Σελίδες

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Πέντε [5] ποιήματα για την Κύπρο της Άντριας Γαριβάλδη


Είμαι η Κύπρος

Είμαι ο βυθός που αναδήθηκε στην αγκαλιά της Μεσογείου
Η αλμυρόγλυκη θάλασσα κι ο αφρός του κύματος στην Πέτρα του Ρωμιού
Τα καφεμπλέ βοτσαλάκια στην ακρογιαλιά του παχύ άμμου
Το χνούδι της πρασινάδας κατάκορφα στις παρειές του Τροόδους.

Είμαι το φως στον ορίζοντα όταν σκάει η μέρα πίσω απ’ τον Πενταδάκτυλο
Η ανατολή αγέννητη κι αμύθητη πίσω απ’ την παλάμη του Διγενή Ακρίτα
Ο ηλιοκαμένος κάμπος της Μεσαριάς που ψιθυρίζει την προσευχή του εργάτη
Το καράβι της Κερύνειας  που ξεκουράζεται στο θώρακα  του κάστρου.

Είμαι το ηλιοβασίλεμα πέρα απ΄ την αλυκή με τα φλαμίγκο έξω απ’ τη Λάρνακα
Οι φοινικούδες στη χρυσή παραλία που θα βρεις δίπλα στον ανδριάντα του Κίμωνα
Η ζαχαρένια παραλία της Αμμοχώστου με τις ψάθινες  ομπρέλες
Η Σαλαμίνα του Ευαγόρα που νανουρίζεται απ’ τα σιωπηλά αγάλματα.

Είμαι το ταπεινό κυκλάμινο στον κορμό της Καρπασίας
οι χρυσόχρωμες κιτρομηλιές στον κάτω μαχαλά της Λεμεσού
Η αγέραστη μαρμάρινη κολόνα του  Κουρίου
Το άρωμα  του συκόφυλλου στα μυθικά λουτρά της Αφροδίτης.

Είμαι το εκκλησάκι του Αγίου Επιφανίου στην ακτή της Πάφου
Η σκιά του Αγίου Νεοφύτου στην βουνοκορφή
Τα γεράνια στην αυλή του Αγίου Ηρακλειδίου την ώρα του στοχασμού
Τα γήινο χνώτο της πέτρινης  μονής του Αποστόλου Βαρνάβα!

Είμαι ο ακοίμητος φρουρός  του νησιού, ο Απόστολος Ανδρέας
Το παλάτι της Ρήγαινας των πράσινων καιρών
Ο  αθέατος Άγιος Ιλαρίωνας αναπαυόμενος στο άγγισμα των νεφελών
Η ονειρένια ζαφειρένια θέα του Πέλλα Μπαΐς την ώρα της αυγής.

Είμαι ο θόλος της Φανερωμένης στο βάθος της Λευκωσίας
Η Λαϊκή Γειτονιά με τα φιλόξενα καφενεδάκια και τα σκαλιστά μπαλκόνια
Η Λήδρας, η Ονασαγόρου, η πλατεία Ελυθερίας
Το άσβηστο όνειρο στην παλιά πόρτα του Παγκυπρίου Γυμνασίου.

Είμαι το γνώριμο τιτίβισμα του σπουργιτιού έξω απ’ το σπίτι με το κλήμα στην αυλή
Τ’ ατέλειωτο φτερούγισμα της χελιδόνας πάνω απ’ τη  βαθυγάλαζη λίμνη της Αθαλάσσας
Ο σκοπός της φλογέρας του παππού που φυλάει τα περβόλια του χωριού
Το βλέμμα του νέου που ψάχνει για τις ρίζες του στις θαμπές σελίδες του αλφαβηταρίου.

Είμαι ο ανθός της πορτοκαλιάς στην καρποφόρα κοιλάδα της Μόρφου
Το καλοκαιριάτικο καρπουζοπανήγυρο της Ζώδιας
Η γλυκιά σιγή της ζεστής νύχτας στα μποστάνια
Το σημάδι  της σαύρας στην όχθη του στεγνού ποταμού.

Είμαι η Κύπρος για όσους με ξέρουν από παλιά
Και όσους με γνώρισαν μες στις σελίδες του παλιού βιβλίου
Που δόθηκε στα νιάτα απ’ τους ποιητές
Για να μπορούν να ξαναγράψουν την ιστορία απ’ την αρχή.

Είμαι όλ’ αυτά κι άλλα πολλά…
Όσα δεν είπαμε κι  όσα θα πούμε σαν μνημόσυνο
Ιχνηλατώντας τα σημάδια στην τάφρο δίπλα στα τείχη της πόλης
 Είμαι τ’ ατέρμωνο νησί, η Κυπρία μακάρια γη των δοξασμένων ηρώων!

**


Αντάμωμα

Βρεθήκαμε στην άκρη του πάρκου
εκεί που τα χνάρια των πουλιών ψηλάφιζαν το νωπό χώμα
μετά τη βροχή που κόπασε για λίγα λεπτά.

Η ανάσα γρήγορη
 ρυθμικά έπαλλε στο στήθος
συνοδεύοντας τον ψίθυρο που έσβηνε στα παγωμένα χείλη.

Πίσω απ’ της πόλης τα φώτα π΄άναβαν δειλά
στο φίλημα των νεφών που στεφάνωναν τα γκρίζα κτίρια
μου ’γνεψες να γράψω στο μικρό μπλοκάκι
τις τελευταίες κουβέντες που είχαμε πει σαν προσευχή.

Και η βροχή ξανάρχισε το μέτρημα...

Να ’ταν τ’ αντάμωμα τάχα τυχαίο
ή ο σκοπός που όριζε ν’ αφουγκραστούμε τις καρδιές
μια τέτοια κρύα μέρα του χειμώνα
που η φύση οσφριζόταν την επιφάνεια της γυμνών χεριών
σαν χάιδευαν τον ρυτιδιασμένο κορμό του γέρικου πλατανιού;

Η πόλη ολόσωμη φωτίστηκε
και τα πουλιά κρυφτήκανε στις φυλλωσιές·
ανήσυχη άρχισ’ η βροχή ν’ ακολουθάει τις πατημασιές
ώσπου πια χώρισαν οι δρόμοι μας
κι απλώθηκε στους ώμους μας το χιόνι.

Έτσι, χωρίς βιασύνη
ρίξαμε πίσω μια στερνή ματιά
κι εκεί το βήμα χάθηκε...
 μέσα στο άγνωστο.


**

Ο θόλος της ελπίδας


Κάποια καμπάνα
από το μακρινό παρελθόν
χτυπάει ακόμα αδύναμα στ’ αυτιά μου.
Η έρημη εκκλησιά
όπου το μισοτελειωμένο κερί
αγνό και μυρωδάτο
βρίσκεται ακόμα πλάι στην εικόνα τ’  Άη Μάμα
με κράζει πίσω με δισταγμό
την καγκελόπορτα να κλείσω
και σιωπηλά σκουπίζοντάς τ’ αχνάρια μου
ξυπνάω για να δω πως όλοι οι φίλοι μου χαθήκαν
κι η ανατολή όλο συγχώρεση
χύνεται αγέρωχη επάνω στον αγέραστο θόλο.

**

Καράβι  του Βοσπόρου

Σ’ ανατολίτικο σκοπό χορεύοντας στο κύμα
Λικνίζεται το γέρικο σκαρί σου
Στα κόκκινα και τα μαβιά νερά που βάφονται σ το ηλιοβασίλεμα
Μαράζι εσύ νωχελικά θωπεύεις τη σκέψη μας στ’ αντίπερα των δικών μας βουνών
Των δικών μας ακρογιαλιών
Των δικών μας αυλών…
Καράβι  ταξιδιάρικο
Πέρνα κι απ’ την Κερύνεια μας την τόσο μακρινή,  την αδικόβρεχτη
Τράβα και μην κοιτάξεις στην άλλη άκρη του γιαλού
Μην και τυχόν η μνήμη μας ραγίσει
Καράβι ταξιδιάρικο απ’ του Βοσπόρου τα πικρόγευτα  νερά
Έλα και μοίρασε το εμπόρευμα σου στα κοτσύφια του καλοκαιριού
Τα σπλάχνα σου άνοιξε στον κόρφο μας
Το δρόμο ράντισε ροδόσταγμα που φτιάξαμε κείνο το χρόνο τον στεγνό
Να δέσει το γλυκό στης μάνας το γυαλί
Να φέρει το χαμόγελο στα χείλη μας.

**
Καράβι  του Βοσπόρου

Σ’ ανατολίτικο σκοπό χορεύοντας στο κύμα
Λικνίζεται το γέρικο σκαρί σου
Στα κόκκινα και τα μαβιά νερά που βάφονται σ το ηλιοβασίλεμα
Μαράζι εσύ νωχελικά θωπεύεις τη σκέψη μας στ’ αντίπερα των δικών μας βουνών
Των δικών μας ακρογιαλιών
Των δικών μας αυλών…
Καράβι  ταξιδιάρικο
Πέρνα κι απ’ την Κερύνεια μας την τόσο μακρινή,  την αδικόβρεχτη
Τράβα και μην κοιτάξεις στην άλλη άκρη του γιαλού
Μην και τυχόν η μνήμη μας ραγίσει
Καράβι ταξιδιάρικο απ’ του Βοσπόρου τα πικρόγευτα  νερά
Έλα και μοίρασε το εμπόρευμα σου στα κοτσύφια του καλοκαιριού
Τα σπλάχνα σου άνοιξε στον κόρφο μας
Το δρόμο ράντισε ροδόσταγμα που φτιάξαμε κείνο το χρόνο τον στεγνό
Να δέσει το γλυκό στης μάνας το γυαλί
Να φέρει το χαμόγελο στα χείλη μας.

**

Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
                                   
Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
Κι είν’ το ταξίδι αυτό
Γιομάτο γλύκα που πικραίνει,
Πόνο που ανακουφίζει,
Αλμύρα που γλυκαίνει,
Αγάπη που πονάει,
Χαρά που πνίγει,
Πέμπτη Παρασκευή των Χαιρετισμών,
Όλη η Ωραιότητα μαζί…
Κι αν δεν ταξιδεύουμε εμείς για το νησί,
εκείνο ταξιδεύει προς εμάς.

Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
Κι είν’  του πρωινού το ξύπνημα
Της λευτεριάς μας κάλεσμα
Μια και δεν έχουμε φωλιά
Σ’ αυτή τη γη
Παρά στο κύμα φίλημα.

Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
Κι ανοίγεται ο δρόμος πιο πλατύς
Στ’ αγκάλιασμα της μέρας με το φως
Που φέρνει ο πόνος, η αλμύρα, κι η αγάπη.
Πέμπτη Παρασκευή των Χαιρετισμών
Τ’ ωραίο και τ’ αθάνατο
Για μια πατρίδα τόσο δα μικρή
Για ένα καημό που μας λυτρώνει.

Άντρια Γαριβάλδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου