Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Δέκα (10) γυναικείες ποιητικές φωνές της Κύπρου

 


 

Όνειρο άνοιξης... / Ειρήνη Ανδρέου
 
Χρόνια και χρόνια περιμένω
και ας μην ξέρω τι καρτερώ
πέφτω, σηκώνομαι μα επιμένω
κυλάει ο χρόνος σαν το νερό.
 
Σαν το ποτάμι κι εγώ στην άκρη
τα όνειρα μου με προσπερνούν
δέντρ' ανθισμένα τα καλοκαίρια
και τα φθινόπωρα φυλλοροούν..
 
Φύλλα στόν άνεμο, και πάνε
μες στο ποτάμι τα παίρν' η βροχή
κι έρχεται η άνοιξη και μου γελάνε
και ξαναρχίζω απ την αρχή.
 
Χρόνια και χρόνια περιμένω
τι περιμένω, το ξέρω θαρρώ...
κάτι άπιαστο κι' αγαπημένο
όνειρο άνοιξης αλαργινό....
 
 
 
*
 
[Θέλω να γράψω ένα ποίημα ] της Εύας Γεωργίου
 
 
Θέλω να γράψω ένα ποίημα
που να χωράει μόνο εσένα…
Να μετράει τα βήματα σου
Να ξετυλίγει ανεξιχνίαστα ίχνη
Ματωμένα πόδια ανήμπορα
να τρέχουν στις ταχύτερες διαδρομές
Χέρια αδύναμα να σφίγγουν παλμό
Καρδιά πονεμένη σε ασύστολους κτύπους
Σφραγισμένο χαμόγελο
Μαυριδερά μάτια χωμένα στις λέξεις…
Άσπρα μαλλιά κρυμμένα σε ψάθινα καπέλα
Ένα σκυφτό κεφάλι να μετράει σοκάκια
Ανύπαρκτα παπούτσια…
έτσι κι αλλιώς θυμάμαι,
ξυπόλυτο σε γνώρισα…
Λυρικός στίχος θα γίνεσαι
σε κάθε μου γιορτή
Υστερα, το πιο όμορφο τραγούδι!
Κι εγώ εδώ, να σε αφουγκράζομαι
ως τα πέρατα της Γης…
 
 
*
 
 
ΕΠΙΦΑΝΙΑ / Αγγέλα Καιμακλιώτη
 
Αθόρυβα, αθόρυβα, αθόρυβα
με αγγίζει το φως.
Φεύγει μετά, πάντα αθόρυβα.
Τι νιώθω δεν ξέρω.
Κι ούτε την αίσθηση εμπιστεύομαι.
Ασύστολα, ασύστολα, ασύστολα
με διαμελίζει το φως.
Εισχωρεί μετά, πάντα ασύστολα.
Τι μένει δεν ξέρω.
Ίσως μια επίγνωση μοίρας.
Ανεσπέρα, ανεσπέρα, ανεσπέρα
με ζεσταίνει το φως.
Λιώνει μετά, πάντα ανεσπέρα.
Για την σκιά σου δεν ξέρω.
Φυσάω και σβήνει.
 
*
Απογοήτευση / Κλεοπάτρα Μακρίδου
 
Εριχνες τα δίκτυα για ψάρια
σε άγνωστη θάλασσα
να θρέψεις τα παιδιά σου ήθελες.
Μα τα νερά ήταν μολυσμένα
και τα ψάρια νεκρά.
Ολο κι ήλπιζες πως μια μέρα
τα ψάρια θα σου έρθουν ζωντανά.
Ενώ η θάλασσα σε κοιτούσε λυπημένα
γνωρίζοντας πως τον κόρφο της
ο θάνατος έκαμε φωλιά!
 
*
[Εκεί που χύνονται οι στήμονες] της Αντριάνας Περικλέους – Ονουφρίου
 
Εκεί που χύνονται οι στήμονες
κι η μυρωδιά αντρειεύει,
ένα άνθος η ζωή που απ
την αγάπη κλέβει.
Τρέχει διαβαίνει, χάνεται.
Ξεφάντωμα οι αισθήσεις.
Η όραση τρελάθηκε, χάνεται
στον τοκετό της μέρας.
Γυμνή η όσφρηση ασπάζεται
το δάκρυ. Τραγουδά η ψυχή
ερωτικό πρελούδιο.
Αφή ηδονική, γεύση μελωδία.
Τρέχουν τα σύννεφα νέκταρ
να τρυγήσουν. Απ' του Θεού
παράθυρο να δουν την
γέννηση τους.
Κι έγινε η μελωδία όνειρο
χωμένη στο χορτάρι. Άγιο λίκνο
άσβεστο ζωής μαργαριτάρι.
Άρωμα κλέβω και σκορπώ
σε πέλαγο χειμώνα.
 
*
Το όνειρό μας  / Μαρούλλα Πανάγου
 
Πατρίδα που αφύλακτες, μένουν οι Θερμοπύλες,
Πατρίδα όπου του εχθρού, ανοίξανε τις πύλες.
Πολλοί οι εφιάλτες μας, κι εμείς τόσο ολίγοι,
σκοτάδι μόνο βρίσκεται, γύρω που μας τυλίγει,
Αδύναμο πολύ το φως και πως μπροστά να δούμε;
Μας έκλεισαν τα μάτια μας, κι οι εχθροί καραδ0κούνε
'Όλοι μαζί το “δεν ξεχνώ” θυμόμαστε και κλαίμε
με χαμηλά την κεφαλή, τα χάλια μας να λέμε .
Για πότε θα ξυπνήσουμε, κι ολόρθοι στις επάλξεις,
για να την προστατεύσουμε, απ 'όποιον την πειράξει;
Στην νάρκη μας το “φτάνει πια”, καιρός για να το πούμε
και το κεφάλι μας ψηλά, πάλι να το κρατούμε .
Αν είναι για ν' αλλάξουμε, πάλι την ιστορία
μας φτάνει πια τόσος καιρός, στην τόση απραξία
Σε ξένα χέρια φτάνει πια, να κρέμεται η πατρίδα .
Μες στην καρδιά μας, ζωντανή πάντοτε η ελπίδα
Αν είναι για ν'αλλάξουμε, καινούργια αρχή να βρούμε
να γίνουμε' όλοι μια γροθιά, πάλι ν' αντισταθούμε.
Στους ξένους η πατρίδα μας, ξένη... δεν την πονάνε ,
και θέλουν ότι απόμεινε, σαν γύπες να το φάνε
Για μας είναι κομμάτι μας, απ’ την ψυχή παρμένη
με βία την κουρσέψανε, κι ακόμα μοιρασμένη.
Φύλλο μας χρυσοπράσινο και καταπονεμένο
Το μόνο που ποθούμε εμείς, πάλι λευτερωμένο,
Βορράς και νότος άφραγοι, λεύτεροι σαν και πρώτα
κι όλοι μας να διαβαίνουμε, δικαιοσύνης πόρτα .
Να φύγουν οι παρείσακτοι, μόνους να μας αφήσουν
Σαν περιβόλι να γενείς και τα δεντρά θ'ανθίσουν .
Θα βγάλουνε νέους ανθούς, καινούργια παραπούλια
νάσαι στολίδι σαν παλιά, στον ουρανό σαν πούλια.
 
 
*
Θάλασσα / Αδελαίδα Παπαγεωργίου
 
Με καλεί η άπειρη ψυχή σου
μυστικά μηνύματα
στο αυτί των κογχυλιών
ανεβάζουν της ψυχής
τη φουσκονεριά
σκορπίζοντας μυστικά
στα κρυφά γυρίσματα
σπάζει στα βράχια η ελπίδα
μα σκιρτούν τα όνειρα
στα αεικίνητα νερά σου
χάνονται μες την λάμψη
των λευκών αφρών σου…
 
*
ΘΥΜΗΣΤΕ ΜΟΥ / Δέσπω Πηλαβάκη
 
Θυμήστε μου πώς είναι να γελάς
γάργαρα η φωνή σου να κυλάει
ρυάκι με καθάρια τα νερά
την ομορφιά κανείς να μη χαλάει
Θυμήστε μου πώς είναι η χαρά
χελιδόνι να πετά μέσα στα στήθεια
μάτια που λάμπουνε να έχουν τα παιδιά
και μέσα τους να βλέπεις την αλήθεια
Θυμήστε μου πώς είναι ο Θεός
η πίστη στην καρδιά να βασιλεύει
ο άνθρωπος να έχει ανθρωπιά
στο σφάλμα του , συγνώμη να γυρεύει
Κάποιοι σκοτώνουν τη ζωή και τη χαρά μας
και λάκκο σκάβουν να τη θάψουνε βαθειά
κόλαση κάνανε τη γη μας
και την ελπίδα μας σκοτώνουν με σπαθιά
 
 
 
 
*
Αφθονία / Αθηνά Τέμβριου
 
Έφερες τόσες πολλές καρποφόρες σκέψεις
σε ένα καλάθι, που κουβαλούσα με καμάρι.
Κάθε φορά που έσβησαν τη δίψα μου,
οι στίχοι γεννήθηκαν από κουκούτσια και σπόρους.
Τα έχω φυτέψει όλα στο δρόμο για την αγάπη
και τα δέντρα τώρα σου έδωσαν σκιά.

μετάφραση . Η πρώτη γραφή του ποιήματος είναι στην αγγλική γλώσσα
 
*
Η ταυτότητα μου / Ελένη Τυρίμου
 
Άλλο πια δεν μπορώ
Οι λέξεις με πνίγουν
Κόμπος στο λαιμό
Την ανάσα μου κόβουν
Γιατί, εσύ δεν είσαι εδώ!
Σε προσμένω πάντα
όπως τα ρούχα σου
κρεμασμένα έτοιμα
για το ζεστό σου σώμα
Όπως τα όνειρα που έκανες
σαν ήσουνα παιδί.
Δεν είσαι εδώ,
μα είσαι παντού
Θέλω να δώσω
λίγο από εσένα,
γιατί δεν ήσουν
σαν τόσους και τόσους
Ντρέπομαι, μικρή να φτάσω
στο δικό σου το μπόι
Τα όνειρά σου λευκά περιστέρια
Η τόση σου αγάπη για ζωή
στην ανόθευτη λάμψη σου
πώς να σ’ αγκαλιάσω τώρα
Με ματωμένα ρούχα
Κουρελιασμένα όνειρα
Αυτό είναι άδικο για σένα
Δεν θα τους αφήσω
να σε ντύσουν στα μέτρα τους
Αυτό να το ξέρεις!
Αυτοί που: δεν σε έζησαν
Αυτοί που δεν σε γνώρισαν
Θα πρέπει να μάθουν για σένα
Σε μια φωτογραφία σου
με ρώτησαν
Τι μου είσαι;
Τους είπα η ταυτότητα μου,
Το αίμα στην καρδιά μου
ο σφυγμός μου ,τα όνειρά μου
Το πριν, το μέλλον, το παρόν μου

Η ποίηση του Άθου Χατζηματθαίου από το Νίκο Πενταρά


Όλη η μνήμη του κόσμου χωράει μέσα στην Ποίηση. 'Η, τουλάχιστον, αυτή τη μαγική εντύπωση μάς δίνει η τέχνη της Ποίησης. Όλα όσα έχουν χαθεί κι εκείνα που θα έρθουν και θα περάσουν και θα χαθούν, θα μείνουν για πάντα μέσα στην Ποίηση. Η ευθύνη της ποίησης και των ποιητών έναντι του κόσμου είναι μεγάλη και αφορά τις ελάχιστες αντιστάσεις που μπορούμε να προβάλουμε στους πυροβολισμούς που δεχόμαστε καθημερινά για την αισθητική που μας παιδαγωγεί. Η κοινωνία έχει ανάγκη την Ποίηση και την Ποιητική πράξη. Γι’ αυτό ο ποιητής, ο γνήσιος ποιητής, πρέπει να είναι ένας αφοσιωμένος της Ποίησης και της Ζωής. Είτε τον γεμίζει χαρά, είτε τον θλίβει η Ζωή, είτε τον πάει στον Ουρανό, είτε τον κατεβάζει στην Κόλαση, αυτός πρέπει να μένει πάντα ο αφοσιωμένος της και να εκφράζει τη μυστήρια αγάπη του για τη Ζωή, μέσα από τα ποιήματά του.
Η Ποίηση είναι Λόγος Ιερός και οφείλει να Λειτουργείται από τους Ποιητές με αφοσίωση και ευλάβεια. Ο Άθως Χατζηματθαίου, ως γνήσιος και αφοσιωμένος εραστής της Ποίησης και της Ζωής, νιώθει ενδόμυχα το βάρος αυτής της ευθύνης. Προσεγγίζει με συνέπεια και αγάπη την ψυχή του κόσμου, μια ψυχή που καθημερινά ορφανεύει όλο και πιο πολύ από τη Σκέψη και το Όνειρο, που τη συντήρησαν στους αιώνες, και μαρτυρεί το είναι της.
Η ποίηση του Άθου Χατζημαθαίου προσλαμβάνει το μυστικό της ανθρώπινης φύσης και το διαθλά απειροδιάστατα στο κοσμικό κάτοπτρο. Αιωνίζει την κοσμική περιπέτεια με όρια το αιώνιο και άρρητο και το εφήμερο και φθίνον. Μεταξύ Ζωής και Θανάτου ανασταίνει ξεχασμένες αλήθειες, φωτίζει εμπνευσμένα κρύφιες διαστάσεις της καθημερινότητας και αποκαλύπτει θεσπέσιες πλευρές της προσωπικής ζωής. Είτε είναι συμβολική, είτε είναι ρεαλιστική, είτε είναι εξπρεσιονιστική ή υπερρεαλιστική, υπερβαίνει τα στεγανά των σχολών και των κριτικών και γίνεται μουσικό φθέγγεσθαι πλήρες νοήματος.
Ο Χατζημαθαίου εισδύει με πάθος και φιλοσοφική διάθεση στον ιερό συρμό των κοσμικών δρώμενων με τις βαθιά μεταφυσικές προεκτάσεις και πολιορκεί το μεγάλο γεγονός της ύπαρξης στον κόσμο, για να αναπλάσει ποιητικά τα βιώματά του. Έτσι, πάρα πολλά από τα ποιήματά του μαρτυρούν τους τραγικούς προβληματισμούς του και αναμοχλεύουν συντελεστικά τις ηχηρότερες δυνάμεις της συνείδησης. Ο ποιητής επιλέγει το σκηνικό του προσεκτικά και ταυτίζεται με τους ήρωες του, τα πρόσωπα και με τα πράγματα, όπως οι λάτρεις του διονυσιακού χορού, όπως οι μύστες και οι μυσταγωγούμενοι στα ελευσίνια μυστήρια, όπως οι στρατευμένοι ιππότες και οι θεουργοί.
Μέσα από χρώματα πολλά και ευωδιά, έχοντας την άθραυστη γλυκύτητα νεογέννητου παιδιού, η ποίηση του Άθου Χατζημαθαίου οδεύει κατ’ ευθεία στην ουσία, συγκεράζοντας ψυχική ευπάθεια και στοχαστική διάθεση. Κύρια χαρακτηριστικά της είναι η έντονη αίσθηση της ζωής και η δίψα να αγγίξει το αιματηρό βάθος των πραγμάτων και των ιδεών, να αφομοιώσει τις δύο αιώνιες αξίες τον έρωτα και τον πόνο, που ζυμώνονται με το πάθος και γίνονται στίχος. Μια ορατή ευαισθησία και μια αδιόρατη θλίψη αναδύονται μέσα από τους στίχους του. Τραγουδά με ειλικρίνεια και αυθορμησία σε όλους τους τόνους, από την τραυματισμένη τρυφερότητα ως το σφοδρό πάθος.
Εκείνο που προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση στον αναγνώστη της ποίησης του Χατζημαθαίου είναι η ασυγκράτητη ρομαντική διάθεση, η αφοπλιστική ειλικρίνεια και ο πυκνός λυρισμός. Η πηγαιότητα, επίσης, η ευαισθησία και ο πλούτος των εναλλασσόμενων εικόνων τής δίνουν περίσσια χάρη. Είναι μια ποίηση που συγκινεί μα και που, συνάμα, προβληματίζει. Μια ποίηση που προσφέρει παρηγοριά και λύτρωση μέσα στην ψυχρή, την απάνθρωπη εποχή μας.

Ήρωας Ιστορίας / Γιώργος Χατζηγεωργίου

 ....ένα ποίημα αφιερωμένο στον Γεώργιο Κατσάνη διοικητή της 33ης
Μοίρας Καταδρομών που έπεσε ηρωικά στις 21 Ιουλίου 1974 και στις 15 Φεβρουαρίου 2020 έγινε η ταφή των οστών του,όσο υπάρχουν ήρωες,Έλληνες με ψυχή και ιδανικά ελπίζω και αισιοδοξώ για τον Ελληνισμό και το μέλλον του λαού μας...


Μάβρη γρονιά πυρά πολλή,
ξερά βουνά τζιαι κάμποι,
τζιαι ο Κατσάνης γίγαντας,
πολεμιστής που λάμπει!
Ο ηρωας πολεμιστής,
ζωσμένος τ άρματα του,
στον Άη Ιλαρίωνα,
Φήννει τ´οραματα του!
Φήννει την οικογένεια,
η μοίρα τον προστάσσει,
κατάμματα με την τιμή,
τζιεινη τον διατάσσει!
Πίσω τους εν ο Διγενής,
τζ οι άντρες πολεμούσιν,
θέλουν τον Πενταδάκτυλο,
λέφτερο να τον δούσιν!
Τιμή εν για την Τζιήπρο μας,
το γαίμα μου ν´αφήσω,
πιοτό το χώμα κότσιηνο,
αντρείας να ποτίσω!
Άντρες ορμάτε του οκτρού,
οι σφαίρες ν´αρκινήσουν,
στου τον το χώμα το ξερό,
δάφνες ε ννα βλαστήσουν!
Δάφνες εν για τους ήρωες,
που ε ννα τους στολίσουν,
ανταν για την πατρίδα τους,
θάνατο αψηφήσουν!
Αγνός,ήτουν άντρας πιστός,
με εθνικές εξάρσεις,
τα λόγια του αθάνατα,
ε ννα τα κάμει πράξεις!
Ομπρός τ´οκτρού αγνωριζεν,
της μοίρας το γραφτό του,
για την πατρίδα τζιαι θεόν,
θκια τζιαι τον εαυτόν του!
Πιστός εις το καθήκον του,
έξερε ε ννα ππέσει,
κανένας βάρβαρος οκτρός,
εν θα του βάλει φέσι!
Εμυάλινε τζιαι βύζαννε,
γάλα φιλοπατρίας,
ε γίνει τζιαι ε γράφτηκε,
στον ουρανό που ξεβηκε,
ήρωας,ιστορίας!!!!!
Γ.Χ(Χατζήκκης)

ΞΕΠΡΟΒOΔΙΣΜΑ / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου

 
        
΄Ηταν αμέτρητα τα ποτάμια που
σε συνόδευσαν στην τελευταία σου κατοικία
Αμέτρητα τα πουλιά, που κάθησαν
Να ξεθυμάνουν την πίκρα τους
Απέραντο το δάσος  π΄ αναρρίγησε
μέχρι τα φυλλοκάρδια του
Δεν ήξερα που τόσο  πολύ ρίζωσες
στο χώμα, τόσο πολύ που το χώμα
ρίζωσε στο κορμί  σου
δεν ήξερα που τα βουνά τόσο βαθειά
μπορούσαν να βογγήξουν για το χαμό σου
τα πουλιά τόσο μελωδικά να θρηνήσουν
την αναχώρησή σου
τα ποτάμια τόσο μακρυά να ξεπροβοδήσουν το ταξίδι σου
τα φύλλα με τόσους στεναγμούς
να θροϊσουν τη φυγή σου.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ  ‘’ ΝΕΚΡΟΛΟΓΟΙ ‘’

ΕΚΔΟΣΗ : 1983

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

Δέκα [10] μικρά ταξίδια του Δημητρίου Γκόγκα

 



 
Μέσα στους νευρώνες του μυαλού σου
αναζητώ την ύπαρξή μου.
Σου υποσχέθηκα λουλούδια
κι ακόμα τα βράδια κλέβω τριαντάφυλλα.
 
**
 
Καθώς νερό κυλά στα μάγουλά μου
η αυγή έχει κουρνιάσει στις ρυτίδες μου.
Για να ξεπλυθώ αναζητώ
ματαίως τις ακτίνες του ήλιου.
 
**
 
Προσπάθησα να σου πω «γαντζώσου στις πλάτες μου»
 Μα τα φτερά είχαν κοπεί από τις ρίζες.
Φυτρώσανε βρύα και λειχήνες.
Νίκησε με ορμή ξεροπόταμος.
 
**
 
Κρατιέμαι από το βλέμμα σου
γι αυτό και σε παρακαλώ μη στρέφεις το κεφάλι
ούτε δεξιά ούτε αριστερά.
Κλυδωνίζεται ο κόσμος μου.
 
**
 
Όταν μου λες «η αγάπη μου θα ζει αιώνια»
Εννοείς στην «άβυσσο» του ποιητή;
 
**
 
Η σιωπή κάνει κρότο.
Σοφιστεία έλεγα.
Μα σαν άκουσα
τη σιωπή μιας μάνας που έχασε το παιδί της.
Τράπηκα σε φυγή.
 
**
 
Ονειρεύεσαι τη πόλη,
αυτή που κατοικούν οι βάρβαροι.
Μέχρι να λαξευτεί το όνειρο
μην αφεθείς στη κατάκτησή τους.
 
**
 
Παράξενο φεγγάρι μας κυνηγά.
Αλλάζει χρώματα κατά βούληση
αψηφώντας τον κανόνα της αγάπης.
Της καρδιάς και του φλόγιστρου.  
 
**
 
Οριοθετώ τη νύχτα.
Από δω ως εκεί.
Ξεκινά με μοναξιά,
καταλήγει στη σιωπή.
 
**
 
Ανακοίνωση θυελλωδών ανέμων.
Κλείνω τα μάτια,
σφαλίζω τα χείλη,
σταυρώνω τα χέρια.
Μια θάλασσα μέσα μου. 

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

Ο μαγικός "κόσμος" του Σώτου Κωνσταντίνου

 






Η Γαλλοπούλα ή, κατά συγκοπή, και Γαλοπούλα / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου

 


Δε χρειάζεται να στο πει∙ φωνάζει από μακριά∙
είναι Γαλλοτραφής!  μιλάει απταίστως τα Γαλλικά
με έντονη προφορά του γ αντί του ρ∙
είναι φινετσάτη και φιλάρεσκη,
με λεπτότητα στην έκφραση των συναισθημάτων της.
Μόλο που είναι απόφοιτος της Σχολής Καλογραιών
δε φαίνεται να είναι τόσο μυγιάγγιχτη
ούτε προπάντων εσωστρεφής.
Αντίθετα δείχνει πολύ σίγουρη με τον εαυτό της∙
χαίρεται με τη ζωή της, οπωσδήποτε καπνίζει δημοσίως
και μάλιστα κατά τρόπο που φαίνεται
να προκαλεί τους Γάλ(λ)ους
των περιχώρων και των προαστίων.
Τα γλου γλου της κάνουν τις Γαλ(λ)οπούλες της γειτονιάς
να τα φορούνε και να μη την ανέχονται
‘’σου είναι μια’’, λένε μεταξύ τους,’’
‘’θου Κύριε φυλακήν τω στόματι μου’’
και κρύβονται πίσω από τις κουρτίνες.
Η Γαλλοπούλα ,κατά συγκοπή και Γαλοπούλα
όπου καθίσει και όπου σταθεί αρέσκεται
να κοιτάζεται στο καθρεφτάκι της και όλο να το ρωτάει
‘’καθρέφτη, καθρεφτάκι μου υπάρχει ωραιότερη από μένα;’’
Βέβαια δεν περιμένει να πάρει απάντηση
από το καθρέφτη ή το καθρεφτάκι της
γι αυτό και σπεύδει να δώσει η ίδια την απάντηση
στον εαυτό της
‘’Μα και βέβαια όχι!’’
Μετά από αυτή την πανηγυρική  αυτοεπιβεβαίωση
μπορεί να προκαλέσει τους σερνικούς Γάλ(λ)ους
όσο επιθυμεί η ψυχή της.
Οι Γάλ(λ)οι κάνουν υπομονή∙
δε την ανέχονται βέβαια στις συναναστροφές
και τα στέκια τους
‘’σπούδασε και αυτή μια ξένη γλώσσα’’
λένε δυνατά μεταξύ τους ,έτσι για να το ακούει
‘’και νομίζει πως έγινε και καμιά σπουδαία∙
Να φτάσει η Πρωτοχρονιά και τότε να δούμε
αν εξακολουθήσει να επιδεικνύεται
με τον ίδιο τρόπο∙
και αφήνουν ένα περίεργο σαρδόνιο
Γγλιο από πίσω τους.
Η Γαλλοπούλα , κατά συγκοπή και Γαλοπούλα
μόλο που άκουσε τον προειδοποιητικό
υπαινιγμό  δεν έδειξε να ενοχλείται∙
συνέχισε το ίδιο επιθετικά να κατέρχεται
στα πιο προβεβλημένα κέντρα της πόλης
και να διασκορπίζει το καπνό του τσιγάρου της
στα μούτρα  των σαλιαριζόντων Γάλ(λ)λων
Αφήνοντας τους πάντα στα κρύα του λουτρού
Κάποτε έφτασε και η Πρωτοχρονιά∙
η πόλη φωτίστηκε στήθηκε και το μεγάλο δέντρο
στο πιο επίκαιρο σημείο με τα λαμπιόνια να δίνουν
ένα γιορταστικό ρυθμό σε όλους και σε όλα.
Όλα τα σπίτια σπεύσαν εγκαίρως να προμηθευτούν
την απαραίτητη γαλοπούλα τους.
‘’Είναι το έθιμο’’, λένε μεταξύ τους
‘’κάθε Πρωτοχρονιά συνηθίζουμε να σερβίρουμε
Σσο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι μας
τη καθιερωμένη γαλοπούλα μας∙
είναι ευλογημένη ,ξέρετε,και από την εκκλησία μας
όχι μόνο εμάς των Καθολικών αλλά  και των υπόλοιπων
Χριστιανών∙
το κάνουμε εις ανάμνηση της σφαγής των νηπίων∙
ξέρετε, με τον Ηρώδη και τα γνωστά∙
ευτυχώς σε μας, τους πολιτισμένους,
παύσαμε προ καιρού να σφάζουμε νήπια∙
προτιμούμε αντ’ αυτών τις πιο παραγεμισμένες
γαλοπούλες∙
είναι και πιο νόστιμες, ξέρετε, και σου γεμίζουν
και καλύτερα το μάτι.
Η Γαλλλοπούλα, κατά συγκοπή και Γαλοπούλα
είναι αλήθεια ποτέ δεν αισθάνθηκε όμορφα
με αυτό το βάρβαρο έθιμο∙
δεν απέφευγε όμως και τον πειρασμό
να δοκιμάσει έστω και ένα κομματάκι
από τη καλοψημένη και καλοσερβιρισμένη
γαλοπούλα του δικού της Πρωτοχρονιάτικου
τραπεζιού.
Εκείνο όμως που ποτέ δε μπορούσε να φανταστεί
όλως παραδόξως και εντελώς παράλογα
συνέβη σε αυτή την ίδια εκείνη τη χρονιά.
Ήταν το πρωτάκουστο και πάντως ανεκδιήγητο
να μπλέξουν αυτή, μια καθαρόαιμη Γαλλοπούλα
με  μια κοινή Γαλοπούλα της Αγοράς!
Και όμως η παρεξήγηση έγινε∙
πέσαν οι άγριοι Γάλ(λ)οι πάνω της,
τη στρώσαν κάτω τη βίασαν κανονικά
και ανωμάλως, τη σύραν μετά στο σφαγείο,
της κόψαν το κεφάλι
και τη κρέμασαν από το τσιγκέλι.
‘’Θα κάνει ένα τέλειο  πρωτοχρονιάτικο τραπέζι’’
είπαν μεταξύ τους και χάθηκαν στα στενά δρομάκια του υποκόσμου
αφήνοντας ένα μακρόσυρτο ηχηρό και σαν σαρδόνιο
γέλιο να τρέχει θορυβωδώς από πίσω τους!...
 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΙΚΡΑ ΔΟΚΙΜΙΑ  Η ΄ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΕΚΔΟΣΗ : 2013