Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Κράτησε τον ήχο των βημάτων μας 
μέσα στο Καλοκαίρι, 
χρυσό και πυρωμένο σαν τον πόθο μας.
Άλλο δεν θα υπάρξει σαν τούτο.
Έναυσμα Φαύνων.
Πως να σε κράξω; 
Ραχήλ ή Ρεβέκκα των βιβλικών ημερών της ευτυχίας μου;
Ω αγαπημένη, 
οι φούχτες μου γέμισαν φως και μέλι καρπών.
Ω αγαπημένη, 
άσε με να σε υμνήσω 
στο βασάλτη  των ακοίμητων αιώνων. 
Όπως γεννήθηκες μέσα μου 
στη γλυκιά θλίψη των πρώτων και τελευταίων ημερών. 
Να κι ο χρυσός καρπός, 
που ορίσμασαν οι τροπικοί των ιμέρων μέσα σου.
Ω αγαπημένη!
κράτησε το  θριαμβικό ήχο της κραυγής μου
μέσα στο καλοκαίρι.
Ρίξε το ρούχο σου 
για να με δεχτείς ολοκαύτωμα.

Τάσος Στεφανίδης (Ο ποιητής, Ο πεζογράφος , Ο ζωγράφος,

ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΤΑΣΟΣ (βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε το 1917στη Λευκωσία. Αποφοίτησε από το παγκύπριο Γυμνάσιο. Ασχολήθηκε με την ζωγραφική και την Ποίηση. Ποιήματα, διηγήματα, μελέτες και άλλη πνευματική εργασία του δημοσιέυτηκαν στα φιλολογικά περιοδικά της Κύπρου και στον εγχώρια τύπο. Μέρος του πνευματικού του έργου έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά. . Απεβίωσε το 1996.



Εξέδωσε τα παρακάτω έργα. 


  • 1955 : Ανησυχίες (ποιητική συλλογή) 
  • Καταστάσεις (Ποίηση)
  • Ποιητικά Δειλικά (Ποίηση)
  • 1960: Ο γιος των υδάτων (Νουβέλα) 

Σάββατο 9 Απριλίου 2016

Ανάσταση

Στην αίθουσα μιας εκκλησίας σκοτεινής 
και σε κηδεία θλιβερή
σ΄ είδα τυχαία κι απρόσμενα ξανά
μετά από μήνες πένθιμους, βουβούς. 
Φεγγοβολούσε λες το μαύρο σου πουκάμισο
σαν φωτοστέφανο έμοιαζαν τα μαλλιά σου. 
Πως έξαφνα η εκκλησία σαν να φωτίστηκε!
Μου φάνηκε πως άνοιξε ο θόλος της απότομα 
κι απάνω της φτερούγισαν λευκά 
ελπίδες και αισθάματα από καιρό θαμμένα. 

Οι συγγενείς θρηνούσαμε με συντριβή
για του δικού τους το χαμό. 
Μα εγώ προχώρησα στο μέρος τους ανάλαφρα
Σχεδόν γελώντας έσκυψα να τους συλληπηθώ. 
Καθώς γινόσουν πάλι Εσύ 
Ο θεός μου και η θρησκεία μου.



Τρίτη 5 Απριλίου 2016

ΑΡΜΟΝΙΑ



Αν είναι το τραγούδι
της ζωής μικρό
θα τραγουδώ στιγμές
από ένα ποίημα.
Είναι η ζωή με λόγο
ερωτικό,
σκέψη, ειρμός
κρυφή μου ηλιαχτίδα

Τέμβριου Αθηνά

Ένας στίχος

«Κι η Αργώ στο λιμάνι
                ανάμεσα στ’ άλλα καράβια
                ένα όνειρο με κατεβασμένα πανιά
                αναπολούσε τις ώρες της αναχώρησης.»

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Αγγέλα Καϊμακλιώτη
Άλογες μνήμες σε καλούν
κίτρινες μαργαρίτες
πλέκουν γιρλάντα 
Οι παπαρούνες στο τιμόνι σου
μικρή μου ποδηλάτισσα
πυξίδα στεφανώνουν
Και πώς να μη γυρίσεις;
Τα καστανόχρυσα μαλλάκια σου
χαίτη των πιο λευκών ονείρων
καλπάζουν μες την αγκαλιά μου

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Το πράσινο μαχαίρι / Λογγίνος Παναγή


Έσκυψα μέσα στην κοιλιά μου
Άκουγα κάτι παράξενα χάχανα
Φόρεσα το ανάστροφο μου πρόσωπο
Και χώθηκα στο στήθος μου
Που ένα βαρύ πράσινο μαχαίρι έκαιγε
Θαρρείς πως θα φυτρώσει
Είπα στον διπλανό
Είχε ένα αυτί σαν τούμπανο
Και το βαρούσε όταν χαιρόταν
Σε θυμάμαι φόρτωνες στα νιάτα σου βαπόρια
Τώρα στον πυρετό
Θα γεννηθώ μάνα θ’ αναστηθώ
Κοίταζε με μάτια παιδιού
Δηλαδή πουλιού
Στο χώμα σφάδαζε η εγκυμονούσα κόρη
Κι είπα πάλι θα γυρίσουν οι καιροί
Το αυτί βάραγε και γέλαγε
Η καρδιά αδημονούσα
Φτερούγισε λίγο
Ύστερα πέταξε μακριά
Μια μέρα θα σε βρω
Η φωνή εχτύπησε το στήθος μου
Αναχωρώ

stoppage in transit

Το ποίημα βρίσκεται στη παρακάτω διεύθυνση: 

Η ναυμαχία των σανιδοφόρων

για να αναγνώσετε το ποίημα πατήστε: 

Κείμενο της Λοφίτη - Ματθαίου Γεωργία στην εφημερίδα «Σάλπιγξ» την 29 Απριλίου 1921 , πάνω στην εξαθλίωση Ρώσων προσφύγων στη Λεμεσό.




Από πέντε και πλέον μήνες κατοικούν εδώ κοντά μας, απάνω εις το στρατόπεδο των Πολεμιδιών, μερικά από τα θύματα των τελευταίων αποτελεσμάτων του πανευρωπαϊκού πολέμου, μερικά φύλλα πεσμένα στον άνεμο. 


Αυτοί οι άνθρωποι είνε Ρώσσοι, έχουν κάπου μια πατρίδα, κάποτε ανέπνευσαν τον ωραίον άνεμον της ελευθερίας και ησθάνθησαν μέσα εις την ψυχήν των τας απολαύσεις της ζωής. 

Αυτοί οι εγκαταλελειμμένοι, αυτά τα ερείπια των σημερινών γεγονότων, αυτοί οι χριστιανοί δεν έχουν σήμερον Πατρίδα, δεν έχουν ούτε καν τους καθημερινούς πόρους της ζωής. 

Ηλθαν σε μας κάποιαν πρωίαν θλιβεράν και σκοτεινήν, δίχως ψυχήν και δίχως αισθήματα. Έφεραν μαζύ τους τον βαθύ πόνον της απογνώσεως και ερίχτησαν μέσα στον ουρανόν μας σαν πουλιά ξένα σπρωγμένα από την καταιγίδα και τον κεραυνόν. 

Η Κυβέρνησις εφάνη κάπως καλή. Σε μια στιγμή ευσπλαχνίας έριξε λίγα ψίχουλα στα άρρωστα αυτά πουλιά και τους παρε- χώρησεν ένα άσυλον, οπωσδήποτε για να περάσουν τες κακές μέρες. 

Εψηφίστηκε μάλιστα και ένα κοντύλι και ένα μηνιαίο επίδομα παρεχωρήθη στους δυστυχισμένους αυτούς από Λιρ. 150 περίπου. Το κοντύλι τούτο τελευταίως ηλαττώθη σε Λιρ.80, καθώς μας λέγουν και τώρα τίποτε, ούτε οβολός πια γι’ αυτούς.

Όσοι μπορούν να εργάζωνται ρίχνονται με όρεξι στη δουλειά και φορτώνονται ευχαριστημένοι το αχθοφορικό σακκί δίχως να νοιάζωνται αν τα χέρια τους κι’ οι πλάτες τους δεν είναι καμωμένες για τόσα βαρετά φορτία.

Είδαμεν γυναίκες δυστυχισμένες, γέρους αναπήρους και πληγομένους του πολέμου. 

Όλοι αυτοί πέρασαν από μπροστά μας θλιμμένοι αδύνατοι ταπεινοί. 

Δεν μας έτειναν το χέρι αλλά τα βλέμματα τους μας άγγιξαν τες ψυχές. Χθες ακόμα δυό δυστυχισμένοι έδωσαν τέλος στη ζωή τους με τραγικές αυτοκτονίες. Σήμερα μια άλλη πέθανε από θλίψη και μαρασμόν. 

Επιτέλους αυτός ο ολάκερος κόσμος που υποφέρει, πιστεύει τον θεόν τον οποίον πιστεύομεν. Δεν πρέπει να μείνουν να πεθάνουν έτσι σαν σκυλιά. 

Δεν είναι ανάγκη βέβαια να στερηθούμεν για να τους συνδράμωμεν, αλλά κάτι από ό,τι μας περισσεύει. Ενα ασήμαντο ποσό ο καθένας μας για να γλυκάνωμεν λίγο όλες αυτές τες ψυχές που πονούν! 


πηγή/ αναδημοσίευση: http://www.foni-lemesos.com/retro/6663-oi-rosoi-sti-lemeso-allote-kai-simera.html


το κείμενο αναδημοσιεύεται προκειμένου να έχουμε απόσπασμα του λόγου της ποιήτριας / δημοσιογράφου 

Γεωργία Λοφίτη - Ματθαίου (βιογραφικά στοιχεία)

 Γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1893 και απεβίωσε το 1985. Φοίτησε στη Σχολή Καλογραιών της Λεμεσού και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, την ποίηση, την πεζογραφία και τη μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων. Τα λογοτεχνικά κείμενά της παραμένουν δημοσιευμευμένα και σκόρπια σε εφημερίδες και περιοδικά του μεσοπολέμου.

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Νέες οδηγίες ...8 Κρυμμένων Ήχων /Τσιαήλης Ρ. Χρίστος


[πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό ‘ΡΩΓΜΕΣ’ εν Αθήναι, Δεκέμβριος 2008]


Πειθήνιο κάρμα των κλινών,
ευθανασία σκύλων επέρχεται, σιωπηλά
Προσοχή! στους νοσοκόμους με τα μπλε! Προσοχή!
Με πάνινα παπούτσια πλησιάζουν.
Έδεσμα θεσπέσιο ο ορός
κι αν η ένεση άηχα εξέλθει, κι από το στόμα πόσις.
Προσοχή! στο κράμα των ηλεκτρολυτών και των
βιταμινών! Προσοχή!

Νοσοκομειακό χωρίς σειρήνα,
ήσυχη απόψε η πόλις,
όλοι υγιείς,
αυξάνει ταχύτητα το αμάξι εκείνο, κόκκινο το φανάρι, κι άλλο γκάζι
το κρυμμένο κλικ της καρωτίδας που σπάει,
το ψιθυριστό αίμα που στάζει
ήσυχη η γειτονιά σου απόψε
μόνο λίγο πιο μικρή.

Πειθήνιο κάρμα της ηρεμίας των υγιών,
κίτρινο μαξιλάρι και κουμπί φωτεινού συναγερμού.
Προσοχή! στα παγωμένα ακουστικά που ψαχουλεύουν!
Προσοχή!
Στο δέρμα κυλάνε σαν χέλια,
θα βρουν στους κρυμμένους ήχους
τον κλασματικό κτύπο της καρδιάς.
Προσοχή! Στο μίγμα του ορού και του σάλιου!
Προσοχή! Προσοχή! στο κράμα των κολλημένων βράχων
και του σιωπηλού βοτσάλου στη βιβλιοθήκη σου
Προσοχή! μην στάξουν, μην κυλήσουν έτσι, χωρίς ψυχή.



© Χ.Ρ. Τσιαήλης

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ / Παγιάση - Κατσούρη Ντίνα


Εκεί στο Μενεού
θα βρίσκομαι πάντα
ένα βήμα μπροστά από σένα
καθώς θα προχωράς στο μονοπάτι
που οδηγεί στο γνωστό παγκάκι.
Θα πρέπει να σε προστατέψω
από τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες της γειτονιάς
που μπορεί να είναι οι γείτονες,
οι επισκέπτες ή και άλλοι φιλοξενούμενοι.
Θα πρέπει να φτάσεις
πνευματικά ανέπαφος στο παγκάκι
για να εξαντλήσεις εκεί
όλες σου τις δυνάμεις,
τους στοχασμούς
και τα οράματα.
Και όταν θα είσαι έτοιμος
θα καλέσουμε τους φίλους
για ουζομεζέδες.
Ντίνα Κατσούρη

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Πόλεις με χιόνι / Ζαφειρίου Λεύκιος


Κοιτάζεις διαρκώς το πρόσωπό της
περνούν εικόνες μιας άλλης εποχής ασπρόμαυρες
σε τρένα και σταθμούς
πόλεις με χιόνι με κρύο και καμινάδες στην ομίχλη
οι προβολείς καθώς πέφτουν στο πρόσωπό της
σ’ αφήνουν έκθετο στο φως
κι εσύ κοιτάς το χειμωνιάτικο παλτό
με το ‘να χέρι στην αριστερή τσέπη
τα μάτια τριγωνικές σχισμές και βαθυγάλανα
στους δρόμους γύρω ένας αγέρας
τής σηκώνει τα μαλλιά
τα σιάχνει με τ’ άλλο χέρι
καθώς φυσάει μέσ’ στη νύχτα
όπως τότε στο επαρχιακό ξενοδοχείο
με τα σπασμένα παράθυρα
ήταν χειμώνας πάλι κι ο τυφλός υπάλληλος
ρωτούσε τι ώρα είναι
την κοιτούσες χρόνια αδέξιος κι ερασιτέχνης του έρωτα
στα μάγουλα στα φρύδια στο λαιμό κι ύστερα έφευγες
στις μύτες των ποδιών

ό, τι μένει απ’ τη μορφή της
λύπη του έρωτα
μέσα στη νύχτα η ομορφιά της