Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Ερωτικά του Χαμπή Αχνιώτη

1
Μέσα στο Βατοπαίδιον,
αν βκάλουν έτσι σκέδιον,
φέτη το καλοτζιαίρι,
σε θρόνον να με βάλουσιν,
γούμενον να με κάμουσιν,
να μου φιλούν το σιέρι,
ούλα χαμνώ τα του βουνού,
άμα μου πει η Ελενού,
εν να γινούμεν ταίρι.
2
Τα σιείλη σου εν ζάχαρης,
οι ρόγες σου εν μέλη,
τζι’ ολόκληρον το σώμα σου,
των μελισσιών κυψέλη.
3
Σ’έναν ποτζίν μιτσικουρίν,
να βάλω μέσα νακκουρίν,
αν μου το επιτρέπει,
που το νερόν πουν να νιφτεί,
όποιος τυφλός θα τ’αλειφτεί,
εφτείς θα ξαναμπλέπει.
4
Άμα μου είπεν καθαρά, καλέ μον να πεθάνω,
γιατ’ έχω όγκον στο κορμίν τζιαι δεν μπορώ να γιάνω,
έπιασενμε μια τρεμουσιά,
τζιαι νόμισα η στιασιά,
πως έππεφτεν που πάνω.
5
Αν με δακκάσει μια κουφή,
τζιαι κάμει τζιει, πως εν να φει,
θα την ευκαριστήσω,
γιατί αφού μ’αρνήθηκες,
τζιαι δεν με ελυπήθηκες,
εν θέλω πιον να ζήσω,
όμως θα κάμω μιαν ευτζιήν,
για σέναν κόρη την κατζιήν,
προτού να ξεψυσιήσω,
άμα το σώμαν μου ταφεί,
έτσι τζιαι σέναν μια κουφή,
να σε βουρά που πίσω.
6
Να δέχετουν να μ’έπαιρνεν, κοντά της σαν αρκάτη,
τζι’η πιερωμή μου ναν φιλιά,
νάμαι παιδίν του βασιλιά,
αρνιούμαι το παλάτι.
7
Τηλέφωνον μου χτύπησεν, τζι’είπεν πως με πεθύμησεν,
κοντά της τουν τες ώρες,
τζι’ευτείς στα βούρη έππεσα,
τζι’όπως εβούρουν έρεσσα,
τζιαι κάρα τζιαι μοτόρες.
Χαμπής Αχνιώτης

Παραδοχές / Εύα Νεοκλέους

Πώς να τ’ αντέξω τούτο τ’ όνειρο
έτσι που βγήκε απ’ την αρχή κλεμμένο.
Μετέωρα βήματα.
Τώρα, η ώρα της σιωπής
τώρα, του ανείπωτου πόνου οι μέρες.
Θα κλείσω του γαλάζιου τα παράθυρα
σαν τις καλές τις παρενθέσεις της ελπίδας
θα βγω ξανά στα βολικά και γνώριμα
έτσι, καθώς ταιριάζει στη ζωή
την καθώς πρέπει.
Κι όταν τα όνειρα
τις νύχτες θα ουρλιάζουνε
————–τη φρίκη της παραίτησης
————–θα καταθέτω…

«Σημάδια για το δρόμο»: Ποιητική Συλλογή της Εύα Νεοκλέους, (εκδόσεις Ακτίς, 2016)

Ομολογία

 Τα βράδια που μονάχα 
το λευκό του γιασεμιού
μας τραγουδούσε
    με μύησες στις σιωπές σου

   Και τις λάτρεψα.

**

Όνειρα
Μετρούσα τα φεγγάρια και σε πρόσμενα
χάραζα πινελιές στα σύννεφα
να’χεις σημάδια για το δρόμο
καλόπιανα τις νύχτες να γλυκάνουνε
να μη φοβάσαι στο σκοτάδι.
Ψιθύριζα τις λέξεις που θα μου ’λεγες
κι ήξερα πριν ακόμα σε γνωρίσω
για του ονείρου σου την ακριβή πνοή.
`
**
Ματαιώσεις
Κάθε πρωί τακτοποιώ επιμελώς
τα ματωμένα μου όνειρα
φιλοτεχνώ με προσοχή το κατάλληλο φόντο
και τα φωτογραφίζω.
Το βράδυ τοποθετώ τις φωτογραφίες
στο ράφι με τα αζήτητα
κι ύστερα εκτελώ με ευλάβεια
μια-μια τις ματαιώσεις μου.
Με προσοχή
να μην αφήσω ίχνη…
Ομολογία
Τα βράδια που μονάχα
το λευκό του γιασεμιού
μας τραγουδούσε
με μύησες στις σιωπές σου…
Και τις λάτρεψα.
`
***
Ανησυχώ…
Εκείνες τις μικρές λεξούλες
που σου χάρισα
τις θέλω πίσω.
Τώρα που αλλάζει ο καιρός
ανησυχώ μήπως παγώνουν…

****

Παραδοχές
Πώς να τ’ αντέξω τούτο τ’ όνειρο
έτσι που βγήκε απ’ την αρχή κλεμμένο.

***
Επιτέλους...

Τώρα, σταγόνες ιερότητας

αναδύονται μέσα από το ανείπωτο
γαλάζιο σου
κι η αγιοσύνη αγκαλιάζει

την κατάργηση του χρόνου.

***

Η σιωπή



Τώρα τα δύσκολα έπονται
του αύριο η σιωπή ανατέλλει...

***


Κάποτε ο Ιούλης..


Άκρως αποθαρρυντικά τα δεδομένα
πολλαπλών ματαιώσεων συνέχεια...

ο ήλιος του Ιούλη

κόντρα στο αξεδιάλυτο του ονείρου.

Κυμάτισμα ελπίδας
με την πρώτη άχνα της ανατολής.
Κατάθεση ψυχής
ανάμεσα στα φτερουγίσματα
των γλάρων
και των φιλιών το ατέλειωτο προσμένοντας.

Κάποτε ο Ιούλης τρελάθηκε
της ανείπωτης θλίψης

και της χαράς που λαχτάρησα

η συνύπαρξη

σ' ένα πανηγύρι των ανατροπών...

Με τη λαχτάρα του Αυγούστου
ξεγελάστηκα.


Ποίηση και .... της Εύας Νεοκλέους

«Φθίνουν οι χαρές» / Εύα Νεοκλέους


Να ξεθωριάζουν άραγε τα όνειρα;
Αναρωτιέμαι τώρα που παγιδεύτηκα
σε σιωπές επώδυνες
τώρα που τα γιατί φοράνε θλίψη.

Κάποτε είχαν τη γεύση της ελπίδας
κι ήταν οι σιωπές γλυκές,
ένα κομμάτι φως που λαχταρούσα.

Για πότε σκλήρυναν τα όμορφα φεγγάρια...
πώς να δεχτώ τ’ άλλο τους πρόσωπο;
Για πότε αρχίσανε να φθίνουν οι χαρές...

Το τίμημα παράταιρης πορείας.
Φοριέται μόνιμα ανάποδα η ζωή

κι εσύ το ξέρεις...

Μια Νύχτα στην Αμαθούντα

Νόρα Νατζαριάν

Την κατασκεύασες από μάρμαρο
αυτή τη γυναίκα, άσπρη σαν γάλα,
και την έλουσες μέσ’ το φεγγαρόφωτο.

Της έδωσες αστέρια για μάτια, μαλλιά,
χείλη και τη χάιδεψες - Ω! Μα τόσο απαλά -
κι εκείνη, πότε μάρμαρο, πότε γυναίκα, μίλησε.

Πυγμαλίωνα, είπε, αυτό να μην το ξεχάσεις ποτέ-
αυτή την ώρα, τη φωνή της νύχτας, τη σιωπή,
τα πέτρινα τραγούδια, το πρώτο μου πρόσωπο.

‘Ηταν η νύχτα που την έκανες γυναίκα,
και που σ’έκανε άντρα.
Και τα κύμματα διέσχιζαν την άμμο
στις μύτες των ποδιών τους.

Νατζαριάν Νόρα (Βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε στην Λεμεσό και σπούδασε ξένες γλώσσες και γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Μάντζεστερ στην Αγγλία. Είναι ποιήτρια και διηγηματογράφος. Η θεματολογία των έργων της, περιλαμβάνει την αγάπη, τον χαμό και την Προδοσία. Ουσιαστικά διαπραγματεύεται το Κυπριακό πρόβλημα αλλά και την αρμένικη καταγωγή της.

Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει 

ποιητικές συλλογές :
  • “Η φωνή στο πάνω τέλος της σκάλας” (2001), 
  • “Σπασμένη στα δύο” (2003) και
  •  “25 τρόποι να φιλήσετε έναν άντρα” 
Διήγημα: “Οδός Λήδρας” (2006)

Δάκτυλα (Κύπρος, 1974) / Νατζαριάν Νόρα



Κρατιέσαι σφιχτά πάνω σ’ εκείνη την ώρα,
όπως ένα νεογέννητο
πάνω σ’ εκείνη την καλοκαιρινή ώρα
τότε που όλα συνέβηκαν. Όταν όλα άλλαξαν.
Ακουγόταν μουσική στο ραδιόφωνο.
Στην κουζίνα η Μαμά και η μαμά της
καθάριζαν μπάμιες, (περίπου μια ώρα για να ψηθούν)
κι εσύ έκανες ποδήλατο
ή διάβαζες για την Αλίκη και τα δάκτυλα της
που μίκραιναν στην Χώρα των Θαυμάτων. Πενήντα λεπτά.
Άρχισες να νιώθε
ις τη ζέστη εκείνου του Ιούλη.
Μυρμήγκια σκαρφάλωναν πάνω στα δάκτυλα των ποδιών σου
καθώς φυσούσες φούσκες πάνω στη φλούδα της συκιάς
με τα φύλλα της σαν μεγάλα, πράσινα χέρια.
Το γρασίδι κάτω από τα σανδάλια σου έτριζε
ακριβώς σαν το τρίξιμο πυρκαγιάς. Τριάντα πέντε.

Δέκα λεπτά, και το παγωτό σου
έλιωσε την βανίλια πάνω στ’ αυτιά του αδέσποτου γάτου
και κάτι βούισε μέσα από το γαλάζιο του ουρανού
και η μουσική σταμάτησε. Η μαμά ήρθε,
σε άρπαξε, σ έσπρωξε μέχρι που τα δάκτυλα
σου άφησαν το παγωτό να πέσειχάμω.
Ο πατέρας είχε κιόλας επιστρέψει (μα πολύ νωρίς)
και κάτι στα μάτια του φώναζε.
Η μαμά έκλαιγε πάνω στο τραπέζι.
Η κατσαρόλα είχε ξεχειλίσει
αλλά κανείς δεν έδινε σημασία.
Κι εσύ έκλαψες για την βανίλια που αγαπούσες
κι ολόκληρη η κουζίνα ούρλιαζε.Πέντε.
Και φεύγατε, μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο. Πέντε.
Ο γάτος έγλειφε τις πατούσες του. Τέσσερα.
Οι μπάμιες έκλαιγαν με λυγμούς μες στην κουζίνα. Τρία.
Τα φύλλα της συκιάς έγνεφαν αντίο. Δύο.
Και άφηνες τον τόπο σου, δάκτυλο προς δάκτυλο. Ένα.
Πού να
’ξερες πως το νησί σου μοιραζόταν
 
Πού να ’ξερες πως μία ώρα μονάχα
μπορούσε να φέρει τόση καταστροφή.
Η Φωνή Στην Κορυφή Της Σκάλας, 2001

Νεκτάριος Ροδοσθένους (μικρή αναφορά)

Νεκτάριος Ροδοσθένους (1986), κατάγεται από την Κύπρο. Σπούδασε κλασσική σύνθεση και μουσική τεχνολογία .. Τον Ιανουάριο του 2010 ξεκίνησε τις διδακτορικές του σπουδές στο πανεπιστήμιο της Υόρκης (University of York).Έχει γράψει για σόλο συνθέσεις, έργα για μεγάλα σχήματα, ηλεκτροακουστικές συνθέσεις, μουσική για χορευτικές παραστάσεις, και soundtracks για ταινίες μικρού μήκους και θεατρικές παραστάσεις. Τα ποιήματα του έχουν εκδοθεί στην εφημερίδα Φιλελεύθερος, και σε αγγλικά περιοδικά.



Το παράθυρο / Νεκτάριος Ροδοσθένους


Στο παράθυρο
παρατηρώ
παραληρώ
το παρελθόν,
τον εαυτό
μου
Μια αντανάκλαση
χωρίς διάθλαση
χωρίς διαστρέβλωση
χωρίς εσένα
με βλέπω
δεν βλέπω
Μπροστά
σωστά
για/σε αυτά που έχω κάνει
φτάνει
κεφάλι μου ανήσυχο
πώς γέννησες
τόσες σκέψεις
από ένα κομμάτι σίδερο…

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Κύπρος: Κρατικό Βραβείο Ποίησης έτους 2015


Το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για εκδόσεις του έτους 2015, μετά από ομόφωνη απόφαση της Κριτικής Επιτροπής, απονέμεται στον Κυριάκο Ευθυμίου για το έργο Κυρτός αλατοπώλης(εκδόσεις Εντευκτηρίου).


Σκεπτικό βράβευσης: 

Με τον αινιγματικό και επινοητικό τίτλο της συλλογής του ο Κυριάκος Ευθυμίου μάς εισάγει σε έναν κόσμο που ορίζεται και εξελίσσεται ως απορία, ως ανοιχτό ερώτημα της ύπαρξης στο εδώ και στο «πέραν», στο τώρα και στη μνήμη. Το «άλας της γης» σε άλλες εποχές ήταν η διδαχή, η φωνή των δασκάλων, η φωνή της σοφίας που μπορούσε να δίνει ένα νόημα. Στον κόσμο του Κυριάκου Ευθυμίου οι καιροί «είναι υφάλμυροι», κι ο άνθρωπος που πουλά αλάτι είναι πλέον «κυρτός» και περιφέρεται σε δρόμους χαρίζοντας τα τραγούδια του σε άλλους «κυρτούς» ανθρώπους, που πολεμούν τη θλίψη με τον αναστοχασμό. Οι συμβολισμοί των ποιημάτων, υποβλητικοί και εύγλωττοι, χωρίς περιττή σκοτεινότητα, μεταδίδουν συγκίνηση στον αναγνώστη, καθώς αφορμώνται από το πραγματικό και το καθημερινό για να το μεταστοιχειώσουν σε ποιήματα όπου τα βράδια της Λευκωσίας είναι «έγκλειστα», όπου τραίνα απηχούν θανάσιμα ταξίδια, κι όπου το άλας της γης λιγοστεύει δραματικά, αλλά διασώζεται από την εσώτερη δόνηση της χαμηλόφωνης ποίησης.



Κατάλογος επικρατέστερων έργων  

1. Αργυρού Χρήστου, Ο κήπος των θλιμμένων ποιημάτων (εκδόσεις Άνευ) 

2. Βαρνάβα Σωτήρη Π., Γράμματα εμπράγματα (εκδόσεις Γαβριηλίδης) 

3. Ευθυμίου Κυριάκου, Κυρτός αλατοπώλης (εκδόσεις Εντευκτηρίου) 

4. Κουζάλη Πάμπου, Σχεδόν (εκδόσεις Παράκεντρο) 

5. Πενταρά Νίκου, Σε φόντο φθινοπωρινό 

Χαρά Σιδέρη (μικρή αναφορά)

H Χαρά Σιδέρη γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1987. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. 

Το κουνέλι / Χαρά Σιδέρη


Ήταν μεγάλη απόφαση να ψάξω το καπέλο του ταχυδακτυλουργού.
Δε βρήκα κανένα κουνέλι.
Ούτε ορθάνοικτα μάτια να περικυκλώνουν
αμήχανα τις Μοίρες
μπροστά στο κοινό που θα διασκέδαζε με τον τρόμο τους,
ούτε μια εκτεθειμένη ουρά
να χρειάζεται σκέλια να κρυφτεί και να μηνέχει.
Μόνο πολλές μέρες βρήκα
έτοιμες να σκορπιστούν.
Είχαν από καιρό στριμωχτεί,
ανακατεύονταν,
πλέκονταν μεταξύ τους
σε κουβάρια από φύκια
σε βυθούς ατελείωτων χρόνων.
Δεν ήμουν έτοιμη να αγκαλιάσω ώρες που θα γέμιζαν ασφυκτικά την αίθουσα.
Δεν ήθελα να υιοθετήσω κανένα λεπτό.
Ούτε πρώτο, ούτε δεύτερο.
Για την παράσταση ήρθα!
Όπως όλοι οι άλλοι, κι εγώ,
χαιρέκακο κτήνος,
περίμεναμε αδημονία την τρεμάμενη μουσούδα
μήπως και ξεχάσω το δικό μου τρέμουλο.

Πρωινή Μελαγχολία / Σιδέρη Χαρά


Ακούραστα τ’ αόρατα σκοινιά,
τεντώνονται κρατώντας με σφικτά
στου κρεβατιού τη πρωινή μελαγχολία.
Και κάθε πρωινό,
όπως το προηγούμενο
σκύβει άκομψα
με κύφωση,
μπαστούνι,
και ενοχλητικό βήχα γηρατειών
πάνω από κάθε νεογέννητο μεσημέρι.
Ψιθυρίζει σοφίες ,
αλήθειες που το γέρασαν
νέο,
κι απολογίες προκαταβολικές προς τα απογεύματα
που μένουν μεσοκομμένα και φεύγουν πριν τη μωβ ενηλικίωση,
καθώς η νύχτα έρχεται και πάλι νωρίς
φορώντας σκούρο φόρεμα.
Σε ένα μόνο ελπίζω:
Ας μην είναι το φόρεμα μακρύ,
μην κρύψει τα αστέρια.

Απόσταση / Χαρά Σιδέρη


Υπάρχει αυτή η απόσταση που μυρίζει Αν-οικειότητα.
Αρκετά μεγάλη για να χωρίζει το Αν από την Οικειότητα,
αρκετά μικρή για να χωράει παντού.
Πονάει η αφή, πληγώνεται
όταν προσπαθεί να την πλησιάσει.
Δειλός λιποτάκτης κι αμηχανία.
Δεν χρειάζεται όμως χαφιέδες,
φανερώνεται από μόνη της.
Γι’ αυτό όταν αφουγκράζεσαι Θάνατο,
πάψε να κρύβεις το στηθοσκόπιο,
και χαμηλά να κρεμάς την καρδιά σου,
να απλώνω άνετα το χέρι να την χαϊδεύω.
Σιδερωμένα να’ χεις τα κόκκινα ρούχα,
να τα φορέσεις περήφανα, χωρίς ντροπή ή επιφύλαξη,
και τα μαύρα τοποθέτησε ψηλά,
γι’ αυτούς που πατάνε στις μύτες των ποδιών
και τεντώνονται για να φτάσουν τις δικές τους.