό ανέτειλες. Χωρίς σταματημό 
Σ’ ακολουθώ σε μαγικά και σε παρθένα μέρη 
Στην Κόκκινη Πόλη έκανα τον πρώτο μου σταθμό 
Το Γιβραλτάρ διέσχισα κι έφτασα στην Ταγγέρη



Εκεί πανάρχαιο γέροντα εγνώρισα σοφό 
Ανθρώπων διάβαζε ψυχές κι ότι ο νους χωράει 
Μου ‘πε, αφού με διάβασε ένα καημό κρυφό 
«Αυτό που ψάχνεις βρίσκεται στο Καραβάνσαράι»



Πήδησα στην καμήλα μου, που ‘χα απ’ τη Δαμασκό 
Και μια μαντήλα φόρεσα, που ‘χα για τυχερή μου 
Με κανταρέλλα και νερό γέμισα τον ασκό 
Και μες στη νύχτα κίνησα στα χάη της ερήμου



Μια αμμοθύελλα με πέτυχε στο Αχαγκάρ σφοδρή 
Κι εγώ θαμμένος βρέθηκα κάτω από αμμολόφους 
Το φως των αστεριών και μια Σελήνη αμυδρή 
Μόνη είχα παρηγοριά, πιστούς πολύ συντρόφους



Θαμμένος έμεινα κι αναίσθητος καιρό πάρα πολύ 
Με βρήκαν και μ’ ανέσυραν έμποροι Βεδουίνοι 
Σ’ ένα Σουλτάνου βρέθηκα σαν δούλος την αυλή 
Μου λέει: «Δεν πιάνεις και πολλά, αλλά κομμάτια ας γίνει»



Εκεί μυστήρια έμαθα και κόλπα μαγικά 
Από τον Χουσεΐν Εφέντ πίνοντας ναργιλέδες 
Και πως φεγγάρια κρύβονται τα πιο μελαγχολικά 
Πίσω από βελούδινους και μαύρους φερετζέδες



Ελεύθερο με άφησε απ’ την καλή του την ψυχή 
Και για το ταξίδι μου ‘δωσε τα πιο καλά γαϊδούρια 
Κάπου στο δρόμο πιάστηκε στ’ αυτί μου ν’ αντηχεί 
Ήχος σαγηνευτικός από ούτια και σαντούρια



Στου Αλ-Φαγιούμ του φεγγαριού έπεσα τη γιορτή 
Που εμπορεύματα είχανε απ’ τις Ανδαλουσίες 
Μα δεν μπορώ τις σκέψεις μου να βάλω σε χαρτί 
Σε έκσταση ως έπεφτα από παράξενες ουσίες



Την Badra γνώρισα εκεί, που μ’ αρεσε πολύ 
Μα είν’ η εικόνα της θολή απ’ τις αναθυμιάσεις 
Θυμάμαι που μ’ αποχαιρέτησε μ’ ενα γλυκό φιλί 
«Στο Καραβανσαράι ο στόχος σου να φτάσεις»



Συνέχισα το ψάξιμο στο όρος του Σινά 
Και πέρασα τα ορμητικά νερά του Ιορδάνη 
Χάθηκα στη Βηρυτό, μα βρέθηκα ξανά 
Μέχρι που βγήκα στο Ταρτούς, της Σύριας το λιμάνι



Μια νύχτα με πανσέληνο γνώρισα αυτή 
Ήταν αριστοκράτισσα, κόρη ενός μονάρχη 
Και με παιχνιδιάρικη φωνή μου είπε στο αυτί 
«Φίλε μου το Καραβάνσαράι δεν υπάρχει»



Το πρώτο πλοίο ναύλωσα που έκανε πανιά 
Κι όλη την νύχτα έκλαιγα κλεισμένος στο αμπάρι 
Τ’ αστέρια όλα σβήστηκαν μέσα στη σκοτεινιά 
Μαζί και η Σελήνη μου, το αλαργινό φεγγάρι



Χρόνια οι ώρες φάνηκαν μέσα από τους καημούς 
Που η καρδιά μου τόλμησε να σε λαχταρήσει 
Με αμανέ σου μίλαγα κι μ’ αναστεναγμούς 
Πόσο σε πόθησα πολύ μα τώρα έχεις δύσει.



Μετά από αιώνες κάθομαι σε κάμαρα κλειστή 
Δεν με ταράζει τίποτα, τίποτα δεν μετράει 
Κι αν δεν το βρήκα πουθενά, δεν έχω γελαστεί 
Τόσα φεγγάρια μου ‘δωσε το Καραβάνσαράι.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ AELUN / Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Αντωνίου που εκδόθηκε το έτος 2016



Φυλακισμένος κάθομαι κι απ' τις πληγές μουγκρίζω
Μέρα και νύχτα φύλακες πενήντα με φυλούν
Και το Φεγγάρι κρύφτηκε στο σύννεφο το γκρίζο
Μ' αυτή την ώρα αναπολώ τα μάτια της Aelun
[...]






σχετικά με τη συλλογή μπορείτε να διαβάσετε και εδώ: http://www.kulturosupa.gr/art-book/-aelundia-vasame--17068/

Δεύτερος Ακταίων / Αντωνίου Ανδρέας


Ανέτειλε η Πανσέληνος και ξύπνησε ο Μύθος
Εικόνες από μια παλιά κι αθώα εποχή
Σαν βέλη οι ακτίδες της σου μάτωσαν το στήθος
Το αίμα στάζει πάνω σου και πέφτει σαν βροχή
Πόθησες να βγεις ξανά στο δάσος για κυνήγι
Να γίνεις – έστω μια βραδιά – πάλι ένα με τη γη
Σου έγινε η ζωή θηλιά – σε σφίγγει και σε πνίγει
Και γίνεται αγιάτρευτη πληγή που αιμορραγεί
Τρέχεις τρελός κι ελεύθερος μέσα απ’ τα λαγκάδια
Κάτι περίεργο σε κινεί, μια άγνωστη ορμή
Πηδάς μια δω και μια εκεί μαζί με τα ζαρκάδια
Και μοιάζουν πως χορεύουνε τριγύρω σου οι κορμοί
Το κυνηγάς αδιάκοπα, και με βροχή, με χιόνι
Ψάχνεις να βρεις εδώ κι εκεί κάποιες πατημασιές
Κι όσο το κυνηγάς αυτό γυρνά και σε στοιχειώνει
Ξέρεις, σε παρακολουθεί πίσω απ’ τις φυλλωσιές
Το χάνεις απ’ τα μάτια σου μέσα στην καταιγίδα
Η τύχη σε εγκατέλειψε, τ’ Όνειρο σε μισεί
Ο κυνηγός την πάτησε κι έπεσε σε παγίδα
Ήσουνα το θήραμα απ’ την αρχή εσύ
Και πάλι η Πανσέληνος φωτίζει κι ανατέλλει
Ματώνεις στις ακτίδες της, αλλά και πού να πας;
Σαν δεύτερος Ακταίωνας κατάλαβες εντέλει
Πως σε σκοτώνει πάντοτε εκείνο που αγαπάς

Το Κορίτσι του Λεωφορείου / Ανδρέας Αντωνίου


Μια νύχτα χειμωνιάτικη και βροχερή και κρύα
Με το αστικό πηγαίνοντας στο σπίτι μου γραμμή
Σε είδα που κοιμόσουνα πίσω στην γαλαρία
Κοιμόσουνα και έβηχες σ’ όλη τη διαδρομή
Τα δάκτυλά σου τα λεπτά, κατάλευκα σαν χιόνι
Με το μαλλί ατημέλητο κι ανταύγεια καστανή
Τρέμεις λες και ολόκληρο το σώμα σου παγώνει
Κουρνιάζεις και ζεσταίνεσαι από τη μηχανή
Καθόμουνα και κοίταζα το εύθραυστο κορμί σου
Που έμοιαζε με ζωγραφιά επάνω σε γυαλί
Και μόνος μου ψιθύριζα: «Μες στην γωνιά κοιμήσου
Κοιμήσου και να ονειρευτείς τι θέλεις πιο πολύ»
Ξύπνησες και με κοίταξες βουβά κι απορρημένα
Σαν να ‘μοιαζε το βλέμμα σου να χάνεται αλλού
Πόσα ζαφείρια βρίσκονται στα μάτια σου κρυμμένα
Και λάμπουν σαν χρυσόσκονη στο κύμα του γιαλού;
Ώρα πολλή σε κοίταζα και έχασα την στάση
Κατέβηκα τρεκλίζοντας τρεις στάσεις παρακεί
Μούσκεμα ως το κόκκαλο στο σπίτι είχα φτάσει
Ήταν μια νύχτα βροχερή, κρύα κι ιδανική

Αργή η Άνοιξη / Τυρίμου Γ. Ελένη

Αργή να έρθει η Άνοιξη πέρασαν τόσα ηλιοκαμένα καλοκαίρια, τόσοι τσουκτεροί χειμώνες με τα χέρια παγωμένα να αγγίξουν έως το βάθος της καρδιάς μας Τόσα και τόσα λουλούδια μαδισαν,
ξεράθηκαν στα χρόνια Σταφύλια που δεν μέστοσαν την μέθη να δώσουν Πρόορος ήτανε ο θερισμος πριν καλά καλά να αγανιάσουν τα στάχυα Ματωμένα ν Πύρινες γλώσσες η μνήμες. Πέρασαν μέρες, μήνες σιωπής , πίκρας, πόνου περιμένοντας μια Άνοιξη.

Αργής χελιδόνι προμήνυμα γλυκό της Άνοιξης να δώσεις Κάτω στην υγρή γη η σπορά αναμένη ανάμεσα από τις χαραμάδες των βράχων από αίμα. Κάτω από τις μάτωμενες κόκκινες;

πέτρες των σκορπισμένων άθαβων οστών Ρίξανε βαθιές ριζες στους Αιώνες των Αιώνων της δικαίωσεις, δροσιά για να εχουν Τα δάκρυα της μάνας ρέουν, δροσίζουν τις ρίζες ως κάτω βαθειά. Και εσύ αργής Ανοιξη, πόσες άραγε γενιές περιμένης ακόμα?

1ος Παγκύπριος Διαγωνισμός Ποίησης της Πολιτιστικής Κίνησης Λάρνακας «Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού»


στη μνήμη της ποιήτριας Ναδίνας Δημητρίου


Η Πολιτιστική Κίνηση Λάρνακας «Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού» προκηρύσσει τον πρώτο παγκύπριο διαγωνισμό ποίησης για νέους/ες ποιητές/ποιήτριες, στη μνήμη της αείμνηστης ποιήτριας Ναδίνας Δημητρίου. Τα βραβεία αθλοθετεί η οικογένεια της τιμώμενης. Στόχος του διαγωνισμού είναι η ανάδειξη νέων ποιητών και ποιητριών της πόλης και επαρχίας Λάρνακας, αλλά και της Κύπρου γενικότερα, όπως επίσης και η προαγωγή και προβολή της σύγχρονης κυπριακής ποιητικής δημιουργίας.
Η Ναδίνα Δημητρίου γεννήθηκε στη Λευκωσία. Τέλειωσε το Παγκύπριο Γυμνάσιο και έπειτα το Ανώτερο Σχολείο Αθηνών. Μετά το γάμο της με το Νίκο Δημητρίου εγκαταστάθηκε στη Λάρνακα όπου και έζησε μέχρι το 2016. Άρχισε από τα νεανικά της χρόνια να δημοσιεύει σε εφημερίδες και περιοδικά και είχε μια σημαντική παρουσία στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου. Αυτό το μαρτυρεί τόσο το λογοτεχνικό της έργο που έχουμε σήμερα, όσο και η δράση της σε μεγάλο αριθμό Διοικητικών Συμβουλίων Φιλανθρωπικών, Διπλωματικών και Πολιτιστικών Οργανισμών της Κύπρου και της Αμερικής. Μεταξύ άλλων διετέλεσε μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου και εκπρόσωπος του Θεατρικού Οργανισμού στην Unesco. Αργότερα μάλιστα, μέλος και του Διοικητικού συμβουλίου του Θ.Ο.Κ. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ανεξάρτητης Ραδιοφωνίας Τηλεοράσεως και μέλος του Κυπριακού P.E.N., του Ε.Π.Ο.Κ., της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου και του κύκλου ποιητών της Arthur Burns. Διετέλεσε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δημητρίειου Πολιτιστικού κέντρου κατά τα έτη 1981-1983 και Επίτιμη Γενική Πρόξενος της Δανίας. Η Ναδίνα Δημητρίου έγραψε στην ελληνική, τη γαλλική και την αγγλική γλώσσα. Το 1970 κυκλοφόρησε το πρώτο της ποιητικό βιβλίο με τίτλο «Αναζητήσεις Ι» και ακολούθησαν η ποιητική συλλογή «Αναζητήσεις II» το 1972. Ένα χρόνο μετά, μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Διηγήματα», η ποιητική συλλογή «Αναζητήσεις ΙΙΙ» το 1977, «Ταξίδια στη νοσταλγία» το 1980 και «Οι πρώτοι ουρανοί» το 1981. Έξι χρόνια μετά, το 1987 η συλλογή «Interlude» και την ίδια χρονιά οι «Αναζητήσεις IV» από τις εκδόσεις Ίκαρος στην Αθήνα. Κλείνει το συγγραφικό της έργο το 1990 με μια συλλογή διηγημάτων που φέρει τον τίτλο «Ενδιάμεσος χρόνος».
ΟΡΟΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ 
1. Το θέμα του διαγωνισμού είναι ελεύθερο. 
2. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν νέοι και νέες κυπριακής υπηκοότητας μέχρι 35 ετών. 
3. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να λάβουν μέρος στον διαγωνισμό με ένα ποίημα, ανέκδοτο και αδημοσίευτο, ηλεκτρονικά πληκτρολογημένο σε κόλλες Α4, με γραμματοσειρά Times New Roman, No 14, σε διπλό διάστημα, γραμμένο στη νεοελληνική δημοτική γλώσσα, σε οποιαδήποτε μορφή ποιητικής έκφρασης, όχι μεγαλύτερο από 32 στίχους. 
4. Το ποίημα υποβάλλεται σε πέντε αντίτυπα, τα οποία θα πρέπει να φέρουν ψευδώνυμό επάνω δεξιά. 
5. Στον φάκελο αποστολής θα πρέπει να αναγράφεται το ψευδώνυμο, χωρίς την αναγραφή διεύθυνσης και άλλων στοιχείων που αποκαλύπτουν την ταυτότητα του αποστολέα. Στον ίδιο φάκελο εσωκλείεται ένας μικρότερος κλειστός φάκελος με τα στοιχεία επικοινωνίας (ονοματεπώνυμο, τηλέφωνο κινητό/σταθερό, ταχυδρομική και ηλεκτρονική διεύθυνση), στο εξωτερικό του οποίου αναγράφονται με κεφαλαία γράμματα το ψευδώνυμο και ο τίτλος του ποιήματος. 
6. Η αποστολή των ποιημάτων να γίνει με απλή ταχυδρομική επιστολή (όχι συστημένο), στη διεύθυνση: 
Πολιτιστική Κίνηση Λάρνακας «Φίλοι της Λογοτεχνίας και του Πολιτισμού»
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Λάρνακας
Πλατεία Βασιλέως Παύλου
ΤΘ 40822
6307 Λάρνακα 
7. Τα ποιήματα θα αξιολογηθούν από πενταμελή κριτική επιτροπή. 
8. Θα απονεμηθούν δύο βραβεία, 200 και 100 ευρώ, αντίστοιχα, και τρεις έπαινοι, όλα συνοδευόμενα από τιμητικά διπλώματα και ποιητικές συλλογές της τιμώμενης ποιήτριας και άλλων Λαρνακέων ποιητών. 
9. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού καθώς και η ημερομηνία απονομής των βραβείων θα ανακοινωθούν τον Δεκέμβριο του 2018.
10. Ως τελευταία ημέρα υποβολής των έργων ορίζεται η 30η Σεπτεμβρίου 2018. 
11. Τα ποιήματα που υποβάλλοναι στον διαγωνισμό δεν επιστρέφονται.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον διαγωνισμό, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στο e-mail atim1990@hotmail.com.
Λάρνακα, 30 Απριλίου 2018

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

Ο πίνακας / Χρίστος Χατζήπαπας


Ο μέγας αθώος
ο αμνός της προδοσίας
ο ζηλωτής
ο Τσε Γκεβάρα της όλης υπόθεσης
μιαρός κατά το ιερατείο
ουδόλως ξεχώρισε
δυστυχώς
στον πίνακα
«Οι δώδεκα απόστολοι»
του Αντρέα Καραγιάν.
Τη στιγμή που των ζηλωτών
τ’ αγύριστα κεφάλια
κοσμούν έκτοτε
τον κρανίου τόπο.

Το σπίτι / Σωκράτης Αντωνιάδης


Το σπίτι έγινε καφετέρια
μ’ επίπλωση να θυμίζει ευαισθησίες παλιάς κοπής.
Λίγο μετά το πυρπόλησαν
λόγοι αντιζηλίας, είπανε.
Αλλά το ξέρω καλά αυτό το σπίτι.
Κάποτε είχε μια ψυχή γαλήνια
χωνεμένη στα παλιά έπιπλα
στην άμιλλα των ευγενών ψιθύρων.
Ίσως και ν’ αυτοπυρπολήθηκε
μη αντέχοντας στον τόσο θόρυβο
και στην τόση κωμωδία των συναθροιζομένων.

"Ο Άγγλος φωτογράφος" (απόσπασμα) / Αντωνιάδης Σωκράτης

Ήρθε απ’ τη μεριά του Κάβο Κίτι
κι ευθύς απλώθηκε μπροστά στα μάτια του
στενή λωρίδα ανατολίτικου παζαριού.
Στο φρύδι του γιαλού η Σκάλα
με τις σημαίες να κυματίζουν
και τα κανόνια του Κάστρου
να χαιρετούν γιορτινά τα νέα καράβια.

Μα πιο πολύ τον πολυταξιδεμένο
στα μέρη των ανατολικών αποικιών
Άγγλο φωτογράφο
συνεπήρε η κορυφογραμμή του Σταυροβουνίου
ζωγραφιά δειλινού σε κινέζικο βάζο.




 Από την ποιητική συλλογή: Ανώνυμη άνοιξη. 

Αντωνιάδης Σωκράτης

Το εξώφυλλο (απόσπασμα) / Αντωνιάδης Σωκράτης

 ...Κι όμως ο άνεμος που λυσσομανά 
 ασταμάτητα στο χάσμα του χρόνου 
δεν πείραξε τίποτε 
 δεν πήρε τίποτε μαζί του 
 κράτησε ατσαλάκωτες 
 λέξεις, εικόνες, νοήματα 
το όνομα του ποιητή το σεβάστηκε 
δεν σκόρπισε απ’ τις σελίδες 
τη μυρωδιά των λουλουδιών. 
 Μόνο το σφύριγμά του να δίνει ρυθμό 
 στον ακέραιο ελληνικό λόγο.

Άντρια Τζόνσον (μικρή αναφορά)

Γεννήθηκε στη Δεκέλεια της Κύπρου. Σήμερα κατοικεί στη Λεμεσό. Ασχολείται με την ποίηση εδώ και μερικά χρόνια. Δεν έχει εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή. Η συμμετοχή στης στην ΟΜΑΔΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ των ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΔΙΑΝΥΣΜΑ: Καλοκαίρι 2014 είναι το πρώτο της βήμα.