Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

Αλεξία Βίκτωρος (μικρό βιογραφικό)



Η Αλεξία Βίκτωρος γεννήθηκε και κατοικεί στη Λευκωσία. Είναι φοιτήτρια του Πανεπιστημίου Κύπρου. Κέρδισε δύο φορές το Πρώτο Βραβείο Ποίησης στον Παγκόσμιο Διαγωνισμό για την προώθηση της Γαλλικής Γλώσσας που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Μελών του Τάγματος του Ακαδημαϊκού Φοίνικα ΑΜΟPA (2017 και 2019). Παράλληλα, κέρδισε βραβεία και είχε διακρίσεις σε πολλούς διεθνείς, πανελλήνιους και παγκύπριους διαγωνισμούς ποίησης.

Σύμφωνα με την ποιήτρια : Η ποίηση είναι η προέκταση της τέχνης. Είναι η τέχνη που επιτρέπει την εισδοχή σε έναν αλλιώτικο κόσμο είτε χειρότερο από αυτόν που ζούμε είτε καλύτερο, διεγείροντας όλες τις αισθήσεις. Είναι ίσως η έκτη αίσθηση. Η αίσθηση που δεν μπορεί να ελεγχθεί. Είναι ένα αμάλγαμα από όλες τις τέχνες, που φθείρει, αλλά δε διαφθείρει την ψυχή του ποιητή. Είναι ίσως η μοναδική ευκαιρία που δίνεται στον κόσμο, έτσι ώστε να λυθεί το άλυτο αίνιγμα της ζωής.

Αλατερό νερό / Ανδρέου Παύλος


"Βίρα τις άγκυρες", τρέκλισε ο καπετάν.
Δια του απολακτίσματος του Ιουνίου,
αλατερό νερό πανταχόθεν αναπηδά. 
Το παραμιλητό του Ιουλίου,
τοπία παρμένα αντιποιητικά.
Ψάθες αφυδατωμένες περιδινούνται
στων πέντε ανέμων την αχρειότητα.
Η ποίηση σα μια διόπτρα που συμπονά.
Επιτρέψαμε να συμβεί το ειδεχθές έγκλημα.
Αποδεικτικό της απουσίας μας.
Σε μια κάσα αδιεκδίκητα
οι ποιητές μεμονώθηκαν
μισοπεθαμένοι σε κιβούρια ξενικά.

Πυρίτιδα / Ανδρέου Παύλος


Ένας άβατος κόσμος
ενιστάμενος στο ξέθαμμα.
Το άυλο της ψυχής 
πάνω από μια φονική βάση.
Πόσα εμπορευματοκιβώτια
στο νεκροσέντονο της πυρίτιδας
ενώθηκαν με της πυρκαγιάς το φως;
Πόσες ψυχές συνθηκολόγησαν
νικηφόρα με τον θάνατο;

Άτεγκτοι ορίζοντες / Βίκτωρος Αλεξία


Ο μόσχος των ανθών πρόφτασε να πνίξει τη συννεφένια αργώ στον βυθό.
Βουλιαγμένη,
στα κρυστάλλινα νερά του κάμπου.
Οι Ροβινσώνες επέπλεαν.
Το μαυριδερό πανί βάφτηκε κοκκινωπό
και ξαφνικά σα να αναδυόταν η αγγελόκτιστη αυγή.
Σιγή τάφου περιέβαλλε την κατώτερη άβυσσο.
Ατάραχα βογκούσε και στέναζε μες στη βουβή συγχώνευση των ριγών.
Αναταραχή στην επίμαχη αγγελική κατάληξη.
Η γη δεν αντιδρά.
Μάλλον, τα σύνορα έμαθαν να μην κάμπτονται σήμερον.
Μόνο ο παραδεισένιος αγέρας ανατριχιάζει με τιτανικές ρωγμές.
Η κάτοψη, φαίνεται,
είναι βοηθητική.
Εξασφαλίζει περίοπτη θέση.

Χάρη / Ανδρέου Παύλος


Είχες την τύχη, ίσως και τη μία χάρη.
Από το άνω βουερό στερέωμα
αυτόφωτους αγγέλους να κλέβεις. 

Από το κούφιο και το άδικο
σε παρότρυναν ν' απέχεις.
Με ελαφρυντικά και άλλοθι
την αντοχή σου να μη χαλκεύεις.
Τα μανίκια σου σήκωναν κατάκοπα
του φωτός οι άγγελοι της νίκης,
με τούς αγκώνες τους ορμώμενοι στο χώμα,
και μες στη σκάφη
τ' αδιάπλαστα προσηλύτιζαν,
και σε μυσταγωγίες ευλαβικά τα γαλουχούσαν. 

Λέχος / Αλεξία Βίκτωρος


Φώλιασε η ψύχρα μες στην ευνή.
Λεπιδόπτερα σκεπάστηκαν με το χώμα.
Ο ουρανός,
σκέπη γερο-κεντουμένη.
Μες σε μια χούφτα καλλίφωνων,
σάρκες ξάπλωσαν.
Πλάι σε τιτιβίσματα, ο ήχος πάλευε να μην αλλάξει πρόσωπο.
Να παραμείνει φαιδρό.
Στην Οδό Ονείρων,
παρατηρείς:
Οι αστερισμοί ξεκαρφώθηκαν από το γαλανοσέντονο.
Προίκα άδωρη η κατοικία μες σε ανθοφόρους,
άμα η διαδρομή δεν είναι αυτή που οραματίστηκες.
Θλιμμένοι καρτερούμε χούφτες χρυσού στο περβάζι.
Το μονοπάτι δε μας ικανοποιεί...
Ακόμα και με τα αηδόνια για κτερίσματα.

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

Πραματευτής άστρων / Αλεξία Βίκτωρος


Ολόφωτο σκοτάδι απλώθηκε στης σιγαλιάς τον ίσκιο.
Λιμνάζουν οι κυματισμοί αρχοντικών μετάλλων.
Λουτρό χρυσανθέμων. 
Τεντωμένος ο Αυγερινός.
Άποικος μες στην αστροφεγγιά.
Συνταξιδιώτης του ηλίου.
Πυγολαμπίδα,
ακατέβατη από το μαύρο πέπλο.
Ανένδοτε αγοραστή,
για σένα πλάστηκε ο ουρανός.
Ο ήλιος,
για σένα θυσίασε το κομπόδεμα φωτός του.
Το εμπόρευμα εξαντλήθηκε,τώρα πια.
Δεν υπάρχουν άλλα άστρα, για κατανάλωση.

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2019

BHMATA / Αθηνά Τέμβριου


Περπατά βιαστικά προς τα σύνορα ψευδαισθήσεων,
Κυνηγημένος, με τον φόβο να στάζει στο χιόνι πορφύρα,
μ’ ένα τσουβάλι αναμνήσεις στους πλατιούς ώμους.
Στο δεξί του χέρι ερείπια, σκόρπια σκόνη και πρόκες.
Στ’ άλλο ένα παιδί, με τα μάτια καρφωμένα στη γη.
Πως ν’ αντικρύσει ξανά την πατρίδα
με τον ξένο σπόρο στα σπλάχνα της;
Ο κόσμος σαν φύλλα ριγμένα στο χώμα
κι αυτός ο άνεμος, ο εξ ανατολής,
μανιασμένος συρρικνώνει τα γκρίζα περάσματα.
Τα παιδιά είναι πουλιά μαρτυρά ένα βλέμμα,
μα ο ουρανός μαβής κι αλλοπρόσαλλος
σαν τον χειμώνα, τον παραμορφωμένο Πολύφημο.
Που να κρυφτείς «Οδυσσέα»; Τα τραίνα είναι γεμάτα κορμιά,
οι οσμές θυμίζουν ακόμα πολέμους κι ολοκαυτώματα.
Οι βαριές ανάσες των υπευθύνων βρωμάνε,
δεν αχνίζουν ανοχή ή ενοχή·
σκέψεις – φίδια σέρνονται γύρω κι οδοιπορείς
με τους στρατούς ανάμεσα σε μέρα και νύχτα.
Μια διάπλατη πύλη η Άνοιξη στη θωριά της Νέμεσης
και το δάκρυ θάλασσα ελέους.
Αίμα και σώμα παιδιού! Κι η Αντιγόνη
φιγούρα που ξέβρασε το κύμα με λύσσα.
Νωπά τα απολιθώματα στους ανεμοδαρμένους βράχους,
μικραίνουν οι αποστάσεις, γοργά τα βήματα. 

Ποιητική Συλλογή: Ανάμεσα στους Ήχους

ΑΣ ΉΜΟΥΝ / Πανάγου Μαρούλλα


Να 'ημουν το τριαντάφυλο
και η δική σου μούσα
πάντοτε εκατόφυλλο
να μην φυλλοροούσα
Κάθε μου φύλλο και φιλί
εγώ να σε κερνούσα
και πάνω σε δενδρού κλαδί
για σέ να κελαϊδούσα
Σους στίχους σου η έμπνευση
Στα λόγια σου τραγούδι
στ' όνειρο η αλήθευση
στον κήπο σου λουλούδι
Για να σε ραίνω μυρωδιά
καθε πρωϊ και βράδυ
Στον έρωτά σου η καρδιά
το φώς μες στο σκοτάδι
Κάθε ευχή να έκανα
για σε πραγματικότη
Στην αγκαλιά σου να 'φθανα
Τότε στην πρώτη νειότη
Μα κι αν στο δείλη βρίσκεται ,
σαν έφηβη η καρδιά μου
για σεν'ανταποκρίνεται
και χαιρετ' έρωτά μου 

Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Γράμμα στη μάνα μου του Παπαλάζαρου Νεόφυτου (δολοφονηθείς σε ηλικία 17 ετών στην Μητρόπολη της Πάφου)


του Νεόφυτου Παπαλαζάρου

Μάνα,
Από καιρό έλεγα να σου γράψω
Να σου λεγα για χίλια δύο πράγματα.
Εδώ στη ξενιτειά ατέλειωτες η ώρες που σε έχω ανάγκη.
Πήρα να σε ζωγραφίσω με το γλυκό σου πρόσωπο,
Δακρυσμένα μάτια,
Σκασμένο στα χείλη χαμόγελο
«Μάνα μαυροντυμένη”.
Μάνα,
κλαίς ακόμα σιωπηλά κάτω από τις φωτογραφίες των δύο παιδιών σου;
Κρατάς ακόμα αδειανές τις δύο καρέκλες στο τραπέζι;
Ψέματα σου είπαν μάνα πως πώς χάθηκαν
Δεν τους ακούς;
Κάθε βράδυ την πόρτα σου χτυπούν.
Στο σκοτάδι δεν τους βλέπεις;
Δύο αστέρια αγκαλιασμένα,
Δείχνοντας σε μας την ορθή πορεία.



Δολοφονήθηκε από μέλος της ΕΟΚΑ Β μέσα στην Μητρόπολη Πάφου, 
ο 17χρονος Κυριάκος Παπαλαζάρου....

ΔΑΚΤΥΛΑ ΤΥΦΛΑ / Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης

Μόνο περήφανος ένιωθα για τα δάχτυλά μου,
σαν μετρούσαν χρήματα, χτήματα, βλήματα
κι έδειχναν τον αθώο του αιώνα για απατεώνα,
σαν υπέγραφαν πόλεμο κι έσβηναν την ειρήνη,
σαν τράβαγαν, έσπρωχναν, ένευαν ή κούρδιζαν
κι έσφιγγαν, έστριβαν, στραγγάλιζαν,
σαν έκλεβαν κι έκρυβαν τεκμήρια τόσα
και πίεζαν το κουμπί για δεινά άλλα τόσα.
.
Τότε ήρθες και πήρες τα δάχτυλά μου
απαλά και αιθέρια να τα μάθεις το πώς
να σμίγουν με τα δικά σου που καλούν,
να αγγίζουν με αύρα τη γεωγραφία της αγάπης,
να σε περιδιαβάζουν απ’ τη φτέρνα στο μέτωπο,
να δονούνται με το λίκνισμα της μέσης σου,
να απλώνουν μαγικά στο στήθος σου,
στην ακτή των χειλιών σου που με προσκαλούν.
.
Μα αυτά τα δάχτυλά μου είναι ακόμα τυφλά
αφού δεν βλέπουν το αόρατό σου, το άδηλο,
τυφλά ν’ αγγίξουν τη δροσιά της φλόγας σου,
να δουν, να πιστέψουν και να χαϊδέψουν
το μέσα σου χαμόγελο, το μέσα σου άστρο
.
ώριμος καρπός για όσους κατέχουν τη σκάλα.
.
.

Από την Ποιητική Συλλογή «ΔΙΑΔΡΟMΗ Γ’-Έρως Απείρως», 2007, Εκδόσεις ΕΝ ΤΥΠΟΙΣ, Λευκωσία

[Το κλάμα τής νύκτας] / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ

Το κλάμα τής νύκτας
σημάδεψε κάθε μου κύτταρο
Κάθε κομμάτι του κόσμου μου
Στην πόλη στο χωριό
στο σπίτι στη δουλειά
στο βουνό ή στη θάλασσα
με ακολουθεί αυτός ο θρήνος
τής μαυροφορεμένης
νύκτας τής ζωής μου
Περιμένοντας να ξημερώσει
φύγαν τα χρόνια
προσμένοντας του ήλιου το γέλιο
δέν βρηκα χρόνο να εκτιμήσω
το αδύνατο φώς του φεγγαριού

Το οξυγόνο / Χατζηματθαίου Άθως


Τυχαία χθες συνάντησα, ένα παλιό μου φίλο
να τριγυρνά στης μοναξιάς, τ’ αδιέξοδο σοκάκι
ξεθωριασμένο το μπλουτζίν, σκισμένο φανελάκι
απ’ το λουρί του έσερνε, με κόπο ένα σκύλο.
Η πείνα του μαστίγωνε βίαια το κορμί του,
το πρόσωπο του σκυθρωπό, ένα σωστό ναυάγιο
κουρελιασμένη η ψυχή, βλέμμα βουβό και άδειο.
Με κόπο έβγαινε βραχνή, στα χείλη φωνή του.
Για πέντε χρόνια άνεργός, χωρίς ευρώ στην τσέπη,
στους κάδους μέσα έψαχνε, τη πείνα να νικήσει
οι φίλοι του τον ξέχασαν, ποιο ώμο ν’ ακουμπήσει;
Είχε ξεχάσει από καιρό, τα πρέπει ή δεν πρέπει.
Τελειώνει μου ψιθύρισε φιλέ μου τ’ οξυγόνο.
Πού να αφήσω το σκυλί σαν φύγω, πες μου μόνο;

Περιπλανήσεις / Χατζηματθαίου Άθως

Από τη βραβευμένη ποιητική συλλογή
Υστερόγραφο 41 σονετα


Με σκοτεινό χαμόγελο ο ήλιος μάς κοιτά,
σ’ ένα παλιό χαμόσπιτο, σε τοίχο γκρεμισμένο.
Σε γκράφιτι που σώθηκε σίγουρα η μπογιά
κι έμεινε το βλέμμα του, κάπως ξεθωριασμένο.
Μια γάτα στο παράθυρο, με μάτια ανοικτά,
κρυμμένη στο πλινθόκτιστο περβάζι, να χαζεύει.
Ένα σπουργίτι αδιάκοπα, το ράμφος να κτυπά,
το τζάμι στο απέναντι, λες κάτι να γυρεύει.
Κι ο μεθυσμένος, μ’ αδειανό μπουκάλι, περπατά,
παραμιλώντας, βρίζοντας την άδικη του μοίρα.
Και μες στο παραμιλητό, δακρύζοντας πετά,
το αδειανό μπουκάλι του , σκάρτη ζωή και στείρα.
Κι η γάτα απ’ τον φόβο της τρέχει να κρυφτεί
Κι αυτός στο πεζοδρόμιο, πέφτει να κοιμηθεί.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

ΡΙΖΟΚΑΡΠΑΣΟ / Ευριπίδης Κλεόπας


Στη Νίκη Μαραγκού
Κι ο Τούρκος που τον έφεραν
από τη χώρα που ανατέλλει ο ήλιος
συγνώμη, λέει που μένω στο σπίτι σας,
συγνώμη, αυτοί με φέρανε
από τη χώρα μου, που ανατέλλει ο ήλιος.
Και η παλιά Τουρκοκύπρια γειτόνισσα
-που έμενε τώρα στο σπίτι της Αντρούλας-
έλα Αντρούλα μου, φώναξε
έλα Αντρούλα να μείνεις σπίτιν σου
και ε να φύωμεν εμείς,
έλα κόρη μου…
και μόνον ο Άγγλος
ο κλεπταποδόχος, φωνάζει
στην διπρόσωπη γλώσσα του:
get out, of my house..