Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Στην Κική / Χριστίνα Χριστοφή

 Είπαν πως έφυγες... Μα δε διάβασαν έστω ένα ποιήμα σου; Δε ψηλάφισαν στους διαδρόμους ανάμεσα των άστρων τα απομεινάρια της αστρόσκονής σου; Δε μύρισαν στο φύσημα του νοτιά τις ιριδίζουσες δροσοστάλες των επιφωνημάτων που τόσο μαστορικά έκρυβες στις καρδιές των γραφτών σου; Δεν ακούμπησαν τα φτερά των πεταλούδων, πόσο όμορφα λυγίζουν, κουβαλώντας τις μνήμες σου; Πώς μπόρεσαν τα χείλια τους να πουν πως έφυγες; Μή ξέροντας οι αδαείς ότι κρύβεσαι ολοζώντανη και περιχαρής, στο χρυσαφένιο σου τάλαντο βουτηγμένη... Χαμογελάς, ζυγίζοντας τα καράτια ενός επόμενου ποιήματος που ετοιμάζεις...

ΒΕΝΤΑΛΙΑ / Χριστίνα Χριστοφή

 Είναι και οι νύχτες που δεν χωράν στα σεντόνια τους κι άλλο ύπνο. Είναι κείνες που σε ξυπνάνε για τα καλά. Σαν κοκόρια που σε κουκουφάνε εώς και της ψυχής τα στεγανά. Να ξυπνήσεις επιτέλους. Όπως το χρωστάς και στη ζωή την ίδια. Να ταρακουνήσεις το λήθαργο που ξαποσταίνει σαν πασάς στου εαυτού σου τα ρημαγμένα κρεββάτια. Αρκετά σάπιζε η σκέψη σου για κείνον. Αρκετά καρβούνιασε η καρδιά σου στο διάβα του. Αρκετά τα βράδια τα αναγάπητα σου κατασπάραξαν τη νιότη. Σύρε την καρδια σου χωρίς αποσκευές. Μόνο με μιά βεντάλια εντός της. Να κάνεις σινιάλο με κείνην στον έρωτα, μήπως καταλάβει ο φτεροπόδαρος, πως είσαι επιτελους, έτοιμη.

Χριστίνα Χριστοφή (μικρή αναφορά)

Η Χριστίνα Χριστοφή γεννήθηκε στη Πάφο της Κύπρου το 1979. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ζει στη Πάφο όπου και διατηρεί μία στήλη ποίησης σε τοπική εφημερίδα

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Κωνσταντίνος Μακρής: Έγκλημα στην παλιά πόλη


Ήτανε νωρίς, πρωινό Κυριακής. Το προηγούμενο βράδυ είχε ξενυχτήσει πίνοντας και διασκεδάζοντας, μα έπρεπε να ξυπνήσει. Είναι η μεγάλη του μέρα. Είναι ο Βασιλιάς. Τέτοια μέρα την ονειρεύονταν ολόχρονα. Ο χάρτινος, μασκαρεμένος βασιλιάς, με την κιθάρα του πάνω στο άρμα, όλο το χρόνο κρύβεται μέσα στο ντουλάπι της ιστορίας. Όλες αυτές τις μέρες όμως, κυκλοφοράει μασκαρεμένος στις πλατείες και στα στενά της πόλης μας, γύρω απ’ το κάστρο και πιο κάτω, πίσω απ’ τον μιναρέ και το τούρκικο νεκροταφείο. Γύρω του ξεδιπλώνονται σερπαντίνες, ξεσπάει χαρτοπόλεμος, αφροί απελευθερώνονται στον αέρα, ο κόσμος ζητωκραυγάζει μασκαρεμένος, κι η ζωή παίρνει το ευτράπελο της χρώμα στον καμβά της κοινωνικής ανισότητας.
Έχει την πολυτέλεια να είναι στην αφάνεια, σαν φιλήσυχος πολίτης και καλός επιχειρηματίας. Μα η γιορτή των καρναβαλιών, τον φέρνει πάντα στο προσκήνιο, μέχρι να περάσουν τα σκουπιδιάρικα του Δήμου και να μαζέψουν τις ακαθαρσίες των δρόμων μετά τη μεγάλη παρέλαση. Δημοκρατία των εορτών. Ισότητα στην ιλαρότητα που διαφημίζεται εντόνως από τα κανάλια, ενώ οι ανάπηροι κι οι γριές συντονίζονται στους τηλεοπτικούς δέκτες για να οσφρανθούν με τα μάτια την γιορτή των καρναβαλιών. Εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ δαπανούνται ανά έτος για τις ετοιμασίες των αρμάτων και των ομάδων που παρελαύνουν, πάνω στους ίδιους κακοφτιαγμένους δρόμους, ανάμεσα στα ίδια κακοδιατηρημένα κτίρια, μα πάνω από όλα, ανάμεσα στους τόσους δυστυχισμένους και αναξιοπαθούντες οι οποίοι πληθαίνουν με γραμμική ακρίβεια.
Τρελαινόμαστε για τα καρναβάλια. Είναι οι γιορτές που κάνουν τον κόσμο να ξεχνά. Είναι το χρήμα που δαπανάται αφειδώς για το θεαθήναι, ακόμα κι αν ο λαός μένει χωρίς δουλειά, ακόμα κι αν οι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι χωρίς τα βασικά για την επιβίωση.
Όπως είπα και πιο πριν, ήταν η Μέρα του. Ζούσε για αυτές τις εορταστικές μέρες. Δυο βδομάδες περίπου πριν την μεγάλη Κυριακάτικη παρέλαση, τα πάρτι και οι καρναβαλίστικες εκδηλώσεις –τα προεόρτια δηλαδή- έδιναν κι έπερναν. Κάθε βράδυ, μασκαρευόταν κατά τα ειωθώτα και έκλεβε την παράσταση με το σκέρτσο και τη χάρη του. Η έντονη, λαρυγγική του άρθρωση καθώς τραγουδούσε, σε συνδιασμό με την μεγάλη ένταση της φωνής του, τον έκαναν ακαταμάχητο. Στις τηλεοπτικές εκπομπές που τον καλούσαν, τον έβλεπες πάντα να μιλάει με καμάρι για την πόλη μας και να εξηγεί τόσο γλαφυρά τη σημασία και την ιστορία του καρναβαλιού. Τώρα τελευταία, βέβαια, λόγω της επέκτασης των επιχειρήσεων του, άρχισε να ετοιμάζει σεμινάρια για αλλόγλωσσους. Εξηγούμαι. Βασικά, ένεκα της αθρόας προσέλευσης στην πόλη μας, Ρώσων εκατομμυριούχων, ο καπάτσος Βασιλιάς, θεώρησε προσωπικό του χρέος την μετάδοση του Λεμεσιανού γλεντζέδικου πνεύματος σε αυτούς. Έτσι, και σε συνεργασία με διερμηνείς και φιλολόγους, οργάνωσε έναν κύκλο σεμιναριών που τα ονόμασε: «Γίνε Λεμεσιανός, απόλαυσε την ζωή». Βέβαια, εύλογο και πετυχημένο. Γιατί, μπορεί οι εκατομυρριούχοι - πρώιν σύντροφοι και νυν μεγαλοκαπιταλίστες- να είχαν λεφτά και μάλιστα με τη σέσουλα, αλλά δεν τα αξιοποιούσαν καθώς έπρεπε, για να διασκεδάσουν με την πραγματική, λεμεσιανή έννοια της διασκέδασης. Ανέλαβε λοιπόν προσωπικά, σε συνεργασία με τουριστικούς πράκτορες και εταιρείες, να διαπαιδαγωγήσει τους προσφυλείς μας κατά τα άλλα «φιλοκύπριους».
Οργάνωνε λοιπόν – με το αζημίωτο πάντα-, ολόχρονα γλέντια σε ταβέρνες, εκδρομές στα κρασοχώρια μας, εκπαιδευτικά σεμινάρια για τον σωστό τρόπο που πίνουν την ζιβανία και τρων τα συνοδευτικά της, την σωστή προσφώνηση του «Εβίβα», καθώς και την αξιοσημείωτη γευστική λιχουδιά του συνδυασμού του καρπουζιού και του χαλλουμιού. Πέρα απ’ αυτά όμως, οι εκπαιδευτικές εκδρομές στα λαογραφικά μουσεία, οι φωτογραφίσεις με τον Βρακά στη γιορτή του Κρασιού και η ατελεύτητη πόση του κυπριακού καφέ και του φραπέ, δεν έλειπαν σε καμία περίπτωση από το άκρως πατριωτικό του έργο.
Σαν παραφούσκωναν λοιπόν οι κοιλιές των μαικίνων, από την αφείδωλη βρόση της κυπριακότατης μας σούβλας, άρχιζε η μουσική πανδαισία των φολκλορικών ασμάτων, για να βοηθήσει στη διαδικασία της χώνευσης, ενώ τα τραπέζια ετοιμάζονταν να υποδεχθούν το επιδόρπιο της ανάλατης αναρής με το γευστικότατο χαρουπόμελο.
Τα προσφάτως δημιουργηθέντα αποχευτευτικά συστήματα τα οποία με τόση αυταπάρνηση πλήρωσε ο κύπριος φορολογούμενος, μόλις και μετά βίας κατάφερναν να εξυπηρετήσουν τις φυσικές ανάγκες αφόδευσης των εκλεκτών μας αφεντάδων. Βουερά καζανάκια στέναζαν ανάμεσα στους ορόφους των υπερταφών ουρανοξιστών που χτίστηκαν ειδικά για τους κυπραιοποιημένους μας ζάμπλουτους φίλους. Την ίδια στιγμή, οι ρωσσίδες καλλονές –σύζυγοι των κροίσων κοιλαράδων-, έκαναν ηλιοθεραπεία με την ταυτόχρονη απόλαυση των εκλεκτών κοκτέιλ από τα παραθαλάσια κέντρα τα οποία βρίσκοταν σε πολύ κοντινή απόσταση από τα έκπαγλα εκτρώματα των ουρανοξυστών στα οποία διέμεναν. Οι καημένες, πάσχιζαν μέσα στην κάψα του ήλιου για να πετύχουνε μια καλή σέλφι. Τέλοσπάντων.
Αναμφίβολα, ο Βασιλιάς του Καρναβαλιού υπήρξε για μας ένας σωτήρας του έθνους. Δεν φύδονταν κόπο και χρόνο για να μορφώσει τους απέδευτους χοντρομπαλάδες εκατομμυριούχους. Όλοι τον αγαπούσαν. Όλοι τον καλούσαν με χαρά να χορέψει με την συνοδεία μπαλαλάικας, τους τοπικούς τους χορούς, τους οποίους συνδίαζε υπέροχα με τους δικούς μας παραδοσιακούς, άλλοτε ντυμένος βρακάς κι άλλοτε κοζάκος, ανάλογα με το τι απαιτούσε η περίσταση.
Το ξενοδοχείο του “Mother Russia”, ήταν ήδη στα σκαριά. Αναμενόταν να λειτουργήσει την ερχόμενη καλοκαιρινή σεζόν, φέροντας όλες του τις επιγραφές στα ρωσικά. Όλοι οι υπάλληλοι, ή θα ήτανε ρώσσοι στην καταγωγή, ή που θα μιλούσαν απταίστως την Ρωσική. Μεγάλες πέτρινες μπάμπουσκες, θα κοσμούσαν την είσοδο, ενώ, το υπηρετικό προσωπικό, ντυμένο ως χωρικοί/ες του 18ου αιώνα, θα αναβίωναν τις χρυσές εποχές της Τσαρικής Ρωσίας, εκεί όπου ο πλούσιος είχε πραγματική υπόσταση. Όταν ο γαιοκτήμονας, ο μεγαλοτσιφλικάς, είχε ακόμα ψυχές στην κατοχή του ή αγορασμένους σκλάβους κατά το χυδαιότερον.
Μέρα και νύχτα το ονειρευόταν ο Βασιλιάς. Είχε ήδη κλείσει συμφωνίες με μουσικοχορευτικά συγκροτήματα παραδοσιακών χορών Κύπρου και Ρωσίας και στα εγκαίνια του Ξενοδοχείου, μια πραγματική πανδαισία χρωμάτων, ακουσμάτων και γεύσεων θα γινόταν πραγματικότητα. Εκεί που το σουβλάκι θα ερχόταν σε πλήρη αρμονία με την μπορς και η ρώσικη σαλάτα δεν θα είχε τίποτα να ζηλέψει από την δική μας χωριάτικη. Τα εγκαίνια, λοιπόν, θα γίνονταν στις 5 Μαΐου, του επόμενου χρόνου, τρεις μόνο μήνες μετά την Καρναβαλίστικη Παρέλαση.
Δουλειές με φούντες για τον εκλεκτό μας φίλο. Εκείνο το κυριακάτικο πρωινό λοιπόν, με βαρύ το κεφάλι απ’ τη μέθη της προηγούμενης νύχτας σε μια ταβέρνα χωριτικότητας 350 ατόμων, μετά από ένα έντονο Λεμεσιανό ξεφάντωμα, παρουσία 320 ρώσων, μπήκε στο μπάνιο. Το νερό, έπεφτε ζεστό πάνω στο δασύστρυχο του στήθος και το μαύρο έντονα βαμμένο του σγουρό μαλλί, φάνταζε στιλπνό κάτω απ’ το ευεργετικό ύδωρ που τον έλουζε. Το άρμα με τους κανταδόρους τον περίμενε στον Εναέριο για την εκκίνηση. Η μαύρη καλογιαλλισμένη του λιμουζίνα αναπαυόταν στο σκοτεινό εσωτερικό γκαράζ. Η γυναίκα του, μασκαρεμένη από το βράδυ, έπλενε στο χέρι, γυμνή μέσα στην πλαδαρότητα της, το καρναβαλίστικο της φόρεμα, το οποίο λέκιασε ένας απεχθής εμετός. Το ‘χε παρακάνει λιγάκι με τους μεζέδες χθες βράδυ.
Φέτος, μια λαμπρή έκπληξη περίμενε το φιλοθεάμων μας κοινό. Το άρμα των κανταδόρων, θα το έσερνε η άσπρη υπερπολυτελής λιμουζίνα της ρώσικης πρεσβείας, η οποία είχε μήκος 15 μέτρα και πλάτος 3. Η σημαία με τον δικέφαλο αετό σε φόντο λευκό, γαλάζιο και κόκκινο, θα ανέμιζε πανίσχυρη πάνω απ’ το πλήθος, στέλνωντας τα δικά της μηνύματα, την ώρα που οι εκλεκτοί μας κανταδόροι, θα τραγουδούσαν τα τραγούδια του Καυκάσου, σε καρναβαλίστικη διασκευή. Τι πιο όμορφο; Τι πιο γλαφυρό στεφάνωμα ανάμεσα στις δύο κουλτούρες, απ’ αυτό;
Το πλήθος φώναζε ενθουσιασμένο, στημένο από το χάραμα στις καφετέριες του Εναερίου. Άλλοι έπαιζαν τάβλι για να περάσει η ώρα μέχρι να αρχίσει η παρέλλαση, άλλοι έπιναν τις πρωινές τους μπύρες, παιδάκια έβγαζαν στριγγλιές κυνηγώντας το ένα το άλλο και γεμίζοντας με αφρούς τα τραπέζια και τα πεζοδρόμια, κι άλλοι σουλάτσαραν πάνω στην αποβάθρα, χαζεύοντας τους πρωινούς, καρναβαλιστές- ψαράδες. Επιτέλους, η ώρα πέρασε.
Πάνω στο άρμα, οι κανταδόροι παίρνουν τις θέσεις τους. Οι μαύρες τους στολές έρχονται σε ωραία αντίθεση με την κάτασπρη λιμουζίνα της πρεσβείας που τους οδηγεί. Μπροστά τους ένα άρμα με ανθρώπους- διαβατήρια φωνασκεί πανηγυρικά ανάμεσα σε πανήψηλα χάρτινα κτίρια. Η λιμουζίνα προχωρά πάνοπλη. Έξω και γύρω κάμποσοι μπράβοι την προστατεύουν. Ο Βασιλιάς μεσουρανεί καθώς άδει με την συνοδεία των ομότεχνων. Τα τραγούδια του Καυκάσου ηχούν παράξενα στ’ αυτιά των ακροατών που τορπιλίζονται απ’ τις φωνές των μεταμφιεσμένων καρναβαλιστών που παρελαύνουν. Οι κανταδόροι τραγουδούν. Μετά από 2 ώρες ακατάπαυστου τραγουδιού, ήρθε η ώρα να ξεκουραστούν.
Η λιμουζίνα, ξάφνου παρεκκλίνει. Ο μεθυσμένος οδηγός παίρνει άλλη πορεία. Αντί να συνεχίσει την πορεία του επί της λεωφόρου Μακαρίου, κατευθύνεται προς την παλιά πόλη. Του είχε κάτσει βαριά η ζιβανία και παρά το δροσερότατο κλιματιστικό, ένιωθε φοβερές εξάψεις. Το κορμί του το έλουζε κρύος ιδρώτας. Ο πονοκέφαλος ήταν αφόρητος. Οι σαστισμένοι μπράβοι τον ακολουθούσαν τροχάδιν. Οι κανταδόροι κρατιούνταν γερά πάνω στο άρμα, οι μικρές ρόδες του οποίου έβγαζαν φωτιές απ’ την ξέφρενη ταχύτητα. Τα στομάχια των κανταδόρων θύμιζαν πληντύρια στο μάξιμουμ της απόδοσης τους. Ο Βασιλιάς ορίονταν έξαλλος. «Μα τι κάνει ο τρελός; Θα μας σκοτώσει όλους!».
Πράγματι. Κανείς δεν γλύτωσε. Όταν η λιμουζίνα έκανε το λάθος να στρίψει στα στενά της Αγίου Ανδρέου με ιλιγγιώδη ταχύτητα, το άρμα των κανταδόρων αναποδογυρίστηκε με πάταγο. Οι τροβαδούροι εκσφενδονίστηκαν πάνω στην τζαμαρία του εγκαλαταλελλημένου καταστήματος. Θρύψαλλα γέμισε ο δρόμος. Τα ματωμένα τους κορμιά κοίτωνταν στραπατσαρισμένα πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα του αδειανού κτιρίου. Θύμιζαν κοράκια στοιβαγμένα φύρδιν μύγδην, σκοτωμένα από έναν κακεντρεχή κυνηγό. Ο Βασιλιάς μας, ξεψύχυσε βγάζοντας την τελευταία του υπέροχη νότα. Όσοι είχαν την τύχη να τον ακούσουν, συγγκλονίστηκαν απ’ την σπαραξικάρδιά του ερμηνεία.
Η παρέλαση συνεχίζεται κανονικά. Περισσότερες πληροφορίες θα μάθουμε απόψε, στο δελτίο των 20:30. Προς ώρας, έχουμε την παρέλαση. Τρέχω να προλάβω. Δεν χαράμισα €50 για το τίποτα σε στολή και κομφετί! Ελπίζω μόνο να μην έχει τελειώσει το μαλλί της γριάς. Πάνε πολλά χρόνια που έχω να φάω και το πεθύμησα!


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ:Hellenic Cypriot Cultural Organization (HCCA) 

Κωνσταντίνος Ν. Μακρής (βιογραφικό σημείωμα)


Γεννήθηκε στην Λεμεσό στις 27 του Οκτώβρη του 1982. 


Ποιητικές Συλλογές

  • 2000:  "Εφηβικοί Προσανατολισμοί" 
  • 2003 : "Κήπο με τα ματωμένα άνθη" 
  • 2014 : «To Στέαρ Των Βερμούδων»

Πεζογραφήματα: 
  • Η νουβέλα «Εκχυλίσματα Πάθους», το 2012. 
  • 2020: Το  αφήγημα «Δικτύων Δυνάστευση» 
Διακρίσεις: 

  •  Το 2017  βραβεύτηκε με το Πρώτο Βραβείο Ποίησης, στον Διεθνή Διαγωνισμό της Unesco, Τεχνών Λόγου και Επιστημών Ελλάδος και 
  • Το 2018 με το βραβείο διηγηματογράφου της ΕΛΚ. 
Ποιήματα και διηγήματά  του, έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε διάφορα ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά λογοτεχνίας.

Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

ΕΡΩΤΙΚΟ / Γάβρης Ανδρέας

Γυμνοί ανθοί 
σε κλειστές κάμαρες
θρεμμένοι από φωτιές
λιωμένων άστρων.

Κρασί 
από πολλά ποτήρια, 
καθένα μια χα΄ρα παρθένα
η νέα γνώση. 
Πλήθος οι προσδοκίες 
ως οι κληματαριές
αγγίζουν 
το χνούδι της κρυφής ευτυχίας. 
Στα χέρια μένουν 
δοξαρωτές καμπύλες 
καφτερές
και βυσσινιά χρώματα. 
Οι πολλοί ανθοί φυλλορροούν 
και χάνονται στο φύσημα της γνώριμης αύρας
που έρχεται απ΄ το δεντρί
της μιας Αγάπης 
της μοναδικής. 

Γάβρης Ανδρέας (βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1925 και πέθανε στις 21.6.1991. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο και παρακολούθησε διαλέξεις Ιστορίας και Αρχαιολογίας στην Πράγα, Λονδίνο και στη Βόννη. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Ζυρίχη, στην Αθήνα και στην Λευκωσία. 


ποιητικές συλλογές:

1. Τζιηλαδήματα, Κύπρος, 1946
2. Φωνή Αἳματος, Κύπρος, 1947
3. Η Ζωγραφιά τοῦ Ἀνήσυχου Πελάγου, Λευκωσία, 1951.

[Η νύχτα με λυπήθηκε] / Γάβρης Ανδρέας

Η νύχτα με λυπήθηκε,
και μου 'πε: Μέτρησε τ' άστρα μου
να ξεχαστείς στο μέτρημα.
Αδύνατο να μετρήσω τ' άστρα
τι τ' άστρα πέθαιναν
στους σβηστούς λυχνοστάτες τους
και δεν μετριόνταν,
τι το δικό μου λυχνάρι γύρευε λάδι να ζήσει...

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

33 Ποιήματα “Φίλων” (Ποιητών και Ποιητριών) από Κύπρο





Επιλογή Ποιημάτων: Δημήτριος Γκόγκας

Είχα χρόνο, θα έλεγα πολύ χρόνο, λόγω του εγκλεισμού στο σπίτι μετά τα περιοριστικά μέτρα της Κυβέρνησης με την «έλευση» του ιού και την έξαρση της Πανδημίας. Σκέφτηκα λοιπόν και το θεώρησα λογικό να αφιερώσω μία ανάρτηση στα ιστολόγιά μου που αφορούν στην ποίηση σε ποιήματα «φίλων» στην ιστοσελίδα Κοινωνικής Δικτύωσης «FB» που κατοικούν και δραστηριοποιούνται στην Κύπρο. Ως μέλος αυτής της ιδιότυπης «παρέας» πρόσθεσα και ένα δικό μου ποίημα. Πιθανολογώ ότι δεν συμπεριέλαβα κάποιους/ποιες, ποιητές και ποιήτριες, επειδή δεν βρήκα στον λεγόμενο «τοίχο» τους  κάποιο πρόσφατο ποίημα. Ας με συγχωρέσουν, δεν έγινε εσκεμμένα. Αν όμως το επιθυμούν μπορούν να αποστείλουν το ποίημά τους και θα συμπεριληφθεί. Σας αφήνω λοιπόν να αναγνώσετε παρακάτω τα ποιήματα των Φίλων.




Άτιτλο / Χριστιάνα Αβρααμίδου

Υπάρχουν και οι "ποιηταί" Θοδωρή
που άλλο ποίηση πια δεν γραφουν.
Θες να τους νίκησε η εποχή
θες τα μέγα επιτεύγματά της;
Είναι η μερίδα των ποιητών Θοδωρή
που στέλνανε ταχυδρομικώς
τα βιβλία και τα γραφτά τους.
Που δεν ανοίγανε συντακτικό ή λεξικό
πήγαζε η ρίζα και ορθογραφία της λέξης
από μέσα βαθειά τους.
Είναι η μερίδα Θοδωρή
που αποκλήρωσαν την καρδιά τους.
Σαν δωρητές οργάνων την εξαργύρωσαν σε λαική
ούτε καν για τριάντα αργύρια δεν την πούλησαν
με μίσος
την πέταξαν στον πάγκο.

**
Ο εξαγνισμός του ιεραποστόλου / Μπάμπης Αναγιωτός

Στον Κώστα Μακρίδη

Εξωθούμαι εις αυτήν την εξομολόγηση
από δυνάμεις αοράτους και καταχθονίους
όπως ιεραπόστολος που τριγυρνά απέλπιδα
στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου
κυνηγημένος από τον εναργή
κι ανομολόγητό του πόθο για τη νεαρή
ενορίτισσα με τα εωσφορικά χείλη
και τα αγγελικά μάτια
που εξομολογεί κάθε βράδυ
πριν ο ύπνος τον οδηγήσει
στις μυστηριακές του ατραπούς.
Πιασμένος από το μαγκάνι του οίστρου
ο διαπρύσιος ιεραπόστολος
κήρυσσε μπροστά σε ένα ευλαβικό
ποίμνιο κανιβάλων
που τον σούβλιζαν με ξέφρενους αλαλαγμούς
ψάλλοντας εκστασιασμένοι
“… την σάρκαν ημών την επιούσιαν…”
ετοιμάζοντας κατανυκτικά
το πασχαλινό τους δείπνο.
Άκουσα κι εγώ την απόκοσμη κραυγή
μες στον ορυμαγδό της νεκρικής σιγής
“… το σώμα μου καίγεται
για χατίρι σου…”
Η ηχώ της έμοιαζε με τον πάλλοντα υμένα
της νεαρής παρθένου
που εξαγνιστικά τον απανθράκωσε κι επιτυχώς
κάθε βράδυ πριν αποκοιμηθώ
αποπλανεί λυτρωτικά κι εμένα.

**

Άτιτλο της Ειρήνης Ανδρέου

Με πόνο πληρώνεται η αγάπη..
Μες σε φτηνά ξενοδοχεία και σταθμούς
ξοφλάμε την καρδιά με αυταπάτη.
Σιχάθηκα θεούς.να πλάθω
αμαρτωλούς..
Σιχάθηκα να βλέπω δίποδα θεριά
να μένονται για χρήματα και θρόνους.....
Σιχάθηκα ποτάμια αίματα
να βλέπω.....σκοτωμούς

**
Κορδόνια θανάτου/ Παύλος Ανδρέου

Ορισμένες κάλτσες στενεύουν την ψυχή.
Τα γόνατα κόπηκαν στο καντήλι.
Επίσκεψη ανίερη, είδηση για πλήγμα.
Ένα τσαντάκι ξένα κόλλυβα
και μια ευχή για αντίδωρο.
Να ειδικευτώ στην εκταφή.
Στους ψυχαναγκασμούς,
ο φόβος είναι κόλακας.

**

Άτιτλο / Αλεξία Βίκτωρος

Ο άνθρωπος είτε σκέφτεται κάτω από την γη, είτε πάνω απ' τον ουρανό.
Πότε δεν πατεί στη γη του.
Εφαρμοστά τον ουρανό και το υπόγειο δεν τα ήθελε ποτές.
Τον εξωθούσε η μεσάζουσα βαρύτητα,
ό,τι τον ρίζωσε στα ξένα ,
ό,τι του 'σφάλισε τα φρένα.
Έχει μια ολόκληρη ζωή,
-όμως-
να δέρνει το στριφτάρι που του πρόσταξαν να πάρει για ευχή του.
Τα σύννεφα να μεγεθύνει,
τα ασπράδια των ξέβαθων.
Σαν τον κάτασπρο τοίχο,
που ζει μες στην πολυχρωμία του λευκού του,
χωρίς να μπορεί να δει τον εαυτό του.
Χωρίς να τον πιστεύει...
και πείθεται με όποιον τυχαίο έβρει να του πει :
"Σαν να σε βλέπω χλωμό, μες στο σκοτάδι."

**

ΔΕΣΜΩΤΕΣ / Εύα Γεωργίου

Σφραγίσαμε πόρτες και παράθυρα
Έγινε πια φυλακή το σπίτι
Την ποινή μας εκτίουμε,
χωρίς να ξέρουμε για
πόσα χρόνια
οι τέσσερις τοίχοι τη ζωή
σε απόγνωση θα κρατούν
Ούτε τις αντοχές ρωτήσαμε
πόσο ακόμα βαστάνε
Αιώνας οι μέρες
Κάπου κάπου
φως χαραμάδας ξεπροβάλλει,
να μας θυμίζει
πως έξω ακόμη άνθρωποι περπατούν
Κάποιες σελίδες δεν άντεξαν
και χάσαμε την αρχή της ιστορίας
Διαβάσαμε μόνο το τέλος
Από τότε ψάχνουμε…
Καταφύγιο μας μια χούφτα τραγούδια
σε ένα ξεχασμένο
ξεκούρδιστο γραμμόφωνο
Κρίμα, που δεν προλάβαμε
να αγαπήσουμε και πριν προλάβουμε
να ζήσουμε πεθάναμε
Εδώ τελειώνει η στροφή
και σβήσαμε
μια ακόμη μέρα
από το κιτάπι του αιώνα…

**
ΒΟΥΒΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ / Δημήτριος Γκόγκας

Είχα λησμονήσει πως μιλούν τα χελιδόνια,
κι είπα ένα βράδυ βουβάθηκαν
μέχρι που το μεσονύχτι χτύπησε τη πόρτα επισκέπτης
Του ζήτησα ευθύς να βγάλει τη μαύρη μπέρτα του
και κείνος μου έδωσε στη χούφτα μου τη λάσπη απ΄ το ράμφος
Είχε έρθει κατάκοπος, βρεγμένος
κι έσταζε το πανωφόρι.
Μάτια που πνίγηκαν στους ξεροπόταμους της μνήμης
Δάκρυα που ύγραναν χάρτινα καραβάκια.
Μην μιλάτε
Απλώς μου είπε μην μιλάτε
Ποιήσετε
με τη λάσπη μου ένα σπίτι για να μείνω
κι ένα στίχο για να κελαηδήσω
Από τη στιγμή εκείνη δεν μίλησα ποτέ σε βουβά χελιδόνια

**
Ο ΑΡΙΘΜΟΣ π / Ιωσήφ Ιωσηφίδης

Τους Έλληνες μισώ· μας κατακτούν συνεχώς
Τον Αρχιμήδη στις Συρακούσες σημάδεψα,
σαν μετρούσε αφηρημένος πάνω σε κύκλους
τον λόγχισα, του κλώτσησα το κεφάλι, αυτό
που ανακάλυψε τηλεβόλα, τροχαλίες, κάτοπτρα,
και μας έκαψε τις τριήρεις και μας ταπείνωσε.
.
Εμείς, λίθοι και πλίνθοι και ξύλα και κέραμοι
ατάκτως ερριμμένα και ουδέν εστι παρά χάος.
Αυτοί, μετράνε καμπύλες, διάμετρο ήλιου,
άνωση, ηλιοστάσια, πλανήτες, το υπερπέραν.
.
Κι ενώ πίστεψα πως εξόντωσα τον Αρχιμήδη,
ορμά το παιδί του, ο καταραμένος αριθμός ‘π’¹,
έξω απ’ τον κύκλο, ασυμμάζευτος ταραξίας,
ελίσσεται, πηδάει φράχτες, βουτά στο κύμα,
κυλά σε αυλάκια του νου, σε φλέβες και νεύρα,
σκαρφαλώνει σ’ ένα τιτάνιο δένδρο, να τον,
εκτοξεύεται σε απόμακρο Γαλαξία, σαν Θεός
και νεύει στο παιδί μου, καθώς μαθαίνει Ελληνικά.

**
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ/ Αγγέλα Καϊμακλιώτη

Άλογες μνήμες σε καλούν,
κι
́τρινες μαργαρίτες πλέκουν γιρλάντα.
Οι παπαρου
́νες στο τιμόνι σου,
μικρη
́ μου ποδηλάτισσα,
πυξι
́δα στεφανώνουν.
Και πω
́ς να μη γυρίσεις;
Τα καστανο
́χρυσα μαλλάκια σου
χαι
́τη των πιο λευκών ονείρων μου
καλπα
́ζουν μες στην αγκαλιά μου.

**
Στο Ενυδρείο / Ανδρέας Καπανδρέου

Τα ψάρια στο ενυδρείο ζουν ευτυχισμένα
σύμπαν τους είναι το γυαλί, που τα έχουνε κλεισμένα. 

Τρώνε όταν μια ανώτερη δύναμη, θυμηθεί να τα ταΐσει
κι αν μείνουν νηστικά, κάποιο απ’ αυτά, θα κανιβαλίσει.

Το ενυδρείο έχει πια θολώσει
γι’ αυτό κανείς  δεν νοιάζεται 
τι γίνεται εκεί μέσα
ούτε που φαντάζεται!

Ολόκληρο το σύμπαν μας είναι ένα ενυδρείο.
Νοιώθουμε άνετα σ’ αυτό, μας είναι πια οικείο.

Τον κανιβαλισμό τον έχουμε στο αίμα
ζούμε κι ονειρευόμαστε μέσα σε ένα ψέμα.

Το ενυδρείο έχει πια θολώσει
γι’ αυτό κανείς  δεν νοιάζεται 
και τι υπάρχει εκεί έξω
ούτε που φαντάζεται.

Εσύ μικρή γοργόνα,  το ξέρω ασφυκτιάς
μα έξω απ’ τα νερά σου μέχρι θανάτου σπαρταράς.

Κι εγώ θα ζω για πάντα εδώ
κολλημένος στου βούρκου τον βρωμερό βυθό


και τι υπάρχει εκεί έξω ποτέ μου δεν θα δω.

**

DIES ILLA / Στέφανος Κωνσταντινίδης

Τη μέρα
που οι λέξεις
θα πάρουν την εξουσία
θα αναστηθεί ο Ζαν Πωλ Σαρτρ
θα περπατήσω μαζί του
στο Σεν Ζερμέν ντε Πρε
και στο καφέ Les Deux Magots
θα συζητήσουμε
για πολιτικό ακτιβισμό
την κριτική θεωρία
και τη ναυτία της ύπαρξης


**
Γραμματικός μπροστά στην αποκαθήλωση / Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου

Τον ξεκαρφώνουν οι αγαπημένοι
Έβγαλαν τα καρφιά
Τον πλένουν.
Μεσάνυχτα! Αποστρέφεται απόψε το κοντύλι
Διαβάζει από τον κώδικα που όλη την εβδομάδα αντέγραφε
Φέρνουν τα μύρα
"Και ο καιρός ήταν πολλά καλός.
Βράδυ και μοναξιά".
Όπως απόψε.

**
Άτιτλο / Γιάννος Λαμπής

Ποιητή, σπάσε τον καθρέπτη
π’ ανακλά τα μύρια πρόσωπα σου,
άσε μας να δούμε επιτέλους τ’ αληθινό σου
και πες μας καθαρά
ποια ευλογία ή κατάρα σε κατατρέχει,
τι είναι οι στίχοι σου;
λυγμοί ή γέλιο
έρωτας ή απόγνωση
στεφάνια ταφής ή στεφάνια Μαγιάτικα
ήλιοι ή φεγγάρια
ψέματα ή αλήθειες
λόγια Θεών ή των Διαβόλων
ψιθυρίσματα ή ουρλιαχτά;
Ποιητή, γιατί έχεις πρόσωπο κέρινο
κι οι φλέβες σου στέρεψαν από αίμα,
μήπως γιατί η κάθε λέξη σου είναι και μία γέννα;

**
ΜΙΑ ΑΝΟΙΞΗ ΑΚΟΜΗ / Γιώργος Μολέσκης

Μια άνοιξη ήρθε ακόμη και μας βρήκε
κλεισμένους μες στα σπίτια μας.
Όμως ο Μίσια δεν το δέχεται, θέλει να βγει.
Με τραβά από το χέρι, πηδά γύρω μου,
δεν μπορώ να τον αγνοήσω, αυτός έχει την άδεια
για μια βόλτα στη γειτονιά.
Βγαίνουμε
και πέφτουμε πάνω στην άνοιξη που δεν γνωρίζει
από κλεισούρες και θανάτους, αφού αυτή
κάθε χρόνο ανασταίνεται και προχωρά.
Είναι κάτι παλιά βοσκοτόπια στη γειτονιά μας,
κάτι λόφοι με στενά περάσματα και βράχους
πάνω από γκρεμούς, πλατώματα με άγρια χόρτα
που ανεβαίνουν ψηλά και μας σκεπάζουν.
Κι ανάμεσά τους κόκκινες παπαρούνες,
κίτρινες μαργαρίτες και θάμνοι ανθισμένοι
με κάτι ωραία μωβ, κίτρινα, πορτοκαλιά
και άλλων χρωμάτων πανηγυρικά λουλούδια.
Εδώ φυτρώνουν και δέντρα ανατολίτικα
που γέμισαν με κόκκινους και ροζ ανθούς
και ακακίες που σκεπάστηκαν με το χρυσό
και λάμπουν βαρυστόλιστες κάτω απ’ τον ήλιο.
Αυτοί είναι οι λόφοι, τα παλιά βοσκοτόπια,
και τα στενά περάσματα τα ανθισμένα
που τα γνωρίζει ο Μίσια τόσο καλά
από τις νεανικές του δραπετεύσεις.
Εδώ με οδηγεί, να μου θυμίσει πως εμείς
που στη ζωή μας μια μια τις άνοιξες μετρούμε,
να μην τη χάσουμε αυτή, μια τέτοια άνοιξη,
και να ’ναι ο λογαριασμός λειψός στο τέλος.

**
Εύα Νεοκλέους «Ήχος σειρήνων»

Υπόκωφος ήχος σειρήνων.
Σαράντα ένα, συν ένα,
συν χρόνια χωρίς αριθμό.
Συριστικός ήχος σειρήνων.
Στις πέντε και τριάντα το πρωί.
Ώρα σκοταδιού.
Διαπεραστικός ήχος σειρήνων.
Βρυχηθμός πληγών
που αιμάσσουν.
Σε νησί
με μνήμες
οδύνες...

**
ΛΥΠΗ ΚΑΙ ΧΑΡΑ / Αντρούλλα Θεοκλή Νικηφόρου

Στο ένα χέρι το βιολί,
και στ´αλλο το δοξάρι,
και την χαρά την καρτερώ,
για νάρθει να με πάρει.
Αργεί και δεν φαίνεται,
τα βήματα σωπαίνουν,
ποιός ξέρει της ζωής,
τα νήματα τί υφαίνουν...
Μαύρη σκιά,ξάφνου κοντοζυγώνει,
στο χέρι κοφτερό μαχαίρι και καρφώνει,
αίμα δεν βγάζει,κρύσταλλο παγώνει,
χολή ξεχύνεται ,τα σωθικά τα λιώνει.
Σκιάζει η λύπη την χαρά,
στα δύκτια της μπλέκει,
σημάδι δύσκολης ζωής,
κτυπά αστροπελέκι .
Η χαρά περήφανη,
στέκει χαμογελάει,
η λύπη αντιστέκεται,
εξήγηση ζητάει...
Όπου πηγαίνω ,έρχεσαι,
στον θρόνο νά καθήσεις ,
σκορπάς γέλιο ,χαμόγελο,
κι όλους να ευθυμήσεις...
Θέλω να στέλλω την χαρά,
και στην ψυχή γαλήνη,
να ζεί καλά ο άνθρωπος,
όχι να αργοσβήνει..
Παγκόσμια σ´όλη τη γή,
μεγάλη πανδημία,
σκόρπισες φόβο στην ψυχή,
μεγάλη αγωνία...
Στην άκρη του τούνελ ,
βλέπω φώς ,θα διώξει το σκοτάδι,
νά ζήσει ο κόσμος με χαρά,
πριν να βρεθεί στον Άδη.
Τον δρόμο σύρε,τράβηξε...
φτάνει λύπη και κλάμα,
η πίστη τών Χριστιανών ,
θα κάμει μέγα θαύμα!
Τα δύκτια σου ξέμπλεξε,
τον δρόμο σου προχώρα,
να βρεί ο κόσμος την χαρά,
να ζωντανέψει η χώρα!

**

ΑΤΙΤΛΟ / Αδελαίδα Παπαγεωργίου

Μέσα στα χαρακώματα του Φόβου, φώλιασες ω ψυχή
Αλλότριων Δυνάμεων την έλευση αισθομένη
Που μόνο σύγχυση και σκότος θα φέρουν
Αλίμονο! μόνο της αμαρτίας η ζοφώδης γεύση
Εγχέεται από ολέθριο στόμα
και αν δεν γίνει ποτάμι στεναγμών και δακρύων
πώς να εξιχνιαστούν οι άβυσσοι των κριμάτων μας;
Γονατίζουμε με συντριβή καρδίας
Μπροστά στα Άχραντα πόδια Σου
, μην απορρίψεις Κύριε την ικεσία μας,
λυπήσου και στείλε το άπειρον έλεος σου..

**
Η Λιτσα / Πανίκος Παναγή

Ουτ ενα κιss δεν μουδωσε

Πασχαλινο η Λιτσα.
Ουτε μια τοση επαφή.
Ούτε μια αγκαλίτσα
Στα δύο μέτρα, όρθιο
και ξαπλωτό με έχει
και σαν ζητήσω κάτι τις,
με στελνει κει που..βρεχει
Μεσα σ αυτο το μπάχαλο,
σε τουτη την κατασταση,
να νοιωσω ηθελα κι εγω,
πως μου ρθε η..Ανασταση
Εμε ,που μ ειχε παντα της,
μεσα στους αντρες κάλλιστο,
μ άφησε αναφιλιτο,
μ άφησε αναγκαλιαστο.
Αληθεια, τι της ζήτησα!
Μια τόση δα αγκαλη.
Λιγη βενζινη κινησης,
στο σωμα μου να βαλει,
να δω, εαν η μηχανη
στην αποχη την τόση,
παιρνει μπροστά όπως παλιά
ή μπας κι εχει..μαγγώσει.
Μου πε, απαγορευεται..
τοιουτα να ποιώ ,
μέχρι να εξωρισουμε
τον κορωνοϊό ,
μα μέχρι να κτυπησουνε ,
της λυτρωσης καμπάνες,
μπορει και να χρειαζομαι,
αντι τοιουτον..
πάνες


**
ΣΤΑΥΡΩΣΗ / ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΠΑΝΑΓΟΥ

Της δόξας “ωσαννά “ ακόμα να ηχεί “
Στο σήμερα όπου οι Πιλάτοι σε δικάζουν
Ο όχλος να σε καταδικαζει
αλαλάζοντας
“Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν “
Κι ας η φωνή της αθωότητας
πνιγμενη στο δίκιο .
«κάποιου περασμένου καιρού .
Τότε που περίμεναν από εσέ το θαύμα
Τωρα στα δεσμά χαμένη η δύναμή σου .
Με την αγάπη να πολεμά
την δίκαια αγανάκτηση
‘οπου η πλακωμένη καρδια
\να αποτινάξει
αδυνατεί
Πνίγεις τον λυγμό στην σιωπή
και το χαμόγελο αιώνια να κρύβει
την λύπη , που μόνος γνωρίζεις .
Δεν θές μάρτυρες
Μόνο η προσμονή ακόμη να ελπίζει
να καταλάβουν θεέ μου
τα πράττουν .
Δίκαια τα θωρούν στην σιωπή σου
όπου στα μάτια τους
διαβάζεις την καταδίκης
κάποιας ενοχής.
Οπου το μόνο της φταίξιμο
να φορτώνεται το βάρος της αμαρτίας
που δεν είναι καν δική σου .
Μόνη στην προσευχή
να καταλάβουν την γλώσσα
της διαφοράς στην δική σου σκέψη.


**
ΙΔΙΕΣ ΜΕΡΕΣ/ Νίκος Πενταράς

Όλες οι μέρες μοιάζουν ίδιες
σαν παραταγμένοι νεοσύλλεκτοι στρατιώτες
την ώρα της ορκωμοσίας
οι άνθρωποι στέκονται πιο συχνά στα παράθυρα
γιατί νιώθουν να πνίγονται από τη μοναξιά
εκεί έξω
όπου άλλοτε απλωνόταν θάλασσα πολύβουη
τώρα έρημος απέραντη
που αυξάνει τη δύσπνοια
απομακρύνονται απ’ τα παράθυρα
και ψάχνουν για οξυγόνο
σε άλπουμ παλιών φωτογραφιών
που τις μοιράζονται αναμεταξύ τους
στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
μαζί με φωτογραφίες
θαλασσών και τοπίων
αφήνουν μετά τις φωτογραφίες
και ψάχνουν μέσα τους
για αποθέματα οξυγόνου
αλλά μόνο κενά αέρος συναντούν
που δημιούργησαν παλιά οι ίδιοι
κάνει πολύ κρύο
στην κορυφή της μοναξιάς
ψάχνουν ν’ αγγίξουν έστω
ένα ζεστό σώμα
αλλά ούτε σε απόσταση αναπνοής
μπορούν να βρουν
εκτός από τις μέρες
τίποτα πια δεν είναι το ίδιο
ο χρόνος έχει σταματήσει
και οι άνθρωποι
έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους
στους επιδημιολόγους.

**
ΣΤΗΝ ΕΓΓΟΝΗ ΜΟΥ/ Δέσπω Πηλαβάκη

Καλωσόρισες στου κόσμου τα σκοτάδια
και τα γέμισες καρδούλα μου με φως
καλωσήρθες στη ζωή μου που ήταν άδεια
κι έγινες μάτια μου σκοπός

Χρόνια πολλά του Απρίλη πασχαλιά μου
της Άνοιξης ωραία ευωδιά
ήρθες και ζέστανες την κρύα αγγαλιά μου
και γέμισε η πλάση μυρωδιά

Μόνο χαρές να έχεις στη ζωή σου
με ευλογία και αγάπη να περνάς
ελπίδα να ξυπνά κάθε πρωί σου
χαμόγελα τους γύρω να κερνάς

**
Λαθροβίωση / Κυριάκος Στυλιανού

Σύγχρονοι άνθρωποι ασφυκτιούν
σε ήπιες θερμοκρασίες εναγκαλισμού.
Δεν επιβιώνουν όμως οι αγκαλιές
σε λαθραία καταλύματα και
σκευάσματα κατανάλωσης.
Θανατηφόροι ιοί
επικαλούνται ειλικρίνεια.

**
Άτιτλο / Ελένη Σωφρονίου

Μισή φωτιά, μισή στιγμή
και μια σταγόνα δάκρυ.
Άναψαν, σβήσαν σαν κερί
γίναν της μοίρας μου σταυροί
χρυσή βροχή και προσευχή
πα’ στων χειλιών την άκρη

**
Εγχειρίδιο / Σταύρος Σταύρου

Τις μέρες ετούτες, Κύριε
που η αγιοσύνη γίνεται υπόθεση
ακαδημαϊκή
προτιμώ το σμίλεμα της ψυχής
με σιωπή.
Έτσι βρίσκει ο άνθρωπος ένα νόημα,
μέσα στην ησυχία,
όπως όταν ακουμπάς τα μαβιά απογεύματα
στο πεζούλι του ορίζοντα
και κοιτάς από την άλλη τον εαυτό σου
χωρίς ηλικία ή
όπως όταν έξω μοσχοβολά το γιασεμί
κι εσύ στο παράθυρο κοιτάς το φεγγάρι,
μια παρένθεση τρυφερότητας
μέσα στο ανελέητο φως.

**
ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ ΝΕΑ/ Αθηνά Τέμβριου

Αναστήθηκε ένα δέντρο που ζέστανε
τους χειμώνες του κόσμου,
ένα παιδί που του φόρεσαν εν ψυχρώ
ή εν αγνοία του, τη μάσκα του φόβου.
Αναστήθηκε ένας άνθρωπος που ξόδεψε
την ουσία καχύποπτος στον πυρήνα μιας
αβύθιστης έννοιας του Εγώ,του Πρέπει, του Ίσως.
Δεύτε, λάβετε φως κι ας σκόρπισαν
φως μάταια πριν γνωρίσουν το σκότος,
πριν νιώσουν στους ώμους τους το βάρος της γης.

**
ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙΣ / Ανδρέας Τιμοθέου

Σκιά στις μέρες
η μορφή σου
επανέρχεται.
Αποβιβάζεται
στην απομόνωση της ύπαρξης
και μου μετρά απ΄ την αρχή
όσα μετανιώνω.
Λάμπω ακόμα με τη σκέψη σου
μα δεν καίγομαι.
Σε ζητώ χωρίς αντίσταση,
κατηγορώ
που δεν μ’ αγάπησα
για να σε ζήσω.
Σε πέρασμα δίχως φως
επιμένει η σκιά σου,
συστήνεται με την αγκαλιά
γεμάτη ενοχές τότε
γεμάτη πείνα τώρα.
Μόνο εσύ μπορείς να τη σκοτώσεις.
Μην με σκοτώσεις.

**

Σκέψεις / Έλενα Τουμαζή

Μην αγγίξεις την πληγή.
Σε παρακαλω μην την αγγίξεις.
Μην την πλησιάσεις μην τη μυρίσεις καν από μακριά.
Μπορεί να γυρίσει ξαφνικά και να σου δώσει με λύσσα μια δαγκωνιά θανάσιμη.
Μολυσμένη από ανείπωτη θλίψη.
Αν θέλεις
στείλε μου μόνο
ένα σπουργίτι


**
Ατιτλο / Κώστας Τρίγγης

αν ητουν τζιαι εδυναμουν
την μερα να μοιρασω
την ωρα σου την σταλαμην
μα τζιαι την καθε σου στιμην
για σε να δκιαμοιρασω
οι μηνες τζιαι τα χρονια σου
ψυσιη μου να διπλασουν
που τα δικα σου τα φιλια
πλασματα ζα τζιαι ζωντανα
να πιουν να ξεδιψασουν


**
ΚΛΕΊΣΕ ΤΗΝ ΠΌΡΤΑ./ Ελένη Τυρίμου

Τώρα παντού
μόναχα ο φόβος
η αλαζονεία η ευθύνη
η ανευθυνότητα
παλεύουν μεταξύ τους
μονάχα οι Λυσσασμένοι λύκοι με τα χίλια,τους πρόσωπα καθρεπτίζονται
με σαρκαστικό γέλιο,
ψυχροί όπως πάντα αδίστακτοι να σπέρνουν
τον θάνατο ξεδιάντροπα χρωμάτισαν την μαύρη πανδημία
τώρα με τα σάβανα σε όλο τον Πλανήτη Κλείστε την πόρτα
στον ψυχρό φονιά
ξανά ανασυκρότηση
κράτα καλά την λογική αξιοπρέπεια, ανάστημα
για τα παιδιά σου
τους γονείς και τον συνάνθρωπο σου.
Κλείσε την πόρτα
στον ψυχρό φονιά
που σε έκανε παιχνίδι
στα στυγερά και άψυχα παιχνίδια του
άσε τα χρυσόπτερα
όνειρα σου να ζήσουν κρατά εσύ την σφεντόνα
και το τόξο
εσύ τα Ινία της ζωής
σπάσε τους βαμμένους
με αίμα καθρέπτες
το στέμμα του
με αθώες ψυχές
πρόλαβε ίσως το τελευταίο σκαλοπάτι,
σπέρνει φωτιά σβήσε
του θανάτου αγγελτηρίων
Ουρλιάζει θριαμβευτικά Λυσσασμένος
κοίτα μην σε μπερδεύει
Κλείσε την πόρτα ανασυκροτήθου
Όλοι μπορούμε το αξίζουμε μαζί και το χρωστάμε
στα παιδιά μας
Κλείστε την πόρτα
και έσπειρε διχόνοια Κλείστε την πόρτα
στους άδοξαστους
δώσε το φώς
Ζήσε το αύριο
με Ελπίδα..

**
ΠΟΥΛΙ ΜΟΝΑΧΙΚΟ / Άγις Χαραλαμπίδης

Είναι η μοναξιά
το παράπονό του

μα και η ομορφιά
το προνόμιό του.

**
ΑΤΙΤΛΟ / Χριστάκης Χαραλάμπους

Ξεχείλισε από τα δάκρυα το τετράδιο
σαν ένα λαβωμένο μα αγριεμένο ποτάμι
η πένα εκεί δίπλα μα φοβάται να γράψει
το μακρύ χέρι που την κρατά τρεμουλιάζει
Ζει στην σκιά ενός υπέρτατου δράματος
στον πάτο της αποκρουστικής κόλασης
περιμένει να ηχήσουν τα άγια σήμαντρα
να βαδίσει στην ατραπό της γνώσης
ελεύθερα πια στα λιβάδια της αθανασίας

**
ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ / Αθως χατζηματθαίου

Στο τηλέφωνο ήσουνα εσύ
μου πες «χαθήκαμε και πήρα για να δω τι κάνεις»
Το ’ ξέρα όμως ότι έλεγες ψέματα
το διαισθάνθηκα στη χροιά της φωνής σου
σ’ εκείνο το χαρακτηριστικό τρέμουλο
που τη σημάδευε
όταν ακροβατούσες
στο ραγισμένο σχοινί της απόγνωσης
και τώρα αυτό συνέβαινε
αλλά δεν με ενδιέφερε πια
εκείνο το βίαιο βρόντο στην εξώπορτα
σκοτείνιασε το φωτεινό μέρος της καρδιάς μου
εκείνο το ηχηρό αντίο
που ήρθε απ ‘ το πουθενά
και γέμισε τη ζωή μου με αναστεναγμούς
ακόμη με στοιχειώνει
γι’ αυτό με συγχωρείς που δεν απάντησα
στο τηλεφώνημα σου
ήμουνα παρόν,
όμως πλέον απόν για σένα
αγαπημένη μου

**
Περί ελπίδων ο λόγος / Γιώργος Χριστοδουλίδης


Mπροστά στο ανείπωτο
ελπίζεις κάτι να συμβεί
να αποτρέψει το κακό
όπως κάθε εβδομάδα των Παθών
στην τηλεόραση καρφωμένος
να περιμένεις τον
Iούδα να διστάσει
τον Πιλάτο να τολμήσει
τα πλήθη να αναβλέψουν
τον Πέτρο -έστω-
να μην
Tον αρνηθεί.